«Ήταν
σαν να έτρεχαν άλογα του αγροκτήματος με αραβικά καθαρόαιμα». Με αυτή τη
φράση ο Τομ Φίνεϊ, ο οποίος ήταν τραυματίας και παρακολούθησε την
Αγγλία να χάνει με 6-3 από την Ουγαρία μέσα στο γήπεδό της, περιέγραψε
εκείνο το ματς στο Γουέμπλεϊ το 1953, μια εποχή που η παντοκρατορία των
«Λιονταριών» ήταν αναμφισβήτητη. Οι Μαγυάροι, οι οποίοι φιλοξενούν την
Εθνική σε ένα κρίσιμο για τη «γαλανόλευκη» ματς, δεν έχουν την αίγλη του
παρελθόντος. Ωστόσο, κουβαλούν μια πολύ σημαντική ιστορία. Είναι από
τις λίγες ομάδες που έχουν καταφέρει πραγματικά να γράψουν ένα δικό τους
ποδοσφαιρικό κεφάλαιο. Και το όφειλε στον συνδυασμό της θεωρητικής
προσέγγισης του Μάρτον Μπούκοβι με την εφαρμογή του από τον Γιόζεφ
Σέμπες, τον Ομοσπονδιακό τεχνικό.
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το ποδόσφαιρο της Ουγγαρίας είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την ομάδα-όνειρο του Ούγκο Μάισλ, την περίφημη αυστριακή «Βούντερτιμ», η οποία έκανε όλη την Ευρώπη να υποκλιθεί. Οι δύο χώρες, που μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτούσαν την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ήταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία στην ποδοσφαιρική σκέψη και την ανάπτυξη των θεωρητικών αντιπαραθέσεων πάνω στο ποδόσφαιρο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '20, ο οραματιστής Άγγλος Χέρμπερτ Τσάπμαν εφάρμοζε στην Άρσεναλ το περίφημο WM, το σύστημα που από το 1930 και έπειτα θα εκτόξευε την Άρσεναλ και θα εφαρμοζόταν με επιτυχία στην Εθνική Αγγλίας, κάνοντάς την παντοδύναμη. Ο Άγγλος Άρθουρ Ρόου, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν στο τεχνικό τιμ της Ουγγαρίας αλλά επέστρεψε στη χώρα του λόγω του πολέμου, εκθείαζε συχνά σε διαλέξεις του τη δύναμη του WM. Το συγκεκριμένο όμως σύστημα, για να εφαρμοστεί όπως στην Αγγλία, απαιτούσε έναν σέντερ φορά-κολόνα, ένα ψηλό και δυνατό εννιάρι πάνω στο οποίο θα «κούμπωνε» η τακτική.
Ο Μάρτον Μπούκοβι, βρήκε ουσιαστικά το «αντίδοτο» στο WM στην προσπάθειά του να σκεφτεί εναλλακτικές, επειδή δεν είχε τον συγκεκριμένο τύπο επιθετικού. Ο Μαγγυάρος, ο οποίος στη συνέχεια κάθισε και στον πάγκο του Ολυμπιακού, ήταν τότε προπονητής στην MΤΚ. Το 1948 έχασε τον επιθετικό του, τον Ρουμάνο Νόρμπερτ Χέφλινγκ, ο οποίος έφυγε με μεταγραφή για τη Λάτσιο. Έτσι, κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αναπληρώσεις ένα κενό είναι η συνεργασία των ποδοσφαιριστών και όχι η προσπάθεια να ταιριάξει σε έναν ρόλο κάποιος που δεν έχει τα στοιχεία που χρειάζονται. Για τον Σέμπες, ήταν η νίκη της ομαδικότητας απέναντι στον ατομισμό. Ήταν μια νίκη του Σοσιαλισμού. Εξού και το «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο».
Η κίνηση λοιπόν που έκανε στο δοκιμασμένο WM ήταν να αναποδογυρίσει το W. Το σύστημα έγινε ΜΜ, με τον σέντερ φορ να τραβιέται πίσω για να βοηθάει το κέντρο και τους δύο πλάγιους επιθετικούς να προωθούνται, σχηματίζοντας μια πολύ ευέλικτη επιθετική τριπλέτα. Όπως τόνιζε ο Νάντορ Χιντεγκούτι, ο σέντερ φορ των Ούγγρων που πέτυχε χατ-τρικ στο 6-3 επί των Άγγλων: «Ο επιθετικός δυσκολευόταν όλο και περισσότερο έχοντας έναν αντίπαλο συνέχεια πάνω του. Έτσι, γεννήθηκε η ιδέα να παίξει το νούμερο 9 πιο πίσω, όπου υπήρχε λίγος χώρος». Παρότι στην ΜΤΚ έπαιζε ως πλάγιος επιθετικός, σταδιακά ο Ομοσπονδιακός τεχνικός Γκούσταβ Σέμπες κατάλαβε ότι ο Χιντεγκούτι είναι ο ποδοσφαιριστής με τα ιδανικά χαρακτηριστικά για το ρόλο του νέου εννιαριού. Οπισθοχωρούσε έχοντας έναν ρόλο που θα θύμιζε σε πολλούς αυτόν του σύγχρονου δεκαριού, ανοίγοντας έτσι διαδρόμους για τους Πούσκας και Κότσις, που από τα «φτερά» προκαλούσαν τεράστιες ζημιές.
Όταν η Ουγγαρία τέθηκε αντιμέτωπη με την Αγγλία στις 25 Νοεμβρίου του 1953, ήταν αήττητη για μια τριετία και είχε θριαμβεύσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Απέναντί της, είχε την ομάδα που θεωρούταν η κορυφαία στον κόσμο και δεν είχε χάσει ποτέ στην έδρα της. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών ποδοσφαιρικών προσεγγίσεων, δουλεμένων σε κορυφαίο επίπεδο και το τελικό 3-6 έδωσε διαστάσεις θριάμβου στο ταλέντο και τη δημιουργική ικανότητα της «Αράντσιπατ». Οι ποδοσφαιριστές της Αγγλίας δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν την κίνηση του Χιντεγκούτι. «Η τραγωδία ήταν ότι ήμουν εντελώς αβοήθητος. Ήμουν ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε για να αλλάξω το δυσοίωνο αυτό θέματος», δήλωνε ο σέντερ χαφ των Άγγλων, Χάρι Τζόνστον. Ο Όουεν έλεγε ότι «ήταν σαν να παίζουμε με εξωγήινους».
Η έμπνευση του Μπούκοβι ταίριαζε άψογα στο έμψυχο υλικό της Εθνικής. Οι Μαγυάροι παρουσίαζαν συνεχή κίνηση, άλλαζαν θέσεις και κυκλοφορούσαν την μπάλα με τρόπο που καθήλωνε. Οι δύο πλάγιοι μπακ (Λάντος, Μπουζάνσκι) προωθούνταν και ο σέντερ χαφ, Λόραντ, κατέληγε να παίζει σε μια θέση που θύμιζε πολύ λίμπερο. Ο Πούσκας, ο αριστερός επιθετικός είχε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, ενώ ο Μπόζικ, ο δεξιός μέσος ανέβαινε ως «στήριγμα» στον Χιντενγκούτι. Ο Σέμπες προσπαθούσε να πετύχει αμυντική ισορροπία, δίνοντας στον Ζακάριας, τ ον αριστερό χαφ, περισσότερο ανασταλτικό ρόλο, προσφέροντας λύσεις στο κέντρο της άμυνας. Η διάταξη, τελικά, θύμιζε πολύ ένα 4-2-4.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας το σύστημα της Ουγγαρίας, που εμπνεύστηκε ο Μπούκοβι (Πηγή: Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα)
Η Ουγγαρία σημείωσε μια ποδοσφαιρική επανάσταση, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να την συνδυάσει με τίτλο. Έφτασε μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ του 1954, μετρώντας ένα αήττητο σερί 36 αγώνων. Προηγήθηκε με 2-0, αλλά ηττήθηκε με 3-2, στο επονομαζόμενο και ως «θαύμα της Βέρνης». Η απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν η αρχή της καταστροφής. Ο κόσμος αποδοκίμασε τους μέχρι πρότινος «θεούς», ενώ η οριστική διάλυση της ομάδας του Σέμπες ολοκληρώθηκε μετά από μια ήττα από Βέλγιο την επόμενη χρονιά, η οποία έφερε την απόλυση του Ούγγρου προπονητή, καθώς και με την εισβολή των Σοβιετικών στη χώρα, που προκάλεσε κύμα φυγής.
Την περίοδο εκείνη ένας άλλος μεγάλος προπονητής, γεννημένος στη Βουδαπέστη, ο οποίος πέρασε και από την Ελλάδα, ο Μπέλα Γκούτμαν, έκανε καριέρα στην Ιταλία. Η δική του οπτική θα μας απασχολήσει όμως σε κάποιο μελλοντικό κείμενο...
*Πηγή: Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα, Τζόναθαν Γουίλσον. Στα ελληνικά από τις εκδόσεις Polaris
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το ποδόσφαιρο της Ουγγαρίας είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την ομάδα-όνειρο του Ούγκο Μάισλ, την περίφημη αυστριακή «Βούντερτιμ», η οποία έκανε όλη την Ευρώπη να υποκλιθεί. Οι δύο χώρες, που μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτούσαν την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ήταν σαν συγκοινωνούντα δοχεία στην ποδοσφαιρική σκέψη και την ανάπτυξη των θεωρητικών αντιπαραθέσεων πάνω στο ποδόσφαιρο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '20, ο οραματιστής Άγγλος Χέρμπερτ Τσάπμαν εφάρμοζε στην Άρσεναλ το περίφημο WM, το σύστημα που από το 1930 και έπειτα θα εκτόξευε την Άρσεναλ και θα εφαρμοζόταν με επιτυχία στην Εθνική Αγγλίας, κάνοντάς την παντοδύναμη. Ο Άγγλος Άρθουρ Ρόου, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν στο τεχνικό τιμ της Ουγγαρίας αλλά επέστρεψε στη χώρα του λόγω του πολέμου, εκθείαζε συχνά σε διαλέξεις του τη δύναμη του WM. Το συγκεκριμένο όμως σύστημα, για να εφαρμοστεί όπως στην Αγγλία, απαιτούσε έναν σέντερ φορά-κολόνα, ένα ψηλό και δυνατό εννιάρι πάνω στο οποίο θα «κούμπωνε» η τακτική.
Ο Μάρτον Μπούκοβι, βρήκε ουσιαστικά το «αντίδοτο» στο WM στην προσπάθειά του να σκεφτεί εναλλακτικές, επειδή δεν είχε τον συγκεκριμένο τύπο επιθετικού. Ο Μαγγυάρος, ο οποίος στη συνέχεια κάθισε και στον πάγκο του Ολυμπιακού, ήταν τότε προπονητής στην MΤΚ. Το 1948 έχασε τον επιθετικό του, τον Ρουμάνο Νόρμπερτ Χέφλινγκ, ο οποίος έφυγε με μεταγραφή για τη Λάτσιο. Έτσι, κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αναπληρώσεις ένα κενό είναι η συνεργασία των ποδοσφαιριστών και όχι η προσπάθεια να ταιριάξει σε έναν ρόλο κάποιος που δεν έχει τα στοιχεία που χρειάζονται. Για τον Σέμπες, ήταν η νίκη της ομαδικότητας απέναντι στον ατομισμό. Ήταν μια νίκη του Σοσιαλισμού. Εξού και το «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο».
Η κίνηση λοιπόν που έκανε στο δοκιμασμένο WM ήταν να αναποδογυρίσει το W. Το σύστημα έγινε ΜΜ, με τον σέντερ φορ να τραβιέται πίσω για να βοηθάει το κέντρο και τους δύο πλάγιους επιθετικούς να προωθούνται, σχηματίζοντας μια πολύ ευέλικτη επιθετική τριπλέτα. Όπως τόνιζε ο Νάντορ Χιντεγκούτι, ο σέντερ φορ των Ούγγρων που πέτυχε χατ-τρικ στο 6-3 επί των Άγγλων: «Ο επιθετικός δυσκολευόταν όλο και περισσότερο έχοντας έναν αντίπαλο συνέχεια πάνω του. Έτσι, γεννήθηκε η ιδέα να παίξει το νούμερο 9 πιο πίσω, όπου υπήρχε λίγος χώρος». Παρότι στην ΜΤΚ έπαιζε ως πλάγιος επιθετικός, σταδιακά ο Ομοσπονδιακός τεχνικός Γκούσταβ Σέμπες κατάλαβε ότι ο Χιντεγκούτι είναι ο ποδοσφαιριστής με τα ιδανικά χαρακτηριστικά για το ρόλο του νέου εννιαριού. Οπισθοχωρούσε έχοντας έναν ρόλο που θα θύμιζε σε πολλούς αυτόν του σύγχρονου δεκαριού, ανοίγοντας έτσι διαδρόμους για τους Πούσκας και Κότσις, που από τα «φτερά» προκαλούσαν τεράστιες ζημιές.
Όταν η Ουγγαρία τέθηκε αντιμέτωπη με την Αγγλία στις 25 Νοεμβρίου του 1953, ήταν αήττητη για μια τριετία και είχε θριαμβεύσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Απέναντί της, είχε την ομάδα που θεωρούταν η κορυφαία στον κόσμο και δεν είχε χάσει ποτέ στην έδρα της. Ήταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών ποδοσφαιρικών προσεγγίσεων, δουλεμένων σε κορυφαίο επίπεδο και το τελικό 3-6 έδωσε διαστάσεις θριάμβου στο ταλέντο και τη δημιουργική ικανότητα της «Αράντσιπατ». Οι ποδοσφαιριστές της Αγγλίας δεν ήξεραν πως να αντιμετωπίσουν την κίνηση του Χιντεγκούτι. «Η τραγωδία ήταν ότι ήμουν εντελώς αβοήθητος. Ήμουν ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε για να αλλάξω το δυσοίωνο αυτό θέματος», δήλωνε ο σέντερ χαφ των Άγγλων, Χάρι Τζόνστον. Ο Όουεν έλεγε ότι «ήταν σαν να παίζουμε με εξωγήινους».
Η έμπνευση του Μπούκοβι ταίριαζε άψογα στο έμψυχο υλικό της Εθνικής. Οι Μαγυάροι παρουσίαζαν συνεχή κίνηση, άλλαζαν θέσεις και κυκλοφορούσαν την μπάλα με τρόπο που καθήλωνε. Οι δύο πλάγιοι μπακ (Λάντος, Μπουζάνσκι) προωθούνταν και ο σέντερ χαφ, Λόραντ, κατέληγε να παίζει σε μια θέση που θύμιζε πολύ λίμπερο. Ο Πούσκας, ο αριστερός επιθετικός είχε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, ενώ ο Μπόζικ, ο δεξιός μέσος ανέβαινε ως «στήριγμα» στον Χιντενγκούτι. Ο Σέμπες προσπαθούσε να πετύχει αμυντική ισορροπία, δίνοντας στον Ζακάριας, τ ον αριστερό χαφ, περισσότερο ανασταλτικό ρόλο, προσφέροντας λύσεις στο κέντρο της άμυνας. Η διάταξη, τελικά, θύμιζε πολύ ένα 4-2-4.
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας το σύστημα της Ουγγαρίας, που εμπνεύστηκε ο Μπούκοβι (Πηγή: Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα)
Η Ουγγαρία σημείωσε μια ποδοσφαιρική επανάσταση, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να την συνδυάσει με τίτλο. Έφτασε μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ του 1954, μετρώντας ένα αήττητο σερί 36 αγώνων. Προηγήθηκε με 2-0, αλλά ηττήθηκε με 3-2, στο επονομαζόμενο και ως «θαύμα της Βέρνης». Η απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου ήταν η αρχή της καταστροφής. Ο κόσμος αποδοκίμασε τους μέχρι πρότινος «θεούς», ενώ η οριστική διάλυση της ομάδας του Σέμπες ολοκληρώθηκε μετά από μια ήττα από Βέλγιο την επόμενη χρονιά, η οποία έφερε την απόλυση του Ούγγρου προπονητή, καθώς και με την εισβολή των Σοβιετικών στη χώρα, που προκάλεσε κύμα φυγής.
Την περίοδο εκείνη ένας άλλος μεγάλος προπονητής, γεννημένος στη Βουδαπέστη, ο οποίος πέρασε και από την Ελλάδα, ο Μπέλα Γκούτμαν, έκανε καριέρα στην Ιταλία. Η δική του οπτική θα μας απασχολήσει όμως σε κάποιο μελλοντικό κείμενο...
*Πηγή: Αντιστρέφοντας την Πυραμίδα, Τζόναθαν Γουίλσον. Στα ελληνικά από τις εκδόσεις Polaris
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου