Έβρεχε για μέρες. Κόντευαν να σαπίσουνε κι οι πέτρες. Λάσπη παντού. Για
να πάμε μέχρι τον καφενέ του Μπάφα, δέναμε πλαστικές σακούλες γύρω από
τα παπούτσια και περπατάγαμε σαν τηΔωροθέα της Ζαβή, αλλά χωρίς το «πι».
Σγουφτοί και ένα ένα βήμα, γιατί το πιο εύκολο ήταν να μείνει η σακούλα
μαζί με το παπούτσι σε κανέναν νερόλακκο και να βρεθούμε ξαπλωμένοι με
τα μούτρα στα λασπόνερα. Δική μου σειρά να ...τουμπάρω, ήταν μια μέρα
πριν. Μόλις με είδε η μάνα μου να μπαίνω σπίτι λασπωμένος, έφτασε μια
ανάσα από το μοιραίο. Έκανε «ούιιιιι» σαν ασθενοφόρο, γούρλωσε τα μάτια,
άνοιξε το στόμα μέχρι που φανήκαν οι αμυγδαλές, πέτρωσε στη θέση της με
τα χέρια να πιάνουν τ΄ αυτιά κι έκανε πάνω από 10 δευτερόλεπτα να την
πάρει εκείνη την ανάσα. Τα χρειάστηκα. Κι εκείνη τα χρειάστηκε. Μόλις
κατάφερε να πάρει και δεύτερη ανάσα, είπε το αγαπημένο της ρεφρέν «θα με
πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα» κι εγώ κατάλαβα πως είναι καλά και
ηρέμησα...
Τη μέρα της ιστορίας μας, δεν είχα γλιστρήσει. Έφτασα μέχρι του Μπάφα πεντακάθαρος. Κι ο Φώτης επίσης τη σκαπούλαρε. Καθαρός κι αυτός. Ο Δεμπασκαλάς επίσης. Σαν διαφήμιση απορρυπαντικού ήμασταν οι τρεις μας μέσα στον καφενέ, ενώ αρκετοί από τους χωριανούς στάζανε λάσπη από τα μπατζάκια μέχρι κι από τα σακάκια. Ο Δεμπασκαλάς είχε συμφωνήσει με τον Μπάφα να σχολάσει πιο νωρίς, γιατί περιμέναμε να έρθει με άδεια από το στρατό ο Πέτρος ο Αρμένης και θέλαμε να τον δούμε. Ο Μπάφας, που συμπαθούσε να μαντράχαλο τον Πέτρο, προσφέρθηκε να του δώσει ρεπό, αλλά ο Δεμπασκαλάς πήγε για λίγες ώρες στον καφενέ, για να μη χάσει το μεροκάματο. Ενώ σκεφτόμασταν τι να κάνουμε για να ευχαριστήσουμε τον φίλο μας που υπηρετούσε τότε στον Έβρο, ακούσαμε ένα κλάξον να σηκώνει το χωριό στο ποδάρι. Μπορεί εμείς να σκεφτόμασταν για τον Πέτρο, αλλά φαίνεται πως κι ο Αρμένης είχε σκεφτεί για εμάς. Είχε δανειστεί από τον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής, το αγροτικό και ερχόταν κορνάροντας και ξεσηκώνοντας όλο το μαχαλά. Πάρκαρε έξω από τον καφενέ και βγήκε από το αγροτικό πατώντας μέσα στις λάσπες. Έλειπε καιρό και δεν είχε μάθει τις νέες τάσεις της μόδας, με τις σακούλες μέχρι το γόνατο.
Αφού αγκαλιαστήκαμε και ανταλλάξαμε τις βασικές πληροφορίες του τύπου «170 και σήμερα», είπε πως πήρε το φορτηγάκι του νονού του για να πάμε ...τσάρκα στα Γιάννενα. Η λέξη «τσάρκα» συνοδεύτηκε από κλείσιμο του ματιού και όλοι καταλάβαμε πως ο Πέτρος, μέχρι να φτάσει να μετράει 170 και μία από την απόλυσή του, κουβάλαγε πάνω του μια ...σφεντόνα. Κι από την πολλή σφεντόνα, είχε αρχίσει να ρετάρει, όπως αποδείχθηκε μερικά λεπτά αργότερα, όταν μας φόρτωσε όλους στο αγροτικό και πριν φύγουμε για Γιάννενα, ήθελε να επιδοθεί σε μερικά «μπαντιλίκια». Να παίρνει, δηλαδή, φόρα με το αγροτικό και να τραβάει χειρόφρενα μέσα στη λάσπη.
Το πώς χωρέσαμε και οι τέσσερις στην καμπίνα του Τουότα, δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά. Έχω την αίσθηση, μάλιστα, πως από τους τέσσερις που μπήκαμε τότε στο αμάξι, τώρα δεν θα χωράγαμε καλά καλά ούτε οι δύο. Ωστόσο, εκείνο το απόγευμα, όχι μόνο χωρέσαμε, αλλά ο Πέτρος έβρισκε τρόπο να κάνει και μανούβρες. Τα πρώτα μπαντιλίκια, πάντως, δεν τον ικανοποίησαν, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μας μετατρέψει σε κασκαντέρ τζεϊμσμποντικής περιπέτειας. Πήρε φόρα μετά το γιοφύρι της Ζάγανης, ανέπτυξε ταχύτητα τρέχοντας στον καρόδρομο παράλληλα με το ρέμα του Μπάμπαλη και μόλις βρήκε απλωσιά σε μια αλάνα μπροστά στο σπίτι του Σφήνα, τράβηξε το χειρόφρενο. Το αγροτικό έκανε ένα εντυπωσιακό τετακέ πάνω στα λασπόνερα και εκσφενδόνισε (εκ της ...σφεντόνας που λέγαμε) κομμάτια λάσπης προς τους κάτασπρους τοίχους του σπιτιού του Σφήνα και τα πορτοπαράθυρα. Ωστόσο, κανείς μας δεν έδωσε σημασία στη ζημιά. Ο Φώτης ούρλιαζε εκστασιασμένος από τη μαγκιά του Πέτρου και τα μπαντιλίκια, ο Δεμπασκαλάς είχε τρομάξει και του φώναζε «δεν πας καλά» σε όλους τους τόνους, ενώ εγώ πρότεινα εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης. «Δεν πάμε, ρε Πέτρο, σπίτι να αλλάξεις παπούτσια και να βγούμε καμιά βόλτα;», του είπα, αλλά εκείνος είχε άλλα σχέδια. «Άλλη μία τέτοια, Μιλτάκο, και φύγαμε για Γιάννενα. Τις μπότες μου δεν τις αλλάζω απόψε...».
Η «άλλη μία τέτοια», ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, καθώς στο σενάριο προστέθηκαν κι άλλα πρόσωπα. O έξαλλος Σφήνας κι η γυναίκα του η Δέσπω. Μόλις ο Πέτρος ετοιμαζόταν να τραβήξει το χειρόφρενο, είδα τον Σφήνα έξω από το σπίτι, με μια γαλότσα φορεμένη κι άλλη μία στο χέρι. Κι είδα και τη Δέσπω να ανοίγει το παράθυρο και να φωνάζει. Είπα στον Πέτρο «μην τραβάς», αλλά δεν τον πρόλαβα. Στο ...τράβηγμα, χειρόφρενου και σφεντόνας, είχε γίνει άσος. Το αγροτικό έκανε πάλι τετακέ, οι λάσπες έφυγαν και πάλι από τις ρόδες του προς το σπίτι, το άσπρο, αθλητικό φανελάκι του Σφήνα έγινε καφέ κι η μαύρη η Δέσπω δέχθηκε μια ομοβροντία νερού και λάσπης μέσα στα μούτρα, αφού για κακή της τύχη δεν πρόλαβε να κλείσει το παράθυρο.
Για λίγο, το κεφάλι του Σφήνα θύμιζε περισκόπιο υποβρυχίου. Μια κοίταζε το αγροτικό κι έβριζε, μια το σπίτι και τράβαγε τα μαλλιά του και μια τη γυναίκα του τη ...μακιγιαρισμένη. Στο μεταξύ, ο Πέτρος, ο οποίος μέσα στο σώμα του μαντράχαλου, εκτός από το σφεντονισμένο του μυαλό κουβάλαγε και μια καρδιά μάλαμα, βγήκε έξω από το αγροτικό να ζητήσει συγνώμη. Μόλις την είπε, όμως, ο Σφήνας, που ήταν ίσαμε 30 πόντους κοντύτερος, αποτρελάθηκε και του χίμηξε να τον χτυπήσει. «Τι συγνώμη, ρε κερατά; Τώρα θα σου δείξω». Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν μπορούσε να του δείξει και πολλά πράγματα γιατί δεν τον έφτανε. Έδειξε, όμως, του Φώτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος από τους υπόλοιπους που βγήκε από το αυτοκίνητο και έκρινε σκόπιμο να υπερασπιστεί τον Πέτρο, μπαίνοντας στη μέση. Ο Σφήνας του κατάφερε μια γροθιά ανάμεσα στα μάτια και πρώτη φορά στη ζωή μου είδα μάτι να βγάζει ...βυζί. Σε δευτερόλεπτα πρήστηκε. Ήταν ακριβώς αυτό που εννοεί η έκφραση «του κατέβασε το μάτι». Μόλις ο Σφήνας είδε το μάτι του Φώτη σε αυτή την κατάσταση, πάγωσε κι άρχισε αυτός τις συγνώμες, ενώ ο Πέτρος είχε φύγει ήδη από κοντά μας και κατευθυνόταν προς το σπίτι, να απολογηθεί στη Δέσπω, που παρέμενε στο παράθυρο, με ανοιχτό το στόμα. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο λασπωμένος Πέτρος μπήκε στο σπίτι πλατσουρίζοντας. Και μόλις πάτησε στο χαλί του σαλονιού, αντί να δει συχώρεση, είδε τη Δέσπω να λιποθυμά αφού πρώτα ούρλιαξε «το χαλί μου, το χαλί μου» ξερνώντας από το στόμα της χώματα...
Η βραδιά, πάντως, ολοκληρώθηκε στα Γιάννενα, όπως είχε κανονίσει ο Πέτρος. Μόνο που δεν πήγαμε για τσάρκα, αλλά για να γιατροπορέψουμε τη Δέσπω και τον Φώτη στο νοσοκομείο. Το μόνο θετικό είναι ότι δεν βρήκαμε εκεί και τη μάνα μου, που μόλις την πήρα τηλέφωνο να της πω να μην ανησυχεί, έκανε «ούιιιι» (αυτό το άκουσα), πιθανότατα γούρλωσε τα μάτια, άνοιξε το στόμα μέχρι που φανήκαν οι αμυγδαλές, πέτρωσε στη θέση της με τα χέρια να πιάνουν τ΄ αυτιά (αυτά δεν τα άκουσα ούτε τα είδα, αλλά τα είχα δει μια μέρα πριν και τα θυμόμουν) κι έκανε πάνω από 10 δευτερόλεπτα να την πάρει εκείνη την ανάσα (αυτό το κατάλαβα). Το έκλεισα όταν είπε «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Καλά ήταν...
Ο Φώτης δεν ήταν και τόσο καλά, με ένα μάτι μαύρο και ένα μάτι με βυζί. Η Δέσπω ήταν χειρότερα. Της έκαναν και ράμματα στο χέρι, γιατί πέφτοντας έσπασε ένα βάζο και κόπηκε, ωστόσο το πιο άσχημο ήταν ότι για ώρες έλεγε μόνο δύο λέξεις: «Λάσπη, χαλί, λάσπη, χαλί». Όπως είπε ο Σφήνας, που περίμενε μαζί μας στην αναμονή και μας κέρναγε μπίρες(!!!), «τώρα της βάλανε μια ένεση και θα ηρεμήσει». Εμείς του είπαμε πως για να ηρεμήσει, πρέπει να πάμε να καθαρίσουμε το χαλί και να ασπρίσουμε το σπίτι. Συμφωνήσαμε και μας κέρασε κι άλλες μπίρες. Μαζί του γίναμε φίλοι. Με τη Δέσπω όχι...
Το άσπρισμα το αναλάβαμε όλοι μαζί, αλλά τελικά το σπίτι το άσπρισα μονάχος! Ο Φώτης δεν ήβλεπε για μέρες. Ο Πέτρος γύρισε στη μονάδα του. Ο Δεμπασκαλάς είχε δουλειά στον καφενέ. Ο Σφήνας, πάντως, δεν με άφησε λεπτό. Εγώ άσπριζα κι εκείνος έπινε μπίρες!
Μέχρι να ξεχάσω τη μία και μοναδική φορά που έπιασα βούρτσα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: Gazzetta.gr
Τη μέρα της ιστορίας μας, δεν είχα γλιστρήσει. Έφτασα μέχρι του Μπάφα πεντακάθαρος. Κι ο Φώτης επίσης τη σκαπούλαρε. Καθαρός κι αυτός. Ο Δεμπασκαλάς επίσης. Σαν διαφήμιση απορρυπαντικού ήμασταν οι τρεις μας μέσα στον καφενέ, ενώ αρκετοί από τους χωριανούς στάζανε λάσπη από τα μπατζάκια μέχρι κι από τα σακάκια. Ο Δεμπασκαλάς είχε συμφωνήσει με τον Μπάφα να σχολάσει πιο νωρίς, γιατί περιμέναμε να έρθει με άδεια από το στρατό ο Πέτρος ο Αρμένης και θέλαμε να τον δούμε. Ο Μπάφας, που συμπαθούσε να μαντράχαλο τον Πέτρο, προσφέρθηκε να του δώσει ρεπό, αλλά ο Δεμπασκαλάς πήγε για λίγες ώρες στον καφενέ, για να μη χάσει το μεροκάματο. Ενώ σκεφτόμασταν τι να κάνουμε για να ευχαριστήσουμε τον φίλο μας που υπηρετούσε τότε στον Έβρο, ακούσαμε ένα κλάξον να σηκώνει το χωριό στο ποδάρι. Μπορεί εμείς να σκεφτόμασταν για τον Πέτρο, αλλά φαίνεται πως κι ο Αρμένης είχε σκεφτεί για εμάς. Είχε δανειστεί από τον νονό του, τον Πέτρο της Κουφής, το αγροτικό και ερχόταν κορνάροντας και ξεσηκώνοντας όλο το μαχαλά. Πάρκαρε έξω από τον καφενέ και βγήκε από το αγροτικό πατώντας μέσα στις λάσπες. Έλειπε καιρό και δεν είχε μάθει τις νέες τάσεις της μόδας, με τις σακούλες μέχρι το γόνατο.
Αφού αγκαλιαστήκαμε και ανταλλάξαμε τις βασικές πληροφορίες του τύπου «170 και σήμερα», είπε πως πήρε το φορτηγάκι του νονού του για να πάμε ...τσάρκα στα Γιάννενα. Η λέξη «τσάρκα» συνοδεύτηκε από κλείσιμο του ματιού και όλοι καταλάβαμε πως ο Πέτρος, μέχρι να φτάσει να μετράει 170 και μία από την απόλυσή του, κουβάλαγε πάνω του μια ...σφεντόνα. Κι από την πολλή σφεντόνα, είχε αρχίσει να ρετάρει, όπως αποδείχθηκε μερικά λεπτά αργότερα, όταν μας φόρτωσε όλους στο αγροτικό και πριν φύγουμε για Γιάννενα, ήθελε να επιδοθεί σε μερικά «μπαντιλίκια». Να παίρνει, δηλαδή, φόρα με το αγροτικό και να τραβάει χειρόφρενα μέσα στη λάσπη.
Το πώς χωρέσαμε και οι τέσσερις στην καμπίνα του Τουότα, δεν είμαι σε θέση να το εξηγήσω ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά. Έχω την αίσθηση, μάλιστα, πως από τους τέσσερις που μπήκαμε τότε στο αμάξι, τώρα δεν θα χωράγαμε καλά καλά ούτε οι δύο. Ωστόσο, εκείνο το απόγευμα, όχι μόνο χωρέσαμε, αλλά ο Πέτρος έβρισκε τρόπο να κάνει και μανούβρες. Τα πρώτα μπαντιλίκια, πάντως, δεν τον ικανοποίησαν, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μας μετατρέψει σε κασκαντέρ τζεϊμσμποντικής περιπέτειας. Πήρε φόρα μετά το γιοφύρι της Ζάγανης, ανέπτυξε ταχύτητα τρέχοντας στον καρόδρομο παράλληλα με το ρέμα του Μπάμπαλη και μόλις βρήκε απλωσιά σε μια αλάνα μπροστά στο σπίτι του Σφήνα, τράβηξε το χειρόφρενο. Το αγροτικό έκανε ένα εντυπωσιακό τετακέ πάνω στα λασπόνερα και εκσφενδόνισε (εκ της ...σφεντόνας που λέγαμε) κομμάτια λάσπης προς τους κάτασπρους τοίχους του σπιτιού του Σφήνα και τα πορτοπαράθυρα. Ωστόσο, κανείς μας δεν έδωσε σημασία στη ζημιά. Ο Φώτης ούρλιαζε εκστασιασμένος από τη μαγκιά του Πέτρου και τα μπαντιλίκια, ο Δεμπασκαλάς είχε τρομάξει και του φώναζε «δεν πας καλά» σε όλους τους τόνους, ενώ εγώ πρότεινα εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης. «Δεν πάμε, ρε Πέτρο, σπίτι να αλλάξεις παπούτσια και να βγούμε καμιά βόλτα;», του είπα, αλλά εκείνος είχε άλλα σχέδια. «Άλλη μία τέτοια, Μιλτάκο, και φύγαμε για Γιάννενα. Τις μπότες μου δεν τις αλλάζω απόψε...».
Η «άλλη μία τέτοια», ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, καθώς στο σενάριο προστέθηκαν κι άλλα πρόσωπα. O έξαλλος Σφήνας κι η γυναίκα του η Δέσπω. Μόλις ο Πέτρος ετοιμαζόταν να τραβήξει το χειρόφρενο, είδα τον Σφήνα έξω από το σπίτι, με μια γαλότσα φορεμένη κι άλλη μία στο χέρι. Κι είδα και τη Δέσπω να ανοίγει το παράθυρο και να φωνάζει. Είπα στον Πέτρο «μην τραβάς», αλλά δεν τον πρόλαβα. Στο ...τράβηγμα, χειρόφρενου και σφεντόνας, είχε γίνει άσος. Το αγροτικό έκανε πάλι τετακέ, οι λάσπες έφυγαν και πάλι από τις ρόδες του προς το σπίτι, το άσπρο, αθλητικό φανελάκι του Σφήνα έγινε καφέ κι η μαύρη η Δέσπω δέχθηκε μια ομοβροντία νερού και λάσπης μέσα στα μούτρα, αφού για κακή της τύχη δεν πρόλαβε να κλείσει το παράθυρο.
Για λίγο, το κεφάλι του Σφήνα θύμιζε περισκόπιο υποβρυχίου. Μια κοίταζε το αγροτικό κι έβριζε, μια το σπίτι και τράβαγε τα μαλλιά του και μια τη γυναίκα του τη ...μακιγιαρισμένη. Στο μεταξύ, ο Πέτρος, ο οποίος μέσα στο σώμα του μαντράχαλου, εκτός από το σφεντονισμένο του μυαλό κουβάλαγε και μια καρδιά μάλαμα, βγήκε έξω από το αγροτικό να ζητήσει συγνώμη. Μόλις την είπε, όμως, ο Σφήνας, που ήταν ίσαμε 30 πόντους κοντύτερος, αποτρελάθηκε και του χίμηξε να τον χτυπήσει. «Τι συγνώμη, ρε κερατά; Τώρα θα σου δείξω». Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν μπορούσε να του δείξει και πολλά πράγματα γιατί δεν τον έφτανε. Έδειξε, όμως, του Φώτη, ο οποίος ήταν ο πρώτος από τους υπόλοιπους που βγήκε από το αυτοκίνητο και έκρινε σκόπιμο να υπερασπιστεί τον Πέτρο, μπαίνοντας στη μέση. Ο Σφήνας του κατάφερε μια γροθιά ανάμεσα στα μάτια και πρώτη φορά στη ζωή μου είδα μάτι να βγάζει ...βυζί. Σε δευτερόλεπτα πρήστηκε. Ήταν ακριβώς αυτό που εννοεί η έκφραση «του κατέβασε το μάτι». Μόλις ο Σφήνας είδε το μάτι του Φώτη σε αυτή την κατάσταση, πάγωσε κι άρχισε αυτός τις συγνώμες, ενώ ο Πέτρος είχε φύγει ήδη από κοντά μας και κατευθυνόταν προς το σπίτι, να απολογηθεί στη Δέσπω, που παρέμενε στο παράθυρο, με ανοιχτό το στόμα. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο λασπωμένος Πέτρος μπήκε στο σπίτι πλατσουρίζοντας. Και μόλις πάτησε στο χαλί του σαλονιού, αντί να δει συχώρεση, είδε τη Δέσπω να λιποθυμά αφού πρώτα ούρλιαξε «το χαλί μου, το χαλί μου» ξερνώντας από το στόμα της χώματα...
Η βραδιά, πάντως, ολοκληρώθηκε στα Γιάννενα, όπως είχε κανονίσει ο Πέτρος. Μόνο που δεν πήγαμε για τσάρκα, αλλά για να γιατροπορέψουμε τη Δέσπω και τον Φώτη στο νοσοκομείο. Το μόνο θετικό είναι ότι δεν βρήκαμε εκεί και τη μάνα μου, που μόλις την πήρα τηλέφωνο να της πω να μην ανησυχεί, έκανε «ούιιιι» (αυτό το άκουσα), πιθανότατα γούρλωσε τα μάτια, άνοιξε το στόμα μέχρι που φανήκαν οι αμυγδαλές, πέτρωσε στη θέση της με τα χέρια να πιάνουν τ΄ αυτιά (αυτά δεν τα άκουσα ούτε τα είδα, αλλά τα είχα δει μια μέρα πριν και τα θυμόμουν) κι έκανε πάνω από 10 δευτερόλεπτα να την πάρει εκείνη την ανάσα (αυτό το κατάλαβα). Το έκλεισα όταν είπε «θα με πεθάνεις, άρρωστη γυναίκα». Καλά ήταν...
Ο Φώτης δεν ήταν και τόσο καλά, με ένα μάτι μαύρο και ένα μάτι με βυζί. Η Δέσπω ήταν χειρότερα. Της έκαναν και ράμματα στο χέρι, γιατί πέφτοντας έσπασε ένα βάζο και κόπηκε, ωστόσο το πιο άσχημο ήταν ότι για ώρες έλεγε μόνο δύο λέξεις: «Λάσπη, χαλί, λάσπη, χαλί». Όπως είπε ο Σφήνας, που περίμενε μαζί μας στην αναμονή και μας κέρναγε μπίρες(!!!), «τώρα της βάλανε μια ένεση και θα ηρεμήσει». Εμείς του είπαμε πως για να ηρεμήσει, πρέπει να πάμε να καθαρίσουμε το χαλί και να ασπρίσουμε το σπίτι. Συμφωνήσαμε και μας κέρασε κι άλλες μπίρες. Μαζί του γίναμε φίλοι. Με τη Δέσπω όχι...
Το άσπρισμα το αναλάβαμε όλοι μαζί, αλλά τελικά το σπίτι το άσπρισα μονάχος! Ο Φώτης δεν ήβλεπε για μέρες. Ο Πέτρος γύρισε στη μονάδα του. Ο Δεμπασκαλάς είχε δουλειά στον καφενέ. Ο Σφήνας, πάντως, δεν με άφησε λεπτό. Εγώ άσπριζα κι εκείνος έπινε μπίρες!
Μέχρι να ξεχάσω τη μία και μοναδική φορά που έπιασα βούρτσα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: Gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου