Ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος γράφει στο
sport-fm.gr για τα όσα έκανε η Μάργκαρετ Θάτσερ στο αγγλικό ποδόσφαιρο
και για τον μύθο που έχει δημιουρηγθεί γύρω από τις ενέργειες της.
Η Θάτσερ, της οποίας η σχέση με το ποδόσφαιρο αρχίζει και τελειώνει στην απόφασή της να απαγορεύσει τη συμμετοχή των αγγλικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, δεν έκανε τίποτε για να αλλάξει το αγγλικό ποδόσφαιρο και ο περίγυρός του, στην δεκαετία του 80.
Πέρα από την απόφαση απαγόρευσης και την αυστηροποίηση των αστυνομικών μέτρων, μέσα και έξω από τα γήπεδα, δεν έκανε απολύτως τίποτε σε θεσμικό επίπεδο. Εδώ κάποιοι, που δεν έχουν ιδέα τι ακριβώς συνέβη μετά το Χέιζελ και κυρίως μετά το Χίλσμπορο, πιστεύουν ότι η απαγόρευση συμμετοχής στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις είναι το φάρμακο που θα εξαφανίσει τη βία και τα προβλήματα που φέρνει μαζί της.
Τους διαφεύγει, πέραν όλων των άλλων, ότι εκείνη την εποχή οι ομάδες δεν είχαν συμφωνίες τηλεοπτικών δικαιωμάτων και χωριστές συμφωνίες με χορηγούς οι οποίες περιλαμβάνουν πολύ ισχυρές ρήτρες, που καθιστούν τέτοιες αποφάσεις σήμερα, απαγορευτικές.
Ας δούμε, όμως, τι λέει για την Θάτσερ και την παρέμβασή της στο ποδόσφαιρο κάποιος που τα έζησε και τα ξέρει καλά. Ο δημοσιογράφος – συγγραφέας Τζέισον Κόουλεϊ που σημειώνει στο βιβλίο του «το τελευταίο παιχνίδι» (εκδ. Τόπος) τα παρακάτω:
«Τον Αύγουστο του 1989 ο αρχιδικαστής Τέϊλορ δημοσιοποίησε την προσωρινή του έκθεση για την τραγωδία στο Χίλσμπορο. Η τελική έκθεση δημοσιοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1990. Στη δεκαετία του ’80, όποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ και οι σύμβουλοι της είχαν αναγκαστεί κάτω από το βάρος ορισμένων ατυχών και δυσάρεστων περιστατικών - μια βίαιη διατάραξη της τάξης από οπαδούς της Μίλγουολ στο Λούτον το 1984 ή το Χέιζελ- να διαχειριστούν την κρίση στο αγγλικό ποδόσφαιρο, είδαν την κατάσταση και έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους. Λες και η πρωθυπουργός δεν μπορούσε να σκεφτεί με επινοητικό τρόπο γύρω από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, τα προβλήματα του ή για την κουλτούρα του σωβινισμού και τη βία που το περιέβαλλαν. Το πρωινό που ακολούθησε την τραγωδία του Χέιζελ, με τους θανάτους εκείνων των τριάντα εννιά οπαδών της Γιουβέντους, η επίσημη αντίδραση της κυρίας Θάτσερ ήταν η δήλωση: «Δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Το φταίξιμο είναι αποκλειστικά της Αγγλίας». Φαινόταν πώς η κυβέρνηση αφενός δεν ήταν ικανή να κάνει ούτε τα ελάχιστα λογικά πράγματα που θα μπορούσε, όταν ερχόταν αντιμέτωπη με το παιχνίδι αλλά ούτε και είχε την δυνατότητα να φροντίσει για την εξυγίανσή του. Δεν είχε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, κάποιο σχέδιο. Το φταίξιμο ήταν απλά της Αγγλίας. Αντί λοιπόν να προσεγγίσουν δημιουργικά το πρόβλημα, οι Συντηρητικοί δημιούργησαν τη λύση του «Νομοσχεδίου για τους φίλους του ποδοσφαίρου».
Αν αυτό το νομοσχέδιο είχε γίνει νόμος, οι οπαδοί θα ήταν αναγκασμένοι να έχουν ταυτότητες, στην ουσία, δηλαδή η ιδιότητά τους ως φιλάθλων θα είχε ποινικοποιηθεί. Η κυβέρνηση είχε θεωρήσει δεδομένο ότι ο αρχιδικαστής λόρδος Τέιλορ θα επικύρωνε αυτή την πρωτοβουλία της, στην έκθεσή του. Όμως, την απέρριψε.
«Ο Τέιλορ, εκτός από τα θέματα ασφαλείας, ενδιαφερόταν για πολλά περισσότερα ζητήματα», λέει ο Τζον Γουίλιαμς της ομάδας μελετών του ποδοσφαίρου, του Πανεπιστημίου του Λέστερ. «Η δική του έκθεση ήταν φιλελεύθερη, με πλατειά αντίληψη του αντικειμένου, εξέταζε την κουλτούρα του παιχνιδιού, το γιατί αυτό το πράγμα που ονομαζόταν ποδόσφαιρο ήταν τόσο σημαντικό για εμάς. Καμία από τις έρευνες σχετικά με το παιχνίδι δεν το είχε κάνει αυτό πριν. Επίσης, έδωσε στους φιλάθλους μια ευκαιρία να συνεισφέρουν μέσα από την Ένωση των φίλων του Ποδοσφαίρου. Η συμβολική σπουδαιότητα αυτής της κίνησης ήταν τεράστια. Το Χίλσμπορο δεν είχε να κάνει με το χουλιγκανισμό αλλά εγκλωβίστηκε μέσα σε αυτόν εξαιτίας της εμμονής μας. Εκείνο που μας έδωσε ο λόρδος Τέιλορ ήταν ένα πρόγραμμα δράσης για την αλλαγή».
Η εκθεση Τέιλορ
Και συνεχίζει ο Κόουλεϊ: «Η Έκθεση ΤέΙλορ, με τη υπόδειξη της για γήπεδα όπου όλοι οι θεατές θα είχαν την θέση τους και δεν θα υπήρχαν όρθιοι αλλά και με το φωτισμένο της φιλελευθερισμό, άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο για πάντα. Και το άλλαξε σε τέτοιο σημείο που, είκοσι χρόνια μετά, αν κάποιος μιλήσει για το αγγλικό ποδόσφαιρο του σήμερα και την εικόνα του συγκρίνοντάς την με εκείνη που είχε πριν το Χίλσμπορο, θα είναι σαν να το συγκρίνει με τον κινηματογράφο, πριν και μετά την έλευση του ήχου. Είναι το ίδιο πράγμα που συμβαίνει με την μετάβαση από μία εποχή σε μία άλλη.
Το Χίλσμπορο ήταν η στιγμή μίας αμετάκλητης και βαθειάς πολιτιστικής αλλαγής. Ωστόσο, χρειαζόμασταν ένα περιστατικό με τη βαρύτητα του Χίλσμπορο –μια αγγλική τραγωδία που θα ξεδιπλωνόταν μπροστά σε ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό- για να δεχτεί η κυβέρνηση και εκείνοι που διοικούσαν το παιχνίδι ότι, κατά τη χρονιά που γιόρταζε τα 100 του χρόνια, το αγγλικό ποδόσφαιρο είχε φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. Η κουλτούρα του παιχνιδιού έπρεπε να αλλάξει οριστικά, αν επρόκειτο ποτέ το ποδόσφαιρο να διασωθεί και να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από μονοπώλιο του λευκού άνδρα της εργατικής τάξης, ένα θέατρο μίσους και βίαιων, συχνά ρατσιστικών και με μισογυνικό χαρακτήρα υπερβολών.
Επίσης, το 1989, στις 5 Φεβρουαρίου ο τηλεοπτικός σταθμός του Ρούπερτ Μέρντοχ Sky Television (που μετονομάστηκε BSkyB το 1990 μετά την εξαγορά του ανταγωνιστικού δορυφορικού αναμεταδότη broadcaster BSB Alliance) ξεκίνησε την εκπομπή του στη Βρετανία μέσω του δορυφόρου Astra. Η αγορά του δικαιώματος της αποκλειστικής αναμετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων το 1992 από την νεοϊδρυθείσα –τότε- Πρέμιερ Λιγκ, θα ήταν το μέσο που θα μεγάλωνε την συνδρομητική βάση του καναλιού στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ήταν προφανές ότι ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε ένα νέο συμβόλαιο μεταξύ του ποδοσφαίρου και της κοινωνίας. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, μάλιστα, ο Sky ήταν εκείνος που θα αναλάμβανε να υπαγορεύσει πολλούς από τους όρους και τα άρθρα εκείνου του νέου συμβολαίου, ακριβώς την στιγμή που το ποδόσφαιρο άρχισε τη μετατόπισή του από το περιθώριο στο κέντρο του πολιτισμού μας”.
πηγή: sport-fm.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου