Ενίοτε έπαιζε μπαλάρα, πάντα σχεδόν είχε ορισμένους παικταράδες, αλλά η
ταμπέλα ήταν ταμπέλα. «Ελα ρε πατέρα με τους losers, άσε με, ωραία
ομάδα, αλλά κομπλεξική παντού». Και άρχιζε η κουβέντα και δεν τελείωνε
μέχρι να παραδεχθώ ότι «παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο, αλλά την έχει
πάρει από κάτω, την αδικούν» και άλλα πολλά που μου ακούγονταν
περισσότερο σαν δικαιολογίες απέναντι σε ένα αγαπημένο ποδοσφαιρικό
τέκνο απέναντι στο οποίο είχε απίστευτη αδυναμία…
Δεν είχα πολλούς φίλους τρελαμένους με την Μπάρτσα φίλε 18άρη. Μην βλέπεις τι γίνεται τώρα στα σχολεία. Τότε Αγγλία, Ιταλία. Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Αρσεναλ, Μίλαν, Γιουβέντους, Ιντερ, Ρόμα, πρόλαβα ακόμη και Νάπολι με «Μαραντονιάδα» (αλήθεια πόσοι είναι ακόμη Νάπολι, ήθελα να ξέρω…). Πιο «οικείες» η Αγγλία και η Ιταλία προτού μπει το Τσάμπιονς Λιγκ στη ζωή μας κάθε Τρίτη και Τετάρτη τα τελευταία 20 χρόνια (πώς πέρασαν ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, ακόμη θυμάμαι το παγωμένο ματς Παναθηναϊκός – Σαμπντόρια το 1991, μέρα που είναι και ενόψει Ρουμπίν – Ολυμπιακός). Και από την Ισπανία, Ρεάλ! Με τον νικητή δεν (λένε ότι) ταυτίζονται τα περισσότερα παιδιά; Λίγοι Μπάρτσα, ελάχιστοι. Δεν την συμπαθούσα τη Ρεάλ, επειδή είχα την ψευδαίσθηση ότι νικούσε συνέχεια. Γούσταρα όταν της την «έκανε» η Μπάρτσα, γούσταρα Ρομάριο και Στόιτσκοφ. Αλλά δεν την αγάπησα. Και τώρα, ειλικρινά, τα έχω πάρει στο κρανίο με αυτό που συμβαίνει.
Ναι, την καταλαβαίνω την εμπορικότητα, την ισχύ του ονόματος, την απήχηση. Ναι, τα κανάλια πρέπει να πάρουν διαφήμιση, να ζήσουν, Ναι, μα τον Αγιο Βαλεντίνο, καταλαβαίνω και την σύμπτωση της επανέναρξης του Τσάμπιονς Λιγκ μετά τη χειμέρια νάρκη + ματς Μπαρτσελόνα απόψε + Αγιος Βαλεντίνος (μη χέσω…). Αλλά δεν αντέχω άλλο Μπαρτσελόνα, ειλικρινά! Δεν αντέχω το σποτάκι «I love Barcelona, I love this game, I love Champions League». Δεν αντέχω να βλέπω και να ακούω 5-6 φορές κάθε ημέρα αυτή τη διαφήμιση την τελευταία εβδομάδα. Δεν είναι η Μπαρτσελόνα και καμία ομάδα το ίδιο το ποδόσφαιρο, το ίδιο το παιχνίδι, το ίδιο το Τσάμπιονς Λιγκ!
Ναι, φίλε που είσαι με την Μπάρτσα, το ξέρω, δεν… ευθύνεται η Μπαρτσελόνα για την πλύση εγκεφάλου. Εκείνη τη μπάλα της παίζει, τους παικταράδες της βγάζει, σε τελική ανάλυση τη δουλειά της κάνει. Και πάνω που είχα αρχίσει να την ξανασυμπαθώ πολύ βλέποντας τα δύο ματς με την Βαλένθια που μου έμοιαζε πάλι «γήινη» (με τραυματισμούς, με γκολ δικά της, γκολ εναντίον της, διαιτητικές αποφάσεις υπέρ της, σφυρίγματα εναντίον της, ατυχίες, στραβοτιμονιές, άμυνα – ταμπούρι στο τέλος για να κρατήσει την πρόκριση, τρελό πανηγύρι για την πρόκριση στο… κυπελλάκι) τσουπ, να’ τος ο βομβαρδισμός με τα σποτάκια του MEGA.
Και να ξέρεις φίλε της Μπάρτσα, δεν είμαι από εκείνους τους υποκριτές που λένε (για τους άλλους) «έλα μωρέ με τους επαναστάτες της κακιάς ώρας, κι αυτοί περιοδείες κάνουν για να μαζέψουν φράγκα και διαφήμιση στη φανέλα έβαλαν και παίρνουν μαζί με τη Ρεάλ πολλαπλάσια από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της λίγκας, αφήνοντας τις Βαλένθιες και τις Σεβίλλες να ψωμολυσσάνε, μου το παίζουν και… αριστεροί επειδή βγάζουν τον πρόεδρο από τη βάση, σιγά το πράμα κι άλλες ισπανικές ομάδες το κάνουν». Όχι! Μαζί της είμαι σ΄ αυτά, απόλυτα συνειδητοποιημένος. Για να πληρώνεις τους Τσάβι και τους Μέσι και τους Φάμπρεγας που ΕΣΥ έβγαλες και για να παρουσιάζεις αυτό που παρουσιάζεις, πρέπει να τα κάνεις αυτά τη σήμερον ημέρα. Το αντιλαμβάνομαι και εν μέρει το δέχομαι, δεν το αποκρούω.
Ούτε το κανάλι κατηγορώ γενικώς και αορίστως. Εδωσε πολλά για να πάρει τα δικαιώματα του Τσάμπιονς Λιγκ, πρέπει να τα πάρει πίσω. Απλώς, δεν αντέχω ακόμη περισσότερη ταύτιση της έννοιας «ποδόσφαιρο» με την Μπαρτσελόνα. Θα μου πει κάποιος «τι μας λες ρε Γιάννη, οι παλιοί δηλαδή πώς μιλούν ακόμη για την Βραζιλία, τον Αγιαξ και την Μπάγερν του ’70, και εσείς για τη Μίλαν του ’90, για την Γιουνάιτεντ της προηγούμενης δεκαετίας, δεν είναι λογικό να διαφημίζεται, να διογκώνεται, να υπερμεγεθύνεται μια ομάδα που ομάδα που εμφανίζει κάτι ΔΙΚΟ ΤΗΣ, κάτι διαφορετικό και τόσο όμορφο, χωρίς μάλιστα να είναι «φωτοβολίδα», βάζοντας την υπογραφή της κάτω από και ολόκληρη ποδοσφαιρική εποχή;». «Δίκιο έχετε» και πάλι είναι η απάντηση. Μα εγώ δεν αντέχω το σποτάκι, πειράζει; Το θεωρώ υπερβολικό, άτοπο. Θα το έλεγα ακόμη κι αν ήταν για την αγαπημένη μου Λίβερπουλ και παρεμπιπτόντως δεν γουστάρω καθόλου τη διαφήμιση με το «YNWA» του Jonny Walker.
Να σας πω την αλήθεια, εγώ είμαι και λίγο ιδιότροπος σ’ αυτά. Αγαπάω τον Τζέραρντ, αλλά έχω και τη φανέλα του Μπέργκαμπ στη ντουλάπα και «λατρεύω» ποδοσφαιρικά τον Γκιγκς και τον Σκόουλς. Αγαπούσα τον Ρενέ, αλλά θαύμαζα και τον Ντέμη και παλαιότερα τον Τόνι και τον Μπατίστα (από τότε που πήγαινα με τον Φαληριώτη θείο μου στον Εθνικό!) – είδος ποδοσφαιρικής αγάπης είναι κι αυτό.
Εχω «συλλάβει» τον εαυτό μου να συνδέεται περισσότερο με παίκτες – σαν παιδί – παρά με ομάδες. Οι παίκτες μου «σημαδεύουν» τις εποχές, όχι οι ομάδες. Εχω σε μια άκρη της καρδιάς και του μυαλού τον Χοντλ και τον Λίνεκερ και τον Κλίνσμαν, οι παίκτες νομίζω ή μικρά – μικρά περιστατικά στην «επίμαχη» ηλικία των 6-12 στο Δημοτικό σε κάνουν «Τότεναμ», «Μίλαν», «Μάντσεστερ», «Μπάγερν», «Λίβερπουλ», «Γιούβε», «Ρεάλ» ή «Μπάρτσα». Και από τότε αυτός ο έρωτας δεν σβήνει. Αναζοπυρώνεται ή καταλαγιάζει ανάλογα με την πορεία της ομάδας, αλλά δεν σβήνει ποτέ.
Αγαπάς άδολα, φανατικά με τον τρόπο σου. Δεν περιμένεις ανταπόδοση: είναι στιγμές, μόνο στιγμές. Αλησμόνητες. Αγαπάς και στην ήττα: και ο πόνος αγάπη είναι και η πίκρα και το κλάμα. «Φανατική» είναι και η αγάπη εκείνου που απλώς θα έχει κατεβασμένα μούτρα για μια ολόκληρη ημέρα, έτσι το βλέπω εγώ. Αγαπάς γιατί ταξιδεύεις μαζί της, ακόμη κι όταν είσαι στην τηλεόραση. Αγαπάς γιατί βρίζεις από εκεί, γιατί αγωνιάς, γιατί γυρίζεις κανάλι για κάνα 5λεπτο όταν καταλαβαίνεις ότι οι παλμοί σου έχουν ανέβει. Αγαπάς γιατί βάζεις στο youtube παλιά βιντεάκια με γκολ μόνο και μόνο για να ανασύρεις μνήμες μαγικά αποθηκευμένες σε κάποιο χιλιοστό του εγκεφάλου.
Και θυμάσαι ρε μπαγάσα: με ποιους ήσουν, πού ήσουν, πώς πανηγύρισες, ποιον έβριζες γιατί πάταγε τον κώλο του εκείνη την ημέρα, τι έκανες μετά, αν σε έσφαξε ο διαιτητής, ακόμη και πώς είχες ξεκινήσει για το γήπεδο, ή αν ήσουν μόνος ή με παρέα στο σπίτι: τα θυμάσαι όλα. Πόσα άλλα θυμάσαι τόσο έντονα; Πόσα εκτός από περιστατικά που έχουν να κάνουν με την οικογένειά σου;
Για τα υπόλοιπα έχεις κοντή μνήμη. Για τα πιο σημαντικά. Θυμήσου το αυτό όταν θα πας να ψηφίσεις (ίσως όχι τον Απρίλιο γιατί βράζεις τώρα, αλλά) στις μεθεπόμενες εκλογές. Μα γι’ αυτή την αγάπη, την ποδοσφαιρική, η μνήμη δεν είναι 70χρονου, αλλά έφηβου. Και όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο αγαπάς το ποδόσφαιρο.
Με την ομάδα σου γίνεσαι πιο αυστηρός, αλλά αποκτά άλλη ποιότητα η αγάπη σου. Ωριμάζει. Κρατάς περισσότερο τα καλά, λιγότερο το άσχημα, αν και γκρινιάζεις συχνότερα πια. Φεύγει ο έρωτας και η τρέλα. Δεν ξεθυμαίνει ποτέ. Όταν πηγαίνεις στο γήπεδο, ακόμη και στα 60 σου, τρελαμένος είσαι. Παραδέξου το, μετά τα 30, ανυπόφορος γίνεσαι με τη γκρίνια σου ώρες ώρες, το ξέρεις. Αν δεν γκρίνιαζες, δεν θα αγαπούσες, μην κατηγορείς τον εαυτό σου γι΄ αυτό.
Μην τον κατηγορείς επίσης επειδή με τον τρόπο σου θαυμάζεις, εκτιμάς ή συμπαθείς και εσύ την Μπαρτσελόνα, εκτός κι αν είσαι φανατικός της Ρεάλ. Είναι που έχεις αρχίσει να αγαπάς περισσότερο το ίδιο το ποδόσφαιρο και που νιώθεις «απενοχοποιημένος» από τα οπαδικά σου σύνδρομα – δεν είναι ελληνική ομάδα να είσαι Παναθηναϊκός και να γουστάρεις τον Μέλμπεργκ, τον Ιμπαγάσα ή τον Μιραλάς, να είσαι Ολυμπιακός και να τρελαίνεσαι για δυο χρόνια με τον Σισέ, να λιγουρεύεσαι τον Λέτο, να ήθελες παλαιότερα έναν Ρενέ ή έναν Βάντσικ. Δεν είναι κακό, μην νιώθεις ενοχικά (η αγάπη δεν έχει σύνορα, δεν λένε; χα χα!). Να, για παράδειγμα εγώ αγαπώ έναν ΠΑΟΚτσή, πειράζει;
Ναι, ο «Σάλπι» είναι ο αγαπημένος μου τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν το κρύβω (σας είπα, είμαι παράξενος σ ΄αυτά) και ο Μόντριτς το καινούριο αμόρε. Ας εξομολογηθώ – μέρα που είναι – τους «έρωτές» μου…
Δεν είχα πολλούς φίλους τρελαμένους με την Μπάρτσα φίλε 18άρη. Μην βλέπεις τι γίνεται τώρα στα σχολεία. Τότε Αγγλία, Ιταλία. Μάντσεστερ, Λίβερπουλ, Αρσεναλ, Μίλαν, Γιουβέντους, Ιντερ, Ρόμα, πρόλαβα ακόμη και Νάπολι με «Μαραντονιάδα» (αλήθεια πόσοι είναι ακόμη Νάπολι, ήθελα να ξέρω…). Πιο «οικείες» η Αγγλία και η Ιταλία προτού μπει το Τσάμπιονς Λιγκ στη ζωή μας κάθε Τρίτη και Τετάρτη τα τελευταία 20 χρόνια (πώς πέρασαν ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε, ακόμη θυμάμαι το παγωμένο ματς Παναθηναϊκός – Σαμπντόρια το 1991, μέρα που είναι και ενόψει Ρουμπίν – Ολυμπιακός). Και από την Ισπανία, Ρεάλ! Με τον νικητή δεν (λένε ότι) ταυτίζονται τα περισσότερα παιδιά; Λίγοι Μπάρτσα, ελάχιστοι. Δεν την συμπαθούσα τη Ρεάλ, επειδή είχα την ψευδαίσθηση ότι νικούσε συνέχεια. Γούσταρα όταν της την «έκανε» η Μπάρτσα, γούσταρα Ρομάριο και Στόιτσκοφ. Αλλά δεν την αγάπησα. Και τώρα, ειλικρινά, τα έχω πάρει στο κρανίο με αυτό που συμβαίνει.
Ναι, την καταλαβαίνω την εμπορικότητα, την ισχύ του ονόματος, την απήχηση. Ναι, τα κανάλια πρέπει να πάρουν διαφήμιση, να ζήσουν, Ναι, μα τον Αγιο Βαλεντίνο, καταλαβαίνω και την σύμπτωση της επανέναρξης του Τσάμπιονς Λιγκ μετά τη χειμέρια νάρκη + ματς Μπαρτσελόνα απόψε + Αγιος Βαλεντίνος (μη χέσω…). Αλλά δεν αντέχω άλλο Μπαρτσελόνα, ειλικρινά! Δεν αντέχω το σποτάκι «I love Barcelona, I love this game, I love Champions League». Δεν αντέχω να βλέπω και να ακούω 5-6 φορές κάθε ημέρα αυτή τη διαφήμιση την τελευταία εβδομάδα. Δεν είναι η Μπαρτσελόνα και καμία ομάδα το ίδιο το ποδόσφαιρο, το ίδιο το παιχνίδι, το ίδιο το Τσάμπιονς Λιγκ!
Ναι, φίλε που είσαι με την Μπάρτσα, το ξέρω, δεν… ευθύνεται η Μπαρτσελόνα για την πλύση εγκεφάλου. Εκείνη τη μπάλα της παίζει, τους παικταράδες της βγάζει, σε τελική ανάλυση τη δουλειά της κάνει. Και πάνω που είχα αρχίσει να την ξανασυμπαθώ πολύ βλέποντας τα δύο ματς με την Βαλένθια που μου έμοιαζε πάλι «γήινη» (με τραυματισμούς, με γκολ δικά της, γκολ εναντίον της, διαιτητικές αποφάσεις υπέρ της, σφυρίγματα εναντίον της, ατυχίες, στραβοτιμονιές, άμυνα – ταμπούρι στο τέλος για να κρατήσει την πρόκριση, τρελό πανηγύρι για την πρόκριση στο… κυπελλάκι) τσουπ, να’ τος ο βομβαρδισμός με τα σποτάκια του MEGA.
Και να ξέρεις φίλε της Μπάρτσα, δεν είμαι από εκείνους τους υποκριτές που λένε (για τους άλλους) «έλα μωρέ με τους επαναστάτες της κακιάς ώρας, κι αυτοί περιοδείες κάνουν για να μαζέψουν φράγκα και διαφήμιση στη φανέλα έβαλαν και παίρνουν μαζί με τη Ρεάλ πολλαπλάσια από τα τηλεοπτικά δικαιώματα της λίγκας, αφήνοντας τις Βαλένθιες και τις Σεβίλλες να ψωμολυσσάνε, μου το παίζουν και… αριστεροί επειδή βγάζουν τον πρόεδρο από τη βάση, σιγά το πράμα κι άλλες ισπανικές ομάδες το κάνουν». Όχι! Μαζί της είμαι σ΄ αυτά, απόλυτα συνειδητοποιημένος. Για να πληρώνεις τους Τσάβι και τους Μέσι και τους Φάμπρεγας που ΕΣΥ έβγαλες και για να παρουσιάζεις αυτό που παρουσιάζεις, πρέπει να τα κάνεις αυτά τη σήμερον ημέρα. Το αντιλαμβάνομαι και εν μέρει το δέχομαι, δεν το αποκρούω.
Ούτε το κανάλι κατηγορώ γενικώς και αορίστως. Εδωσε πολλά για να πάρει τα δικαιώματα του Τσάμπιονς Λιγκ, πρέπει να τα πάρει πίσω. Απλώς, δεν αντέχω ακόμη περισσότερη ταύτιση της έννοιας «ποδόσφαιρο» με την Μπαρτσελόνα. Θα μου πει κάποιος «τι μας λες ρε Γιάννη, οι παλιοί δηλαδή πώς μιλούν ακόμη για την Βραζιλία, τον Αγιαξ και την Μπάγερν του ’70, και εσείς για τη Μίλαν του ’90, για την Γιουνάιτεντ της προηγούμενης δεκαετίας, δεν είναι λογικό να διαφημίζεται, να διογκώνεται, να υπερμεγεθύνεται μια ομάδα που ομάδα που εμφανίζει κάτι ΔΙΚΟ ΤΗΣ, κάτι διαφορετικό και τόσο όμορφο, χωρίς μάλιστα να είναι «φωτοβολίδα», βάζοντας την υπογραφή της κάτω από και ολόκληρη ποδοσφαιρική εποχή;». «Δίκιο έχετε» και πάλι είναι η απάντηση. Μα εγώ δεν αντέχω το σποτάκι, πειράζει; Το θεωρώ υπερβολικό, άτοπο. Θα το έλεγα ακόμη κι αν ήταν για την αγαπημένη μου Λίβερπουλ και παρεμπιπτόντως δεν γουστάρω καθόλου τη διαφήμιση με το «YNWA» του Jonny Walker.
Να σας πω την αλήθεια, εγώ είμαι και λίγο ιδιότροπος σ’ αυτά. Αγαπάω τον Τζέραρντ, αλλά έχω και τη φανέλα του Μπέργκαμπ στη ντουλάπα και «λατρεύω» ποδοσφαιρικά τον Γκιγκς και τον Σκόουλς. Αγαπούσα τον Ρενέ, αλλά θαύμαζα και τον Ντέμη και παλαιότερα τον Τόνι και τον Μπατίστα (από τότε που πήγαινα με τον Φαληριώτη θείο μου στον Εθνικό!) – είδος ποδοσφαιρικής αγάπης είναι κι αυτό.
Εχω «συλλάβει» τον εαυτό μου να συνδέεται περισσότερο με παίκτες – σαν παιδί – παρά με ομάδες. Οι παίκτες μου «σημαδεύουν» τις εποχές, όχι οι ομάδες. Εχω σε μια άκρη της καρδιάς και του μυαλού τον Χοντλ και τον Λίνεκερ και τον Κλίνσμαν, οι παίκτες νομίζω ή μικρά – μικρά περιστατικά στην «επίμαχη» ηλικία των 6-12 στο Δημοτικό σε κάνουν «Τότεναμ», «Μίλαν», «Μάντσεστερ», «Μπάγερν», «Λίβερπουλ», «Γιούβε», «Ρεάλ» ή «Μπάρτσα». Και από τότε αυτός ο έρωτας δεν σβήνει. Αναζοπυρώνεται ή καταλαγιάζει ανάλογα με την πορεία της ομάδας, αλλά δεν σβήνει ποτέ.
Αγαπάς άδολα, φανατικά με τον τρόπο σου. Δεν περιμένεις ανταπόδοση: είναι στιγμές, μόνο στιγμές. Αλησμόνητες. Αγαπάς και στην ήττα: και ο πόνος αγάπη είναι και η πίκρα και το κλάμα. «Φανατική» είναι και η αγάπη εκείνου που απλώς θα έχει κατεβασμένα μούτρα για μια ολόκληρη ημέρα, έτσι το βλέπω εγώ. Αγαπάς γιατί ταξιδεύεις μαζί της, ακόμη κι όταν είσαι στην τηλεόραση. Αγαπάς γιατί βρίζεις από εκεί, γιατί αγωνιάς, γιατί γυρίζεις κανάλι για κάνα 5λεπτο όταν καταλαβαίνεις ότι οι παλμοί σου έχουν ανέβει. Αγαπάς γιατί βάζεις στο youtube παλιά βιντεάκια με γκολ μόνο και μόνο για να ανασύρεις μνήμες μαγικά αποθηκευμένες σε κάποιο χιλιοστό του εγκεφάλου.
Και θυμάσαι ρε μπαγάσα: με ποιους ήσουν, πού ήσουν, πώς πανηγύρισες, ποιον έβριζες γιατί πάταγε τον κώλο του εκείνη την ημέρα, τι έκανες μετά, αν σε έσφαξε ο διαιτητής, ακόμη και πώς είχες ξεκινήσει για το γήπεδο, ή αν ήσουν μόνος ή με παρέα στο σπίτι: τα θυμάσαι όλα. Πόσα άλλα θυμάσαι τόσο έντονα; Πόσα εκτός από περιστατικά που έχουν να κάνουν με την οικογένειά σου;
Για τα υπόλοιπα έχεις κοντή μνήμη. Για τα πιο σημαντικά. Θυμήσου το αυτό όταν θα πας να ψηφίσεις (ίσως όχι τον Απρίλιο γιατί βράζεις τώρα, αλλά) στις μεθεπόμενες εκλογές. Μα γι’ αυτή την αγάπη, την ποδοσφαιρική, η μνήμη δεν είναι 70χρονου, αλλά έφηβου. Και όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο αγαπάς το ποδόσφαιρο.
Με την ομάδα σου γίνεσαι πιο αυστηρός, αλλά αποκτά άλλη ποιότητα η αγάπη σου. Ωριμάζει. Κρατάς περισσότερο τα καλά, λιγότερο το άσχημα, αν και γκρινιάζεις συχνότερα πια. Φεύγει ο έρωτας και η τρέλα. Δεν ξεθυμαίνει ποτέ. Όταν πηγαίνεις στο γήπεδο, ακόμη και στα 60 σου, τρελαμένος είσαι. Παραδέξου το, μετά τα 30, ανυπόφορος γίνεσαι με τη γκρίνια σου ώρες ώρες, το ξέρεις. Αν δεν γκρίνιαζες, δεν θα αγαπούσες, μην κατηγορείς τον εαυτό σου γι΄ αυτό.
Μην τον κατηγορείς επίσης επειδή με τον τρόπο σου θαυμάζεις, εκτιμάς ή συμπαθείς και εσύ την Μπαρτσελόνα, εκτός κι αν είσαι φανατικός της Ρεάλ. Είναι που έχεις αρχίσει να αγαπάς περισσότερο το ίδιο το ποδόσφαιρο και που νιώθεις «απενοχοποιημένος» από τα οπαδικά σου σύνδρομα – δεν είναι ελληνική ομάδα να είσαι Παναθηναϊκός και να γουστάρεις τον Μέλμπεργκ, τον Ιμπαγάσα ή τον Μιραλάς, να είσαι Ολυμπιακός και να τρελαίνεσαι για δυο χρόνια με τον Σισέ, να λιγουρεύεσαι τον Λέτο, να ήθελες παλαιότερα έναν Ρενέ ή έναν Βάντσικ. Δεν είναι κακό, μην νιώθεις ενοχικά (η αγάπη δεν έχει σύνορα, δεν λένε; χα χα!). Να, για παράδειγμα εγώ αγαπώ έναν ΠΑΟΚτσή, πειράζει;
Ναι, ο «Σάλπι» είναι ο αγαπημένος μου τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν το κρύβω (σας είπα, είμαι παράξενος σ ΄αυτά) και ο Μόντριτς το καινούριο αμόρε. Ας εξομολογηθώ – μέρα που είναι – τους «έρωτές» μου…
πηγή: gazzetta.gr
Πέρασαν πολλά χρόνια με την "αρρώστεια" του πατέρα μου με την
Μπαρτσελόνα. Είναι του θεάματος, είναι και με τον "αδύναμο" πολλές
φορές, είχε και τα… γνωστά του Φράνκο αποθηκευμένα, τι να τον κάνω… Ναι
αγόρι μου 18χρονο, με τον "αδύναμο". Τι νομίζεις, ότι η Μπαρτσελόνα στα
80’s και στα 90’s, η Μπαρτσελόνα μέχρι τον Ροναλντίνιο ήταν trend,
σάρωνε κούπες και ήταν η Νο 1 ομάδαπαγκοσμίως;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου