Ένας άνθρωπος που έχει γράψει ιστορία στο ρεπορτάζ
media, ο Χρήστος Ξανθάκης της «Ελευθεροτυπίας» αναπολεί τον «Φίλαθλο»
που δεν υπάρχει πια...
Κανονικά τέτοιες μέρες ο «Φίλαθλος» έπρεπε να μπαίνει στην τέταρτη
δεκαετία της ζωής του. Να γιορτάζει τα τριάντα χρόνια του στο περίπτερο
με κανά ξεγυρισμένο κύμα επιστολών, τις μισές των οποίων θα υπέγραφαν
πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και επιστήμονες πρώτης διαλογής· τις άλλες
μισές κάτι τύποι περίεργοι και μυστηριώδεις, που έχουν προλάβει να
ξεχάσουν περισσότερα απ' όσα θα μπορέσει ποτέ να μάθει ο μέσος άνθρωπος.
Υποθέτω ότι θα έκανε την εμφάνισή του και κάποιο συναισθηματικό άρθρο
του Ηλία Μπαζίνα, με αναφορές στην ελευθερία του πνεύματος και στην
προσωπική δημιουργία.
Φρούδες ελπίδες. Ο «Φίλαθλος» είναι νεκρός εδώ και μήνες κι εμείς, οι άλλοτε εθισμένοι στην αθυροστομία του, πρέπει να βολευτούμε με τις μεθαδόνες της πιάτσας. Με τα φύλλα εκείνα που ήρθαν να πατήσουν πάνω στην επικοινωνιακή καταιγίδα μιας πρωτοποριακής εφημερίδας, για να αναδειχθούν σε ηγέτιδες δυνάμεις του χώρου.
Με τους αθρογράφους που τελειοποίησαν τις γραφίδες τους υπό καθεστώς τραγελαφικής ασυδοσίας, για να τις μοσχοπουλήσουν αργότερα στον υψηλότερο πλειοδότη. Με τις καθαρές, καλοστημένες και φουλ έγχρωμες σελίδες που δεν θα λερώσουν ποτέ τα χέρια κανενός.
Το μυστικό του «Φίλαθλου»; Θα μπορούσα τώρα να γράψω μια πλήρη ανάλυση 30 σελίδων για την ελευθερία του πνεύματος και την προσωπική δημιουργία αλλά, επειδή έχω τελειώσει σχολή θετικών επιστημών, προτιμώ να μιλήσω μέσω του παραδείγματος.
Στο καλύτερο «αθλητικό» μυθιστόρημα όλων των εποχών, το θρυλικό «Southpaw» του Μαρκ Χάρις, γυρνάει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής σε έναν συμπαίκτη του στην ομάδα μπέιζμπολ των Mammoths και τον ρωτάει γιατί διαβάζει την τάδε κι όχι την δείνα εφημερίδα. Σημειωτέον ότι ο συγκεκριμένος συμπαίκτης ήταν ο μοναδικός αναγνώστης, καθότι όλοι οι άλλοι εκινούντο στα όρια του αναλφαβητισμού. Η απάντηση ήταν η εξής: «Γιατί έχει πιο πολλή πλάκα απ' τις υπόλοιπες!»
Εκεί ήταν όλο το ζουμί. Όχι στα κατά τόπους ρεπορτάζ που δεν σε διαφώτιζαν ιδιαιτέρως (ο «Φίλαθλος» μάλιστα το είχε τουμπάρει το ζήτημα, γράφοντας πάνω κάτω ότι έχανε θέματα γιατί δεν έκανε τσατσιλίκια), όχι στα μπαζωμένα και πνιγμένα πρωτοσέλιδα (που δεν είχαν καν το ξεκαρδιστικό κομφούζιο του «Φωτός»), όχι στις τακτικές επιδρομές του τυπογραφικού δαίμονος (που κατακρεουργούσαν συχνά πυκνά σελίδες ολόκληρες), όχι στο εθνικοπατριωτικό πνεύμα (κι ακόμη χειρότερα στις εντελώς εκτός τόπου και χρόνου εμμονές με τον βίο και την πολιτεία του Κώστα Ασλανίδη).
Για να μην μιλήσω για τις ακατανόητες αλλαγές «γραμμής» έναντι των μεγάλων του ΠΟΚ, ανάλογα με το που φύσαγε ο άνεμος (και ο καλός ο πρόεδρος...) κάθε εποχή.
Μεγάλο παιδί είμαι, τα γνώριζα όλα αυτά. Οπως τα ήξεραν και τα κατανοούσαν και οι λοιποί αναγνώστες της εφημερίδας. Αλλος ήταν ο λόγος που δεν την αφήναμε απ' τα χέρια μας και ήταν η συνήθειά μας, η παρέα μας. Ο λόγος ήταν ότι είχε πλάκα! Μας διασκέδαζε, μας ξαλεγράριζε, μας χάριζε το χαμόγελο στα χείλη.
Οταν οι «συλλογικές» εφημερίδες επέμεναν να παίρνουν στα σοβαρά ένα μάλλον γελοίο σύμπαν, ο «Φίλαθλος» τού έβγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Και δεν το άφηνε σε χλωρό κλαρί με τα αιχμηρά, δηλητηριώδη, οξειδωτικά σχόλια του. Ακόμη και ο, συνήθως σοβαρός, Ηλίας Μπαζίνας, που έγραψα πιο πάνω, όταν είχε κέφια μπορούσε να σε κάνει να κατουρηθείς από τα γέλια.
Θέλετε παράδειγμα; Ας καταφύγω ξανά στα παραδείγματα και ας παραθέσω εδώ το νοστιμότερο ίσως όλων, που συνδύασε με τρόπο λαμπρό το νταχτιρντί με τον επικοινωνιακό πόλεμο. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, είχε υπαινιχθεί ο «Φίλαθλος» ότι ο τότε πρόεδρος του Πανσεραϊκού Βασίλης Καραντινίδης διατηρούσε στενές σχέσεις με το χώρο των ψυχοδηλωτικών ουσιών.
Το είδε ο θιγόμενος, πήγε δικαστήριο, κέρδισε τη δίκη, μπήκε σε εφαρμογή ο νόμος περί Τύπου που απαιτούσε επανορθωτική δημοσίευση. Και τί κάνανε παρακαλώ στο «Φίλαθλο»; Ξεκινήσανε ένα βιολί άνευ προηγουμένου -να γράφουνε κάθε μέρα στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας με μεγάλα γράμματα την αθάνατη φράση: "Ο Καραντινίδης δεν είναι χασικλής"!
Εκτότε, ουδείς θυμάται τα πως και τα τι της ιστορίας, αλλά στη συλλογική μνήμη έχει εντυπωθεί μια για πάντα ότι κάποια διασύνδεση υπήρχε κάπως, κάποτε ανάμεσα στον ισχυρό άνδρα των Σερρών και στο κακό βοτάνι. Χώρια ο χαβαλές που προέκυπτε καθημερινά, όταν σπεύδαμε στα περίπτερα για να δούμε πόσο ακόμη θα κράταγε το δράμα του άμοιρου προέδρου.
Ετσι θέλω να τον θυμάμαι τον «Φίλαθλο». Ως άντρο καλικάντζαρων, που καλοπέρναγαν σουβλίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Τη θλιβερή εικόνα των τελευταίων μηνών κυκλοφορίας του, με την κούραση να διαγράφεται και στο παραμικρό σημείο στίξης, προτιμώ να την λησμονήσω.
Λέω επίσης να ξεχάσω όσα έγραφε πέρυσι το Γενάρη τέτοια εποχή ο Γιώργος Κουρής, ότι δηλαδή ο «Φίλαθλος» και η «Αυριανή» έχουν στοιχίσει στην ιδιοκτήτρια εταιρεία πάνω από 10.000.000 ευρώ, πέρα από τα 15.000.000.000 δραχμές που "έχει καταβάλλει παράνομα η επιχείρηση πληρώνοντας επί χρόνια αγγελιόσημο και ΙΚΑ». Επ' αυτών θα αποφανθεί η ιστορία. Ως τότε, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει ό,τι πιο sui generis έχει ποτέ εμφανισθεί στα χρονικά του αθλητικού Τύπου.
Πηγή: Gazzetta.gr
Φρούδες ελπίδες. Ο «Φίλαθλος» είναι νεκρός εδώ και μήνες κι εμείς, οι άλλοτε εθισμένοι στην αθυροστομία του, πρέπει να βολευτούμε με τις μεθαδόνες της πιάτσας. Με τα φύλλα εκείνα που ήρθαν να πατήσουν πάνω στην επικοινωνιακή καταιγίδα μιας πρωτοποριακής εφημερίδας, για να αναδειχθούν σε ηγέτιδες δυνάμεις του χώρου.
Με τους αθρογράφους που τελειοποίησαν τις γραφίδες τους υπό καθεστώς τραγελαφικής ασυδοσίας, για να τις μοσχοπουλήσουν αργότερα στον υψηλότερο πλειοδότη. Με τις καθαρές, καλοστημένες και φουλ έγχρωμες σελίδες που δεν θα λερώσουν ποτέ τα χέρια κανενός.
Το μυστικό του «Φίλαθλου»; Θα μπορούσα τώρα να γράψω μια πλήρη ανάλυση 30 σελίδων για την ελευθερία του πνεύματος και την προσωπική δημιουργία αλλά, επειδή έχω τελειώσει σχολή θετικών επιστημών, προτιμώ να μιλήσω μέσω του παραδείγματος.
Στο καλύτερο «αθλητικό» μυθιστόρημα όλων των εποχών, το θρυλικό «Southpaw» του Μαρκ Χάρις, γυρνάει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής σε έναν συμπαίκτη του στην ομάδα μπέιζμπολ των Mammoths και τον ρωτάει γιατί διαβάζει την τάδε κι όχι την δείνα εφημερίδα. Σημειωτέον ότι ο συγκεκριμένος συμπαίκτης ήταν ο μοναδικός αναγνώστης, καθότι όλοι οι άλλοι εκινούντο στα όρια του αναλφαβητισμού. Η απάντηση ήταν η εξής: «Γιατί έχει πιο πολλή πλάκα απ' τις υπόλοιπες!»
Εκεί ήταν όλο το ζουμί. Όχι στα κατά τόπους ρεπορτάζ που δεν σε διαφώτιζαν ιδιαιτέρως (ο «Φίλαθλος» μάλιστα το είχε τουμπάρει το ζήτημα, γράφοντας πάνω κάτω ότι έχανε θέματα γιατί δεν έκανε τσατσιλίκια), όχι στα μπαζωμένα και πνιγμένα πρωτοσέλιδα (που δεν είχαν καν το ξεκαρδιστικό κομφούζιο του «Φωτός»), όχι στις τακτικές επιδρομές του τυπογραφικού δαίμονος (που κατακρεουργούσαν συχνά πυκνά σελίδες ολόκληρες), όχι στο εθνικοπατριωτικό πνεύμα (κι ακόμη χειρότερα στις εντελώς εκτός τόπου και χρόνου εμμονές με τον βίο και την πολιτεία του Κώστα Ασλανίδη).
Για να μην μιλήσω για τις ακατανόητες αλλαγές «γραμμής» έναντι των μεγάλων του ΠΟΚ, ανάλογα με το που φύσαγε ο άνεμος (και ο καλός ο πρόεδρος...) κάθε εποχή.
Μεγάλο παιδί είμαι, τα γνώριζα όλα αυτά. Οπως τα ήξεραν και τα κατανοούσαν και οι λοιποί αναγνώστες της εφημερίδας. Αλλος ήταν ο λόγος που δεν την αφήναμε απ' τα χέρια μας και ήταν η συνήθειά μας, η παρέα μας. Ο λόγος ήταν ότι είχε πλάκα! Μας διασκέδαζε, μας ξαλεγράριζε, μας χάριζε το χαμόγελο στα χείλη.
Οταν οι «συλλογικές» εφημερίδες επέμεναν να παίρνουν στα σοβαρά ένα μάλλον γελοίο σύμπαν, ο «Φίλαθλος» τού έβγαζε κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Και δεν το άφηνε σε χλωρό κλαρί με τα αιχμηρά, δηλητηριώδη, οξειδωτικά σχόλια του. Ακόμη και ο, συνήθως σοβαρός, Ηλίας Μπαζίνας, που έγραψα πιο πάνω, όταν είχε κέφια μπορούσε να σε κάνει να κατουρηθείς από τα γέλια.
Θέλετε παράδειγμα; Ας καταφύγω ξανά στα παραδείγματα και ας παραθέσω εδώ το νοστιμότερο ίσως όλων, που συνδύασε με τρόπο λαμπρό το νταχτιρντί με τον επικοινωνιακό πόλεμο. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, είχε υπαινιχθεί ο «Φίλαθλος» ότι ο τότε πρόεδρος του Πανσεραϊκού Βασίλης Καραντινίδης διατηρούσε στενές σχέσεις με το χώρο των ψυχοδηλωτικών ουσιών.
Το είδε ο θιγόμενος, πήγε δικαστήριο, κέρδισε τη δίκη, μπήκε σε εφαρμογή ο νόμος περί Τύπου που απαιτούσε επανορθωτική δημοσίευση. Και τί κάνανε παρακαλώ στο «Φίλαθλο»; Ξεκινήσανε ένα βιολί άνευ προηγουμένου -να γράφουνε κάθε μέρα στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας με μεγάλα γράμματα την αθάνατη φράση: "Ο Καραντινίδης δεν είναι χασικλής"!
Εκτότε, ουδείς θυμάται τα πως και τα τι της ιστορίας, αλλά στη συλλογική μνήμη έχει εντυπωθεί μια για πάντα ότι κάποια διασύνδεση υπήρχε κάπως, κάποτε ανάμεσα στον ισχυρό άνδρα των Σερρών και στο κακό βοτάνι. Χώρια ο χαβαλές που προέκυπτε καθημερινά, όταν σπεύδαμε στα περίπτερα για να δούμε πόσο ακόμη θα κράταγε το δράμα του άμοιρου προέδρου.
Ετσι θέλω να τον θυμάμαι τον «Φίλαθλο». Ως άντρο καλικάντζαρων, που καλοπέρναγαν σουβλίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Τη θλιβερή εικόνα των τελευταίων μηνών κυκλοφορίας του, με την κούραση να διαγράφεται και στο παραμικρό σημείο στίξης, προτιμώ να την λησμονήσω.
Λέω επίσης να ξεχάσω όσα έγραφε πέρυσι το Γενάρη τέτοια εποχή ο Γιώργος Κουρής, ότι δηλαδή ο «Φίλαθλος» και η «Αυριανή» έχουν στοιχίσει στην ιδιοκτήτρια εταιρεία πάνω από 10.000.000 ευρώ, πέρα από τα 15.000.000.000 δραχμές που "έχει καταβάλλει παράνομα η επιχείρηση πληρώνοντας επί χρόνια αγγελιόσημο και ΙΚΑ». Επ' αυτών θα αποφανθεί η ιστορία. Ως τότε, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει ό,τι πιο sui generis έχει ποτέ εμφανισθεί στα χρονικά του αθλητικού Τύπου.
Πηγή: Gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου