Η φετινή football league, το
πιο συναρπαστικό ελληνικό πρωτάθλημα των τελευταίων ετών γέννησε ή
ανέδειξε πρωταγωνιστές, δηλαδή μια σειρά από νεαρούς Ελληνες
ποδοσφαιριστές. “Γέννησε” όμως και έναν προπονητή, τον οποίο έκανε
γνωστό σε όλη την αγορά και, ειδικά σε αυτή, στην κοινωνία των
ποδοσφαιρόφιλων. Ο Αλέκος Βοσνιάδης δεν είχε αγωνιστικό υπόβαθρο, δηλαδή
μια μεγάλη καριέρα με ποδοσφαιρικά παπούτσια για να πατήσει επάνω της
και να αναδειχθεί ως προπονητής, ώστε να βρίσκει εύκολα δουλειές.
Υποχρεώθηκε να ανελιχθεί μόνο με τη δουλειά του. Κυριολεκτικά. Ανέβαινε
κατηγορίες όχι επειδή του έδιναν δουλειά, αλλά επειδή ανέβαζε τις ομάδες
στις οποίες εργαζόταν.
Στον Απόλλωνα βρέθηκε χάρη σε μια ευκαιρία που γέννησε η στιγμή. Λόγω μπάτζετ. Ο Απόλλων σχεδίασε μια ομάδα χαμηλών οικονομικών προδιαγραφών, που θα σήκωνε την προσμονή έως και απαίτηση για παραμονή στην Β’ Εθνική και τίποτα παραπάνω. Και γι’ αυτό έδωσε την δουλειά στον Βοσνιάδη. Οπως ο ίδιος μας έλεγε το βράδυ της Δευτέρας στον ΟΤΕ TV, πιθανό αν ο Απόλλων είχε σχεδιάσει το περασμένο καλοκαίρι μια ακριβότερη ομάδα υψηλότερων προδιαγραφών να μην τον επέλεγε, να αποφάσιζε να εμπιστευτεί το ρόστερ σε έναν προπονητή με βαρύτερο brand name.
Η ανάδειξη του Βοσνιάδη, που αναγκάστηκε να φτάσει στα 52 και να συμπληρώσει 16 χρόνια στην προπονητική για να βρεθεί στο κατώφλι της Superleague είναι ένα από τα καλύτερα μαντάτα που έφερε στο ελληνικό ποδόσφαιρο η φετινή football league. Μια καθαρή απόδειξη ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούν και κανονικοί προπονητές, με γνώσεις και ικανότητες, οι οποίοι θα έπαιρναν ευκαιρίες αν αυτά τα εφόδια αξιολογούνταν ως βασικά κριτήρια στην επιλογή και την πρόσληψη, δηλαδή σε μια ποδοσφαιρική αγορά που οι προπονητές θα επιλέγονταν για δουλειά και όχι για εντυπώσεις, για δημόσιες σχέσεις, για διασυνδέσεις, κλπ..
Η περίπτωση του Βοσνιάδη, που μας έδωσε η φετινή football league είναι σαν την περίπτωση του Γιάννη Χριστόπουλου, που μας έδωσε η φετινή Superleague. Καθαρές αποδείξεις που τεκμηριώνουν την αντίληψη ότι Ελληνες προπονητές με γνώσεις και ικανότητες υπάρχουν, και δεν είναι δύσκολο κανείς να τους εντοπίσει, φτάνει να μην περιορίζει το βλέμμα του, να μη βάζει στο οπτικό του πεδίο μόνο αυτούς που έχτισαν όνομα με ποδοσφαιρικά παπούτσια ή με δημοσιογραφικές πλάτες.
Η οικονομική κρίση παραδίδει πολύ χρήσιμα μαθήματα στους επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου. Τους διδάσκει ότι ο Ελληνας ποδοσφαιριστής και ο Ελληνας προπονητής μπορούν να επιτύχουν πολύ καλύτερα πράγματα από αυτά που επιτύγχαναν οι σύλλογοι τον καιρό που ψώνιζαν με μανία ξένα προϊόντα για τον πάγκο και το τερέν. Πόσοι εκ των ιδιοκτητών των ΠΑΕ διαβάζουν το φετινό μάθημα; Θα το διαπιστώσουμε στη διάρκεια του προσεχούς διμήνου, στην εποχή του σχεδιασμού της επόμενης σεζόν. Κυρίως όμως θα το αντιληφθούμε όταν και αν ξανακυκλοφορήσει χρήμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Διότι όσο κάνει κρίση, η επιλογή μοιάζει, αναγκαστικά, αυτονόητη. Μετά;
Στον Απόλλωνα βρέθηκε χάρη σε μια ευκαιρία που γέννησε η στιγμή. Λόγω μπάτζετ. Ο Απόλλων σχεδίασε μια ομάδα χαμηλών οικονομικών προδιαγραφών, που θα σήκωνε την προσμονή έως και απαίτηση για παραμονή στην Β’ Εθνική και τίποτα παραπάνω. Και γι’ αυτό έδωσε την δουλειά στον Βοσνιάδη. Οπως ο ίδιος μας έλεγε το βράδυ της Δευτέρας στον ΟΤΕ TV, πιθανό αν ο Απόλλων είχε σχεδιάσει το περασμένο καλοκαίρι μια ακριβότερη ομάδα υψηλότερων προδιαγραφών να μην τον επέλεγε, να αποφάσιζε να εμπιστευτεί το ρόστερ σε έναν προπονητή με βαρύτερο brand name.
Η ανάδειξη του Βοσνιάδη, που αναγκάστηκε να φτάσει στα 52 και να συμπληρώσει 16 χρόνια στην προπονητική για να βρεθεί στο κατώφλι της Superleague είναι ένα από τα καλύτερα μαντάτα που έφερε στο ελληνικό ποδόσφαιρο η φετινή football league. Μια καθαρή απόδειξη ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούν και κανονικοί προπονητές, με γνώσεις και ικανότητες, οι οποίοι θα έπαιρναν ευκαιρίες αν αυτά τα εφόδια αξιολογούνταν ως βασικά κριτήρια στην επιλογή και την πρόσληψη, δηλαδή σε μια ποδοσφαιρική αγορά που οι προπονητές θα επιλέγονταν για δουλειά και όχι για εντυπώσεις, για δημόσιες σχέσεις, για διασυνδέσεις, κλπ..
Η περίπτωση του Βοσνιάδη, που μας έδωσε η φετινή football league είναι σαν την περίπτωση του Γιάννη Χριστόπουλου, που μας έδωσε η φετινή Superleague. Καθαρές αποδείξεις που τεκμηριώνουν την αντίληψη ότι Ελληνες προπονητές με γνώσεις και ικανότητες υπάρχουν, και δεν είναι δύσκολο κανείς να τους εντοπίσει, φτάνει να μην περιορίζει το βλέμμα του, να μη βάζει στο οπτικό του πεδίο μόνο αυτούς που έχτισαν όνομα με ποδοσφαιρικά παπούτσια ή με δημοσιογραφικές πλάτες.
Η οικονομική κρίση παραδίδει πολύ χρήσιμα μαθήματα στους επιχειρηματίες του ποδοσφαίρου. Τους διδάσκει ότι ο Ελληνας ποδοσφαιριστής και ο Ελληνας προπονητής μπορούν να επιτύχουν πολύ καλύτερα πράγματα από αυτά που επιτύγχαναν οι σύλλογοι τον καιρό που ψώνιζαν με μανία ξένα προϊόντα για τον πάγκο και το τερέν. Πόσοι εκ των ιδιοκτητών των ΠΑΕ διαβάζουν το φετινό μάθημα; Θα το διαπιστώσουμε στη διάρκεια του προσεχούς διμήνου, στην εποχή του σχεδιασμού της επόμενης σεζόν. Κυρίως όμως θα το αντιληφθούμε όταν και αν ξανακυκλοφορήσει χρήμα στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Διότι όσο κάνει κρίση, η επιλογή μοιάζει, αναγκαστικά, αυτονόητη. Μετά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου