Στο προηγούμενο θέμα, νόμιζα πως είχα αφήσει μία εκκρεμότητα, αλλά τελικά άφησα δύο
καθώς φαίνεται. Η πρώτη, ήταν αυτή που γνώριζα. Ήταν Τρίτη και στην
πραγματικότητα δεν είχα γράψει μια από τις καθιερωμένες ρετρό ιστορίες
της Τρίτης, αλλά μια ιστορία για ρετρό ήρωες. Η δεύτερη προέκυψε εκ της πρώτης. Η αναφορά στη ζωή του φίλου μου του Φώτη, προκάλεσε τις προτροπές αρκετών μεταγενέστερων φίλων και γνωστών: «Γράψε κι άλλα για τον Φώτη»! Ήθελαν ...εξηγήσεις, λεπτομέρειες, περιστατικά που να αποδεικνύουν «το μεγαλείον του ανδρός». Έτσι, είπα να κλείσω όσο γίνεται αυτή την εκκρεμότητα, έστω κι αν ο ίδιος ο Φώτης φροντίζει πάντα να αφήνει άλλες...
Ο φίλος μου ο Φώτης, λοιπόν, όταν ήμασταν μικροί μας έκλεβε στη Μονόπολυ και αργότερα στο τάβλι. Λεφτά δεν είχαμε για να μας κλέψει... Μετά μας έκλεβε τις γκόμενες, όχι μόνο χρησιμοποιώντας τη φυσική του γοητεία και το πολύ μπλα-μπλα του, αλλά και με πλάγιους τρόπους δυσφήμισης των αντιπάλων του: «Ο Πατούσας μια φορά είχε κατουρηθεί πάνω του». Δεν είχε...
Στο στρατό κατάφερε, αντί να χτυπήσει αναβολή ο ίδιος, να χτυπάνε αναβολή οι μονιμάδες, επειδή κάθε τρεις και λίγο έπαιρναν τηλέφωνο στο στρατόπεδο διάφορα πολιτικά ή στρατιωτικά «μέσα», πολλά από τα οποία επινοούσε ο ίδιος. Μια φορά είχε βάλει τον Δεμπασκαλά να πάρει τηλέφωνο τον διοικητή του και να πει πως είναι ο υπασπιστής του αρχηγού Γεεθά, για να του δώσει έξοδο τη μέρα της γιορτής του (του αρχηγού Γεεθά). Ο Δεμπασκαλάς αρχικά ξεκαθάρισε τη θέση του με το κλασικό «δεν πας καλά», όμως μετά δεν πήγε αυτός καλά και πήρε τηλέφωνο υποδυόμενος τον υπασπιστή του αρχηγού Γεεθά. Ξέρετε τι του απάντησε ο διοικητής του Φώτη; «Να μεταφέρετε τις ευχές μου στον αρχηγό» και «πείτε πως έγινε»! Κι έγινε! Κι όταν ο διοικητής ρώτησε τον Φώτη «τι τον έχεις τον αρχηγό;», εκείνος απάντησε πως ήταν συμμαθητής με τον πατέρα του! Πάλι καλά που δεν είπε πως ήταν κολλητός με τον Πέτρο της Κουφής...
Όταν ο Φώτης απολύθηκε από το στρατό και άρχισε να απολύεται και από τις δουλειές που έπιανε (κυρίως εξαιτίας των ...δουλειών που σκάρωνε), μας είχε τσακίσει στην τράκα και τα δανεικά, τα οποία ακόμα και σήμερα παραμένουν αγύριστα. Όταν άρχισε -από τα 17 του- να αρραβωνιάζεται, κανείς μας δεν είχε φανταστεί ότι ο σκοπός του δεν ήταν να παντρευτεί, ούτε φυσικά και να αποπλανήσει τις αρραβωνιάρες, τις οποίες είχε ήδη ξεζουμίσει. Προκαταβολές από τις προίκες έπαιρνε, γι΄ αυτό και όταν χώριζε ισχυριζόταν πως δεν χάθηκε και τίποτα, ούτε καν οι βέρες, γιατί «έχω πάρει ένα σωλήνα Πετζετάκις και κόβω βέρες από αυτόν». Βέβαια, όλο και κάτι είχε χαθεί. Η περηφάνια των γονιών, μεγάλο μέρος της προίκας της κόρης τους (πάντα και η «τιμή» τους), η υπομονή τους και ...φυσικά ο Φώτης, που είχε γίνει καπνός.
Όταν ανακάλυψα το όνομά του στο διοικητικό συμβούλιο μιας μικρής εταιρίας που ...διαπραγματευόταν με τον Γούμενο για να πάρει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της Παέ ΠΑΟΚ, με είχε αφήσει με ανοικτό το στόμα για τόσες ώρες, όσες ακριβώς χρειάστηκαν για να πρηστούν οι αμυγδαλές μου και να μείνω μια εβδομάδα στο κρεβάτι με 40 πυρετό και οξεία αμυγδαλίτιδα (εντάξει, το κρύωμα οφειλόταν στα παγάκια από τα πολλά, πάρα πολλά ουίσκια που κατέβασα εκείνο το βράδυ για να έρθω στα συγκαλά μου μετά από όσα τον άκουγα να μου λέει).
«Κολλητέ, αν δεν γράψεις τίποτα, θα σε βάλω υπεύθυνο Γραφείου Τύπου, θα πηγαίνεις τα ταξιδάκια σου και θα κονομάς. Αρκεί να βάλουμε τις τζίφρες και να χτίσω εγώ το εμπορικό στην Τούμπα»! Το ότι δεν έπεσα κάτω οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι ήξερα καλά τον Φώτη. Ότι με είχε γυμνάσει καλά για πολλά χρόνια, ότι με είχε προετοιμασμένο για κάθε ενδεχόμενο. Φυσικά, ο Φώτης δεν πήρε ποτέ τον ΠΑΟΚ, ωστόσο έκανε μια καλή διαφήμιση στην εταιρία στην οποία συμμετείχε. Η οποία, σε βάθος χρόνου αποδείχθηκε πως πουλούσε ...κλεμμένα πολυτελή αυτοκίνητα! (χωρίς φυσικά να κυνηγήσει κανείς τον Φώτη, ο οποίος ...δραπέτευσε από το ΔουΣού λίγο πριν γίνει το μπαμ, καθώς πάντα ήξερε να φυλάγεται καλά από τις κακοτοπιές).
Μέχρι αυτή την περίφημη ιστορία, η μοναδική σχέση που είχε με τον αθλητικό χώρο, ήταν πως όταν παίζαμε τάβλι και χρειαζόταν να φέρει άσους, τσίμπαγε τα ζάρια, τούς έφερνε και τραγούδαγε «σ΄ έχουνε δοξάσει οι γνωστοί σου άσοι», πριν αρχίσει να κλέβει και στο παίξιμο των άσων. Κούναγε τα πούλια και μέτραγε: «Έναν, δύο και τρεις, τέσσερις» (προσέξτε το προσθετικό «και». Δεν μετρούσε «έναν, δύο, τρεις, τέσσερις», παίζοντας τέσσερις άσους, αλλά «έναν, δύο και τρεις» ίσον πέντε, οι οποίοι με την υπνωτιστική αριθμητική του Φώτη ήταν «τέσσερις»)! Εννοείται πως η τακτική του στο κλέψιμο είχε προηγηθεί και του κλασικού ανεκδότου όπου ο Χριστός παίζει πόρτες με τον Άγιο Πέτρο, ο Άγιος κάνει εξάπορτο, ο Χριστός ρίχνει ...εφτάρες κι ο Άγιος του κλείνει τα δάχτυλα μέσα στο τάβλι: «Άμα είναι ν΄ αρχίσεις τα θαύματα, ας παίξουμε Μονόπολυ» (προφανώς ο Άγιος δεν ήξερε τίποτα περί Φώτη, ο οποίος έκλεβε και στη Μονόπολυ). Όχι απλά «Χριστός», αλλά …θεός ο Φώτης. Όλο εφτάρες έφερνε από τη στιγμή που καταφέραμε να τού κόψουμε τη συνήθεια «θα παίξω τις τρεις πεντάρες τώρα και την άλλη μετά» ή την άλλη, που έλεγε «θα παίξω το δύο από το ασόδυο τώρα και τον άσο δεν τον παίζω καθόλου - με άσους θα ασχολούμαστε;»! Δεν θα ασχολούμαστε...
Μετά, όμως, ασχολούμασταν με τα ...δάχτυλά μας. Βγάζαμε και τα πέδιλα (μη μού πείτε πως εσείς δεν φοράγατε πέδιλα!) για να μετρήσουμε πόσα νταμάκια πήδαγε ο Φώτης παίζοντας τέσσερις (ή μήπως πέντε;) πεντάρες! Αν είχε κι άλλο τάβλι από δίπλα, θα μάζευε και τα πούλια του διπλανού με κάτι τέτοιες ζαριές. Έφερνε πεντάρες κι έπαιζε ένα πεντάρι, ένα εφτάρι κι ένα όσο χρειαζόταν για να χτυπήσει ή να πλακώσει, ενώ στην αρχή επέμενε να βαστάει την τέταρτη «πεντάρα» (εφτάρα;) «για μετά», όπως συνέβαινε και στην …καμπόικη Μονόπολυ «αγοράζω και χτίζω», που λέγαμε πιο μικροί. Τότε ο Φώτης, επειδή αγόραζε τα πάντα και ξέμενε νωρίς από λεφτά, μετά δανειζόταν από την τράπεζα. Ο πρώτος μηχανισμός στήριξης! Τελικά έχτιζε στην Πλατεία Ομονοίας και την Πλατεία Συντάγματος που ήταν τα πιο ακριβά νταμάκια, πέφταμε οι υπόλοιποι στα «δανεικά» ξενοδοχεία του, ξεζουμιζόμασταν εμείς, ξεχρέωνε εκείνος την τράπεζα, μετά την αγόραζε (!), κέρδιζε το παιχνίδι και μάς έδινε πριν 30 (και βάλε) χρόνια ένα πολύτιμο μάθημα για την οικονομία των ημερών μας.
Βέβαια, ο Φώτης είχε πάντα τον τρόπο και ...δίχως κόπο. Τότε, ας πούμε, έφερνε τρία με το ζάρι, έλεγε «θα παίξω δύο» (επειδή τον βόλευε για να αγοράσει και να χτίσει) και πρόσθετε πως «το ένα θα το παίξω μετά» (όχι αμέσως μετά, αλλά όποτε χρειαζόταν το ζάρι του συν ένα, για να αγοράσει και να χτίσει)! Με τον Φώτη δεν ξεκίναγες να παίξεις. Ξεκίναγες να χάσεις. Να τσαντιστείς, να φορτώσεις, να βρίσεις, να τσακωθείς, να του πεις «είσαι χαζός, δεν ξαναπαίζω μαζί σου»! Καμιά φορά, άμα μάς έβγαζε από τα ρούχα μας και βρίζαμε πολύ, τον λέγαμε και «βλάκα», ενώ μια φορά που τον είπα «ηλίθιο» και μ΄ άκουσε η μάνα μου, έμεινα κλειδωμένος τρεις ώρες στην αποθήκη κι έχασα τον ...τελικό Κεραυνός - Θρίαμβος, με αποτέλεσμα να παίξουμε (να παίξουν οι φίλοι μου δηλαδή...) με τερματοφύλακα τον Αντωνάκη του Τζολιομή, που δεν ήξερα γιατί τον φωνάζανε Τζολιομή (κι ούτε έμαθα ποτέ) παρότι το επώνυμό του ήτανε Κατέβας. Είναι χειρότερο να σε φωνάζουνε «Αντωνάκη του Τζολιομή» αντί «Αντωνάκη Κατέβα»; Το πρώτο μού φαινόταν πιο ανώδυνο, καθότι το δεύτερο περιείχε προστακτική και υποχρέωνε τον Αντωνάκη πάρει τα πόδια του και να τσακιστεί να κατέβει. Ο Αντωνάκης, όμως, δεν ...κατέβαινε όταν η μπάλα πήγαινε στα χαμηλά (αντίθετα με εμένα που ήμουν αίλουρος, αρπακτικό της μπάλας, χαλκέντερος και στυλοβάτης) κι έτσι χάσαμε 17-4 στον τελικό, με αποτέλεσμα να μην ξαναμιλήσω στη μάνα μου για μια εβδομάδα και για άλλη μία στον Φώτη, που τον θεωρούσα ηθικό αυτουργό της τιμωρίας μου από τον οικογενειακό ...αθλητικό δικαστή!
Με τα χρόνια, βέβαια, τα δεδομένα στη σχέση όλων μας με τον Φώτη, άλλαξαν δραματικά. Ξέραμε ότι θα μάς κλέψει στο τάβλι, παρότι άρχισε σταδιακά να κλέβει λιγότερο (έφερνε πεντάρες κι έπαιζε του-λάστιχον δύο από δαύτες, μια εξάρα και ένα ...ντόρτι ή μια εφτάρα, ανάλογα τι βόλευε), ωστόσο πλέον ούτε τσαντιζόμασταν ούτε τσακωνόμασταν. Διασκεδάζαμε μαζί του, ήταν το αγχολυτικό μας και παράλληλα -νομίζαμε ότι- τον είχαμε ανάγκη.
Ήταν ο πιο «ωραίος» της παρέας (είχε ένα μαλλί σαν ξανθό πλεϊμομπίλ), ο πιο περπατημένος (πιθανότατα και ο πιο κυνηγημένος με τα ψέματα και τις μπαμπεσιές του), ο πιο γκομενιάρης (γεγονός το οποίο αποδέχομαι), ήταν -τέλος πάντων- το διαβατήριό μας για τη μεγάλη ζωή. Αυτός με οδήγησε σε αμέτρητες χυλόπιτες με τις οδηγίες του για καμάκι (μού πρότεινε να πω κάτι του τύπου «κουκλάρα, είσαι για μια βόλτα με τη μηχανή;» - δεν είχα μηχανή, αλλά έλεγα τη δοκιμασμένη ατάκα), αυτός με έμαθε να πίνω Κάπτεν Μόργκαν (για να ξεχνώ τον πόνο μ΄), αυτός με συντρόφεψε στα πρώτα μου ξενύχτια («θα κεράσεις και την επόμενη φορά θα κεράσω εγώ» - κερνούσα και την επόμενη φορά μού έλεγε «θα κεράσεις και την επόμενη φορά θα κεράσω εγώ», δοκιμασμένη ατάκα σαν εκείνη με τη μηχανή, μόνο που οι δικές του ατάκες έπιαναν).
Συνολικά, αυτά και άλλα πολλά μπορώ να καταλογίσω στον φίλο μου τον Φώτη, ο οποίος μόλις τα διαβάσει θα με πάρει τηλέφωνο (το κάνει πάντα), όχι φυσικά για να διαμαρτυρηθεί, αλλά για να ζητήσει ...πνευματικά δικαιώματα «που βγάζεις τη ζωή μου στο Ίντερνετ»! Τέλος πάντων, τα έχω πει στον ίδιο, τα λέω και σε εσάς: ο Φώτης είναι από τη φύση του μεγάλη απάτη. Και μεγάλη μορφή...
Και παρότι πολλές φορές έχουμε τσακωθεί μέχρι εκεί που δεν παίρνει, παρότι έχουμε κάνει να μιλήσουμε βδομάδες ή και μήνες με όσα μού ΄χει κατά καιρούς σκαρώσει, παραμένει φίλος μου. Ό,τι έχω να του πω, του το λέω ή το γράφω κι ό,τι έχει να μου πει, μου το λέει ή ...με γράφει! Γιατί γι΄ αυτό είναι οι φίλοι: για να σου λένε και τα καλά σου και τα κακά σου. Για να είναι αληθινοί απέναντί σου κι όχι για να κάνουν πράγματα πίσω από την πλάτη σου. Για να σου λένε τα παράπονά τους και να ακούνε τα δικά σου. Και για να σου προσφέρουν στοιχεία για ολόκληρο μυθιστόρημα και όχι απλώς για ένα άρθρο, μια «ρετρό ιστορία της Τρίτης» που δημοσιεύεται Παρασκευή, επειδή όσο συνεπής είναι ο Φώτης, τελικά άλλο τόσο είμαι κι εγώ...
Μέχρι να καταλάβω πώς γίνεται να μη χάνει ποτέ και να τον θεωρούν όλοι «χαμένο», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Ο φίλος μου ο Φώτης, λοιπόν, όταν ήμασταν μικροί μας έκλεβε στη Μονόπολυ και αργότερα στο τάβλι. Λεφτά δεν είχαμε για να μας κλέψει... Μετά μας έκλεβε τις γκόμενες, όχι μόνο χρησιμοποιώντας τη φυσική του γοητεία και το πολύ μπλα-μπλα του, αλλά και με πλάγιους τρόπους δυσφήμισης των αντιπάλων του: «Ο Πατούσας μια φορά είχε κατουρηθεί πάνω του». Δεν είχε...
Στο στρατό κατάφερε, αντί να χτυπήσει αναβολή ο ίδιος, να χτυπάνε αναβολή οι μονιμάδες, επειδή κάθε τρεις και λίγο έπαιρναν τηλέφωνο στο στρατόπεδο διάφορα πολιτικά ή στρατιωτικά «μέσα», πολλά από τα οποία επινοούσε ο ίδιος. Μια φορά είχε βάλει τον Δεμπασκαλά να πάρει τηλέφωνο τον διοικητή του και να πει πως είναι ο υπασπιστής του αρχηγού Γεεθά, για να του δώσει έξοδο τη μέρα της γιορτής του (του αρχηγού Γεεθά). Ο Δεμπασκαλάς αρχικά ξεκαθάρισε τη θέση του με το κλασικό «δεν πας καλά», όμως μετά δεν πήγε αυτός καλά και πήρε τηλέφωνο υποδυόμενος τον υπασπιστή του αρχηγού Γεεθά. Ξέρετε τι του απάντησε ο διοικητής του Φώτη; «Να μεταφέρετε τις ευχές μου στον αρχηγό» και «πείτε πως έγινε»! Κι έγινε! Κι όταν ο διοικητής ρώτησε τον Φώτη «τι τον έχεις τον αρχηγό;», εκείνος απάντησε πως ήταν συμμαθητής με τον πατέρα του! Πάλι καλά που δεν είπε πως ήταν κολλητός με τον Πέτρο της Κουφής...
Όταν ο Φώτης απολύθηκε από το στρατό και άρχισε να απολύεται και από τις δουλειές που έπιανε (κυρίως εξαιτίας των ...δουλειών που σκάρωνε), μας είχε τσακίσει στην τράκα και τα δανεικά, τα οποία ακόμα και σήμερα παραμένουν αγύριστα. Όταν άρχισε -από τα 17 του- να αρραβωνιάζεται, κανείς μας δεν είχε φανταστεί ότι ο σκοπός του δεν ήταν να παντρευτεί, ούτε φυσικά και να αποπλανήσει τις αρραβωνιάρες, τις οποίες είχε ήδη ξεζουμίσει. Προκαταβολές από τις προίκες έπαιρνε, γι΄ αυτό και όταν χώριζε ισχυριζόταν πως δεν χάθηκε και τίποτα, ούτε καν οι βέρες, γιατί «έχω πάρει ένα σωλήνα Πετζετάκις και κόβω βέρες από αυτόν». Βέβαια, όλο και κάτι είχε χαθεί. Η περηφάνια των γονιών, μεγάλο μέρος της προίκας της κόρης τους (πάντα και η «τιμή» τους), η υπομονή τους και ...φυσικά ο Φώτης, που είχε γίνει καπνός.
Όταν ανακάλυψα το όνομά του στο διοικητικό συμβούλιο μιας μικρής εταιρίας που ...διαπραγματευόταν με τον Γούμενο για να πάρει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της Παέ ΠΑΟΚ, με είχε αφήσει με ανοικτό το στόμα για τόσες ώρες, όσες ακριβώς χρειάστηκαν για να πρηστούν οι αμυγδαλές μου και να μείνω μια εβδομάδα στο κρεβάτι με 40 πυρετό και οξεία αμυγδαλίτιδα (εντάξει, το κρύωμα οφειλόταν στα παγάκια από τα πολλά, πάρα πολλά ουίσκια που κατέβασα εκείνο το βράδυ για να έρθω στα συγκαλά μου μετά από όσα τον άκουγα να μου λέει).
«Κολλητέ, αν δεν γράψεις τίποτα, θα σε βάλω υπεύθυνο Γραφείου Τύπου, θα πηγαίνεις τα ταξιδάκια σου και θα κονομάς. Αρκεί να βάλουμε τις τζίφρες και να χτίσω εγώ το εμπορικό στην Τούμπα»! Το ότι δεν έπεσα κάτω οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι ήξερα καλά τον Φώτη. Ότι με είχε γυμνάσει καλά για πολλά χρόνια, ότι με είχε προετοιμασμένο για κάθε ενδεχόμενο. Φυσικά, ο Φώτης δεν πήρε ποτέ τον ΠΑΟΚ, ωστόσο έκανε μια καλή διαφήμιση στην εταιρία στην οποία συμμετείχε. Η οποία, σε βάθος χρόνου αποδείχθηκε πως πουλούσε ...κλεμμένα πολυτελή αυτοκίνητα! (χωρίς φυσικά να κυνηγήσει κανείς τον Φώτη, ο οποίος ...δραπέτευσε από το ΔουΣού λίγο πριν γίνει το μπαμ, καθώς πάντα ήξερε να φυλάγεται καλά από τις κακοτοπιές).
Μέχρι αυτή την περίφημη ιστορία, η μοναδική σχέση που είχε με τον αθλητικό χώρο, ήταν πως όταν παίζαμε τάβλι και χρειαζόταν να φέρει άσους, τσίμπαγε τα ζάρια, τούς έφερνε και τραγούδαγε «σ΄ έχουνε δοξάσει οι γνωστοί σου άσοι», πριν αρχίσει να κλέβει και στο παίξιμο των άσων. Κούναγε τα πούλια και μέτραγε: «Έναν, δύο και τρεις, τέσσερις» (προσέξτε το προσθετικό «και». Δεν μετρούσε «έναν, δύο, τρεις, τέσσερις», παίζοντας τέσσερις άσους, αλλά «έναν, δύο και τρεις» ίσον πέντε, οι οποίοι με την υπνωτιστική αριθμητική του Φώτη ήταν «τέσσερις»)! Εννοείται πως η τακτική του στο κλέψιμο είχε προηγηθεί και του κλασικού ανεκδότου όπου ο Χριστός παίζει πόρτες με τον Άγιο Πέτρο, ο Άγιος κάνει εξάπορτο, ο Χριστός ρίχνει ...εφτάρες κι ο Άγιος του κλείνει τα δάχτυλα μέσα στο τάβλι: «Άμα είναι ν΄ αρχίσεις τα θαύματα, ας παίξουμε Μονόπολυ» (προφανώς ο Άγιος δεν ήξερε τίποτα περί Φώτη, ο οποίος έκλεβε και στη Μονόπολυ). Όχι απλά «Χριστός», αλλά …θεός ο Φώτης. Όλο εφτάρες έφερνε από τη στιγμή που καταφέραμε να τού κόψουμε τη συνήθεια «θα παίξω τις τρεις πεντάρες τώρα και την άλλη μετά» ή την άλλη, που έλεγε «θα παίξω το δύο από το ασόδυο τώρα και τον άσο δεν τον παίζω καθόλου - με άσους θα ασχολούμαστε;»! Δεν θα ασχολούμαστε...
Μετά, όμως, ασχολούμασταν με τα ...δάχτυλά μας. Βγάζαμε και τα πέδιλα (μη μού πείτε πως εσείς δεν φοράγατε πέδιλα!) για να μετρήσουμε πόσα νταμάκια πήδαγε ο Φώτης παίζοντας τέσσερις (ή μήπως πέντε;) πεντάρες! Αν είχε κι άλλο τάβλι από δίπλα, θα μάζευε και τα πούλια του διπλανού με κάτι τέτοιες ζαριές. Έφερνε πεντάρες κι έπαιζε ένα πεντάρι, ένα εφτάρι κι ένα όσο χρειαζόταν για να χτυπήσει ή να πλακώσει, ενώ στην αρχή επέμενε να βαστάει την τέταρτη «πεντάρα» (εφτάρα;) «για μετά», όπως συνέβαινε και στην …καμπόικη Μονόπολυ «αγοράζω και χτίζω», που λέγαμε πιο μικροί. Τότε ο Φώτης, επειδή αγόραζε τα πάντα και ξέμενε νωρίς από λεφτά, μετά δανειζόταν από την τράπεζα. Ο πρώτος μηχανισμός στήριξης! Τελικά έχτιζε στην Πλατεία Ομονοίας και την Πλατεία Συντάγματος που ήταν τα πιο ακριβά νταμάκια, πέφταμε οι υπόλοιποι στα «δανεικά» ξενοδοχεία του, ξεζουμιζόμασταν εμείς, ξεχρέωνε εκείνος την τράπεζα, μετά την αγόραζε (!), κέρδιζε το παιχνίδι και μάς έδινε πριν 30 (και βάλε) χρόνια ένα πολύτιμο μάθημα για την οικονομία των ημερών μας.
Βέβαια, ο Φώτης είχε πάντα τον τρόπο και ...δίχως κόπο. Τότε, ας πούμε, έφερνε τρία με το ζάρι, έλεγε «θα παίξω δύο» (επειδή τον βόλευε για να αγοράσει και να χτίσει) και πρόσθετε πως «το ένα θα το παίξω μετά» (όχι αμέσως μετά, αλλά όποτε χρειαζόταν το ζάρι του συν ένα, για να αγοράσει και να χτίσει)! Με τον Φώτη δεν ξεκίναγες να παίξεις. Ξεκίναγες να χάσεις. Να τσαντιστείς, να φορτώσεις, να βρίσεις, να τσακωθείς, να του πεις «είσαι χαζός, δεν ξαναπαίζω μαζί σου»! Καμιά φορά, άμα μάς έβγαζε από τα ρούχα μας και βρίζαμε πολύ, τον λέγαμε και «βλάκα», ενώ μια φορά που τον είπα «ηλίθιο» και μ΄ άκουσε η μάνα μου, έμεινα κλειδωμένος τρεις ώρες στην αποθήκη κι έχασα τον ...τελικό Κεραυνός - Θρίαμβος, με αποτέλεσμα να παίξουμε (να παίξουν οι φίλοι μου δηλαδή...) με τερματοφύλακα τον Αντωνάκη του Τζολιομή, που δεν ήξερα γιατί τον φωνάζανε Τζολιομή (κι ούτε έμαθα ποτέ) παρότι το επώνυμό του ήτανε Κατέβας. Είναι χειρότερο να σε φωνάζουνε «Αντωνάκη του Τζολιομή» αντί «Αντωνάκη Κατέβα»; Το πρώτο μού φαινόταν πιο ανώδυνο, καθότι το δεύτερο περιείχε προστακτική και υποχρέωνε τον Αντωνάκη πάρει τα πόδια του και να τσακιστεί να κατέβει. Ο Αντωνάκης, όμως, δεν ...κατέβαινε όταν η μπάλα πήγαινε στα χαμηλά (αντίθετα με εμένα που ήμουν αίλουρος, αρπακτικό της μπάλας, χαλκέντερος και στυλοβάτης) κι έτσι χάσαμε 17-4 στον τελικό, με αποτέλεσμα να μην ξαναμιλήσω στη μάνα μου για μια εβδομάδα και για άλλη μία στον Φώτη, που τον θεωρούσα ηθικό αυτουργό της τιμωρίας μου από τον οικογενειακό ...αθλητικό δικαστή!
Με τα χρόνια, βέβαια, τα δεδομένα στη σχέση όλων μας με τον Φώτη, άλλαξαν δραματικά. Ξέραμε ότι θα μάς κλέψει στο τάβλι, παρότι άρχισε σταδιακά να κλέβει λιγότερο (έφερνε πεντάρες κι έπαιζε του-λάστιχον δύο από δαύτες, μια εξάρα και ένα ...ντόρτι ή μια εφτάρα, ανάλογα τι βόλευε), ωστόσο πλέον ούτε τσαντιζόμασταν ούτε τσακωνόμασταν. Διασκεδάζαμε μαζί του, ήταν το αγχολυτικό μας και παράλληλα -νομίζαμε ότι- τον είχαμε ανάγκη.
Ήταν ο πιο «ωραίος» της παρέας (είχε ένα μαλλί σαν ξανθό πλεϊμομπίλ), ο πιο περπατημένος (πιθανότατα και ο πιο κυνηγημένος με τα ψέματα και τις μπαμπεσιές του), ο πιο γκομενιάρης (γεγονός το οποίο αποδέχομαι), ήταν -τέλος πάντων- το διαβατήριό μας για τη μεγάλη ζωή. Αυτός με οδήγησε σε αμέτρητες χυλόπιτες με τις οδηγίες του για καμάκι (μού πρότεινε να πω κάτι του τύπου «κουκλάρα, είσαι για μια βόλτα με τη μηχανή;» - δεν είχα μηχανή, αλλά έλεγα τη δοκιμασμένη ατάκα), αυτός με έμαθε να πίνω Κάπτεν Μόργκαν (για να ξεχνώ τον πόνο μ΄), αυτός με συντρόφεψε στα πρώτα μου ξενύχτια («θα κεράσεις και την επόμενη φορά θα κεράσω εγώ» - κερνούσα και την επόμενη φορά μού έλεγε «θα κεράσεις και την επόμενη φορά θα κεράσω εγώ», δοκιμασμένη ατάκα σαν εκείνη με τη μηχανή, μόνο που οι δικές του ατάκες έπιαναν).
Συνολικά, αυτά και άλλα πολλά μπορώ να καταλογίσω στον φίλο μου τον Φώτη, ο οποίος μόλις τα διαβάσει θα με πάρει τηλέφωνο (το κάνει πάντα), όχι φυσικά για να διαμαρτυρηθεί, αλλά για να ζητήσει ...πνευματικά δικαιώματα «που βγάζεις τη ζωή μου στο Ίντερνετ»! Τέλος πάντων, τα έχω πει στον ίδιο, τα λέω και σε εσάς: ο Φώτης είναι από τη φύση του μεγάλη απάτη. Και μεγάλη μορφή...
Και παρότι πολλές φορές έχουμε τσακωθεί μέχρι εκεί που δεν παίρνει, παρότι έχουμε κάνει να μιλήσουμε βδομάδες ή και μήνες με όσα μού ΄χει κατά καιρούς σκαρώσει, παραμένει φίλος μου. Ό,τι έχω να του πω, του το λέω ή το γράφω κι ό,τι έχει να μου πει, μου το λέει ή ...με γράφει! Γιατί γι΄ αυτό είναι οι φίλοι: για να σου λένε και τα καλά σου και τα κακά σου. Για να είναι αληθινοί απέναντί σου κι όχι για να κάνουν πράγματα πίσω από την πλάτη σου. Για να σου λένε τα παράπονά τους και να ακούνε τα δικά σου. Και για να σου προσφέρουν στοιχεία για ολόκληρο μυθιστόρημα και όχι απλώς για ένα άρθρο, μια «ρετρό ιστορία της Τρίτης» που δημοσιεύεται Παρασκευή, επειδή όσο συνεπής είναι ο Φώτης, τελικά άλλο τόσο είμαι κι εγώ...
Μέχρι να καταλάβω πώς γίνεται να μη χάνει ποτέ και να τον θεωρούν όλοι «χαμένο», εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου