Κατ΄αρχάς, να ζητήσω συγνώμη για την απουσία των τελευταίων ημερών,
αλλά αυτή οφείλεται σε ανωτέρα βία. Πριν καν το καταλάβω βρέθηκα
ξαπλωμένος στον πάγκο του χειρουργείου και τώρα που (συγ)γράφω τούτο το πόνημα ασυναίσθητα μετράω με τα δάχτυλα και κάμποσα ράμματα από τη μια άκρη της -μικρότερης πια- κοιλιάς μου ως την άλλη. «Πες πως ήταν λιποαναρρόφηση», λέω μέσα μου. Αλλά δεν ήταν...
Τα συγκεκριμένα, φρέσκα ράμματα μου δίνουν την αφορμή για τη ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης (ξέρω ότι χρωστάω κι άλλες και θα προσπαθήσω να επανορθώσω το επόμενο διάστημα). Αυτή η ιστορία θα μας πάει πολλά χρόνια πίσω, στις αρχές των έιτις και στα πρώτα μου ράμματα, τα οποία οφείλονταν εν πολλοίς και στο πρώτο μου ποδοσφαιρικό ίνδαλμα. Πριν επεκταθώ, να υπενθυμίσω τα βασικά για όσους δεν τα γνωρίζουν, ότι δηλαδή η ομάδα που με έβαλε στο «λούκι» του ποδοσφαίρου ήταν η Λίβερπουλ του Μπομπ Πέισλι κι ότι ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Κέβιν Κίγκαν, κορυφαίος στον κόσμο εκείνη την εποχή βάσει προσωπικών βραβείων (είχε πάρει δύο «Χρυσές Μπάλες» και είμαι βέβαιος πως τού είχαν απονείμει και το «Χρυσό Ψαλίδι», καθώς τέτοιο μαλλί δεν ξαναεμφανίστηκε στο διεθνές ποδόσφαιρο).
Ο Κίγκαν ήταν το μεγάλο αστέρι της Λίβερπουλ των πρώτων χρόνων της κυριαρχίας της στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, ωστόσο πάνω στα ντουζένια του κι ενώ η ομάδα μεγαλουργούσε, την ...κοπάνησε και πήγε στο Αμβούργο (προ Ερνστ Χάπελ). Κι επειδή τότε ήμουν πιο πολύ «Κίγκαν» παρά Λίβερπουλ ώστε να τον μισήσω, έγινα (και) Αμβούργο! Μάλλον, απλώς συμπαθούσα το Αμβούργο, χωρίς ωστόσο να φτάσω ποτέ σε επίπεδα λατρείας, παρότι το 1983 απόλαυσα από τις εξέδρες του Οάκα την γκολάρα του Μάγκατ και τη νίκη επί της Γιουβέντους στον τελικό του Πρωταθλητριών.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα, επί Κίγκαν (το 1983 είχε πια γυρίσει στην Αγγλία με τη φανέλα της Σαουθάμπτον, στο ξεκίνημα της ποδοσφαιρικής του παρακμής), το Αμβούργο είχε χάσει από τη Νότιγχαμ Φόρεστ στον τελικό του «Μπερναμπέου», με αποτέλεσμα να στενοχωρηθώ πολύ εκείνο το βράδυ και να ξενερώσω επικίνδυνα, μέχρι την επόμενη χρονιά που η Λίβερπουλ πήρε το κιούπι και ήμουν πολύ χαρούμενος γι΄ αυτό (και επειδή το πήρε, αλλά και επειδή ο Νταλγκλίς είχε αρχίσει να ξορκίζει το φάντασμα του Κίγκαν).
Ας μείνουμε, όμως, στον Κίγκαν. Τότε, λοιπόν, που ο Κέβιν μεσουρανούσε, θυμάμαι τις δεκάδες ανεπιτυχείς προσπάθειες που έκανα με την ελπίδα να τού μοιάσω έστω και λίγο. Δυστυχώς (ευτυχώς δηλαδή, αλλά τότε το ένιωθα ως μεγάλη δυστυχία), φυσιογνωμικά ήμουν χαμένος από χέρι. Ο Κέβιν ήταν κοντοπούτανος κι εγώ από τα πρώτα χρόνια εκείνης της εφηβείας ήμουν μάλλον ψηλότερός του.
Παράλληλα, όσες προσπάθειες κι αν έκανα, ήταν δεδομένο πως δεν θα μπορούσα ποτέ να φτιάξω εκείνο το -άλλοτε μπουκλωτό κι άλλοτε ισιωμένο στην πρέσσα- μαλλί με τον λασπωτήρα. Εμένα η μάνα μου (που δεν με ξανακάνει, όπως έλεγε κι ο επίσης αγαπημένος Κοινούσης της εποχής) με είχε φτιάξει με ίσιο μαλλί, σαν πρόκα, ενώ ο πατέρας μου, μόλις διαπίστωνε πως το μήκος του λασπωτήρα ξεπερνούσε τον ένα πόντο, με κατηγορούσε ως «χίπη» ή «τεντιμπόυ», με βούταγε από το χέρι και με πάρκαρε στην ...ηλεκτρική καρέκλα του μπαρμπέρη του Σεραφείμ, που όσο ήξερε αυτός να κουρεύει άλλο τόσο έμοιαζα εγώ φυσιογνωμικά στον Κίγκαν.
(άσχετο: ο Σεραφείμ, με τη δικαιολογία ότι είχα πολύ πυκνό μαλλί -ευτυχώς το έχω ακόμα, έστω και με άλλο χρώμα (όχι, δεν τα βάφω)- με κούρευε με ένα οδοντωτό προβατοψάλιδο, με αποτέλεσμα τον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των πιθανοτήτων μου να τα φτιάξω με τη Νατάσα. Ευτυχώς η κοπέλα είχε κάποιο βίτσιο και της άρεσαν οι ψαλιδιές, με αποτέλεσμα ένα σύντομο ειδύλλιο δύο ημερών και 14 ωρών, στο οποίο μια φορά της έπιασα το χέρι και άλλη μία δοκίμασα να τη φιλήσω, με μπόνους ένα χαστούκι που με πονάει ακόμα).
Φυσιογνωμικά, λοιπόν, αποφάσισα πως ...δεν τον είχα τον Κίγκαν, αλλά είχα πάντα τις δυνατότητες να του μοιάσω αγωνιστικά. Να γίνω παιχταράς σαν κι αυτόν. Να πάω στη Λίβερπουλ (στο Αμβούργο δεν ήθελα να πάω). Να πάρω τη «Χρυσή Μπάλα» κι ένα χρυσό προβατοψάλιδο, να το κάνω δώρο στον Σεραφείμ μπας και τα ξαναφτιάξω με τη Νατάσα.
Έτσι, όταν το περιοδικό «Μπλεκ» έκανε τη ...μεγαλύτερη προσφορά στην ιστορία του ελληνικού Τύπου, ένιωσα πως είχα την ευκαιρία μου. Ο «Μπλεκ» έβγαλε μια συλλογή από χαρτάκια, στα οποία το σκίτσο του Κέβιν Κίγκαν έδινε οδηγίες για να γίνουμε παιχταράδες σαν κι αυτόν. Θα με «μάθαινε» -υποτίθεται- τα πάντα, από το πώς να βάζω τις καλαμίδες σωστά, μέχρι το πώς να κάνω ανάποδα (προβατο)ψαλίδια, μάλλον ξεχνώντας ευφυώς τα ενδιάμεσα (πώς να παίζω σωστή μπάλα δηλαδή) για προφανείς λόγους: ήθελε να με αποπροσανατολίζει για να μην του κλέψω τη δόξα.
Τέλος πάντων, εγώ προσπάθησα να κάνω σωστά όσα έλεγε. Ωστόσο, δεν είχα καλαμίδες (εδώ δεν είχαμε μπάλα συνήθως κι όταν είχαμε μάς την έσκιζαν ο Πέτρος της Κουφής ή ο Μαστρομανέλος, που φόραγε κάτι γυαλιά για να μην τον πιάνει η ηλεκτροκόλληση και κυκλοφορούσε έξω με αυτά, λες κι ήταν πιλότος σε βομβαρδιστικό). Κι επειδή δεν είχα καλαμίδες, πήγα στο επόμενο μάθημα κι επειδή τα περισσότερα μαθήματα απαιτούσαν πράγματα που δεν είχα (παπούτσια με τάπες, κώνους, δοκάρια - εμείς βάζαμε δύο πέτρες για να σημαδέψουμε την «εστία»), αποφάσισα να πάω στα γρήγορα στο τελευταίο: ανάποδο ψαλίδι!
Για κακή μου τύχη και με ακόμα χειρότερη έμπνευση, αποφάσισα να δοκιμάσω τη συνταγή της επιτυχίας στο πλακόστρωτο της εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν τέσσερα ράμματα στο κεφάλι κι άλλα οκτώ στο γόνατο, σύνολο δώδεκα ράμματα, ένα σημάδι που δεν φαίνεται (με έσωσε το πυκνό μαλλί), ένα που φαίνεται (δεν έχω τόσο πυκνό μαλλί στο γόνατο) και μια απορία που δεν έχω απαντήσει ακόμα: πώς διάβολο βάρεσα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και στο μπροστά του ποδιού; Πώς βρέθηκαν τα μάτια και ο κώλος μου να κοιτάνε τον ουρανό;
Έκτοτε, τα «πολύτιμα» χαρτάκια με τις οδηγίες του Κέβιν μπήκαν στο συρτάρι και μετά από αρκετές μετακομίσεις όλα αυτά τα χρόνια, τα είδα πρόσφατα κάπου, σε κάποια γωνιά, μέσα στην παλιά σερβάντα του πατρικού μου. Μαζί με κάμποσες ακόμα αναμνήσεις, που δεν είναι του παρόντος. Μην τα πούμε και όλα σε μια ρετρό ιστορία μπλεγμένη στα ράμματα...
Μέχρι να ξεχρεώσω τις ρετρό ιστορίες που χρωστάω και να ξεχάσω τα πρώτα μου ράμματα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Τα συγκεκριμένα, φρέσκα ράμματα μου δίνουν την αφορμή για τη ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης (ξέρω ότι χρωστάω κι άλλες και θα προσπαθήσω να επανορθώσω το επόμενο διάστημα). Αυτή η ιστορία θα μας πάει πολλά χρόνια πίσω, στις αρχές των έιτις και στα πρώτα μου ράμματα, τα οποία οφείλονταν εν πολλοίς και στο πρώτο μου ποδοσφαιρικό ίνδαλμα. Πριν επεκταθώ, να υπενθυμίσω τα βασικά για όσους δεν τα γνωρίζουν, ότι δηλαδή η ομάδα που με έβαλε στο «λούκι» του ποδοσφαίρου ήταν η Λίβερπουλ του Μπομπ Πέισλι κι ότι ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Κέβιν Κίγκαν, κορυφαίος στον κόσμο εκείνη την εποχή βάσει προσωπικών βραβείων (είχε πάρει δύο «Χρυσές Μπάλες» και είμαι βέβαιος πως τού είχαν απονείμει και το «Χρυσό Ψαλίδι», καθώς τέτοιο μαλλί δεν ξαναεμφανίστηκε στο διεθνές ποδόσφαιρο).
Ο Κίγκαν ήταν το μεγάλο αστέρι της Λίβερπουλ των πρώτων χρόνων της κυριαρχίας της στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, ωστόσο πάνω στα ντουζένια του κι ενώ η ομάδα μεγαλουργούσε, την ...κοπάνησε και πήγε στο Αμβούργο (προ Ερνστ Χάπελ). Κι επειδή τότε ήμουν πιο πολύ «Κίγκαν» παρά Λίβερπουλ ώστε να τον μισήσω, έγινα (και) Αμβούργο! Μάλλον, απλώς συμπαθούσα το Αμβούργο, χωρίς ωστόσο να φτάσω ποτέ σε επίπεδα λατρείας, παρότι το 1983 απόλαυσα από τις εξέδρες του Οάκα την γκολάρα του Μάγκατ και τη νίκη επί της Γιουβέντους στον τελικό του Πρωταθλητριών.
Ίσως φταίει το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια νωρίτερα, επί Κίγκαν (το 1983 είχε πια γυρίσει στην Αγγλία με τη φανέλα της Σαουθάμπτον, στο ξεκίνημα της ποδοσφαιρικής του παρακμής), το Αμβούργο είχε χάσει από τη Νότιγχαμ Φόρεστ στον τελικό του «Μπερναμπέου», με αποτέλεσμα να στενοχωρηθώ πολύ εκείνο το βράδυ και να ξενερώσω επικίνδυνα, μέχρι την επόμενη χρονιά που η Λίβερπουλ πήρε το κιούπι και ήμουν πολύ χαρούμενος γι΄ αυτό (και επειδή το πήρε, αλλά και επειδή ο Νταλγκλίς είχε αρχίσει να ξορκίζει το φάντασμα του Κίγκαν).
Ας μείνουμε, όμως, στον Κίγκαν. Τότε, λοιπόν, που ο Κέβιν μεσουρανούσε, θυμάμαι τις δεκάδες ανεπιτυχείς προσπάθειες που έκανα με την ελπίδα να τού μοιάσω έστω και λίγο. Δυστυχώς (ευτυχώς δηλαδή, αλλά τότε το ένιωθα ως μεγάλη δυστυχία), φυσιογνωμικά ήμουν χαμένος από χέρι. Ο Κέβιν ήταν κοντοπούτανος κι εγώ από τα πρώτα χρόνια εκείνης της εφηβείας ήμουν μάλλον ψηλότερός του.
Παράλληλα, όσες προσπάθειες κι αν έκανα, ήταν δεδομένο πως δεν θα μπορούσα ποτέ να φτιάξω εκείνο το -άλλοτε μπουκλωτό κι άλλοτε ισιωμένο στην πρέσσα- μαλλί με τον λασπωτήρα. Εμένα η μάνα μου (που δεν με ξανακάνει, όπως έλεγε κι ο επίσης αγαπημένος Κοινούσης της εποχής) με είχε φτιάξει με ίσιο μαλλί, σαν πρόκα, ενώ ο πατέρας μου, μόλις διαπίστωνε πως το μήκος του λασπωτήρα ξεπερνούσε τον ένα πόντο, με κατηγορούσε ως «χίπη» ή «τεντιμπόυ», με βούταγε από το χέρι και με πάρκαρε στην ...ηλεκτρική καρέκλα του μπαρμπέρη του Σεραφείμ, που όσο ήξερε αυτός να κουρεύει άλλο τόσο έμοιαζα εγώ φυσιογνωμικά στον Κίγκαν.
(άσχετο: ο Σεραφείμ, με τη δικαιολογία ότι είχα πολύ πυκνό μαλλί -ευτυχώς το έχω ακόμα, έστω και με άλλο χρώμα (όχι, δεν τα βάφω)- με κούρευε με ένα οδοντωτό προβατοψάλιδο, με αποτέλεσμα τον ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό των πιθανοτήτων μου να τα φτιάξω με τη Νατάσα. Ευτυχώς η κοπέλα είχε κάποιο βίτσιο και της άρεσαν οι ψαλιδιές, με αποτέλεσμα ένα σύντομο ειδύλλιο δύο ημερών και 14 ωρών, στο οποίο μια φορά της έπιασα το χέρι και άλλη μία δοκίμασα να τη φιλήσω, με μπόνους ένα χαστούκι που με πονάει ακόμα).
Φυσιογνωμικά, λοιπόν, αποφάσισα πως ...δεν τον είχα τον Κίγκαν, αλλά είχα πάντα τις δυνατότητες να του μοιάσω αγωνιστικά. Να γίνω παιχταράς σαν κι αυτόν. Να πάω στη Λίβερπουλ (στο Αμβούργο δεν ήθελα να πάω). Να πάρω τη «Χρυσή Μπάλα» κι ένα χρυσό προβατοψάλιδο, να το κάνω δώρο στον Σεραφείμ μπας και τα ξαναφτιάξω με τη Νατάσα.
Έτσι, όταν το περιοδικό «Μπλεκ» έκανε τη ...μεγαλύτερη προσφορά στην ιστορία του ελληνικού Τύπου, ένιωσα πως είχα την ευκαιρία μου. Ο «Μπλεκ» έβγαλε μια συλλογή από χαρτάκια, στα οποία το σκίτσο του Κέβιν Κίγκαν έδινε οδηγίες για να γίνουμε παιχταράδες σαν κι αυτόν. Θα με «μάθαινε» -υποτίθεται- τα πάντα, από το πώς να βάζω τις καλαμίδες σωστά, μέχρι το πώς να κάνω ανάποδα (προβατο)ψαλίδια, μάλλον ξεχνώντας ευφυώς τα ενδιάμεσα (πώς να παίζω σωστή μπάλα δηλαδή) για προφανείς λόγους: ήθελε να με αποπροσανατολίζει για να μην του κλέψω τη δόξα.
Τέλος πάντων, εγώ προσπάθησα να κάνω σωστά όσα έλεγε. Ωστόσο, δεν είχα καλαμίδες (εδώ δεν είχαμε μπάλα συνήθως κι όταν είχαμε μάς την έσκιζαν ο Πέτρος της Κουφής ή ο Μαστρομανέλος, που φόραγε κάτι γυαλιά για να μην τον πιάνει η ηλεκτροκόλληση και κυκλοφορούσε έξω με αυτά, λες κι ήταν πιλότος σε βομβαρδιστικό). Κι επειδή δεν είχα καλαμίδες, πήγα στο επόμενο μάθημα κι επειδή τα περισσότερα μαθήματα απαιτούσαν πράγματα που δεν είχα (παπούτσια με τάπες, κώνους, δοκάρια - εμείς βάζαμε δύο πέτρες για να σημαδέψουμε την «εστία»), αποφάσισα να πάω στα γρήγορα στο τελευταίο: ανάποδο ψαλίδι!
Για κακή μου τύχη και με ακόμα χειρότερη έμπνευση, αποφάσισα να δοκιμάσω τη συνταγή της επιτυχίας στο πλακόστρωτο της εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν τέσσερα ράμματα στο κεφάλι κι άλλα οκτώ στο γόνατο, σύνολο δώδεκα ράμματα, ένα σημάδι που δεν φαίνεται (με έσωσε το πυκνό μαλλί), ένα που φαίνεται (δεν έχω τόσο πυκνό μαλλί στο γόνατο) και μια απορία που δεν έχω απαντήσει ακόμα: πώς διάβολο βάρεσα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και στο μπροστά του ποδιού; Πώς βρέθηκαν τα μάτια και ο κώλος μου να κοιτάνε τον ουρανό;
Έκτοτε, τα «πολύτιμα» χαρτάκια με τις οδηγίες του Κέβιν μπήκαν στο συρτάρι και μετά από αρκετές μετακομίσεις όλα αυτά τα χρόνια, τα είδα πρόσφατα κάπου, σε κάποια γωνιά, μέσα στην παλιά σερβάντα του πατρικού μου. Μαζί με κάμποσες ακόμα αναμνήσεις, που δεν είναι του παρόντος. Μην τα πούμε και όλα σε μια ρετρό ιστορία μπλεγμένη στα ράμματα...
Μέχρι να ξεχρεώσω τις ρετρό ιστορίες που χρωστάω και να ξεχάσω τα πρώτα μου ράμματα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου