Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

«Πιστεύω εις έναν Θεό, Γκάλη Αυτοκράτορα»

Ο Βασίλης Παπανδρέου ξεχνάει κάθε ίχνος αντικειμενικότητας -και καθαρού μυαλού- και γράφει για τον Γκάλη που συνεχίζει να του προκαλεί ρίγος, άγχος και ένα… χαζοχαρούμενο χαμόγελο ευτυχίας!
Είναι ωραίο να είσαι αρχισυντάκτης στο κορυφαίο ελληνικό site! Είναι ωραίο, αφενός, γιατί συμμετέχεις δημιουργικά σε ένα Μέσο που διαβάζεται από εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά και γιατί μπορείς να γράφεις τη γνώμη σου για ανθρώπους που μια φορά κι έναν καιρό θεωρούσες «θεούς».
ADVERTISEMENT
Κι εγώ, τον Γκάλη τον θεωρούσα Θεό. Κανονικό όμως, χωρίς εισαγωγικά. Θεό που κάνει θαύματα! Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη των 80s, πέντα λεπτά μακριά από το Παλέ, ο Γκάλης δεν ήταν απλώς ο κορυφαίος παίκτης της αγαπημένης μου ομάδας. Αν και για να είμαι ειλικρινής, πρώτα έγινα «Γκάλης» και μετά Άρης. Βλέπετε, στο νηπιαγωγείο, όταν με ρώτησαν για πρώτη φορά τι ομάδα είμαι, η πρώτη μου απάντηση ήταν «Γκάλης», γιατί ήμουν πεπεισμένος ότι αυτός ο κοντός μαλλιαρός τύπος ήταν μια ομάδα μόνος του. Προφανώς, δεν ήταν και δεν πρέπει να αδικώ τους μεγάλους παίκτες που πάντα είχε στο πλάι του, αλλά ήταν ίσως ο τελευταίος στο παγκόσμιο μπάσκετ, που έφτασε τόσο κοντά να κάνει πράξη τη φράση «ο ένας που κερδίζει τους πέντε».
Ο Γκάλης ήταν ο Θεός λοιπόν κι εγώ ήμουν ο πιστός του. Άλλωστε, όταν ένα κρύο μεσημέρι του 1988, κάναμε βόλτα στην Τσιμισκή με τους γονείς μου και η μαμά μου είπε «Βασίλη, δες ο Γκάλης», η πρώτη μου αντίδραση ήταν «Μαμά, τι λες; Σιγά μην είναι ο Γκάλης…» Καλά της είπα! Οι Θεοί δεν προχωράνε στον δρόμο και σίγουρα δεν κάνουν βόλτα μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ευτυχώς, η μαμά μου είχε περισσότερη υπομονή από τον γιο της και με πήγε στο απέναντι πεζοδρόμιο για να πάρω το 1ο μου αυτόγραφο από τον Νικ, που ακόμα και σήμερα υπάρχει στο πορτοφόλι μου. Για να του μιλήσω, ούτε λόγος. Ήταν η πρώτη αποτυχημένη -από τις πολλές- απόπειρα που έκανα να αρθρώσω μια κανονική πρόταση μπροστά στον Γκάλη.
Λίγους μήνες μετά, πήγα για πρώτη φορά στο γήπεδο και είδα τον Άρη να κερδίζει την Μακάμπι (αν ενδιαφέρεστε για μια ακόμα βουτιά «Αυτοκρατορολαγνίας» μπορείτε να μπείτε εδώ), ενώ ένα χρόνο μετά ο προπονητής μας στο μπάσκετ στα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη και παλιός παίκτης και πρωταθλητής Ελλάδας με τον Άρη, ο Βασίλης Παραμανίδης, είχε την έμπνευση να φέρει στο σχολείο τον Γκάλη και τον Ρωμανίδη για να γνωρίσουν τους μικρούς μαθητές. Στην «πρόσκληση» υπήρχε μια υποσημείωση. Κάθε παιδάκι μπορούσε να φέρει μαζί του -ΑΥΣΤΗΡΑ- δύο συνοδούς. Το απόγευμα εκείνο στο κλειστό του σχολείου μαζεύτηκαν περίπου 100 παιδάκια, και 500.. μαντράχαλοι (μπαμπάδες, μεγάλα αδέλφια, φίλοι, θείοι, μακρινά ξαδέλφια) που ήρθαν να δουν από κοντά τον… Θεό.
Κάπου εκεί είμαι κι εγώ...
Πέρασαν τα χρόνια και δυστυχώς η μαγεία χάθηκε! Ο Θεόφιλος Μητρούδης πήρε την πιο ακατανόητη απόφαση στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, ο Γκάλης αποχώρησε δακρυσμένος από τον Άρη, αλλά εγώ είχα… άλλα σχέδια. Το εξοχικό μου στη Χαλκιδική είναι δίπλα -στην κυριολεξία- στην κατασκήνωση “Nick Galis” Camp κι έτσι το καλοκαίρι του 1992, κάθε πρωί έπαιρνα το κίτρινο BMΧ ποδηλατάκι μου, φορώντας την κίτρινη φανέλα με το 6 και πήγαινα στην πύλη της κατασκήνωσης και περίμενα. Τι περίμενα; Ούτε που ξέρω! Περίμενα να έρθει ο Γκάλης και να του πω «σε παρακαλώ, μη φύγεις, μείνε εδώ». Τελικά, μια μέρα, η μαύρη Mercedes ήρθε στο Πευκοχώρι, ο Νικ κατέβασε το παράθυρο, μου χαμογέλασε, αλλά -προφανώς- στάθηκε αδύνατο να αρθρώσω την παραμικρή φράση.
Πέρασαν ακόμα περισσότερα χρόνια, συνάντησα πολλές φορές τον Γκάλη στη Χαλκιδική και στη Θεσσαλονίκη, πάντα αδυνατώντας να του «χαρίσω» κάτι περισσότερο από ένα «χαζοχαρούμεν»ο χαμόγελο, μέχρι που μια μέρα τον είδα μπροστά μου στο γκαράζ στη Θεσσαλονίκη. Ο Γκάλης έβγαινε κι εγώ έμπαινα. Ήμασταν μόνοι μας και ήταν η μεγάλη μου ευκαιρία. Απέτυχα οικτρά! Έμεινα εκεί να τον κοιτάζω, οπότε τι να κάνει κι αυτός; Χαμογέλασε στον τύπο που είχα «μαρμαρώσει» μπροστά του.
Χαμόγελο «επιτυχίας»
Σεπτέμβριος του 2007, Eurobasket της Ισπανίας και ο Γκάλης μπαίνει στο ευρωπαϊκό Hall of Fame. Προφανώς, ήμουν κι εγώ εκεί, ως απεσταλμένος του Επενδυτή και του Sportime.gr (αιωνία τους η μνήμη) και είμαι πια αποφασισμένος να του κάνω μια συνέντευξη. Ο Βαγγέλης Ιωάννου ανέλαβε τις συστάσεις «Νικ, ο Σίλι -εγώ είμαι ο Σίλι, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία- θέλει να μιλήσετε για 2 λεπτά, αν έχεις την καλοσύνη». Ο Γκάλης απάντησε θετικά, τα 2 λεπτά έγιναν 10, αλλά παρά το ότι δημοσιεύτηκε ολόκληρο 2σέλιδο στον «Επενδυτή», δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε πώς κατάφερα να διατυπώσω με ρήμα, υποκείμενο και αντικείμενο 5 ερωτήσεις, ούτε τι απάντησε ο ίδιος. Μόνο αυτό το -χαζό- χαμόγελο έμεινε και το τηλέφωνο της μαμάς μου το επόμενο πρωί: «Τι έγινε αγόρι μου, κατάφερες επιτέλους να του μιλήσεις; Είσαι πολύ τυχερός που τόσο νέος έκανες το όνειρό σου πραγματικότητα».
Tο καλοκαίρι του 2010, πάντα στη Χαλκιδική, έτυχε και τρώγαμε στα διπλανά τραπέζια. Είμαι βέβαιος ότι η γυναίκα του Νικ θα πίστεψε ότι είμαι… stalker, καθώς επί 2 ώρες, χάζευα το τραπέζι τους. Ευτυχώς, με «έσωσε» η δική μου -μετέπειτα- σύζυγος που ζήτησε με το βλέμμα της την κατανόηση της κυρίας Γκάλη για λογαριασμό μου.
Και κάπου εκεί, ήρθε το τηλέφωνο του Πέτρου Ράσογλου, τον Νοέμβριο του 2012, για να μου πει ότι ετοιμάζει μια «γιορτή για τον Νίκο» στο Παλέ και να ζητήσει μια μικρή βοήθεια. Για το «Γκαλόσημο» που ξεπληρώσαμε, τα είχα γράψει τότε αναλυτικά, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι το ίδιο βράδυ, κατάφερα να πω μια ολοκληρωμένη πρόταση στον Γκάλη, να μου απαντήσει, να ξεθαρρέψω και να ανοίξω μια μικρή κουβέντα μαζί του. Το πανηγύρισα σαν τρόπαιο!

Νίκο Γκάλη, μάλλον δεν θα διαβάσεις, αυτό το κείμενο, αλλά εγώ θα το γράψω. Σ’ ευχαριστώ, γιατί σαν σήμερα, πριν 35 χρόνια έπαιξες το πρώτο σου παιχνίδι στην Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα, άλλαξες τη ζωή μου. Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος, του οποίου τη ζωή, τα όνειρα και τον «δρόμο» άλλαξες, αλλά επειδή έχω την τιμή και τη χαρά να γράφω στο Gazzetta, το κάνω -ξεπερνώντας κάθε όριο προσωπικών αναφορών και… γραφικότητας- στο όνομα όλων των παιδιών που ήταν μικρά και μεγάλωσαν, αλλά συνεχίζουν να πιστεύουν στον Θεό Γκάλη.
Σ’ ευχαριστούμε που εμφανίστηκες τη ζωή μας!
Υγ: Προφανώς είχα τα Pony του Γκάλη -αγορασμένα από το μαγαζί του Γκάλη- και έπινα μόνο Αγνό!
Υγ2: Όποιος καθήσει σήμερα και δει ένα παλιό ματς του Γκάλη (χθες ξενύχτησα με... Γιουγκοπλάστικα), στοιχηματίζω ότι περίπου 20 φορές, θα πει «μα τι βάζει ο πούστης».
*Πηγή: gazzetta.gr*

Δεν υπάρχουν σχόλια: