Με αφορμή τη συμπλήρωση 67 χρόνων από την απελευθέρωση της Ελλάδας
(12.10.1944), το gazzetta.gr δημοσιεύει και το β' μέρος της έρευνας που
πραγματοποίησε σχετικά με το ελληνικό ποδόσφαιρο και πώς οργανώθηκε τα
πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αξιοποιώντας το ιστορικό αρχείο της
εφημερίδας Αθλητική Ηχώ.
Στο δεύτερο κομμάτι εξετάζεται η κοινωνική διάσταση του ποδοσφαίρου, η
εμπλοκή της Πολιτείας στο ποδόσφαιρο και γίνεται γενική επισκόπηση της
σύγκρισης με τα υπόλοιπα αθλήματα.
Β’ ΜΕΡΟΣ
Τον Οκτώβρη του 1945 θεσμοθετήθηκε η διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων προς τιμήν της εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» προς τους Ιταλούς. Οι Βρετανοί που βρίσκονταν στην Ελλάδα συγκροτούσαν ομάδες και αγωνίζονταν με τοπικούς συλλόγους, ενώ κάποιες φορές ορισμένοι επιχειρηματίες αθλοθετούσαν ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις προσφέροντας κίνητρα στα σωματεία για να συμμετέχουν.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου παρατηρείται κλίμα καχυποψίας και επιφυλακτικότητας, το οποίο οδηγεί σε μικρή μείωση του ενδιαφέροντος για το ποδόσφαιρο, κάτι που αποδεικνύεται από τη μειωμένη προσέλευση των φιλάθλων. Εντούτοις η διεξαγωγή των ελληνικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων συνεχίστηκε απρόσκοπτα με μία μόνο μικρή αλλαγή στο σύστημα διεξαγωγής των αγώνων. Άλλωστε ο Εμφύλιος διεξήχθη στην ύπαιθρο και όχι στα αστικά κέντρα.
Ο επαρχιακός Τύπος καταγράφει αδράνεια στις αρχές του 1947 και αναφέρει ότι «ουδεμία αθλητική κίνηση παρατηρείται από αθλητικό ή ποδοσφαιρικό σωματείο». Παράλληλα, αργότερα επισημαίνει την κατάπτωση του αθλήματος και εκφράζει διαφορετική άποψη για τα αίτια του φαινομένου, λέγοντας ότι «το ανώμαλον των περιστάσεων δεν αποτελεί δικαιολογία αδράνειας δι’ ένα σκοπόν, όστις συντελεί στη σωματική άσκηση της νεότητας και την ηθική διαπαιδαγώγηση» και συμβουλεύει τους αρμόδιους παράγοντες να επαναδραστηριοποιηθούν.
Σχηματίζεται η λανθασμένη εντύπωση πως το ποδόσφαιρο είναι άθλημα καθολικής αποδοχής. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης τηρούσαν στάση αποστροφής και περιφρόνησης προς το ποδόσφαιρο. Εξέφραζαν την πεποίθηση ότι είναι βάρβαρο σπορ, προάγει τη βία και τον αθέμιτο ανταγωνισμό και καλλιεργεί τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Τοποθετούσαν τη στάθμη της ποιότητας του ποδοσφαίρου πολύ χαμηλά. Το πλέον δυσάρεστο κατά την περίοδο εκείνη ήταν το γεγονός ότι ακόμα και μέσα στους κόλπους του ΣΕΓΑΣ και άλλων αθλητικών ομοσπονδιών βρίσκονταν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι εχθρεύονταν με έκδηλο τρόπο το ποδόσφαιρο και επιχείρησαν αρκετές φορές να περιορίσουν την εξάπλωσή του στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες διατύπωναν την αντίληψη ότι αποκλειστικά ο στίβος και γενικότερα ο κλασικός αθλητισμός είναι ιδεώδης για την άθληση της νεολαίας και διευρύνει τους ορίζοντές της.
Αξιοσημείωτο γεγονός, το οποίο επισημαίνεται από τον αθλητικό Τύπο, είναι η απουσία τους από το γήπεδο και η σαφής προτίμησή τους στην παρακολούθηση αθλημάτων που συμπεριλαμβάνονται στον επονομαζόμενο κλασικό αθλητισμό. Παρ’ όλα αυτά, το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως το ποδόσφαιρο ως ομαδικό άθλημα προσελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας και δεν είναι λίγοι αυτοί που συμμετείχαν στη διεξαγωγή του. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελούσαν οι εργάτες του πυριτιδοποιείου στο Αιγάλεω, οι οποίοι και ίδρυσαν την ομώνυμη ομάδα το 1947.
Το ποδόσφαιρο είναι –εκτός από αθλητικό– και κοινωνικό θέαμα που μαγνητίζει και συγκινεί, αλλά και διαπλέκονται σε αυτό τοπικοί παράγοντες και διάφορες επαγγελματικές τάξεις όπως οι έμποροι καταστημάτων, οι εργάτες και οι αγρότες.
Ποδόσφαιρο και πολιτική
Η αναθέρμανση των ποδοσφαιρικών υποθέσεων στην Ελλάδα συνέπεσε με την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα φορτισμένου πολιτικού κλίματος. Ωστόσο, υφίστανται ελάχιστα στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν με σαφήνεια τη σχέση του ποδοσφαίρου με την πολιτική.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι η μηδαμινή συνδρομή του κράτους στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου. Παρά τις αδιάλειπτες εκκλήσεις για ενίσχυση και τη δημοσίευση αμέτρητων άρθρων προς αυτή την κατεύθυνση, δεν σημειώθηκε ουδεμία αλλαγή. Ο τότε υπουργός Παιδείας, Γ. Νόβας-Αθανασιάδης προέβη σε διάγγελμα, το οποίο προέβλεπε την κρατική χρηματοδότηση του ποδοσφαίρου και λίγο αργότερα δημοσιεύθηκε το αναλυτικό σχεδιάγραμμα της ενίσχυσης. Ωστόσο τίποτε από όσα ειπώθηκαν δεν υλοποιήθηκε.
Αντίθετα, η Πολιτεία εκμεταλλεύθηκε την ανταπόκριση του ποδοσφαίρου στα πολυάριθμα λαϊκά στρώματα μέσω της επιβολής κρατικού φόρου και της συνεχούς αύξησής του. Προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις και ο αθλητικός Τύπος –βασικός εκφραστής τους– χαρακτήριζε τον ελληνικό αθλητισμό «χήρα».
Κατά διαστήματα σημειώνονταν μεμονωμένες προσπάθειες από σημαντικούς παράγοντες όπως ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος, ο οποίος πολιτευόταν στον Πειραιά, ο Απόστολος Νικολαΐδης και ο Γεώργιος Καλαφάτης. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση του προέδρου του Απόλλωνα Αθηνών, Μάρσελλου, δημιούργησε προσδοκίες, οι οποίες διαψεύστηκαν οικτρά. Οι Έλληνες πολιτικοί σπάνια εμφανίζονταν στα ποδοσφαιρικά γήπεδα σε αντίθεση με τους Βρετανούς που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, οι οποίοι παρακολουθούσαν ανελλιπώς ελληνικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου οι παράγοντες του αθλητισμού προσπάθησαν να κρατήσουν το άθλημα μακριά από την πολιτική. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των ιθυνόντων του Παναθηναϊκού, οι οποίοι απαγόρευσαν πολιτική συγκέντρωση στο γήπεδό τους το 1946. Η γενική εντύπωση είναι πως η πολιτική ουδέποτε αναμίχθηκε ενεργά στις ποδοσφαιρικές και γενικότερα στις αθλητικές υποθέσεις και ήταν εμφανής η τάση αποσύνδεσης μεταξύ τους. Ακόμα και κατά τον Εμφύλιο, το ελληνικό ποδόσφαιρο ελάχιστα επηρεάστηκε και συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία του.
Σύγκριση με τα υπόλοιπα αθλήματα
Εκτός από το ποδόσφαιρο, εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα καλλιεργούνταν και άλλα αθλήματα όπως η καλαθοσφαίριση, η πυγμαχία και φυσικά ο στίβος. Οι αθλητικές εφημερίδες αφιερώνουν αρκετές στήλες για να ενημερώσουν τους αναγνώστες τους για τις εξελίξεις και στα υπόλοιπα αθλήματα, ενώ δημοσιεύουν και αποφάσεις ίδρυσης διαφόρων ομοσπονδιών.
Παρά το γεγονός ότι ο κλασικός αθλητισμός θεωρούνταν περισσότερο «αγνός» και προωθούσε ιδανικά όπως η ευγενής άμιλλα, ποτέ δεν γνώρισε την απήχηση και τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου. Η προσέλευση των φιλάθλων ήταν αμελητέα σε σύγκριση με το ποδόσφαιρο. Ίσως η συλλογικότητα και το ομαδικό πνεύμα που διακρίνουν τη φύση του αθλήματος, ακουμπούσαν ασυναίσθητα στο αίσθημα της αλληλεγγύης που είχαν ανάγκη να βιώσουν οι Έλληνες ύστερα από τον καταστροφικό Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντέλει, το ποδόσφαιρο αναδείχθηκε σε αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή του ελληνικού αθλητισμού. Η τεράστια και πρωτόγνωρη κοινωνική απήχηση του ποδοσφαίρου απέδειξε τη βαθύτατη ανάγκη των τοπικών κοινωνιών της ελληνικής επικράτειας να αθληθούν και να ψυχαγωγηθούν μέσα σε μια περίοδο γενικής μιζέριας και μαρασμού του ελληνικού δημοσίου και ιδιωτικού βίου. Μέσα από τις ζυμώσεις των πρώιμων μεταπολεμικών χρόνων, διαμορφώθηκαν και τα βασικά χαρακτηριστικά του φίλαθλου κοινού, καθώς και η κοινωνική δυναμική που ανέπτυξαν σταδιακά οι ελληνικοί σύλλογοι.
Β’ ΜΕΡΟΣ
Τον Οκτώβρη του 1945 θεσμοθετήθηκε η διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων προς τιμήν της εθνικής επετείου του «ΟΧΙ» προς τους Ιταλούς. Οι Βρετανοί που βρίσκονταν στην Ελλάδα συγκροτούσαν ομάδες και αγωνίζονταν με τοπικούς συλλόγους, ενώ κάποιες φορές ορισμένοι επιχειρηματίες αθλοθετούσαν ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις προσφέροντας κίνητρα στα σωματεία για να συμμετέχουν.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου παρατηρείται κλίμα καχυποψίας και επιφυλακτικότητας, το οποίο οδηγεί σε μικρή μείωση του ενδιαφέροντος για το ποδόσφαιρο, κάτι που αποδεικνύεται από τη μειωμένη προσέλευση των φιλάθλων. Εντούτοις η διεξαγωγή των ελληνικών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων συνεχίστηκε απρόσκοπτα με μία μόνο μικρή αλλαγή στο σύστημα διεξαγωγής των αγώνων. Άλλωστε ο Εμφύλιος διεξήχθη στην ύπαιθρο και όχι στα αστικά κέντρα.
Ο επαρχιακός Τύπος καταγράφει αδράνεια στις αρχές του 1947 και αναφέρει ότι «ουδεμία αθλητική κίνηση παρατηρείται από αθλητικό ή ποδοσφαιρικό σωματείο». Παράλληλα, αργότερα επισημαίνει την κατάπτωση του αθλήματος και εκφράζει διαφορετική άποψη για τα αίτια του φαινομένου, λέγοντας ότι «το ανώμαλον των περιστάσεων δεν αποτελεί δικαιολογία αδράνειας δι’ ένα σκοπόν, όστις συντελεί στη σωματική άσκηση της νεότητας και την ηθική διαπαιδαγώγηση» και συμβουλεύει τους αρμόδιους παράγοντες να επαναδραστηριοποιηθούν.
Σχηματίζεται η λανθασμένη εντύπωση πως το ποδόσφαιρο είναι άθλημα καθολικής αποδοχής. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης τηρούσαν στάση αποστροφής και περιφρόνησης προς το ποδόσφαιρο. Εξέφραζαν την πεποίθηση ότι είναι βάρβαρο σπορ, προάγει τη βία και τον αθέμιτο ανταγωνισμό και καλλιεργεί τον ατομικισμό έναντι της συλλογικότητας. Τοποθετούσαν τη στάθμη της ποιότητας του ποδοσφαίρου πολύ χαμηλά. Το πλέον δυσάρεστο κατά την περίοδο εκείνη ήταν το γεγονός ότι ακόμα και μέσα στους κόλπους του ΣΕΓΑΣ και άλλων αθλητικών ομοσπονδιών βρίσκονταν αρκετοί άνθρωποι οι οποίοι εχθρεύονταν με έκδηλο τρόπο το ποδόσφαιρο και επιχείρησαν αρκετές φορές να περιορίσουν την εξάπλωσή του στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένοι παράγοντες διατύπωναν την αντίληψη ότι αποκλειστικά ο στίβος και γενικότερα ο κλασικός αθλητισμός είναι ιδεώδης για την άθληση της νεολαίας και διευρύνει τους ορίζοντές της.
Αξιοσημείωτο γεγονός, το οποίο επισημαίνεται από τον αθλητικό Τύπο, είναι η απουσία τους από το γήπεδο και η σαφής προτίμησή τους στην παρακολούθηση αθλημάτων που συμπεριλαμβάνονται στον επονομαζόμενο κλασικό αθλητισμό. Παρ’ όλα αυτά, το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως το ποδόσφαιρο ως ομαδικό άθλημα προσελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας και δεν είναι λίγοι αυτοί που συμμετείχαν στη διεξαγωγή του. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελούσαν οι εργάτες του πυριτιδοποιείου στο Αιγάλεω, οι οποίοι και ίδρυσαν την ομώνυμη ομάδα το 1947.
Το ποδόσφαιρο είναι –εκτός από αθλητικό– και κοινωνικό θέαμα που μαγνητίζει και συγκινεί, αλλά και διαπλέκονται σε αυτό τοπικοί παράγοντες και διάφορες επαγγελματικές τάξεις όπως οι έμποροι καταστημάτων, οι εργάτες και οι αγρότες.
Ποδόσφαιρο και πολιτική
Η αναθέρμανση των ποδοσφαιρικών υποθέσεων στην Ελλάδα συνέπεσε με την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα φορτισμένου πολιτικού κλίματος. Ωστόσο, υφίστανται ελάχιστα στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν με σαφήνεια τη σχέση του ποδοσφαίρου με την πολιτική.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι η μηδαμινή συνδρομή του κράτους στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου. Παρά τις αδιάλειπτες εκκλήσεις για ενίσχυση και τη δημοσίευση αμέτρητων άρθρων προς αυτή την κατεύθυνση, δεν σημειώθηκε ουδεμία αλλαγή. Ο τότε υπουργός Παιδείας, Γ. Νόβας-Αθανασιάδης προέβη σε διάγγελμα, το οποίο προέβλεπε την κρατική χρηματοδότηση του ποδοσφαίρου και λίγο αργότερα δημοσιεύθηκε το αναλυτικό σχεδιάγραμμα της ενίσχυσης. Ωστόσο τίποτε από όσα ειπώθηκαν δεν υλοποιήθηκε.
Αντίθετα, η Πολιτεία εκμεταλλεύθηκε την ανταπόκριση του ποδοσφαίρου στα πολυάριθμα λαϊκά στρώματα μέσω της επιβολής κρατικού φόρου και της συνεχούς αύξησής του. Προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις και ο αθλητικός Τύπος –βασικός εκφραστής τους– χαρακτήριζε τον ελληνικό αθλητισμό «χήρα».
Κατά διαστήματα σημειώνονταν μεμονωμένες προσπάθειες από σημαντικούς παράγοντες όπως ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος, ο οποίος πολιτευόταν στον Πειραιά, ο Απόστολος Νικολαΐδης και ο Γεώργιος Καλαφάτης. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση του προέδρου του Απόλλωνα Αθηνών, Μάρσελλου, δημιούργησε προσδοκίες, οι οποίες διαψεύστηκαν οικτρά. Οι Έλληνες πολιτικοί σπάνια εμφανίζονταν στα ποδοσφαιρικά γήπεδα σε αντίθεση με τους Βρετανούς που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, οι οποίοι παρακολουθούσαν ανελλιπώς ελληνικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου οι παράγοντες του αθλητισμού προσπάθησαν να κρατήσουν το άθλημα μακριά από την πολιτική. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των ιθυνόντων του Παναθηναϊκού, οι οποίοι απαγόρευσαν πολιτική συγκέντρωση στο γήπεδό τους το 1946. Η γενική εντύπωση είναι πως η πολιτική ουδέποτε αναμίχθηκε ενεργά στις ποδοσφαιρικές και γενικότερα στις αθλητικές υποθέσεις και ήταν εμφανής η τάση αποσύνδεσης μεταξύ τους. Ακόμα και κατά τον Εμφύλιο, το ελληνικό ποδόσφαιρο ελάχιστα επηρεάστηκε και συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία του.
Σύγκριση με τα υπόλοιπα αθλήματα
Εκτός από το ποδόσφαιρο, εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα καλλιεργούνταν και άλλα αθλήματα όπως η καλαθοσφαίριση, η πυγμαχία και φυσικά ο στίβος. Οι αθλητικές εφημερίδες αφιερώνουν αρκετές στήλες για να ενημερώσουν τους αναγνώστες τους για τις εξελίξεις και στα υπόλοιπα αθλήματα, ενώ δημοσιεύουν και αποφάσεις ίδρυσης διαφόρων ομοσπονδιών.
Παρά το γεγονός ότι ο κλασικός αθλητισμός θεωρούνταν περισσότερο «αγνός» και προωθούσε ιδανικά όπως η ευγενής άμιλλα, ποτέ δεν γνώρισε την απήχηση και τη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου. Η προσέλευση των φιλάθλων ήταν αμελητέα σε σύγκριση με το ποδόσφαιρο. Ίσως η συλλογικότητα και το ομαδικό πνεύμα που διακρίνουν τη φύση του αθλήματος, ακουμπούσαν ασυναίσθητα στο αίσθημα της αλληλεγγύης που είχαν ανάγκη να βιώσουν οι Έλληνες ύστερα από τον καταστροφικό Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντέλει, το ποδόσφαιρο αναδείχθηκε σε αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή του ελληνικού αθλητισμού. Η τεράστια και πρωτόγνωρη κοινωνική απήχηση του ποδοσφαίρου απέδειξε τη βαθύτατη ανάγκη των τοπικών κοινωνιών της ελληνικής επικράτειας να αθληθούν και να ψυχαγωγηθούν μέσα σε μια περίοδο γενικής μιζέριας και μαρασμού του ελληνικού δημοσίου και ιδιωτικού βίου. Μέσα από τις ζυμώσεις των πρώιμων μεταπολεμικών χρόνων, διαμορφώθηκαν και τα βασικά χαρακτηριστικά του φίλαθλου κοινού, καθώς και η κοινωνική δυναμική που ανέπτυξαν σταδιακά οι ελληνικοί σύλλογοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου