ο ματς είχε… στραβώσει για τα καλά και όπως συνήθως ισχύει σε τέτοιες
περιπτώσεις για εκείνον που κυνηγάει το σκορ (η Γουέστ Χαμ νικούσε
1-0), ο χρόνος φαινόταν να κυλάει πιο γρήγορα από το κανονικό. Ο Λουίς
Φαν Χάαλ κοίταξε στον πάγκο του και επέλεξε τη λύση του Μαρουάν Φελαϊνί.
Ο Βέλγος μέσος θα του έδινε τη δύναμη και το ύψος που εκείνη τη στιγμή
χρειαζόταν μέσα στην αντίπαλη περιοχή, μιας και η οδηγία ήταν να
πλασαριστεί εκεί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε ο Ολλανδός και φυσικά δεν είναι ο
πρώτος κόουτς που το σκέφτηκε. Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει γενικά,
μα στη Γιουνάιτεντ από πέρσι επί των ημερών του Ντέιβιντ Μόγιες και
ακόμα περισσότερο φέτος, δείχνει πως μονιμοποιείται και τούτο μόνο καλό
δεν είναι. Από το 72’ λοιπόν που μπήκε στο ματς ο Φελαϊνί, οι Κόκκινοι
Διάβολοι άρχισαν τις μακρινές μπαλιές, αυτές που μας αρέσει να
αποκαλούμε πιο λαϊκά ως «γιόμες».
Ομορφο οπτικά ή όχι, το κόλπο έπιασε στις καθυστερήσεις και χάρισε στους φιλοξενούμενους το βαθμό (1-1). Το γέμισμα είχε ξεκάθαρα στόχο το κεφάλι του Φελαϊνί, αλλά πρόλαβε και έδιωξε –αδύναμα όμως- ένας αμυνόμενος. Η μπάλα στρώθηκε τότε στον Ντάλεϊ Μπλιντ που σκόραρε. Λίγα λεπτά αργότερα στις δηλώσεις του εμφανώς… ξενερωμένος ο Σαμ Αλαρνταϊς βάλθηκε να απομυθποιεί τον αντίπαλο προπονητή και το αγωνιστικό πλάνο του, αποκαλώντας την ομάδα του ως: «long-ball United»!
Η άβολη -για τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ- αλήθεια είναι λοιπόν πως ο Big-Sam είχε απόλυτο δίκιο. Του το δίνουν τόσο η εικόνα της Γιουνάιτεντ όσο και τα στατιστικά. Ως «long ball» οι Αγγλοι οριοθετούν τη σέντρα που γίνεται σε απόσταση των 32 μέτρων και πάνω (35 γιάρδες για ‘κείνους). Μιλάμε δηλαδή για αρκετά καλό γέμισμα. Τέτοια οι Κόκκινοι Διάβολοι έκαναν 34 περισσότερα από τα Σφυριά (86-52). Είναι δηλαδή ξεκάθαρο το ότι έπαιξαν με γιόμες και όχι με τη μπάλα κάτω, οργανωμένα, με πλάνο κυριαρχίας και ό,τι καλό αυτό συνεπάγεται.
Αθελα του ο Αλαρνταϊς άνοιξε μία μεγάλη κουβέντα σχετικά με τη δουλειά που κάνει ο Φαν Χάαλ. Αμέσως οι στατιστικολόγοι στην Αγγλία έβγαλαν τα κομπιουτεράκια τους και αποφάνθηκαν ότι οι Κόκκινοι του Μάντσεστερ έχουν γεμίσει συνολικά στην τρέχουσα περίοδο 1.861 φορές! Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην Premier League μόνο η ταπεινή Μπέρνλι έχει κάνει περισσότερες γιόμες (1.877), ενώ ΚΠΡ, Γουέστ Μπρομ, και Λέστερ συμπληρώνουν το σχετικό TOP-5 της κατηγορίας.
Δεν είναι όμως αυτές οι ομάδες που πρέπει να ανταγωνιστεί η Μάντσεστερ. Τι συμβαίνει με τους μεγάλους; Η διαφορά είναι τεράστια και μάλλον καταθληπτική για όσους μεγάλωσαν ποδοσφαιρικά με τις ομαδάρες που έστηνε συνεχώς ο Αλεξ Φέργκιουσον. Η Αρσεναλ που προφανώς παίζει πιο στρωτά απ’ όλους, έχει μόλις 1.098 γεμίσματα πάνω από τα 32 μέτρα και ακολουθούν οι Μάντσεστερ Σίτι (1.184), Λίβερπουλ (1.377), Σουόνσι (1.382) και Τσέλσι (1.407).
Υπάρχουν βέβαια και δύο στατιστικές κατηγορίες που έρχονται σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω και μπορούν να δώσουν κάποιο κουράγιο στους φίλους των Κόκκινων Διαβόλων. Πρόκειται για τις επιτυχημένες πάσες και την κατοχή της μπάλας. Οσον αφορά το πρώτο σκέλος το ποσοστό της Γιουνάιτεντ (84,8%) είναι το δεύτερο καλύτερο στο Νησί, πίσω μόνο από εκείνο της συμπολίτισσας (85,1%). Ιδια είναι η κατάταξη της λίστας και όσον αφορά την κατοχή, με τη Γιουνάιτεντ να έχει 59,6 και να μειονεκτέι μόνο της Σίτι.
Τι εξήγηση θα μπορούσαν να προσφέρουν όλα αυτά τα δεδομένα μαζί; Νομίζω ότι το συμπέρασμα έχει να κάνει με το αυξημένο passing game στο δικό της μισό του γηπέδου. Εκεί η μπάλα κυλάει με σιγουριά στα πόδια των παικτών της. Όταν όμως πρέπει να πάει μπροστά, επιλέγεται ο ανορθόδοξος τρόπος της μακρινής μπαλιάς. Κατά συνέπεια το τόπι –όταν φτάνει- δεν φτάνει σωστά, στους Φαν Πέρσι, Φαλκάο, Ρούνεϊ, Γουίλσον, ώστε εκείνοι με τη σειρά τους να αποδειχτούν killers και να κάνουν το γκολ. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι με μόλις 229 δημιουργημένες ευκαιρίες η ομάδα του Φαν Χάαλ βρίσκεται στην 10η θέση της σχετικής λίστας (1η η Σίτι με 289 και 2η η Τσέλσι με 281).
Σίγουρα δεν είναι λογικό και ορθό ότι το καλοκαίρι αγόρασαν στον Φαν Χάαλ παίκτες αξίας 200 εκατ. ευρώ, για να κάνει πιο πολλές γιόμες από τον Μόγιες!
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω θα μπορούσε να σημαίνει ότι της λείπει ένας μυαλωμένος οργανωτής στη μεσαία γραμμή. Κάποιος που θα ηρεμήσει το παιχνίδι της και θα βάλει τη μπάλα μαεστρικά και πάλι χαμηλά στο χορτάρι. Μέχρι να συμβεί αυτό, η αγωνιστική εικόνα της θα είναι μάλλον καταθληπτική και εντελώς παράταιρη με την ιαχή “attack, attack, attack!”που μέχρι πρότινως δονούσε το «Θέατρο των Ονείρων». Για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μιλάμε…
*Πηγή: gazzetta.gr*
Ομορφο οπτικά ή όχι, το κόλπο έπιασε στις καθυστερήσεις και χάρισε στους φιλοξενούμενους το βαθμό (1-1). Το γέμισμα είχε ξεκάθαρα στόχο το κεφάλι του Φελαϊνί, αλλά πρόλαβε και έδιωξε –αδύναμα όμως- ένας αμυνόμενος. Η μπάλα στρώθηκε τότε στον Ντάλεϊ Μπλιντ που σκόραρε. Λίγα λεπτά αργότερα στις δηλώσεις του εμφανώς… ξενερωμένος ο Σαμ Αλαρνταϊς βάλθηκε να απομυθποιεί τον αντίπαλο προπονητή και το αγωνιστικό πλάνο του, αποκαλώντας την ομάδα του ως: «long-ball United»!
Η άβολη -για τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ- αλήθεια είναι λοιπόν πως ο Big-Sam είχε απόλυτο δίκιο. Του το δίνουν τόσο η εικόνα της Γιουνάιτεντ όσο και τα στατιστικά. Ως «long ball» οι Αγγλοι οριοθετούν τη σέντρα που γίνεται σε απόσταση των 32 μέτρων και πάνω (35 γιάρδες για ‘κείνους). Μιλάμε δηλαδή για αρκετά καλό γέμισμα. Τέτοια οι Κόκκινοι Διάβολοι έκαναν 34 περισσότερα από τα Σφυριά (86-52). Είναι δηλαδή ξεκάθαρο το ότι έπαιξαν με γιόμες και όχι με τη μπάλα κάτω, οργανωμένα, με πλάνο κυριαρχίας και ό,τι καλό αυτό συνεπάγεται.
Αθελα του ο Αλαρνταϊς άνοιξε μία μεγάλη κουβέντα σχετικά με τη δουλειά που κάνει ο Φαν Χάαλ. Αμέσως οι στατιστικολόγοι στην Αγγλία έβγαλαν τα κομπιουτεράκια τους και αποφάνθηκαν ότι οι Κόκκινοι του Μάντσεστερ έχουν γεμίσει συνολικά στην τρέχουσα περίοδο 1.861 φορές! Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην Premier League μόνο η ταπεινή Μπέρνλι έχει κάνει περισσότερες γιόμες (1.877), ενώ ΚΠΡ, Γουέστ Μπρομ, και Λέστερ συμπληρώνουν το σχετικό TOP-5 της κατηγορίας.
Δεν είναι όμως αυτές οι ομάδες που πρέπει να ανταγωνιστεί η Μάντσεστερ. Τι συμβαίνει με τους μεγάλους; Η διαφορά είναι τεράστια και μάλλον καταθληπτική για όσους μεγάλωσαν ποδοσφαιρικά με τις ομαδάρες που έστηνε συνεχώς ο Αλεξ Φέργκιουσον. Η Αρσεναλ που προφανώς παίζει πιο στρωτά απ’ όλους, έχει μόλις 1.098 γεμίσματα πάνω από τα 32 μέτρα και ακολουθούν οι Μάντσεστερ Σίτι (1.184), Λίβερπουλ (1.377), Σουόνσι (1.382) και Τσέλσι (1.407).
Υπάρχουν βέβαια και δύο στατιστικές κατηγορίες που έρχονται σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω και μπορούν να δώσουν κάποιο κουράγιο στους φίλους των Κόκκινων Διαβόλων. Πρόκειται για τις επιτυχημένες πάσες και την κατοχή της μπάλας. Οσον αφορά το πρώτο σκέλος το ποσοστό της Γιουνάιτεντ (84,8%) είναι το δεύτερο καλύτερο στο Νησί, πίσω μόνο από εκείνο της συμπολίτισσας (85,1%). Ιδια είναι η κατάταξη της λίστας και όσον αφορά την κατοχή, με τη Γιουνάιτεντ να έχει 59,6 και να μειονεκτέι μόνο της Σίτι.
Τι εξήγηση θα μπορούσαν να προσφέρουν όλα αυτά τα δεδομένα μαζί; Νομίζω ότι το συμπέρασμα έχει να κάνει με το αυξημένο passing game στο δικό της μισό του γηπέδου. Εκεί η μπάλα κυλάει με σιγουριά στα πόδια των παικτών της. Όταν όμως πρέπει να πάει μπροστά, επιλέγεται ο ανορθόδοξος τρόπος της μακρινής μπαλιάς. Κατά συνέπεια το τόπι –όταν φτάνει- δεν φτάνει σωστά, στους Φαν Πέρσι, Φαλκάο, Ρούνεϊ, Γουίλσον, ώστε εκείνοι με τη σειρά τους να αποδειχτούν killers και να κάνουν το γκολ. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι με μόλις 229 δημιουργημένες ευκαιρίες η ομάδα του Φαν Χάαλ βρίσκεται στην 10η θέση της σχετικής λίστας (1η η Σίτι με 289 και 2η η Τσέλσι με 281).
Σίγουρα δεν είναι λογικό και ορθό ότι το καλοκαίρι αγόρασαν στον Φαν Χάαλ παίκτες αξίας 200 εκατ. ευρώ, για να κάνει πιο πολλές γιόμες από τον Μόγιες!
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω θα μπορούσε να σημαίνει ότι της λείπει ένας μυαλωμένος οργανωτής στη μεσαία γραμμή. Κάποιος που θα ηρεμήσει το παιχνίδι της και θα βάλει τη μπάλα μαεστρικά και πάλι χαμηλά στο χορτάρι. Μέχρι να συμβεί αυτό, η αγωνιστική εικόνα της θα είναι μάλλον καταθληπτική και εντελώς παράταιρη με την ιαχή “attack, attack, attack!”που μέχρι πρότινως δονούσε το «Θέατρο των Ονείρων». Για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μιλάμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου