Ο Μήτσος ο Μαμούας ήταν ο δεύτερος χειρότερος τερματοφύλακας στην
ιστορία, μετά τον Αντωνάκη του Τζολιομή, που ήταν ο χειρότερος
τερματοφύλακας στην ιστορία και ο αναπληρωματικός του Μαμούα στην ομάδα
με τους χειρότερους τερματοφύλακες στην ιστορία (όλα αυτά πριν
εμφανιστεί ο Κοστάντσο...).
Η Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα ήταν η ωραιότερη γυναίκα της περιοχής, απ΄ άκρη σ΄ άκρη κι από ραχούλα σε ραχούλα. Η Μαριώ του Αντωνάκη του Τζολιομή ΔΕΝ ήταν η δεύτερη ωραιότερη γυναίκα της περιοχής, αλλά η γυναίκα που αντιστοιχούσε στον χειρότερο τερματοφύλακα της ιστορίας. Γι΄ αυτό και δεν μας απασχολούσε...
Η Νίτσα, όμως, μας απασχολούσε. Κάποιους πιθανότατα τους απασχολεί ακόμα, παρότι πλέον έχει καβατζάρει τα πενήντα. Τότε ήταν το μόνιμο «τοκ οφ δε τάουν», που λένε και στη Ζίτσα. Περπάταγε η Νίτσα κι έτριζε η γης στη Ζίτσα, μαζί με τα φερμουάρ από τα πανταλόνια.
Φυσικά, σχεδόν όλη η γειτονιά ήταν ερωτευμένη μαζί της. Εγώ δεν ήμουν. Προτιμούσα να χαζεύω τη μικρή αδερφή της, τη Σόφη, που ήταν ελεύθερη (κι ελεύθερη έμεινε, γιατί ούτε εγώ της άρεσα ούτε κανένας άλλος - ο Μαστρομανέλος έλεγε πως της άρεσαν τα ξινά, αλλά όταν μετά από χρόνια την ξαναείδα με το ταίρι της, καθόλου ξινή δεν μου φάνηκε η ...κοπελίτσα).
Ωστόσο, συμμετείχα στις συζητήσεις για τη Νίτσα. Οι οποίες, στα τέλη της ταραγμένης εφηβείας μας, μπορούσαν να ξεκινήσουν από το όνομά της και να φτάσουν μέχρι να βγάλουν το όνομα (ευτυχώς όχι και το μάτι, αν και ως αόμματος περισσότερα σουτ θα έπιανε) του Μήτσου του άντρα της.
«Μα γιατί τη φωνάζουν Νίτσα; Πιο ωραίο δεν είναι το Ελένη;», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Πέτρος ο Αρμένης, θεωρώντας πως το Νίτσα έβγαινε από το Ελένη. «Δεν πας καλά», απάντησε ο Δεμπασκαλάς, που ως βοηθός καφετζής σχεδόν πάντα ήξερε κάτι παραπάνω. «Ρε, μπας και το αλλάξανε επειδή λένε και την κόρη της Ελένη;», ρώτησε ο Φώτης, για να εισπράξει την ίδια απάντηση: «Δεν πας καλά».
Δεν την έλεγαν Ελένη, όπως αποκάλυψε ο Δεμπασκαλάς, που ως βοηθός καφετζής σχεδόν πάντα ήξερε κάτι παραπάνω (το ξανάγραψα και πριν αυτό, αλλά πληρώνομαι με τις λέξεις). «Και πώς τη λένε;», είπαμε μ΄ ένα στόμα, μια φωνή και κανένα χωνί. «Θεώνη»!
«Τι κάνει;», ρώτησε σαν να μην άκουσε καλά ο Φώτης που δεν είχε ξανακούσει τέτοιο όνομα. «Θεώνη».
«Ε, καλά, άμα ...θεώνει, κάτι θα ξέρει η Νίτσα»!
Ο Δεμπασκαλάς, πάντως, ήξερε περισσότερα, γιατί απ΄ όταν ένα δόντι του είχε φτιάξει κουφάλα, έπιασε κολλεγιά με τον Τερζόφ*, τον οδοντογιατρό, που ήταν μεγάλος μπήχτης, μεγάλος κουτσομπόλης και βίος και πολιτεία.
(* η ταμπέλα στο οδοντιατρείο έλεγε «Τερζής», ο πατέρας του λεγόταν Τερζίδης και τον φωνάζαμε Τερζόφ επειδή μας είχε έρθει από την Τασκένδη - βγάλτε συμπέρασμα).
Όπως μας εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή ο Δεμπασκαλάς μετά από αρκετές μπίρες στο καφενείο, κάθε φορά που πήγαινε για απονεύρωση για να βουλώσει εκείνη την κουφάλα, έβρισκε μέσα στο ιατρείο τη Νίτσα. Μόλις τη βούλωσε την κουφάλα, επειδή είχε πια γίνει μεγάλη κουφάλα, ο Δεμπασκαλάς στηνόταν απέναντι από το ιατρείο, στο σφαιριστήριο της Τάνιας κι έκοβε κίνηση. Η Νίτσα μονίμως έφτιαχνε τα δόντια της.
«Ρε σεις, άμα είχα πάει κι εγώ τόσα ραντεβού στον Τερζόφ, θα μου είχε βουλώσει με στόκο όλα τα δόντια και μετά θα άρχιζε να μου βουλώνει όποια άλλη τρύπα περίσσευε», είπε ο Δεμπασκαλάς σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση. «Αυτές που περισσεύουν βουλώνει», είπε ο Φώτης κι ο Δεμπασκαλάς επιβεβαίωσε σε άλλη μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση (είπαμε, πληρώνομαι με τις λέξεις): «Τον έπιασα και μου τα ΄πε χαρτί και καλαμάρι. Θα μας σκάσει όλες τις μπάλες ο Μαμούας. Ελάφι τον έχει κάνει η Νίτσα».
Ο αιφνίδιος θάνατος του Τερζόφ λίγο καιρό αργότερα (σε τροχαίο - δεν το είχε προκαλέσει ο Μαμούας που δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα), άνοιξε το δρόμο στον Δεμπασκαλά, που είχε τον τρόπο του -όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων- με τις παντρεμένες.
Εκείνα, όμως, τα καμώματα της Νίτσας, τα έμαθε ο Μαμούας κι έγιναν με τον Δεμπασκαλά από δυο χωριά. Εμείς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι τίποτα, αλλά ο Μαμούας ήξερε. Κι όταν μια φορά συναντήθηκαν τα βλέμματά τους στον καφενέ, ο Δεμπασκαλάς μας άφησε σύξυλους κι έφυγε. Πιάσαμε τότε τον Μαμούα και τον ρωτήσαμε τι έπαθαν οι δυο τους: «Μην τα σκαλίζετε γιατί βρομάνε».
Βρόμαγαν - δε βρόμαγαν, τα σκαλίσαμε. Στην αρχή ο Δεμπασκαλάς δεν έβγαζε κουβέντα, μέχρι που ο Φώτης τον ρώτησε ευθέως: «Ρε μπας και πρέπει να σε φωνάζουμε Δεμπασκαλόφ σαν τον μακαρίτη τον οδοντογιατρό;».
Πρώτα λύθηκε στα γέλια και μετά έλυσε τη σιωπή του. «Μην κοιτάτε πού ΄ναι ξανθιά. Μαύρο τον έχει τον σκαντζόχοιρο», είπε ο Δεμπασκαλάς σε άλλη μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση (είπαμε, αυξάνω το μισθό μου). Κι αν έδινε σήμερα αυτή την απάντηση, οι πιτσιρικάδες της εποχής θα αναρωτιόντουσαν τι διάβολο είναι αυτός ο σκαντζόχοιρος και πού τον έχουν οι γυναίκες.
Εκείνο που έμεινε από όλη αυτή την ιστορία, ήταν πως ο Μήτσος ο Μαμούας έγινε τέτοιο κουρέλι, που έχασε τη θέση του κάτω από τα γκολπόστ από τον Αντωνάκη του Τζολιομή!
Και τότε τα κρέμασε τα γάντια του. Να είναι αναπληρωματικός στο κρεβάτι της όμορφης γυναίκας του το άντεχε. Να είναι ρεζέρβα του χάλια του Αντωνάκη, όχι!
Μέχρι να ξεχάσω τη Νίτσα, τον Τερζόφ και τις ιστορικές εξόδους του Μήτσου του Μαμούα που έβγαινε λες και βάσταγε στο χέρι το δίσκο με τους φραπέδες, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Η Νίτσα του Μήτσου του Μαμούα ήταν η ωραιότερη γυναίκα της περιοχής, απ΄ άκρη σ΄ άκρη κι από ραχούλα σε ραχούλα. Η Μαριώ του Αντωνάκη του Τζολιομή ΔΕΝ ήταν η δεύτερη ωραιότερη γυναίκα της περιοχής, αλλά η γυναίκα που αντιστοιχούσε στον χειρότερο τερματοφύλακα της ιστορίας. Γι΄ αυτό και δεν μας απασχολούσε...
Η Νίτσα, όμως, μας απασχολούσε. Κάποιους πιθανότατα τους απασχολεί ακόμα, παρότι πλέον έχει καβατζάρει τα πενήντα. Τότε ήταν το μόνιμο «τοκ οφ δε τάουν», που λένε και στη Ζίτσα. Περπάταγε η Νίτσα κι έτριζε η γης στη Ζίτσα, μαζί με τα φερμουάρ από τα πανταλόνια.
Φυσικά, σχεδόν όλη η γειτονιά ήταν ερωτευμένη μαζί της. Εγώ δεν ήμουν. Προτιμούσα να χαζεύω τη μικρή αδερφή της, τη Σόφη, που ήταν ελεύθερη (κι ελεύθερη έμεινε, γιατί ούτε εγώ της άρεσα ούτε κανένας άλλος - ο Μαστρομανέλος έλεγε πως της άρεσαν τα ξινά, αλλά όταν μετά από χρόνια την ξαναείδα με το ταίρι της, καθόλου ξινή δεν μου φάνηκε η ...κοπελίτσα).
Ωστόσο, συμμετείχα στις συζητήσεις για τη Νίτσα. Οι οποίες, στα τέλη της ταραγμένης εφηβείας μας, μπορούσαν να ξεκινήσουν από το όνομά της και να φτάσουν μέχρι να βγάλουν το όνομα (ευτυχώς όχι και το μάτι, αν και ως αόμματος περισσότερα σουτ θα έπιανε) του Μήτσου του άντρα της.
«Μα γιατί τη φωνάζουν Νίτσα; Πιο ωραίο δεν είναι το Ελένη;», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Πέτρος ο Αρμένης, θεωρώντας πως το Νίτσα έβγαινε από το Ελένη. «Δεν πας καλά», απάντησε ο Δεμπασκαλάς, που ως βοηθός καφετζής σχεδόν πάντα ήξερε κάτι παραπάνω. «Ρε, μπας και το αλλάξανε επειδή λένε και την κόρη της Ελένη;», ρώτησε ο Φώτης, για να εισπράξει την ίδια απάντηση: «Δεν πας καλά».
Δεν την έλεγαν Ελένη, όπως αποκάλυψε ο Δεμπασκαλάς, που ως βοηθός καφετζής σχεδόν πάντα ήξερε κάτι παραπάνω (το ξανάγραψα και πριν αυτό, αλλά πληρώνομαι με τις λέξεις). «Και πώς τη λένε;», είπαμε μ΄ ένα στόμα, μια φωνή και κανένα χωνί. «Θεώνη»!
«Τι κάνει;», ρώτησε σαν να μην άκουσε καλά ο Φώτης που δεν είχε ξανακούσει τέτοιο όνομα. «Θεώνη».
«Ε, καλά, άμα ...θεώνει, κάτι θα ξέρει η Νίτσα»!
Ο Δεμπασκαλάς, πάντως, ήξερε περισσότερα, γιατί απ΄ όταν ένα δόντι του είχε φτιάξει κουφάλα, έπιασε κολλεγιά με τον Τερζόφ*, τον οδοντογιατρό, που ήταν μεγάλος μπήχτης, μεγάλος κουτσομπόλης και βίος και πολιτεία.
(* η ταμπέλα στο οδοντιατρείο έλεγε «Τερζής», ο πατέρας του λεγόταν Τερζίδης και τον φωνάζαμε Τερζόφ επειδή μας είχε έρθει από την Τασκένδη - βγάλτε συμπέρασμα).
Όπως μας εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή ο Δεμπασκαλάς μετά από αρκετές μπίρες στο καφενείο, κάθε φορά που πήγαινε για απονεύρωση για να βουλώσει εκείνη την κουφάλα, έβρισκε μέσα στο ιατρείο τη Νίτσα. Μόλις τη βούλωσε την κουφάλα, επειδή είχε πια γίνει μεγάλη κουφάλα, ο Δεμπασκαλάς στηνόταν απέναντι από το ιατρείο, στο σφαιριστήριο της Τάνιας κι έκοβε κίνηση. Η Νίτσα μονίμως έφτιαχνε τα δόντια της.
«Ρε σεις, άμα είχα πάει κι εγώ τόσα ραντεβού στον Τερζόφ, θα μου είχε βουλώσει με στόκο όλα τα δόντια και μετά θα άρχιζε να μου βουλώνει όποια άλλη τρύπα περίσσευε», είπε ο Δεμπασκαλάς σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση. «Αυτές που περισσεύουν βουλώνει», είπε ο Φώτης κι ο Δεμπασκαλάς επιβεβαίωσε σε άλλη μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση (είπαμε, πληρώνομαι με τις λέξεις): «Τον έπιασα και μου τα ΄πε χαρτί και καλαμάρι. Θα μας σκάσει όλες τις μπάλες ο Μαμούας. Ελάφι τον έχει κάνει η Νίτσα».
Ο αιφνίδιος θάνατος του Τερζόφ λίγο καιρό αργότερα (σε τροχαίο - δεν το είχε προκαλέσει ο Μαμούας που δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα), άνοιξε το δρόμο στον Δεμπασκαλά, που είχε τον τρόπο του -όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων- με τις παντρεμένες.
Εκείνα, όμως, τα καμώματα της Νίτσας, τα έμαθε ο Μαμούας κι έγιναν με τον Δεμπασκαλά από δυο χωριά. Εμείς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι τίποτα, αλλά ο Μαμούας ήξερε. Κι όταν μια φορά συναντήθηκαν τα βλέμματά τους στον καφενέ, ο Δεμπασκαλάς μας άφησε σύξυλους κι έφυγε. Πιάσαμε τότε τον Μαμούα και τον ρωτήσαμε τι έπαθαν οι δυο τους: «Μην τα σκαλίζετε γιατί βρομάνε».
Βρόμαγαν - δε βρόμαγαν, τα σκαλίσαμε. Στην αρχή ο Δεμπασκαλάς δεν έβγαζε κουβέντα, μέχρι που ο Φώτης τον ρώτησε ευθέως: «Ρε μπας και πρέπει να σε φωνάζουμε Δεμπασκαλόφ σαν τον μακαρίτη τον οδοντογιατρό;».
Πρώτα λύθηκε στα γέλια και μετά έλυσε τη σιωπή του. «Μην κοιτάτε πού ΄ναι ξανθιά. Μαύρο τον έχει τον σκαντζόχοιρο», είπε ο Δεμπασκαλάς σε άλλη μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που κόλλησε περισσότερες από τρεις λέξεις μαζεμένες στην ίδια πρόταση (είπαμε, αυξάνω το μισθό μου). Κι αν έδινε σήμερα αυτή την απάντηση, οι πιτσιρικάδες της εποχής θα αναρωτιόντουσαν τι διάβολο είναι αυτός ο σκαντζόχοιρος και πού τον έχουν οι γυναίκες.
Εκείνο που έμεινε από όλη αυτή την ιστορία, ήταν πως ο Μήτσος ο Μαμούας έγινε τέτοιο κουρέλι, που έχασε τη θέση του κάτω από τα γκολπόστ από τον Αντωνάκη του Τζολιομή!
Και τότε τα κρέμασε τα γάντια του. Να είναι αναπληρωματικός στο κρεβάτι της όμορφης γυναίκας του το άντεχε. Να είναι ρεζέρβα του χάλια του Αντωνάκη, όχι!
Μέχρι να ξεχάσω τη Νίτσα, τον Τερζόφ και τις ιστορικές εξόδους του Μήτσου του Μαμούα που έβγαινε λες και βάσταγε στο χέρι το δίσκο με τους φραπέδες, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου