Στο καμαράκι -πρώην αποθήκη- που κοιμόμουν στην αυλή του πατρικού μου
για να ...δηλώνω την ανεξαρτησία μου, είχε συγκληθεί έκτακτο συμβούλιο
της παλιοπαρέας των έιτις με θέμα ημερήσιας διάταξης που έθεσε ο Φώτης:
«Πού να πάω τη Λουκία του Αγίου Βαλεντίνου;». Εκτός από τον ίδιο τον
ερωτευμένο κι εμένα τον οικοδεσπότη, το «παρών» είχαν δώσει και τα άλλα
τρία μέλη της επιτροπής, ο Δεμπασκαλάς, ο Πέτρος ο Αρμένης και ο
Παππούς, ο ευρυμέτωπος, νέος φίλος μας, που τότε «η καράφλα του είχε
φτάσει στο σώβρακο», σύμφωνα με τα λεγόμενα -ποιου άλλου;- του Φώτη.
Η συζήτηση σύντομα έφτασε σε αδιέξοδο. Ο Φώτης, ούτε αυτοκίνητο είχε για να το πάει βόλτα το κορίτσι (δεν θυμάμαι αν ήταν η 6η ή η 21η αρρεβωνιάρα), ούτε και λεφτά, όπως πάντα. Η πιθανότητα να τη βγάλει με δανεικά από τους υπόλοιπους, δεν είχε καμία ...πιθανότητα. Ο Φώτης μας χρώσταγε από τότε όσα χρωστάει η Ελλάδα στις μέρες μας, δεν σκόπευε να υπογράψει κανένα Μνημόνιο και είχε ήδη κηρύξει μια πτώχευση που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Εννοείται, πως ο Δεμπασκαλάς είχε απορρίψει και το θέμα της ημερήσιας διάταξης («δεν πας καλά», είπε μόλις του ανακοίνωσα το λόγο που θα μαζευόμασταν), αλλά και τις προτάσεις που έγιναν από την ομήγυρη («δεν πας καλά», είπε σε καθέναν ξεχωριστά και όταν ο Φώτης του ζήτησε να προτείνει εκείνος λύση, του απάντησε κι αυτουνού «δεν πας καλά»).
Κάπως έτσι, είχαμε τελματώσει, με αποτέλεσμα ο Παππούς να έχει ανοίξει την Ελευθεροτυπία και να διαβάζει Φρέντυ Γερμανό, ο Πέτρος ο Αρμένης να τυραννάει «ντρίγκι ντρίγκι» τον μπαγλαμά μου και να βογκάει «ααααχ, αχ ο μπαγλαμάς» (ως εκεί γιατί παρακάτω δεν ήξερε, ούτε να παίζει ούτε να λέει), ο Δεμπασκαλάς να απειλεί με αποχώρηση επειδή «δεν πάτε καλά», ενώ εγώ μάζευα πληροφορίες για κάποια ρετρό ιστορία που -δεν ήξερα ότι- θα έγραφα είκοσι και βάλε χρόνια μετά.
Τότε ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξα και είδα τον Μαστρομανέλο, μουσκεμένο από μέσα και απέξω. Από μέσα από το τσίπουρο κι απέξω από τη βροχή. Είχε πιει. Ξανά. Κι έβρεχε. Ξανά. «Γλέντι έχεις πάλι, ρε σαϊτάν; Γιατί δεν είπες τίποτα;. Βάλε ένα τσίπουρο. Είπα», είπε, μπούκαρε και θρονιάστηκε στη μοναδική πολυθρόνα που είχα, ξεσηκώνοντας τον Φώτη και γυρίζοντας προς το μέρος του τη σόμπα - κουκουνάρα που είχα για να ζεσταίνω το καμαράκι. «Σύρε κάτσε στο κρεβάτι. Είπα», πρόσταξε κι ο Φώτης έσυρε να κάτσει δίπλα στον Παππού, απειλώντας: «Τράβα από ΄δώ τις μπούκλες σου, μη με γεμίσεις τρίχες και τι θα πω μετά στη Λουκία...».
Εγώ, αφού έβαλα το τσίπουρο που πρόσταξε ο Μαστρομανέλος, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν είχαμε γλέντι και πως μαζευτήκαμε για άλλο λόγο. «Δεν με γελάς εμένα, ρε χαμένο. Αφού άκουσα τα τέλια από το δρόμο. Γλεντάτε και το φυλάτε μυστικό». Μας είχαν προδώσει οι πενιές-γρατζουνιές του Πέτρου κι ο Μαστρομανέλος, λες κι άκουσε το τραγούδι απ΄ τις Σειρήνες, κουβαλήθηκε να γλεντήσει. «Μάστορα, ο Πέτρος γρατζούναγε τον μπαγλαμά, αλλά δεν ξέρει να παίζει», επέμεινα και προσπάθησα να τον βάλω στο θέμα λέγοντας πως «αύριο είναι του Αγίου Βαλεντίνου».
«Δεν πειράζει», μου είπε ο Μαστρομανέλος, λες και του είπα πως υπάρχει κάποιος άρρωστος στο καμαράκι. «Δεν κατάλαβες, μάστορα. Αύριο είναι η γιορτή των ερωτευμένων κι ο Φώτης δεν ξέρει πού να πάει την αρρεβωνιάρα», έκανα μια τελευταία προσπάθεια να ...συναντηθούμε. «Να την πάει κατά το ποτάμι. Είπα», πρόσταξε ο Μαστρομανέλος, θεωρώντας πως ο Φώτης δεν είχε μέρος να κουτουπώσει τη Λουκία. «Μόνο να του δείξω το μονοπάτι, μην τυχόν και πάει κατά ΄κεί που έχει φυτέψει τα βοτάνια ο Ασβός, γιατί αυτός βαστάει ντουφέκι κι άμα ακούσει φασαρία τη νύχτα, θα τους περάσει για χωροφυλάκους». Το θολωμένο μυαλό του Μαστρομανέλου είχε φτιάξει ολόκληρο σενάριο, ότι ο Φώτης θα πήγαινε για ...σομάλισμα κατά το ποτάμι και θα ΄πεφτε πάνω στη φυτεία του Ασβού, ο οποίος θα τον ντουφέκαγε νομίζοντας πως βρήκε τα βοτάνια η αστυνομία. Τρέχα γύρευε...
«Άκου, μάστορα. Ξέρω εγώ πού θα πάω να την κανονίσω τη Λουκία. Άλλο συζητάμε», διευκρίνισε ο Φώτης, ωστόσο ο Μαστρομανέλος παρέμενε σε άλλο μήκος κύματος. «Πώς την είπες;», ρώτησε. «Λουκία», απάντησε ο Φώτης. «Δεν πειράζει», τον ...καθησύχασε ο Μαστρομανέλος, που πιθανότατα θεωρούσε πολύ σοβαρή ασθένεια να έχουν κάποιοι και «Αγίου Βαλεντίνου» και «Λουκία» ταυτόχρονα. Δεν είχε κι άδικο, τώρα που το σκέφτομαι... «Μάστορα, άκου για να τελειώνουμε. Γιορτή είναι αύριο. Γιορτάζουν οι ερωτευμένοι. Κι εγώ πρέπει να βγάλω έξω την αρρεβωνιάρα. Και δεν έχω λεφτά. Κατάλαβες τώρα;».
«Πες το έτσι», είπε ο Μαστρομανέλος κι έβαλε το χέρι στο παντελόνι, από όπου έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα, με αποτέλεσμα τα μάτια του Φώτη να παίξουν φρουτάκια. «Φτου», έφτυσε τα δάχτυλα κι άρχισε να παραμερίζει τα πεντοχίλιαρα και τα χιλιάρικα, ψάχνοντας ένα πεντακοσάρικο. Το έβγαλε από το μάτσο, το έδωσε στον Φώτη και του είπε «να, πάρε να την κεράσεις μια πάστα από μένα. Αμυγδάλου να πάρεις, τ΄ ακούς; Όχι σοκολατίνα, γιατί όλα τα ληγμένα γάλατα σ΄ αυτές τα βάζουν. Αμυγδάλου. Είπα».
Ο Φώτης τσέπωσε το πεντακοσάρικο, δεσμεύτηκε «θα στο χρωστάω, μάστορα» (για πάντα εννοούσε, αλλά δεν το είπε), εκείνος μου έκλεισε το μάτι και συνέχισε να τον ορμηνεύει: «Θα φάτε την αμυγδάλου και μετά θα την πας κατά το ποτάμι. Πέρνα το πρωί από το γκαράζι να πάμε να σου δείξω το μονοπάτι, μην τυχόν και πέσεις πάνω στον Ασβό και σας ρίξει. Το πρωί. Είπα», πρόσταξε, ρούφηξε μεμιάς το τσίπουρο και σηκώθηκε τρεκλίζοντας να φύγει. «Ακριβά μου κόστισε το γλέντι κι ούτε πενιά δεν άκουσα. Μορφονιέ, σταμάτα να ντραγκανίζεις τον μπαγλαμά, γιατί κάνει λες και ακούω την οξυγονοκόλληση στο γκαράζι. Μίλτο, τα λέμε αύριο πρωί. Είπα», είπε κι άνοιξε την πόρτα. Έσπευσα να διευκρινίσω πως «δεν τα έχω εγώ με τη Λουκία», αλλά η απάντηση ήταν αναμενόμενη: «Δεν πειράζει. Έλα κι εσύ να σου δείξω το μονοπάτι. Θα σας δώσω και λουλούδια, από τον κήπο της Πολυξένης». Η Πολυξένη, η γυναίκα του, είχε ένα λιβάδι λουλούδια, με τα οποία προμήθευε τον νεκροθάφτη τον Μακιγιέ, αλλά και κάμποσα μπουζουξίδικα στην ευρύτερη περιοχή. «Τι να τα κάνω τα γαρύφαλλα, ρε μάστορα. Σε κηδεία θα πάω, ή στα μπουζούκια;», είπε ο Φώτης και πάτησε ευαίσθητη χορδή του Μαστρομανέλου. «Ναι, ρε. Στα μπουζούκια θα πας. Θα πας στο "Όνειρο", θα ζητήσεις τον Λούφα και θα του πεις ότι είσαι από μένα. Τσάκω κι ένα ταλιράκι, να πιείτε κι ένα ποτήρι για μένα», είπε και ξανάβγαλε το πάκο με τα λεφτά, ξανάφτυσε τα δάχτυλα κι έχωσε έναν Κολοκοτρώνη στο χέρι του Φώτη κι άλλον έναν στο δικό μου. «Να πας κι εσύ με τη δικιά σου. Είπα», είπε και δεν τόλμησα να πω πως δεν είχα δικιά μου. Κορόιδο ήμουν, να μου πάρει πίσω το πεντοχίλιαρο;
Την άλλη μέρα το πρωί, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου μεγάλη η χάρη του, πάλι έβρεχε. Έκλαιγε ο Θεός που του φορτώσαν τέτοιον άγιο. Ωστόσο, πήγαμε στο γκαράζι με τον Φώτη και μόλις μας είδε ο Μαστρομανέλος, μας κοίταξε έκπληκτος και απορημένος. «Τι θες εδώ, ρε σαϊτάν;», ρώτησε τον Φώτη, που του είχε βγει το όνομα ως κακό συναπάντημα. «Εσύ για καλό δεν ήρθες. Δανεικά δεν έχει. Ξέχασέ το. Τι θέλεις τούτος ΄δώ, ρε Μίλτο; Πάλι αφραγκίες έχει;». Δαγκώθηκα. Αν του θύμιζα πως το προηγούμενο απόγεμα μας έδωσε δυο πεντοχίλιαρα και ένα πεντακοσάρικο για να κεράσει ο Φώτης πάστα (αμυγδάλου) τη Λουκία και να πάμε στα μπουζούκια, θα τα ζήταγε πίσω. Όχι πως θα του τα έδινε ο Φώτης (που είχε τσουρνέψει και το δικό μου πεντοχίλιαρο – «τι να το κάνεις, αφού δεν έχεις γκόμενα;»), αλλά θα γινόμασταν από δυο χωριά και θα μπαίναμε σε δυσμένεια στον καφενέ του Μπάφα. «Να, μάστορα. Επειδή θέλει να πάει για ...σομάλισμα κι εσύ ξέρεις τα κατατόπια, είπαμε μήπως μας έλεγες ποιο μονοπάτι να πάρουμε στο ποτάμι, μην τυχόν και πέσουμε πάνω στον Ασβό», ξεφούρνισα το παραμύθι μου για να τον κάνω να νιώσει σπουδαίος.
«Δεν τα μάθατε; Τον πιάκανε ψες βράδυ τον Ασβό. Τρακόσα δέντρα είχε φυτέψει, λέει. Θανάπιανε καμιά φωτιά και θα μαστούριαζε μέχρι κι η Πρέβεζα. Τραβάτε τώρα, γιατί έχω δουλειά. Είπα», πρόσταξε, παρότι ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, φορώντας από συνήθεια κάτι γυαλιά σαν αεροπόρου που είχε για την οξυγονοκόλληση. «Πού ΄σαι, Φώτη. Μη νομίζεις πως ξεχνάω. Κανόνισε τι θα γίνει με τα δανεικά. Σύρε τώρα στην κοπέλα. Πώς τη λένε, είπες;», ρώτησε. «Λουκία», απάντησε ο Φώτης.
«Δεν πειράζει»...
Μέχρι ο Φώτης να επιστρέψει στον Μαστρομανέλο τα δανεικά, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Η συζήτηση σύντομα έφτασε σε αδιέξοδο. Ο Φώτης, ούτε αυτοκίνητο είχε για να το πάει βόλτα το κορίτσι (δεν θυμάμαι αν ήταν η 6η ή η 21η αρρεβωνιάρα), ούτε και λεφτά, όπως πάντα. Η πιθανότητα να τη βγάλει με δανεικά από τους υπόλοιπους, δεν είχε καμία ...πιθανότητα. Ο Φώτης μας χρώσταγε από τότε όσα χρωστάει η Ελλάδα στις μέρες μας, δεν σκόπευε να υπογράψει κανένα Μνημόνιο και είχε ήδη κηρύξει μια πτώχευση που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Εννοείται, πως ο Δεμπασκαλάς είχε απορρίψει και το θέμα της ημερήσιας διάταξης («δεν πας καλά», είπε μόλις του ανακοίνωσα το λόγο που θα μαζευόμασταν), αλλά και τις προτάσεις που έγιναν από την ομήγυρη («δεν πας καλά», είπε σε καθέναν ξεχωριστά και όταν ο Φώτης του ζήτησε να προτείνει εκείνος λύση, του απάντησε κι αυτουνού «δεν πας καλά»).
Κάπως έτσι, είχαμε τελματώσει, με αποτέλεσμα ο Παππούς να έχει ανοίξει την Ελευθεροτυπία και να διαβάζει Φρέντυ Γερμανό, ο Πέτρος ο Αρμένης να τυραννάει «ντρίγκι ντρίγκι» τον μπαγλαμά μου και να βογκάει «ααααχ, αχ ο μπαγλαμάς» (ως εκεί γιατί παρακάτω δεν ήξερε, ούτε να παίζει ούτε να λέει), ο Δεμπασκαλάς να απειλεί με αποχώρηση επειδή «δεν πάτε καλά», ενώ εγώ μάζευα πληροφορίες για κάποια ρετρό ιστορία που -δεν ήξερα ότι- θα έγραφα είκοσι και βάλε χρόνια μετά.
Τότε ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξα και είδα τον Μαστρομανέλο, μουσκεμένο από μέσα και απέξω. Από μέσα από το τσίπουρο κι απέξω από τη βροχή. Είχε πιει. Ξανά. Κι έβρεχε. Ξανά. «Γλέντι έχεις πάλι, ρε σαϊτάν; Γιατί δεν είπες τίποτα;. Βάλε ένα τσίπουρο. Είπα», είπε, μπούκαρε και θρονιάστηκε στη μοναδική πολυθρόνα που είχα, ξεσηκώνοντας τον Φώτη και γυρίζοντας προς το μέρος του τη σόμπα - κουκουνάρα που είχα για να ζεσταίνω το καμαράκι. «Σύρε κάτσε στο κρεβάτι. Είπα», πρόσταξε κι ο Φώτης έσυρε να κάτσει δίπλα στον Παππού, απειλώντας: «Τράβα από ΄δώ τις μπούκλες σου, μη με γεμίσεις τρίχες και τι θα πω μετά στη Λουκία...».
Εγώ, αφού έβαλα το τσίπουρο που πρόσταξε ο Μαστρομανέλος, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν είχαμε γλέντι και πως μαζευτήκαμε για άλλο λόγο. «Δεν με γελάς εμένα, ρε χαμένο. Αφού άκουσα τα τέλια από το δρόμο. Γλεντάτε και το φυλάτε μυστικό». Μας είχαν προδώσει οι πενιές-γρατζουνιές του Πέτρου κι ο Μαστρομανέλος, λες κι άκουσε το τραγούδι απ΄ τις Σειρήνες, κουβαλήθηκε να γλεντήσει. «Μάστορα, ο Πέτρος γρατζούναγε τον μπαγλαμά, αλλά δεν ξέρει να παίζει», επέμεινα και προσπάθησα να τον βάλω στο θέμα λέγοντας πως «αύριο είναι του Αγίου Βαλεντίνου».
«Δεν πειράζει», μου είπε ο Μαστρομανέλος, λες και του είπα πως υπάρχει κάποιος άρρωστος στο καμαράκι. «Δεν κατάλαβες, μάστορα. Αύριο είναι η γιορτή των ερωτευμένων κι ο Φώτης δεν ξέρει πού να πάει την αρρεβωνιάρα», έκανα μια τελευταία προσπάθεια να ...συναντηθούμε. «Να την πάει κατά το ποτάμι. Είπα», πρόσταξε ο Μαστρομανέλος, θεωρώντας πως ο Φώτης δεν είχε μέρος να κουτουπώσει τη Λουκία. «Μόνο να του δείξω το μονοπάτι, μην τυχόν και πάει κατά ΄κεί που έχει φυτέψει τα βοτάνια ο Ασβός, γιατί αυτός βαστάει ντουφέκι κι άμα ακούσει φασαρία τη νύχτα, θα τους περάσει για χωροφυλάκους». Το θολωμένο μυαλό του Μαστρομανέλου είχε φτιάξει ολόκληρο σενάριο, ότι ο Φώτης θα πήγαινε για ...σομάλισμα κατά το ποτάμι και θα ΄πεφτε πάνω στη φυτεία του Ασβού, ο οποίος θα τον ντουφέκαγε νομίζοντας πως βρήκε τα βοτάνια η αστυνομία. Τρέχα γύρευε...
«Άκου, μάστορα. Ξέρω εγώ πού θα πάω να την κανονίσω τη Λουκία. Άλλο συζητάμε», διευκρίνισε ο Φώτης, ωστόσο ο Μαστρομανέλος παρέμενε σε άλλο μήκος κύματος. «Πώς την είπες;», ρώτησε. «Λουκία», απάντησε ο Φώτης. «Δεν πειράζει», τον ...καθησύχασε ο Μαστρομανέλος, που πιθανότατα θεωρούσε πολύ σοβαρή ασθένεια να έχουν κάποιοι και «Αγίου Βαλεντίνου» και «Λουκία» ταυτόχρονα. Δεν είχε κι άδικο, τώρα που το σκέφτομαι... «Μάστορα, άκου για να τελειώνουμε. Γιορτή είναι αύριο. Γιορτάζουν οι ερωτευμένοι. Κι εγώ πρέπει να βγάλω έξω την αρρεβωνιάρα. Και δεν έχω λεφτά. Κατάλαβες τώρα;».
«Πες το έτσι», είπε ο Μαστρομανέλος κι έβαλε το χέρι στο παντελόνι, από όπου έβγαλε ένα μάτσο χαρτονομίσματα, με αποτέλεσμα τα μάτια του Φώτη να παίξουν φρουτάκια. «Φτου», έφτυσε τα δάχτυλα κι άρχισε να παραμερίζει τα πεντοχίλιαρα και τα χιλιάρικα, ψάχνοντας ένα πεντακοσάρικο. Το έβγαλε από το μάτσο, το έδωσε στον Φώτη και του είπε «να, πάρε να την κεράσεις μια πάστα από μένα. Αμυγδάλου να πάρεις, τ΄ ακούς; Όχι σοκολατίνα, γιατί όλα τα ληγμένα γάλατα σ΄ αυτές τα βάζουν. Αμυγδάλου. Είπα».
Ο Φώτης τσέπωσε το πεντακοσάρικο, δεσμεύτηκε «θα στο χρωστάω, μάστορα» (για πάντα εννοούσε, αλλά δεν το είπε), εκείνος μου έκλεισε το μάτι και συνέχισε να τον ορμηνεύει: «Θα φάτε την αμυγδάλου και μετά θα την πας κατά το ποτάμι. Πέρνα το πρωί από το γκαράζι να πάμε να σου δείξω το μονοπάτι, μην τυχόν και πέσεις πάνω στον Ασβό και σας ρίξει. Το πρωί. Είπα», πρόσταξε, ρούφηξε μεμιάς το τσίπουρο και σηκώθηκε τρεκλίζοντας να φύγει. «Ακριβά μου κόστισε το γλέντι κι ούτε πενιά δεν άκουσα. Μορφονιέ, σταμάτα να ντραγκανίζεις τον μπαγλαμά, γιατί κάνει λες και ακούω την οξυγονοκόλληση στο γκαράζι. Μίλτο, τα λέμε αύριο πρωί. Είπα», είπε κι άνοιξε την πόρτα. Έσπευσα να διευκρινίσω πως «δεν τα έχω εγώ με τη Λουκία», αλλά η απάντηση ήταν αναμενόμενη: «Δεν πειράζει. Έλα κι εσύ να σου δείξω το μονοπάτι. Θα σας δώσω και λουλούδια, από τον κήπο της Πολυξένης». Η Πολυξένη, η γυναίκα του, είχε ένα λιβάδι λουλούδια, με τα οποία προμήθευε τον νεκροθάφτη τον Μακιγιέ, αλλά και κάμποσα μπουζουξίδικα στην ευρύτερη περιοχή. «Τι να τα κάνω τα γαρύφαλλα, ρε μάστορα. Σε κηδεία θα πάω, ή στα μπουζούκια;», είπε ο Φώτης και πάτησε ευαίσθητη χορδή του Μαστρομανέλου. «Ναι, ρε. Στα μπουζούκια θα πας. Θα πας στο "Όνειρο", θα ζητήσεις τον Λούφα και θα του πεις ότι είσαι από μένα. Τσάκω κι ένα ταλιράκι, να πιείτε κι ένα ποτήρι για μένα», είπε και ξανάβγαλε το πάκο με τα λεφτά, ξανάφτυσε τα δάχτυλα κι έχωσε έναν Κολοκοτρώνη στο χέρι του Φώτη κι άλλον έναν στο δικό μου. «Να πας κι εσύ με τη δικιά σου. Είπα», είπε και δεν τόλμησα να πω πως δεν είχα δικιά μου. Κορόιδο ήμουν, να μου πάρει πίσω το πεντοχίλιαρο;
Την άλλη μέρα το πρωί, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου μεγάλη η χάρη του, πάλι έβρεχε. Έκλαιγε ο Θεός που του φορτώσαν τέτοιον άγιο. Ωστόσο, πήγαμε στο γκαράζι με τον Φώτη και μόλις μας είδε ο Μαστρομανέλος, μας κοίταξε έκπληκτος και απορημένος. «Τι θες εδώ, ρε σαϊτάν;», ρώτησε τον Φώτη, που του είχε βγει το όνομα ως κακό συναπάντημα. «Εσύ για καλό δεν ήρθες. Δανεικά δεν έχει. Ξέχασέ το. Τι θέλεις τούτος ΄δώ, ρε Μίλτο; Πάλι αφραγκίες έχει;». Δαγκώθηκα. Αν του θύμιζα πως το προηγούμενο απόγεμα μας έδωσε δυο πεντοχίλιαρα και ένα πεντακοσάρικο για να κεράσει ο Φώτης πάστα (αμυγδάλου) τη Λουκία και να πάμε στα μπουζούκια, θα τα ζήταγε πίσω. Όχι πως θα του τα έδινε ο Φώτης (που είχε τσουρνέψει και το δικό μου πεντοχίλιαρο – «τι να το κάνεις, αφού δεν έχεις γκόμενα;»), αλλά θα γινόμασταν από δυο χωριά και θα μπαίναμε σε δυσμένεια στον καφενέ του Μπάφα. «Να, μάστορα. Επειδή θέλει να πάει για ...σομάλισμα κι εσύ ξέρεις τα κατατόπια, είπαμε μήπως μας έλεγες ποιο μονοπάτι να πάρουμε στο ποτάμι, μην τυχόν και πέσουμε πάνω στον Ασβό», ξεφούρνισα το παραμύθι μου για να τον κάνω να νιώσει σπουδαίος.
«Δεν τα μάθατε; Τον πιάκανε ψες βράδυ τον Ασβό. Τρακόσα δέντρα είχε φυτέψει, λέει. Θανάπιανε καμιά φωτιά και θα μαστούριαζε μέχρι κι η Πρέβεζα. Τραβάτε τώρα, γιατί έχω δουλειά. Είπα», πρόσταξε, παρότι ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα, φορώντας από συνήθεια κάτι γυαλιά σαν αεροπόρου που είχε για την οξυγονοκόλληση. «Πού ΄σαι, Φώτη. Μη νομίζεις πως ξεχνάω. Κανόνισε τι θα γίνει με τα δανεικά. Σύρε τώρα στην κοπέλα. Πώς τη λένε, είπες;», ρώτησε. «Λουκία», απάντησε ο Φώτης.
«Δεν πειράζει»...
Μέχρι ο Φώτης να επιστρέψει στον Μαστρομανέλο τα δανεικά, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου