Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Ο κορυφαίος και πιο αυθεντικός Ελληνας πρωταθλητής στίβου της 20ετίας!!

Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την συγκινητική τελευταία κούρσα του Περικλή Ιακωβάκη, η οποία ήταν μια προβολή όλης της καριέρας του πιο σημαντικού Ελληνα αθλητή της εποχής του.
Είχα το νου μου εδώ και μέρες κι έτσι ήμουν τυχερός, στημένος μπροστά από την τηλεοπτική οθόνη το απόγευμα του Σαββάτου για να δω live την τελευταία κούρσα του Περικλή Ιακωβάκη. Για να βάλω στο άλμπουμ των αναμνήσεων, όλων των δυνατών αθλητικών στιγμών οι οποίες είχαν ένα σωρό σημαντικές, κατά την αντίληψή μου, προεκτάσεις και αυτή, την τελευταία αθλητική στιγμή του.
Ηταν μια ιστορική στιγμή διότι ήταν/είναι η στιγμή της αποχώρησης του τελευταίου εκ των διάσημων αθλητών της προηγούμενης εποχής της Ελλάδας. Ο Ιακωβάκης είναι ο τελευταίος της γενιάς των αθλητών που ενηλικιώθηκαν αθλητικά και επιχειρούσαν πρωταθλητισμό στην εποχή των παχιών ελληνικών αγελάδων, στην εποχή του κατασκευασμένου, του αγοραστού πρωταθλητισμού, στον καιρό που οι πολιτικοί είχαν ανάγκη να κατασκευάζουν αθλητικά τσολιαδάκια για να βγάζουν φωτογραφίες και να κερδίζουν ψήφους.
Το παράδοξο και συνάμα ιδιαίτερο, αυτό που τον κάνει ξεχωριστό και φυσικά ο λόγος για τον οποίο κέρδιζε πάντοτε τον θαυμασμό μου και ήταν ο πρώτος Ελληνας πρωταθλητής στον οποίον αναφερόμουν προκειμένου να καμαρώσω σε μια κουβέντα με αλλοδαπούς συναδέλφους μου, είναι ότι ο Ιακωβάκης ήταν διαχρονικά εντελώς αταίριαστος με τη γενιά του.
Καταρχήν ξεχώρισε διαχρονικά σαν την μύγα μες στο γάλα διότι δεν πιάστηκε ποτέ ντοπαρισμένος. Αλλωστε γι' αυτό σταματά τελευταίος παρ' ότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος στην ηλικία... Ηταν καθαρός σε περισσότερους από 100 ελέγχους σε μια ζωή περίπου 17 ετών στον πρωταθλητισμό, από την εφηβεία του. Κι όμως δεν το πούλησε ποτέ αυτό. Ποτέ δεν φώναξε “αποθεώστε εμένα τον καθαρό και κράξτε τους ντοπαρισμένους”. Ούτε καν το υπονόησε. Ο λόγος του ήταν, ειδικά όσο ωρίμαζε και ηλικιακά, αξιέπαινα ρεαλιστικός. “Ντοπαρισμένος είναι αυτός που πιάνεται. Το ντόπινγκ υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει” έλεγε.
Δεν υπήρξε ποτέ προκλητικός και υπερβολικός στη δημόσια συμπεριφορά του. Διαχρονικά με αυτόν συνέβαινε περίπου το ακριβώς αντίθετο. Η προσωπική ζωή μακριά από τα περιοδικά, ο ίδιος μακριά από πρωινάδικα, μεσημεριανά και εγκαίνια μπουζουκιών και κλαμπς. Ακόμη και οι εμπορικές διαφημίσεις που έκανε ήταν λιγότερες από τις αντίστοιχες αθλητών με μικρότερες επιτυχίες από τον ίδιο και ήταν τέτοιες που δεν έκαναν ζημιά στο αθλητικό προφίλ του και κυρίως δεν τον υποβίβαζαν στην συνείδηση των αθλητών της νεότερης γενιάς, στα μάτια των οποίων ήταν πρότυπο συμπεριφοράς.
Στην εποχή της κρίσης δεν προκάλεσε ποτέ ούτε με την επιχειρηματολογία του για την προστασία των παλαιών προνομίων των αθλητών, των προνομίων που μοίραζε απλόχερα η παλιά Ελλάδα, δηλαδή οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί που χρυσοπλήρωναν ένα μετάλλιο για να βγουν φωτογραφία με τον κάτοχο. Υποστήριζε με λογική επιχειρηματολογία τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα πρέπει να παρακινεί τους πρωταθλητές της, αλλά την ίδια στιγμή σχολίαζε ότι η προ 2004 Ελλάδα το είχε παρακάνει με τα προνόμια και τα πριμ.
Τον ξεχώριζες όμως διαχρονικά για ακόμη έναν λόγο. Διότι κάθε φορά που αποφάσιζε να σταματήσει μπροστά σε ένα μικρόφωνο και μια κάμερα είχε έναν λόγο να το κάνει. Είχε λόγο και όχι μόνο ένα “ευχαριστώ τον χορηγό μου”, το οποίο – λογικά – άκουγες από όλους τους αθλητές, και φυσικά και από αυτόν. Κάθε του ομιλία μετά από μια κούρσα, όπως και οι περισσότερες συνεντεύξεις του, είχαν νόημα. Εδιναν παράδειγμα αθλητικής στάσης, ενέπνεαν τους πιτσιρικάδες, κι έκαναν κι εσένα, τον συνομήλικο ή μεγαλύτερό του να καμαρώνεις που αυτό το παλικαράκι πήγε σε ακόμη μια μεγάλη διοργάνωση με το εθνόσημο στο στήθος και κατάφερε – ή δεν κατάφερε – να διακριθεί. “Όποτε τρέχω, σκέφτομαι ότι είμαι μία πολύ μικρή κουκκίδα ενός κράτους, ενός έθνους. Αισθάνομαι λοιπόν, σε έναν πολύ μικρό βαθμό, πρεσβευτής αυτού του έθνους. Γι’ αυτό, αγωνίζομαι πάντα με σωστό και έντιμο τρόπο, στοχεύοντας σε μια αξιοπρεπή εμφάνιση”. Ωραίος, μάγκας, αληθινός, αθλητής. Τύπος για να τον καμαρώνεις και να θέλεις να τον κάνεις παρέα, αλλά και αθλητής πρότυπο, για να τον δείξεις στον πιτσιρικά που μεγαλώνει δίπλα σου και να του πεις “να, σαν αυτόν να γίνεις!”.
Μπορεί να μη σε έβρισκαν πάντοτε σύμφωνο τα όσα άκουγες στον δημόσιο λόγο του Ιακωβάκη. Επρόκειτο όμως πάντα για τον δικό του, και συνήθως τεκμηριωμένο, λόγο. Οχι για το προϊόν της υποβολής από έναν μάνατζερ ή προπονητή που του έπλενε τον εγκέφαλο και του έβαζε την κασέτα με το ποίημα στο στόμα. Ούτε για το ποίημα που του είχε φυτέψει στο κεφάλι ένας δημοσιογράφος – νταβατζής αθλητών ή ένας image maker. Ο λόγος ήταν δικός του, αυθεντικός. Αλλωστε γι' αυτό πιθανότατα δεν συνεργάστηκε ποτέ με τους διάσημους προπονητές ή τους διάσημους διαμεσολαβητές της ... χρυσής εποχής του κλασικού αθλητισμού. Γι' αυτό είχε προπονήτρια την Μαρία Σωτηρακοπούλου, την οποία πιθανόν να μην έχεις ακουστά και να μην έχεις δει ποτέ, αφού δεν σε έχει προκαλέσει ούτε με τον λόγο της, ούτε με τα καμώματά της, αφού ουδέποτε είχε σχέση με το ντόπινγκ.


Ο Ιακωβάκης αποχωρεί με καημό ή απωθημένο ότι δεν πρόλαβε να κατακτήσει ένα ολυμπιακό μετάλλιο, διότι άλλοτε τα προβλήματα τραυματισμού κι άλλοτε οι κακές στιγμές του το στέρησαν. Βγάζει τα σπάικς με κορυφαία παράσημα το χάλκινο παγκόσμιο μετάλλιο και το χρυσό ευρωπαϊκό μετάλλιο στα 400 μ. με εμπόδια. Στη ελληνική συνείδηση όμως έχει κατακτήσει το βαρύτερο παράσημο, διότι είναι ο κορυφαίος Ελληνας αθλητής κλασσικού αθλητισμού της τελευταίας – τουλάχιστον – 20ετίας. Διότι ήταν πάντα αυτό που ο αθλητής θα ήθελες και θα έπρεπε να είναι: γήινος, ανθρώπινος, υπερβατικός αλλά όχι υπεράνθρωπος, μαχητής και θαρραλέος αλλά πάντοτε άνθρωπος και όχι εξωγήινος. Ηταν ο σημαιοφόρος που θα ήθελες πάντα να έχεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις άλλες μεγάλες διοργανώσεις. Που τον έβλεπες να μπαίνει στο στάδιο με τη σημαία και καμάρωνες.
Ακουσα τον Ιακωβάκη να λέει ότι έμεινε μέχρι τώρα στον στίβο και δεν αποσύρθηκε νωρίτερα κυρίως επειδή ήθελε να έχουν μεγαλώσει λίγο τα παιδιά του ώστε να προλάβουν να κρατήσουν την ανάμνηση του πατέρα τους ως αθλητή. Το μήνυμα που έδωσε με την παραμονή του στην μετά 2008 εποχή όμως αποτελεί στην πραγματικότητα την μεγαλύτερη προσφορά του προς τον αθλητισμό και την ελληνική κοινωνία. Διότι με τη συμπεριφορά του απέδειξε ότι υπάρχει πρωταθλητισμός και στην μετά χορηγών και ψηφοθηρικών πριμ εποχή. Κι έδωσε κουράγιο σε ένα σωρό πιτσιρικάδες που εμπνεύστηκαν και παρακινήθηκαν βλέποντας τον Ιακωβάκη να αναδεικνύει με πράξεις το μεγαλείο του ερασιτεχνικού αθλητισμού, του αθλητισμού για τον αθλητισμό και όχι μόνο για την κονόμα.
Η τελευταία του κούρσα είναι ένα μεγαλείο. Διότι την βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι είναι μια μάχη του άντρα κόντρα στους τραυματισμούς, στην φθορά του σώματος από τα χρόνια που περνούν και την σκληρή καταπόνηση ετών. Κι είναι μια μάχη που την έδωσε μόνο για έναν λόγο: μήπως και βοηθήσει την ελληνική ομάδα του στίβου να ανεβεί κατηγορία στην Ευρώπη. Μια μάχη που έδωσε για τους άλλους, δεδομένου ότι εκείνος δεν θα είναι εκεί για να απολαύσει τα προνόμια αυτής της επιτυχίας.
Εύχομαι στον ελληνικό κλασικό αθλητισμό να καταφέρει να κρατήσει τον Περικλή Ιακωβάκη κοντά του. Οχι μόνο επειδή είναι ένας από τους πιο γνήσιους Ελληνες πρωταθλητές που έχω δει στη ζωή μου, αλλά και επειδή έχει το μυαλό και τα οράματα για να τον βοηθήσει. Τρανή περί αυτού απόδειξη είναι η απήχηση που έχει στην παγκόσμια κοινωνία των πρωταθλητών του στίβου, εκεί όπου δεν δυσκολεύεται να συγκεντρώσει εκατοντάδες ψήφους για την εκλογή του σε μια ευρωπαϊκή επιτροπή αθλητών. Αν δεις τον Ιακωβάκη να προπονεί, να εκπαιδεύει, ή να διοικεί αθλητισμό, θα ξέρεις ότι ο αθλητισμός που θα παράξει θα είναι αυθεντικός, ο αθλητισμός όπως θα ήθελες να είναι.

*Πηγή: gazzetta.gr*

Δεν υπάρχουν σχόλια: