Για τρίτη φορά μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, ο Νάτσο Σκόκο τοποθετείται δημόσια και για την υπόθεση με τα γκαζάκια και γενικά για τα κρούσματα βίας στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Αυτή την φορά όχι στον Τύπο της Αργεντινής, αλλά στο Κυριακάτικο «Βήμα». Και μπορεί ο Σκόκο να μην κάνει σ’ αυτή την συνέντευξη καμία άμεση αναφορά στην ΑΕΚ. Όμως η αλήθεια είναι πως πίσω από την διαπίστωση πως «η βία διώχνει τους παίκτες από την Ελλάδα», ενδεχομένως κρύβεται και πάλι έμμεση ενίσχυση των τάσεων φυγής που έχει ο Αργεντινός.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Για τα γκαζάκια: «Το συναίσθημα που με κυρίευσε σε αυτά τα δύο περιστατικά δεν ήταν φόβος, αλλά αγανάκτηση. Είναι άμεση η ανάγκη να καταλάβει ο κόσμος ότι μόνο κακό προκαλεί με τέτοιες πράξεις.. Αυτό που καταφέρνει είναι να διώχνει σημαντικούς παίκτες από τη χώρα και να δυσκολεύει αφάνταστα την απόφαση ποιοτικών ποδοσφαιριστών να έλθουν στην Ελλάδα. Ας τους περιορίσει κάποιος, βλάπτουν το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Θα ήταν λάθος και εγωιστικό να σκεφτόμουν τη στιγμή της έκρηξης ότι δεν αξίζει να βρίσκομαι εδώ. Δεν πρέπει να απαξιώνουμε μια χώρα για τις πράξεις κάποιων ανθρώπων που δεν σκέφτονται λογικά. Οι Έλληνες είναι πραγματικά φιλόξενος λαός, σε κάνουν να αισθάνεσαι πολύ άνετα. Από εκεί και πέρα πρέπει να γίνει πιο σωστή δουλειά από όλους για τη βελτίωση του ποδοσφαίρου στη χώρα, δεν πρέπει να ασχολούμαστε με αυτούς τους... κάποιους. Όσο πιο πολύ ασχολούμαστε τόσο περισσότερη αξία τους δίνουμε. Χρειαζόμαστε θετική ενέργεια στον αθλητισμό, όχι αρνητική».
Για το πόσο εύκολο είναι να ξεχάσει κάποιος κάτι τέτοιο: «Δεν ήταν κι η πιο ευχάριστη κατάσταση που έχω βιώσει στη ζωή μου, αλλά η προπόνηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και της επαγγελματικής φύσης μου. Δεν διανοήθηκα να χάσω έστω και μια εξαιτίας του περιστατικού».
Για το αν έχει βιώσει κάτι παρεμφερές: «Σε προσωπικό επίπεδο δεν μου έχει συμβεί κάτι ανάλογο. Δεν έχει σημασία πάντως η χώρα. Είτε στην Αργεντινή, είτε στο Μεξικό, είτε οπουδήποτε αλλού, οι φίλαθλοι έχουν το δικαίωμα και οφείλουν να δείχνουν τη δυσαρέσκεια τους με κόσμιο τρόπο όμως. Είναι ανεπίτρεπτο να εισέρχονται στην προσωπική ζωή ενός επαγγελματία, εν προκειμένω ενός ποδοσφαιριστή.
Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω την ύπαρξη της βίας στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό γενικότερα. Πρέπει να χαιρόμαστε τις νίκες, αλλά να ξέρουμε και να χάνουμε. Η ήττα πρέπει να πεισμώνει τον αθλητή και τον φίλαθλο, όχι όμως να εξωθεί σε ενέργειες βίας. Ο θυμός σχεδόν πάντοτε οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις. Τα αρνητικά αποτελέσματα πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για να γινόμαστε καλύτεροι, όχι βίαιοι».
Για ποιο λόγο θα επιθυμούσε την παραμονή του στην Ελλάδα: «Διότι μου αρέσει το πάθος που έχουν οι Έλληνας για το ποδόσφαιρο. Αρκεί αυτό να μη διοχετεύεται σε πράξεις άσχημες, να μη μετουσιώνεται σε βία».
Για το τι του αρέσει και τι τον θυμώνει στην Ελλάδα: «Όπως προανέφερα οι Έλληνες είναι πολύ φιλόξενοι, δύσκολα το συναντάς σε ξένες χώρες αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να με κάνει να θυμώνω ιδιαίτερα, που να μην αντέχω ή να μην το καταλαβαίνω. Ίσως επειδή μου θυμίζετε πολύ τους συμπατριώτες μου, μοιάζουν σημαντικοί οι δύο λαοί σε συμπεριφορές».
Για το αν στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί του: «Αναμφισβήτητα, ναι. Η Ελλάδα είναι μια πολύ ασφαλής χώρα, τουλάχιστον αν τη συγκρίνω με τη δική μου, στην οποία δεν ισχύει κάτι τέτοιο».
Για την οικονομική κρίση, το ΔΝΤ και τις ομοιότητες με την Αργεντινή: «Η αλήθεια είναι ότι καταλαβαίνω πολύ τους Έλληνες επειδή ανάλογες καταστάσεις είχαμε βιώσει και στην Αργεντινή. Αισθάνομαι ότι ο Έλληνας πολίτης είναι πολύ πιεσμένος και έχει δίκιο να νιώθει έτσι διότι τα βγάζει πέρα με δυσκολία. Δεν έχει μάθει να ζει με τέτοια πίεση. Εύχομαι η κυβέρνηση σας να λάβει τα σωστά μέτρα ώστε να βγει σύντομα η Ελλάδα από την κρίση. Διότι κακά τα ψέματα, η κρίση είναι ακριβώς το αντίθετο άκρο από τον τρόπο ζωής του Έλληνα».
Για το αν οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών συνιστούν πρόκληση λόγω κρίσης: «Όπως σε όλους σχεδόν τους τομείς του εργασιακού χώρου, έτσι και στο ποδόσφαιρο επικρατεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Σίγουρα είμαστε πολύ τυχεροί που ασχολούμαστε με αυτό το αντικείμενο. Ο κάθε άνθρωπος που εργάζεται είτε απασχολούμενος σε αυτό που του αρέσει και γνωρίζει καλύτερα, είτε σε οποιονδήποτε άλλον τομέα, αμείβεται βάσει της προσφοράς και της ζήτησης. Ασφαλώς υπάρχουν επαγγέλματα που πληρώνουν περισσότερο και άλλα που πληρώνουν λιγότερο».
Αυτή την φορά όχι στον Τύπο της Αργεντινής, αλλά στο Κυριακάτικο «Βήμα». Και μπορεί ο Σκόκο να μην κάνει σ’ αυτή την συνέντευξη καμία άμεση αναφορά στην ΑΕΚ. Όμως η αλήθεια είναι πως πίσω από την διαπίστωση πως «η βία διώχνει τους παίκτες από την Ελλάδα», ενδεχομένως κρύβεται και πάλι έμμεση ενίσχυση των τάσεων φυγής που έχει ο Αργεντινός.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Για τα γκαζάκια: «Το συναίσθημα που με κυρίευσε σε αυτά τα δύο περιστατικά δεν ήταν φόβος, αλλά αγανάκτηση. Είναι άμεση η ανάγκη να καταλάβει ο κόσμος ότι μόνο κακό προκαλεί με τέτοιες πράξεις.. Αυτό που καταφέρνει είναι να διώχνει σημαντικούς παίκτες από τη χώρα και να δυσκολεύει αφάνταστα την απόφαση ποιοτικών ποδοσφαιριστών να έλθουν στην Ελλάδα. Ας τους περιορίσει κάποιος, βλάπτουν το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Θα ήταν λάθος και εγωιστικό να σκεφτόμουν τη στιγμή της έκρηξης ότι δεν αξίζει να βρίσκομαι εδώ. Δεν πρέπει να απαξιώνουμε μια χώρα για τις πράξεις κάποιων ανθρώπων που δεν σκέφτονται λογικά. Οι Έλληνες είναι πραγματικά φιλόξενος λαός, σε κάνουν να αισθάνεσαι πολύ άνετα. Από εκεί και πέρα πρέπει να γίνει πιο σωστή δουλειά από όλους για τη βελτίωση του ποδοσφαίρου στη χώρα, δεν πρέπει να ασχολούμαστε με αυτούς τους... κάποιους. Όσο πιο πολύ ασχολούμαστε τόσο περισσότερη αξία τους δίνουμε. Χρειαζόμαστε θετική ενέργεια στον αθλητισμό, όχι αρνητική».
Για το πόσο εύκολο είναι να ξεχάσει κάποιος κάτι τέτοιο: «Δεν ήταν κι η πιο ευχάριστη κατάσταση που έχω βιώσει στη ζωή μου, αλλά η προπόνηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας και της επαγγελματικής φύσης μου. Δεν διανοήθηκα να χάσω έστω και μια εξαιτίας του περιστατικού».
Για το αν έχει βιώσει κάτι παρεμφερές: «Σε προσωπικό επίπεδο δεν μου έχει συμβεί κάτι ανάλογο. Δεν έχει σημασία πάντως η χώρα. Είτε στην Αργεντινή, είτε στο Μεξικό, είτε οπουδήποτε αλλού, οι φίλαθλοι έχουν το δικαίωμα και οφείλουν να δείχνουν τη δυσαρέσκεια τους με κόσμιο τρόπο όμως. Είναι ανεπίτρεπτο να εισέρχονται στην προσωπική ζωή ενός επαγγελματία, εν προκειμένω ενός ποδοσφαιριστή.
Ειλικρινά αδυνατώ να κατανοήσω την ύπαρξη της βίας στο ποδόσφαιρο και στον αθλητισμό γενικότερα. Πρέπει να χαιρόμαστε τις νίκες, αλλά να ξέρουμε και να χάνουμε. Η ήττα πρέπει να πεισμώνει τον αθλητή και τον φίλαθλο, όχι όμως να εξωθεί σε ενέργειες βίας. Ο θυμός σχεδόν πάντοτε οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις. Τα αρνητικά αποτελέσματα πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για να γινόμαστε καλύτεροι, όχι βίαιοι».
Για ποιο λόγο θα επιθυμούσε την παραμονή του στην Ελλάδα: «Διότι μου αρέσει το πάθος που έχουν οι Έλληνας για το ποδόσφαιρο. Αρκεί αυτό να μη διοχετεύεται σε πράξεις άσχημες, να μη μετουσιώνεται σε βία».
Για το τι του αρέσει και τι τον θυμώνει στην Ελλάδα: «Όπως προανέφερα οι Έλληνες είναι πολύ φιλόξενοι, δύσκολα το συναντάς σε ξένες χώρες αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να με κάνει να θυμώνω ιδιαίτερα, που να μην αντέχω ή να μην το καταλαβαίνω. Ίσως επειδή μου θυμίζετε πολύ τους συμπατριώτες μου, μοιάζουν σημαντικοί οι δύο λαοί σε συμπεριφορές».
Για το αν στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί του: «Αναμφισβήτητα, ναι. Η Ελλάδα είναι μια πολύ ασφαλής χώρα, τουλάχιστον αν τη συγκρίνω με τη δική μου, στην οποία δεν ισχύει κάτι τέτοιο».
Για την οικονομική κρίση, το ΔΝΤ και τις ομοιότητες με την Αργεντινή: «Η αλήθεια είναι ότι καταλαβαίνω πολύ τους Έλληνες επειδή ανάλογες καταστάσεις είχαμε βιώσει και στην Αργεντινή. Αισθάνομαι ότι ο Έλληνας πολίτης είναι πολύ πιεσμένος και έχει δίκιο να νιώθει έτσι διότι τα βγάζει πέρα με δυσκολία. Δεν έχει μάθει να ζει με τέτοια πίεση. Εύχομαι η κυβέρνηση σας να λάβει τα σωστά μέτρα ώστε να βγει σύντομα η Ελλάδα από την κρίση. Διότι κακά τα ψέματα, η κρίση είναι ακριβώς το αντίθετο άκρο από τον τρόπο ζωής του Έλληνα».
Για το αν οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών συνιστούν πρόκληση λόγω κρίσης: «Όπως σε όλους σχεδόν τους τομείς του εργασιακού χώρου, έτσι και στο ποδόσφαιρο επικρατεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Σίγουρα είμαστε πολύ τυχεροί που ασχολούμαστε με αυτό το αντικείμενο. Ο κάθε άνθρωπος που εργάζεται είτε απασχολούμενος σε αυτό που του αρέσει και γνωρίζει καλύτερα, είτε σε οποιονδήποτε άλλον τομέα, αμείβεται βάσει της προσφοράς και της ζήτησης. Ασφαλώς υπάρχουν επαγγέλματα που πληρώνουν περισσότερο και άλλα που πληρώνουν λιγότερο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου