"Είμαι ελεύθερος σκλάβος. Σηκώνομαι από τις 8.00,
θα πάω να τρέξω να πουλήσω το βιβλίο μου και έχω και κυνηγητά". Γράφει ο
Κώστας Κουκουλάς.
"Λέω πολλές φορές: Αν θα φύγω πικραμένος ποιος θα είναι τάχα ο
φταίχτης; Εγώ που κατρακύλησα μες στης βρωμιάς τον βούρκο; Ποιος φταίει,
ποιος;». Με αυτά τα λόγια ο Νίκος Κοεμτζής είχε προλογίσει την
αυτοβιογραφία του, όντας πλέον ελεύθερος ύστερα από 23 χρόνια φυλάκισης.
Χθες ο άνθρωπος που για μια «παραγγελιά» σκότωσε τρεις και τραυμάτισε με το μαχαίρι του τους διπλάσιους, άφησε την τελευταία του πνοή στο δρόμο, στο Μοναστηράκι. Οι περαστικοί ειδοποίησαν το ασθενοφόρο, μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όμως παρά τις προσπάθειες των γιατρών δεν επανήλθε.
Γεννημένος στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938, ο Νίκος Κοεμτζής έγινε τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο, ταινία αλλά και φονιάς. Οι εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήρισαν «τέρας», όμως για πολλούς τα αίτια του μακελειού ήταν βαθύτερα, από ζεϊμπέκικο που τρεις ασφαλίτες δεν άφησαν τον αδελφό του Δημοσθένη να χορέψει.
Ηταν ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, ο πρόσφατα αποφυλακισμένος για κλοπές Νικόλαος Κοεμτζής βρέθηκε (πιθανώς για να γιορτάσει την αποφυλάκισή του) στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, ο οποίος και έκανε «μια παραγγελιά» στον τραγουδιστή Καρουσάκη και από την ορχήστρα για να χορέψει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μαγαζί, όμως, βρίσκονταν και τρεις ασφαλίτες, οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε τακτικά πάρε δώσε με τις Αρχές.
Γνωστός στις Αρχές όχι μόνο για το δικό του βεβαρημένο ποινικό μητρώο αλλά και από τη δράση τού πατέρα του στο ΚΚΕ. Εξορίες, βασανισμοί, συχνές «επισκέψεις» της Ασφάλειας στο σπίτι του.
Οι τρεις άντρες της Ασφάλειας πάτησαν τον άγραφο νόμο που επέβαλε να χορεύει μοναχά αυτός που ζήτησε την «παραγγελιά» και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τον Δημοσθένη. Αυτός ζήτησε τον λόγο, και άρχισε τσαμπουκάς. Ο Νίκος Κοεμτζής, που καθόταν στο τραπέζι του, θόλωσε όπως ο ίδιος είπε αργότερα στους αστυνομικούς, γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του, πήρε ένα μαχαίρι και τους επιτέθηκε.
Η σκηνή, άλλωστε, από την ταινία (όπου τον υποδύεται ο Αντώνης Αντωνίου) χαρακτηριστική. Στην κραυγή «παραγγελιά ρε» πέφτουν νεκροί οι τρεις «ασφαλίτες» και τραυματίζονται άλλα οκτώ άτομα, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Θωμάς Κορομάνης, ο μοναδικός της δίκης που αθωώθηκε. Το σκάει, όμως συλλαμβάνεται λίγο αργότερα, καθώς οι αστυνομικοί που τον «στρίμωξαν» τον πυροβολούν στα πόδια.
Καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και επτά σε ισόβια, ενώ τριετή φυλάκιση επιβάλλεται στον αδελφό του. Ζούσε με τον καθημερινό τρόμο της εκτέλεσης μέχρι και την κατάργηση της θανατικής ποινής το 1977 και γίνεται ο πρώτος Ελληνας θανατοποινίτης που τελικά δεν αντικρίζει το απόσπασμα.
Στις 31 Μαρτίου 1996, ύστερα από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο (όπως ο ίδιος δηλώνει) 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Εκτοτε, ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής - Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.
«Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λέγοντάς μου: ''Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος''. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Εμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. [...] Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996».
Πηγή: Goal
Χθες ο άνθρωπος που για μια «παραγγελιά» σκότωσε τρεις και τραυμάτισε με το μαχαίρι του τους διπλάσιους, άφησε την τελευταία του πνοή στο δρόμο, στο Μοναστηράκι. Οι περαστικοί ειδοποίησαν το ασθενοφόρο, μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, όμως παρά τις προσπάθειες των γιατρών δεν επανήλθε.
Γεννημένος στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938, ο Νίκος Κοεμτζής έγινε τραγούδι από τον Διονύση Σαββόπουλο, ταινία αλλά και φονιάς. Οι εφημερίδες της εποχής τον χαρακτήρισαν «τέρας», όμως για πολλούς τα αίτια του μακελειού ήταν βαθύτερα, από ζεϊμπέκικο που τρεις ασφαλίτες δεν άφησαν τον αδελφό του Δημοσθένη να χορέψει.
Ηταν ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, ο πρόσφατα αποφυλακισμένος για κλοπές Νικόλαος Κοεμτζής βρέθηκε (πιθανώς για να γιορτάσει την αποφυλάκισή του) στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη, ο οποίος και έκανε «μια παραγγελιά» στον τραγουδιστή Καρουσάκη και από την ορχήστρα για να χορέψει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μαγαζί, όμως, βρίσκονταν και τρεις ασφαλίτες, οι οποίοι γνώριζαν τη συγγένεια του ατόμου που «έκανε την παραγγελιά» με τον Κοεμτζή, ο οποίος είχε τακτικά πάρε δώσε με τις Αρχές.
Γνωστός στις Αρχές όχι μόνο για το δικό του βεβαρημένο ποινικό μητρώο αλλά και από τη δράση τού πατέρα του στο ΚΚΕ. Εξορίες, βασανισμοί, συχνές «επισκέψεις» της Ασφάλειας στο σπίτι του.
Οι τρεις άντρες της Ασφάλειας πάτησαν τον άγραφο νόμο που επέβαλε να χορεύει μοναχά αυτός που ζήτησε την «παραγγελιά» και άρχισαν να χορεύουν γύρω από τον Δημοσθένη. Αυτός ζήτησε τον λόγο, και άρχισε τσαμπουκάς. Ο Νίκος Κοεμτζής, που καθόταν στο τραπέζι του, θόλωσε όπως ο ίδιος είπε αργότερα στους αστυνομικούς, γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του, πήρε ένα μαχαίρι και τους επιτέθηκε.
Η σκηνή, άλλωστε, από την ταινία (όπου τον υποδύεται ο Αντώνης Αντωνίου) χαρακτηριστική. Στην κραυγή «παραγγελιά ρε» πέφτουν νεκροί οι τρεις «ασφαλίτες» και τραυματίζονται άλλα οκτώ άτομα, μεταξύ των οποίων και ο φίλος του Θωμάς Κορομάνης, ο μοναδικός της δίκης που αθωώθηκε. Το σκάει, όμως συλλαμβάνεται λίγο αργότερα, καθώς οι αστυνομικοί που τον «στρίμωξαν» τον πυροβολούν στα πόδια.
Καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και επτά σε ισόβια, ενώ τριετή φυλάκιση επιβάλλεται στον αδελφό του. Ζούσε με τον καθημερινό τρόμο της εκτέλεσης μέχρι και την κατάργηση της θανατικής ποινής το 1977 και γίνεται ο πρώτος Ελληνας θανατοποινίτης που τελικά δεν αντικρίζει το απόσπασμα.
Στις 31 Μαρτίου 1996, ύστερα από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο (όπως ο ίδιος δηλώνει) 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Εκτοτε, ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής - Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.
«Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λέγοντάς μου: ''Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος''. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου Κρήτης στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Εμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. [...] Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996».
Πηγή: Goal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου