Στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» ο Οσκαρ Ουάιλντ υποστηρίζει πως:
«Αρκεί ένα λεπτό για να ερωτευθείς, μια ώρα για να συμπαθήσεις και μια
μέρα για ν' αγαπήσεις. Όμως μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις».
Κάπως έτσι λοιπόν θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τα ποδοσφαιρικά
αισθήματα για τον Ραούλ...
Η ιστορία η δική του έχει καταγραφεί ότι ξεκίνησε με την εξής αφήγηση: Βρέθηκε να έχει ταξιδέψει 17χρονος με τους μεγάλους της Ρεάλ στη Σαραγόσα. Το παιχνίδι ξεκίνησε και δεν πήγαινε καλά για τους Μαδριλένους: «Εάν ήσουν εσύ ο προπονητής, θα σε έβαζες στο ματς;» τον ρώτησε ο κόουτς Χόρχε Βαλδάνο, για να λάβει την γεμάτη θράσος απάντηση του πιτσιρικά: «Εάν θέλεις να πάρεις το παιχνίδι ναι. Εάν όχι, τότε μην με βάλεις!» Ο μικρός το πίστευε, ήξερε τι θα ακολουθούσε. Ολοι οι υπόλοιποι μάθαμε με τον καιρό.
Τον είδα για πρώτη φορά στα στιγμιότυπα του Champions League στο MEGA. Ηταν Οκτώβριος του 1995 και μόλις είχε κάνει χατ τρικ κόντρα στη Φερεντσβάρος. Δεν ήθελε παραπάνω για να γίνει ο λατρεμένος matador. Μεγαλώνοντας κέρδιζε ολοένα πόντους στην εκτίμηση και τρύπωσε τίμια και δίκαια στο αγαπημένο ΤΟΠ-5. Εάν λοιπόν θα μπορούσα να επιλέξω πέντε παλαίμαχους για να έχω την ευκαιρία να ξαναδώ όπως ήταν στα καλύτερα τους, τον Ραούλ θα τον διάλεγα μαζί με τους Μαραντόνα, Ζιντάν, Καντονά και Ρονάλντο (και για να κλέψω δύο ακόμα θέσεις Νο6 τον Φαν Μπάστεν, Νο7 τον Ρεδόντο).
Δεν υπάρχουν αληθινά εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για να εξηγήσεις ότι ήταν ήταν ο καλύτερος που έχεις δει. Δεν είχε την ντρίμπλα, την ταχύτητα. Δεν ήταν κάφρος, τσαμπουκάς και ενίοτε παραήταν μαλθακός στο παίξιμο του. Ελα όμως που σου κολλάει και τρελαίνεσαι με κάποιον παίκτη. Οι λεπτές κινήσεις, τα απίστευτα γλυκά τελειώματα του με τη μία επαφή όπου και με οποιονδήποτε τρόπο. Ισως να έβαλε περισσότερα γκολ με λομπίτσα στο πρώτο touch με το τόπι παρά με κάθε άλλον τρόπο.
Δεν έχουν σημασία τα νούμερα, τα ρεκόρ, οι τίτλοι. Επ' ουδενί μειώνει το στίγμα του ότι βρέθηκε κάποιος να τον προσπεράσει. Ο Ραούλ ήταν, είναι και θα είναι ο πραγματικός Βασιλιάς της Βασίλισσας. Οταν ακόμα και ο Ντι Στέφανο ή ο Ζιντάν έχουν αποδοκιμαστεί από το εξωπραγματικά απαιτητικό κοινό της Ρεάλ, εκείνος δεν άκουσε ποτέ του γκρίνια. Δεν μπήκε σε κλίκες στα αποδυτήρια, δεν προσπάθησε να κάνει κουμάντο. Υπήρξε στρατιώτης και στρατηγός μαζί χωρίς την ίντριγκα.
Μπήκε στο ποδοσφαιρικό κάδρο, μας έκανε να τον γουστάρουμε τρελά φίλοι και εχθροί. Εκτοτε η ιστορία κύλησε όπως το νερό. Σαν τη μπάλα που γλιστράει στο χορτάρι. Μαζί της ταξίδεψαν μέσα από την οθόνη οι εικόνες. Εκείνες που θα μας συντροφεύουν για πάντα για να έχουμε να λέμε στα... καφενειακά καθισιά μας με τις νοσταλγίες.
Δεν γινόταν άλλωστε αλλιώς. Θα ερχόταν η στιγμή που θα τον βλέπαμε να χάνει, να υποτάσσεται στον μοναδικό που δεν μπόρεσε να σκαρώσει μία ντρίμπλα, να του βάλει ένα ακόμα γκολ: τον... τερματοφύλακα χρόνο που όλα τα δαμάζει. Θα έχουμε όμως να λέμε ότι τον είδαμε να φυλάει ξανά και ξανά τη βέρα στο δεξί...
*Πηγή: gazzetta.gr*
Η ιστορία η δική του έχει καταγραφεί ότι ξεκίνησε με την εξής αφήγηση: Βρέθηκε να έχει ταξιδέψει 17χρονος με τους μεγάλους της Ρεάλ στη Σαραγόσα. Το παιχνίδι ξεκίνησε και δεν πήγαινε καλά για τους Μαδριλένους: «Εάν ήσουν εσύ ο προπονητής, θα σε έβαζες στο ματς;» τον ρώτησε ο κόουτς Χόρχε Βαλδάνο, για να λάβει την γεμάτη θράσος απάντηση του πιτσιρικά: «Εάν θέλεις να πάρεις το παιχνίδι ναι. Εάν όχι, τότε μην με βάλεις!» Ο μικρός το πίστευε, ήξερε τι θα ακολουθούσε. Ολοι οι υπόλοιποι μάθαμε με τον καιρό.
Τον είδα για πρώτη φορά στα στιγμιότυπα του Champions League στο MEGA. Ηταν Οκτώβριος του 1995 και μόλις είχε κάνει χατ τρικ κόντρα στη Φερεντσβάρος. Δεν ήθελε παραπάνω για να γίνει ο λατρεμένος matador. Μεγαλώνοντας κέρδιζε ολοένα πόντους στην εκτίμηση και τρύπωσε τίμια και δίκαια στο αγαπημένο ΤΟΠ-5. Εάν λοιπόν θα μπορούσα να επιλέξω πέντε παλαίμαχους για να έχω την ευκαιρία να ξαναδώ όπως ήταν στα καλύτερα τους, τον Ραούλ θα τον διάλεγα μαζί με τους Μαραντόνα, Ζιντάν, Καντονά και Ρονάλντο (και για να κλέψω δύο ακόμα θέσεις Νο6 τον Φαν Μπάστεν, Νο7 τον Ρεδόντο).
Δεν υπάρχουν αληθινά εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για να εξηγήσεις ότι ήταν ήταν ο καλύτερος που έχεις δει. Δεν είχε την ντρίμπλα, την ταχύτητα. Δεν ήταν κάφρος, τσαμπουκάς και ενίοτε παραήταν μαλθακός στο παίξιμο του. Ελα όμως που σου κολλάει και τρελαίνεσαι με κάποιον παίκτη. Οι λεπτές κινήσεις, τα απίστευτα γλυκά τελειώματα του με τη μία επαφή όπου και με οποιονδήποτε τρόπο. Ισως να έβαλε περισσότερα γκολ με λομπίτσα στο πρώτο touch με το τόπι παρά με κάθε άλλον τρόπο.
Δεν έχουν σημασία τα νούμερα, τα ρεκόρ, οι τίτλοι. Επ' ουδενί μειώνει το στίγμα του ότι βρέθηκε κάποιος να τον προσπεράσει. Ο Ραούλ ήταν, είναι και θα είναι ο πραγματικός Βασιλιάς της Βασίλισσας. Οταν ακόμα και ο Ντι Στέφανο ή ο Ζιντάν έχουν αποδοκιμαστεί από το εξωπραγματικά απαιτητικό κοινό της Ρεάλ, εκείνος δεν άκουσε ποτέ του γκρίνια. Δεν μπήκε σε κλίκες στα αποδυτήρια, δεν προσπάθησε να κάνει κουμάντο. Υπήρξε στρατιώτης και στρατηγός μαζί χωρίς την ίντριγκα.
Μπήκε στο ποδοσφαιρικό κάδρο, μας έκανε να τον γουστάρουμε τρελά φίλοι και εχθροί. Εκτοτε η ιστορία κύλησε όπως το νερό. Σαν τη μπάλα που γλιστράει στο χορτάρι. Μαζί της ταξίδεψαν μέσα από την οθόνη οι εικόνες. Εκείνες που θα μας συντροφεύουν για πάντα για να έχουμε να λέμε στα... καφενειακά καθισιά μας με τις νοσταλγίες.
Δεν γινόταν άλλωστε αλλιώς. Θα ερχόταν η στιγμή που θα τον βλέπαμε να χάνει, να υποτάσσεται στον μοναδικό που δεν μπόρεσε να σκαρώσει μία ντρίμπλα, να του βάλει ένα ακόμα γκολ: τον... τερματοφύλακα χρόνο που όλα τα δαμάζει. Θα έχουμε όμως να λέμε ότι τον είδαμε να φυλάει ξανά και ξανά τη βέρα στο δεξί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου