Οι απόψεις του, τόσο για τα αγωνιστικά θέματα όσο και για τα ζητήματα
οργάνωσης του ποδοσφαίρου, γενικότερα, έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Η
πορεία του ως προπονητή (μάνατζερ, με την έννοια που δίνουν στον όρο οι
Άγγλοι), η επίδραση που άσκησαν οι ιδέες του στο αγγλικό ποδόσφαιρο και ο
ολοκληρωτικός μετασχηματισμός της Άρσεναλ, δείχνουν πως μπορεί να μη
συμφωνεί κάποιος (ιδίως άμα τον λένε Μιχάλη Τσόχο) με όσα υποστηρίζει
κατά καιρούς ο Αλσατός τεχνικός, αλλά αξίζει να τον ακούσει.
Τον Αλσατό, τον θυμήθηκε χθες το βράδυ -ή για την ακρίβεια κάποια από όσα είχε πει για τους νέους ποδοσφαιριστές- ένας από τους φίλους με τον οποίο έβλεπα το προχθεσινό παιχνίδι της Ελλάδας με τη Γερμανία. Την καλύτερη εθνική Γερμανίας της τελευταίας δωδεκαετίας που παίζει και ένα πιεστικό, απαιτητικό, μυαλωμένο και κάποιες φορές όμορφο ποδόσφαιρο. Στοιχεία που έχουν εμπλουτίσει τα χαρακηριστικά του επίμονου και μαχητικού ποδοσφαίρου που είχαν πάντα οι Γερμανοί. Μία εθνική ομάδα που έβαλε στόχο την ανανέωση μετά το φιάσκο στο Euro του 2000 και τώρα βλέπει τον στόχο να υλοποιείται. Είναι έτοιμη για έναν τίτλο.
Φυσικά η ανανέωση, ειδικά σε επίπεδο εθνικής ομάδας όπου δεν μπορείς να αναπληρώσεις τα κενά σου αγοράζοντας ποδοσφαιριστές, είναι μία διαδικασία που απαιτεί σχεδιασμό, χρόνο, πόρους και ανθρώπους. Ε, οι Γερμανοί τα έβαλαν και με πυξίδα την παραδοσιακή τους μεθοδικότητα, έχουν αποτελέσματα. Πού χωράει ο Βενγκέρ; Ο Αλσατός είναι εκείνος που έχοντας μεγαλώσει και διαχειριστεί δυό – τρεις φουρνιές νεαρών ποδοσφαιριστών, ανεξαρτήτως φυλετικών χαρακτηριστικών, γνωρίζει πως μία ομάδα καταξιώνεται μόνο με τίτλους. Είτε πρόκειται για εθνική ομάδα είτε για σύλλογο, όσο ταλέντο και να υπάρχει, η ωριμότητα επιδεικνύεται με τους τίτλους. Και, ξέρετε, επειδή ο Βενγκέρ δεν ακολούθησε την πολιτική των πολυδάπανων μεταγραφών, για να καλύψει τα κενά της ομάδας του, λίγο πολύ τη μεταχειρίστηκε κάπως σαν εθνική ομάδα.
Στη Γερμανία, όταν ξεκίνησαν την προσπάθεια ανανέωσης, το πρώτο που έκαναν ήταν να επανασχεδιάσουν τον τρόπο δουλειάς των ποδοσφαιρικών τους ακαδημιών. Στην πορεία διαπίστωσαν ότι όλο και λιγότερα παιδιά Γερμανών ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο -μία τάση που άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά- και ότι στις ακαδημίες προσέρχονταν όλο και περισσότερα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς.
Το ποδόσφαιρο, για πολλά από αυτά τα παιδιά που δεν είχαν το οικονομικό υπόβαθρο να σπουδάσουν και να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο από την αβεβαιότητα της θέσης ενός απλού εργάτη, ήταν ένας δρόμος για να επιβιώσουν, να διακριθούν και να πλουτίσουν. Η Γερμανίδα καγκελάριος πριν από ενάμιση χρόνο είχε ισχυριστεί ότι η πολυ-πολιτισμικότητα ΔΕΝ υπάρχει και πως η «λέξη» είναι μία κατασκευή.
Οι παίκτες που συμμετέχουν στη σύνθεση της σημερινής εθνικής Γερμανίας τη διαψεύδουν και αντανακλούν την ίδια τη σύσταση της γερμανικής κοινωνίας, όσο και αν η Μέρκελ την αρνείται για οικονομικούς-ιδεολογικούς λόγους. Τους Γερμανούς τούς ενδιαφέρει η αποτελεσματικότητα που θεωρούν «έμφυτο» χαρακτηριστικό τους. Και την «ιδεολογικοποιούν» με τον νεοφιλελευθερισμό. Μόνο που δεν δικαιολογείται και δεν είναι πια «δική» τους, όπως οι κάτοικοι μίας χώρας είναι όλοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την ετικέτα που το κεφάλαιο θέλει να τους φορέσει για να τους χρησιμοποιήσει. Σαν υπαλλήλους, εργάτες, φύλακες, μπαμπούλες ή «άχρηστη πρώτη ύλη». Σαν «καθαρούς» ή «μιάσματα».
Πηγή: Sportday
Τον Αλσατό, τον θυμήθηκε χθες το βράδυ -ή για την ακρίβεια κάποια από όσα είχε πει για τους νέους ποδοσφαιριστές- ένας από τους φίλους με τον οποίο έβλεπα το προχθεσινό παιχνίδι της Ελλάδας με τη Γερμανία. Την καλύτερη εθνική Γερμανίας της τελευταίας δωδεκαετίας που παίζει και ένα πιεστικό, απαιτητικό, μυαλωμένο και κάποιες φορές όμορφο ποδόσφαιρο. Στοιχεία που έχουν εμπλουτίσει τα χαρακηριστικά του επίμονου και μαχητικού ποδοσφαίρου που είχαν πάντα οι Γερμανοί. Μία εθνική ομάδα που έβαλε στόχο την ανανέωση μετά το φιάσκο στο Euro του 2000 και τώρα βλέπει τον στόχο να υλοποιείται. Είναι έτοιμη για έναν τίτλο.
Φυσικά η ανανέωση, ειδικά σε επίπεδο εθνικής ομάδας όπου δεν μπορείς να αναπληρώσεις τα κενά σου αγοράζοντας ποδοσφαιριστές, είναι μία διαδικασία που απαιτεί σχεδιασμό, χρόνο, πόρους και ανθρώπους. Ε, οι Γερμανοί τα έβαλαν και με πυξίδα την παραδοσιακή τους μεθοδικότητα, έχουν αποτελέσματα. Πού χωράει ο Βενγκέρ; Ο Αλσατός είναι εκείνος που έχοντας μεγαλώσει και διαχειριστεί δυό – τρεις φουρνιές νεαρών ποδοσφαιριστών, ανεξαρτήτως φυλετικών χαρακτηριστικών, γνωρίζει πως μία ομάδα καταξιώνεται μόνο με τίτλους. Είτε πρόκειται για εθνική ομάδα είτε για σύλλογο, όσο ταλέντο και να υπάρχει, η ωριμότητα επιδεικνύεται με τους τίτλους. Και, ξέρετε, επειδή ο Βενγκέρ δεν ακολούθησε την πολιτική των πολυδάπανων μεταγραφών, για να καλύψει τα κενά της ομάδας του, λίγο πολύ τη μεταχειρίστηκε κάπως σαν εθνική ομάδα.
Στη Γερμανία, όταν ξεκίνησαν την προσπάθεια ανανέωσης, το πρώτο που έκαναν ήταν να επανασχεδιάσουν τον τρόπο δουλειάς των ποδοσφαιρικών τους ακαδημιών. Στην πορεία διαπίστωσαν ότι όλο και λιγότερα παιδιά Γερμανών ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο -μία τάση που άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά- και ότι στις ακαδημίες προσέρχονταν όλο και περισσότερα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς.
Το ποδόσφαιρο, για πολλά από αυτά τα παιδιά που δεν είχαν το οικονομικό υπόβαθρο να σπουδάσουν και να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο από την αβεβαιότητα της θέσης ενός απλού εργάτη, ήταν ένας δρόμος για να επιβιώσουν, να διακριθούν και να πλουτίσουν. Η Γερμανίδα καγκελάριος πριν από ενάμιση χρόνο είχε ισχυριστεί ότι η πολυ-πολιτισμικότητα ΔΕΝ υπάρχει και πως η «λέξη» είναι μία κατασκευή.
Οι παίκτες που συμμετέχουν στη σύνθεση της σημερινής εθνικής Γερμανίας τη διαψεύδουν και αντανακλούν την ίδια τη σύσταση της γερμανικής κοινωνίας, όσο και αν η Μέρκελ την αρνείται για οικονομικούς-ιδεολογικούς λόγους. Τους Γερμανούς τούς ενδιαφέρει η αποτελεσματικότητα που θεωρούν «έμφυτο» χαρακτηριστικό τους. Και την «ιδεολογικοποιούν» με τον νεοφιλελευθερισμό. Μόνο που δεν δικαιολογείται και δεν είναι πια «δική» τους, όπως οι κάτοικοι μίας χώρας είναι όλοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την ετικέτα που το κεφάλαιο θέλει να τους φορέσει για να τους χρησιμοποιήσει. Σαν υπαλλήλους, εργάτες, φύλακες, μπαμπούλες ή «άχρηστη πρώτη ύλη». Σαν «καθαρούς» ή «μιάσματα».
Πηγή: Sportday
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου