Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη ο Χρήστος Χριστοδούλου
μιλάει στο Superbasket.gr για την παρουσία του στο Φάιναλ Φορ της
Ευρωλίγκα, ξεκαθαρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως προέχουν οι επιτυχίες του
Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού.
Ούτε θα περνούσε από το μυαλό του μικρού Χρήστου ότι μια μέρα θα
μεταπηδούσε από το ποδόσφαιρο στο μπάσκετ, όπου θα είναι έκανε μια
μεγάλη καριέρα και θα κατέρριπτε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στη
διαιτησία. Λόγω σωματοδομής αλλά και του γεγονότος ότι τότε το
ποδόσφαιρο ήταν το πιο λαοφιλές άθλημα, ο Χρήστος Χριστοδούλου αποφάσισε
να παίξει μπάλα στα τσικό της Παναχαϊκής, μιας ιστορικής ομάδας. Στη
συνέχεια έβγαλε δελτίο στο Λιμνοχώρι, με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε
στην πρώτη τοπική κατηγορία αλλά διαπίστωσε ότι θα είναι δύσκολα τα
πράγματα. Με παρότρυνση του παλιού διαιτητή Νόντα Παναγόπουλου ο
Πατρινός από το Λιμνοχώρι μεταπήδησε στο …Μπασκετοχώρι και στον
Απόλλωνα. Μεταγράφηκε στην Ολυμπιάδα και «κρέμασε τη φανέλα» του στην
Αστραπή Ψαροφαϊου σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Από εκείνο το σημείο
ξεκινάει η «διαιτητική οδύσσεια» για τον Χρήστο Χριστοδούλου, ο οποίος
είναι λάτρης της λαϊκής ρήσης «σημασία έχει το ταξίδι και όχι, ο
προορισμός». Και το ταξίδι σ’ αυτά τα περίπου 26 χρόνια ενεργούς
διαιτησίας είναι μακρινό αλλά και ονειρικό. Πέρασε από την … Σκύλλα και η
Χάρυβδη και από τους …Κύκλωπες αλλά κατάφερε να επιβιώσει και να φθάσει
νωρίτερα στον τελικό προορισμό του, την καταξίωση.
Ο Πατρινός ρέφερι, κακά τα ψέματα, είναι ένας από τους καλύτερους
Ευρωπαίους διαιτητές, δεδομένου ότι τον εμπιστεύονται και τον εκτιμούν
όλες ανεξαιρέτως οι κορυφαίες ομάδες. Όχι, βέβαια, διότι τον θεωρούν
αλάνθαστο στα σφυρίγματα – και ποιος διαιτητής αλήθεια είναι; – αλλά
επειδή γνωρίζουν κι αποτελεί πλέον συνείδηση, ότι ακόμα και το λάθος που
θα κάνει δεν θα κρύβει ψήγματα σκοπιμότητας. Αυτό βλέπει σε κάθε
αναμέτρηση, αυτό θα σφυρίξει… Για να φθάσει σ’ αυτό το σημείο, εν
ολίγοις, να διευθύνει Ολυμπιάδες και μάλιστα τον τελικό του Λονδίνου,
Παγκόσμια πρωταθλήματα, τελικές φάσεις Ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων και
βέβαια, φάιναλ φορ πέρασε, όπως προαναφέραμε, από 40 κύματα. Η συνήθης
κατηγορία από παράγοντες της διαιτησίας ήταν πριν από πολλά – πολλά
χρόνια η έλλειψη συγκέντρωσης και ψυχολογίας στους αγώνες. Μπορεί και να
είχαν δίκιο, όμως, ο Χριστοδούλου είναι από τους διαιτητές που δεν
παρέμενε στάσιμος. Διαρκώς εξελίσσεται στους τομείς της ψυχολογίας, των
κανονισμών και βέβαια της φυσικής καταστάσεως. Γι’ αυτό και δεν έχει
πάρει ούτε …μισό κιλό όλα αυτά τα χρόνια, γι’ αυτό θεωρείται άριστος
γνώστης των κανονισμών. Θα σας αποκαλύψουμε, δε, ότι έχει τέτοια τρέλα
με τη διαιτησία και το μπάσκετ, που όταν δεν σφυρίζει αγώνες της Α1 τότε
θα τον δείτε σίγουρα να διευθύνει παιδικο-εφηβικά ματς…
Αν τον ψάχνατε πάντως, στα γήπεδα της Πάτρας το περασμένο
Σαββατοκύριακο, σίγουρα δεν θα τον βρίσκατε αφού ο Χριστοδούλου
βρίσκονταν στη Μαδρίτη προκειμένου να σφυρίξει τους αγώνες του φάιναλ
φορ της Ευρωλίγκας.
Μια ακόμα …ρυτίδα προστέθηκε στο διαιτητικό πρόσωπό σας…
«Ήταν απλά μια ακόμα εμπειρία και μάλιστα σε υψηλό επίπεδο. Κι αυτές
οι εμπειρίες θα μας μείνουν στη ζωή. Αυτά που περάσαμε θα τα θυμόμαστε
όλοι μας».
Τι σας έμεινε χαραγμένο στη μνήμη κατά τη διάρκεια του φετινού φάιναλ φορ;
«Ένα μόνο στοιχείο και συγκεκριμένα, ικανοποίηση. Καθ’ όλη τη
διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου όλοι μας, παίκτες, προπονητές και
διαιτητές προσπαθήσαμε και πράγματι, είναι τιμή που βρεθήκαμε στο φάιναλ
φορ. Θα μπορούσε να είναι ένας άλλος Έλληνας συνάδελφος ή άλλοι, όμως
ήμουν εγώ. Νοιώθω λοιπόν, ικανοποίηση που έφθασα σ’ αυτό το σημείο».
Όπως, βέβαια και οι παίκτες του Ολυμπιακού, που όχι μόνο
κατάφεραν να προκριθούν στο φάιναλ φορ της Ευρωλίγκας αλλά κόντρα στα
προγνωστικά να αγωνιστούν στον τελικό.
«Δεν είναι τυχαίο γεγονός και δείχνει περίτρανα ότι το ελληνικό
μπάσκετ βρίσκεται συνεχώς στην κορυφή. Φέτος ήταν ο Ολυμπιακός αλλά θα
μπορούσε, κάλλιστα, να ήταν και ο Παναθηναϊκός. Οι ελληνικές ομάδες
μετέχουν ανελλιπώς στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και μάλιστα σε υψηλό
επίπεδο κι αυτό είναι ένα σπουδαίο σημείο το οποίο δεν πρέπει να
παραγνωρίζουμε. Μην λησμονείτε την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ και τον Άρη, που στο
παρελθόν κι αυτοί πρωταγωνιστούσαν».
Η ελληνική διαιτησία που βρίσκεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι;
«Αναντίρρητα, στο πιο υψηλό σημείο. Δεν το υποστηρίζω εγώ αλλά θα το
παρατηρήσετε αν πάρετε στα χέρια σας τους ορισμούς των συναδέλφων.
Συμπεριλαμβάνονται και δεν είναι υπερβολή, στην ελίτ της ευρωπαϊκής
διαιτησίας».
Πριν περάσουμε στην ελληνική διαιτησία, όμως θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον ημιτελικό μεταξύ της Ρεάλ και της Φενέρμπαχτσε. Είχατε άγχος;
«Όλα τα παιδιά που ορίστηκαν για τα κορυφαία ματς της Ευρωλίγκας
είναι έμπειρα και ως εκ τούτου, δεν είχαμε άγχος όπως συνηθίζουμε να το
λέμε. Αν εννοείται, όμως το δημιουργικό άγχος, τότε ναι είχαμε. Σε κάθε
ματς, ανεξάρτητα της κρισιμότητας, νοιώθουμε ένα τέτοιο άγχος. Να
είμαστε, δηλαδή, καλοί στο παιχνίδι, να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι και
να διαχειριστούμε με τον καλύτερο και το πιο δίκαιο τρόπο τις δυσκολίες
που θα παρουσιαστούν. Να δώσουμε, εν τέλει, τον καλύτερό μας αγωνιστικό
εαυτό».
Εσείς δώσατε τον καλύτερό σας αγωνιστικό εαυτό στον ημιτελικό της Μαδρίτης;
«Δεν θα κρίνω εγώ την εμφάνιση που πραγματοποίησα. Υπάρχουν τα αρμόδια όργανα αλλά και οι φίλαθλοι για να την κρίνουν».
Η απουσία σας από τον τελικό της Ευρωλίγκας λόγω της
συμμετοχής του Ολυμπιακού μήπως σας πείραξε κατά βάθος; Και για να μην
παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι στο συγκεκριμένο γεγονός αλλά το θέτω γενικά,
δεδομένου ότι η παρουσία μιας ελληνικής ομάδας στον τελικό αποτελεί
τροχοπέδη στη φιλοδοξία του Έλληνα διαιτητή…
«Ξεκάθαρα και με το «χέρι στην καρδιά» θα σας πω ότι δεν πέρασε καν
από το μυαλό μου μια τέτοια σκέψη. Είμαι πεπεισμένος, δε, ότι κανείς
Έλληνας διαιτητής ουδέποτε το σκέφθηκε. Η συλλογική επιτυχία είναι
υπεράνω από την ατομική φιλοδοξία του διαιτητή. Δεν μπορούν να
τοποθετηθούν καν στην ίδια ζυγαριά. Δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση το
ένα με το άλλο. Η επιτυχία των συλλόγων σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει
αντίκτυπο σε μια ολόκληρη χώρα, καθ’ ότι διαθέτουν πολυάριθμους
φιλάθλους. Πολλώ δε μάλλον, όταν στην ίδια θέση βρεθεί η εθνική ομάδα.
Δεν μπορεί κανείς να συγκριθεί μαζί τους… Αντίθετα, η επιτυχία του
διαιτητή έχει αντίκτυπο πρωτίστως στην οικογένεια του ιδίου και εν
συνεχεία στο χώρο της διαιτησίας».
Για να φθάσει ο διαιτητής στο υψηλότερο επίπεδο και να
σφυρίξει Ολυμπιάδες, Παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα αλλά και
ντέρμπι στην Α1 χρειάζεται να ακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα; Να κάνει θυσίες παρόμοιες μ’ αυτές του αθλητή;
«Σίγουρα, το επίπεδο δεν είναι το ίδιο, καθώς ο καλαθοσφαιριστής
ασχολείται νυχθημερόν με το μπάσκετ ενώ ο ρέφερι καθ’ όλη τη διάρκεια
της ημέρας έχει επαγγελματικές υποχρεώσεις. Η προετοιμασία όμως, κάθε
διαιτητή θεωρείται επιβεβλημένη. Είναι, δε, ένας συνδυασμός πραγμάτων,
όπως η φυσική κατάσταση, η άριστη γνώση των κανονισμών και η ψυχολογία
για τη διαχείριση κρίσεων εν μέσω παιχνιδιού. Τι θέλω να πω. Ότι καθ’
όλη τη διάρκεια της εβδομάδας θεωρείται βέβαιο ότι θα αφιερώσεις χρόνο,
αφενός στη βελτίωση της αγωνιστικής κατάστασης και το «ξεσκόνισμα» των
κανονισμών διαιτησίας και αφετέρου, στην «κατασκοπεία» και τη
ψυχολογία».
Παραμονές ενός αγώνα, δηλαδή, παρακολουθείτε σε βίντεο περασμένα παιχνίδια ή και φάσεις των ομάδων που μετέχουν;
«Βεβαίως και συμβαίνει συχνά το γεγονός αυτό. Επιβάλλεται να είμαστε
ενημερωμένοι, αν και επί παραδείγματι στην Ευρωλίγκα όλοι οι διαιτητές
έχουμε αντιμετωπίσει λίγο – πολύ όλες τις ομάδες είτε κατά τη διάρκεια
της κανονικής αγωνιστικής περιόδου, είτε στο Top-16. Άρα, έχουμε γνώση
για τους συλλόγους, αλλά κι αυτοί γνωρίζουν εμάς».
Είναι δυνατό να σφυρίξουν τρεις κορυφαίοι ρέφερις, τρεις
μεγάλες προσωπικότητες της διαιτησίας και η εξέλιξη να μην είναι
αναμενόμενη;
“Αναντίρρητα, ναι. Η χημεία των διαιτητών παίζει σημαντικό ρόλο.
Μπορεί να οριστούν τρεις ρέφερις και να μην “κολλούν” μεταξύ τους. Γι’
αυτό και χρειάζεται προετοιμασία από τον καθένα ξεχωριστά».
Έμπειροι και πρωτοκλασάτοι Έλληνες διαιτητές σταδιακά θα «κρεμούν τη σφυρίχτρα» τους. Υπάρχουν νέοι, ταλαντούχοι συνάδελφοί σας;
«Κάποιοι σφυρίζουν, ήδη, σε υψηλό επίπεδο και κάποιοι άλλοι δείχνουν
να βελτιώνονται σταδιακά. Αναμφισβήτητα, υπάρχει ταλέντο στην ελληνική
διάθεση, ενώ δείχνουν πάθος μ’ αυτό που κάνουν. Ο χρόνος θα δείξει,
τελικά, σε ποιο σημείο θα φθάσουν. Χρειάζεται, όμως, σκληρή δουλειά και
συνεχής ενημέρωση προκειμένου να φθάσουν στο ανώτατο επίπεδο».
Αντί επιλόγου, θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε αναφορικά με τον
τρόπο αξιοποίησης της εμπειρίας αλλά και της γνώσης διαιτητών που έχουν
τερματίσει την καριέρα τους στα παρκέ.
«Δεν θα ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες, εν τούτοις, θεωρώ αυτονόητο ότι
κανείς από τους κορυφαίους διαιτητές δεν πρέπει να εξαφανίζεται από το
χώρο της διαιτησίας και του μπάσκετ. Όλα τα στοιχεία που διατηρεί
ζωντανά επιβάλλεται να τα μεταλαμπαδεύσει σε νέους ρέφερις, καθώς θ’
αποτελέσουν τα βασικά «όπλα» για τη διατήρηση της ελληνικής διαιτησίας
στην κορυφή του ευρωπαϊκού μπάσκετ».
*Πηγή: superbasket.gr*
Κυριακή 24 Μαΐου 2015
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου