Στη
διάρκεια της τελευταίας 3ετίας είναι πολλά τα παιχνίδια της Ατλέτικο
Μαδρίτης που βάζουν τον θεατή στη διαδικασία να παρομοιάσει την άμυνα
που στήνει ο Ντιέγκο Σιμεόνε με τοίχο. Κάπως έτσι άλλωστε “κόλλησε” σαν
προσωνύμιο στην ομάδα του “Τσόλο” αυτός ο χαρακτηρισμός. Ο χθεσινός της
τρόπος όμως, αυτή η ανασταλτική χορογραφία που σκηνοθέτησε ο Αργεντινός
προπονητής και εκτέλεσαν οι 14 ποδοσφαιριστές που χρησιμοποίησε στο
τερέν του “Καμπ Νόου” δεν ήταν απλώς σεμιναριακός. Ηταν ο ορισμός της
έννοιας “μαζική, ομαδική, αποτελεσματική ανασταλτική συμπεριφορά”. Και
επειδή αυτό ο Σιμεόνε το κατάφερε απέναντι στην Μπαρτσελόνα των Μέσι,
Νέιμαρ, Σουάρες, (κι ενώ προηγουμένως είχε καταφέρει περίπου το ίδιο στο
κύπελλο απέναντι στη Ρεάλ), δηλαδή απέναντι σε ορισμένους εκ των
ακριβότερων και ποιοτικότερων επιθετικών ποδοσφαιριστών του πλανήτη,
αυτό το σεμινάριο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία.
Παρακολουθώντας το παιχνίδι έπιανα τον εαυτό μου να θυμάται μια πληροφορία του τελευταίου καιρού, αυτή που θέλει την Μαδρίτη να έχει εξελιχθεί σε έναν εκ των δημοφιλέστερων προορισμών παγκοσμίως για τους νέους αλλά και τους εκκολαπτόμενους προπονητές ποδοσφαίρου, οι οποίοι πηγαίνουν στο Majadahonda, το προπονητικό κέντρο της Ατλέτικο προκειμένου να μελετήσουν τις μεθόδους εφαρμογής των ιδεών του Σιμεόνε για το ποδόσφαιρο της πρωταθλήτριας Ισπανίας. Συνειρμικά αναρωτήθηκα πόσοι Ελληνες προπονητές έχουν μπει στη διαδικασία να κάνουν το ίδιο, δηλαδή αυτό το επιμορφωτικό ταξίδι (μόνο ένας, ο Νίκος Αναστόπουλος που έμεινε στη Μαδρίτη για τρεις εβδομάδες το περασμένο καλοκαίρι).
Αυτό το ταξίδι θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό για όλες τις ελληνικές ομάδες. Και ειδικότερα για αυτές που συμμετέχουν στα ευρωπαϊκά κύπελλα και θέλουν να δημιουργήσουν μια πραγματική, αληθινή προοπτική προόδου σε αυτές τις διοργανώσεις. Το ίδιο “must” θα έπρεπε να είναι αυτό το ταξίδι και για όλο το επιτελείο που εργάζεται στην εθνική υποδομή, στις εθνικές ομάδες. Διότι ο Σιμεόνε διδάσκει δωρεάν αυτή την εποχή μια συνταγή εντελώς ταιριαστή, αν όχι την πιο ταιριαστή σε μια ελληνική ομάδα.
Ο Αργεντινός “θαυματοποιός” έχει καταφέρει πολλά στη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Η φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το project του στην Ατλέτικο όμως μοιάζει με το μεγαλείο της ως τα τώρα προπονητικής του. Διότι καταφέρνει να βάζει αναπάντητες ερωτήσεις στους αντιπάλους του ακόμη και σήμερα, που έχει προηγηθεί μια τριετής μελέτη των μεθόδων του από κάθε σκάουτερ που σέβεται τον εαυτό του, κι ενώ έχει χάσει βασικούς πυλώνες του οικοδομήματος που έχτιζε και έχει ανανεώσει (και συνεχίζει να την ανανεώνει με προώθηση “πιτσιρικάδων”) την ομάδα του.
Απέναντι στην Μπαρτσελόνα, η οποία δοκίμαζε και επιθετική άμυνα, αναζητώντας μάταια μια γρήγορη επανάκτηση της κατοχής με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να επιτεθεί σε ανοιχτούς χώρους, ο Σιμεόνε κρατούσε οκτώ ποδοσφαιριστές στο δικό του μισό του τερέν και εκδήλωνε επιθέσεις σε δεύτερο χρόνο προκειμένου να κρατήσει την εγγύηση του “μηδέν” στην άμυνα. Αμυνόταν σε 4-4-2 με αρμονία στην ομαδική κίνηση λες και οι ποδοσφαιριστές του μετρούσαν τα βήματα και επικοινωνούσαν με ενδοσυνεννόηση με τον χορογράφο των κινήσεών τους. Ηταν σαν να εξέλιξε το εγχειρίδιο της πιο αποτελεσματικής μεθόδου για το “μηδέν” μέχρι το 85'ο λεπτό, μέχρι τη στιγμή που ο Χουανφράν έκανε το μόνο λάθος που πλήρωσε ο μαδριλένικος τοίχος.
Στην πλειονότητά τους, οι ποδοσφαιρόφιλοι του πλανήτη συμφωνούσαν τις προάλλες πάνω στην εκτίμηση ότι του άξιζε του Ντιέγκο Σιμεόνε να πάρει την “χρυσή μπάλα” των προπονητών για το 2014. Αυτό που καταφέρνει όμως είναι μεγαλύτερο από μια εφήμερη επιτυχία: επινόησε τη συνταγή για να αλλάξει τα αγωνιστικά και εταιρικά κυβικά μιας ομάδας αλλάζοντας το dna της. Της έμαθε να μη χάνει και πάνω σε αυτό το μάθημα, εξελίσσοντας τη συνταγή, την έκανε νικήτρια.
Ναι, ειδικά στα μεγάλα ματς, δηλαδή απέναντι σε αντιπάλους με περισσότερη ποιότητα και μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία η Ατλέτικο είναι ακόμη σπανίως ωραία στο μάτι, ειδικά στο μάτι που θαμπώνεται μόνο από το επιθετικό ποδόσφαιρο. Στα μάτια αυτών που εκτιμούν την επιρροή του προπονητή στην απόδοση μιας ομάδας όμως η Ατλέτικο του Σιμεόνε έχει ανεκτίμητη αξία. Κι αυτήν δεν την αναγνωρίζουν μόνο οι επιστήμονες, δηλαδή αυτοί που έχουν σπουδάσει την προπονητική, αλλά και το γυμνό μάτι που παρατηρεί την επιρροή του προπονητή στην ομαδική και την ατομική βελτίωση. Βλέπεις τον φετινό Γκριεσμάν, των τελευταίων εβδομάδων και τον συγκρίνεις – ειδικά στην συμμετοχή στην επιθετική άμυνα και στο ανασταλτικό μέρος του παιχνιδιού – με τον περσινό και συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς έναν εξελιγμένο ποδοσφαιριστή. Βλέπεις τον Μάριο Σουάρεθ και ψάχνεις να δεις αν πρόκειται για έναν καινούργιο, ικανότατο αμυντικό μέσο ή αν πρόκειται για τον ίδιο των προηγούμενων ετών. Βλέπεις τον Αρντά Τουράν και συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς έναν εκ των καλύτερων και πιο ολοκληρωμένων μέσων στην Ευρώπη. Βλέπεις τον Χιμένεθ και συνειδητοποιείς ότι ο Σιμεόνε ανακάλυψε έναν U20 αμυντικό με ποιότητα για να εξελιχθεί σε στόπερ υψηλών προδιαγραφών και ότι τον ωριμάζει σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου τόσο που αυτός να “στέκεται” σε Μουντιάλ και σε αγώνες Champions League. Βλέπεις όλα αυτά και τόσα άλλα, τρίβεις τα μάτια σου, και μετά αναρωτιέσαι γιατί να μην υπάρχει μια ελληνική ομάδα που θα βάλει στόχο να αντιγράψει τον τρόπο του Σιμεόνε και να παρουσιάσει μια ελληνική έκδοση της Ατλέτικο που θα επιτύχει με την ίδια μέθοδο υπερβάσεις και θα φτάσει να αλλάξει αγωνιστικό και εταιρικό μέγεθος σε επίπεδο ελληνικό, και συγχρόνως να μεγαλώσει και εκτός ελληνικών συνόρων.
Παρακολουθώντας το παιχνίδι έπιανα τον εαυτό μου να θυμάται μια πληροφορία του τελευταίου καιρού, αυτή που θέλει την Μαδρίτη να έχει εξελιχθεί σε έναν εκ των δημοφιλέστερων προορισμών παγκοσμίως για τους νέους αλλά και τους εκκολαπτόμενους προπονητές ποδοσφαίρου, οι οποίοι πηγαίνουν στο Majadahonda, το προπονητικό κέντρο της Ατλέτικο προκειμένου να μελετήσουν τις μεθόδους εφαρμογής των ιδεών του Σιμεόνε για το ποδόσφαιρο της πρωταθλήτριας Ισπανίας. Συνειρμικά αναρωτήθηκα πόσοι Ελληνες προπονητές έχουν μπει στη διαδικασία να κάνουν το ίδιο, δηλαδή αυτό το επιμορφωτικό ταξίδι (μόνο ένας, ο Νίκος Αναστόπουλος που έμεινε στη Μαδρίτη για τρεις εβδομάδες το περασμένο καλοκαίρι).
Αυτό το ταξίδι θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό για όλες τις ελληνικές ομάδες. Και ειδικότερα για αυτές που συμμετέχουν στα ευρωπαϊκά κύπελλα και θέλουν να δημιουργήσουν μια πραγματική, αληθινή προοπτική προόδου σε αυτές τις διοργανώσεις. Το ίδιο “must” θα έπρεπε να είναι αυτό το ταξίδι και για όλο το επιτελείο που εργάζεται στην εθνική υποδομή, στις εθνικές ομάδες. Διότι ο Σιμεόνε διδάσκει δωρεάν αυτή την εποχή μια συνταγή εντελώς ταιριαστή, αν όχι την πιο ταιριαστή σε μια ελληνική ομάδα.
Ο Αργεντινός “θαυματοποιός” έχει καταφέρει πολλά στη διάρκεια των προηγούμενων ετών. Η φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το project του στην Ατλέτικο όμως μοιάζει με το μεγαλείο της ως τα τώρα προπονητικής του. Διότι καταφέρνει να βάζει αναπάντητες ερωτήσεις στους αντιπάλους του ακόμη και σήμερα, που έχει προηγηθεί μια τριετής μελέτη των μεθόδων του από κάθε σκάουτερ που σέβεται τον εαυτό του, κι ενώ έχει χάσει βασικούς πυλώνες του οικοδομήματος που έχτιζε και έχει ανανεώσει (και συνεχίζει να την ανανεώνει με προώθηση “πιτσιρικάδων”) την ομάδα του.
Απέναντι στην Μπαρτσελόνα, η οποία δοκίμαζε και επιθετική άμυνα, αναζητώντας μάταια μια γρήγορη επανάκτηση της κατοχής με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να επιτεθεί σε ανοιχτούς χώρους, ο Σιμεόνε κρατούσε οκτώ ποδοσφαιριστές στο δικό του μισό του τερέν και εκδήλωνε επιθέσεις σε δεύτερο χρόνο προκειμένου να κρατήσει την εγγύηση του “μηδέν” στην άμυνα. Αμυνόταν σε 4-4-2 με αρμονία στην ομαδική κίνηση λες και οι ποδοσφαιριστές του μετρούσαν τα βήματα και επικοινωνούσαν με ενδοσυνεννόηση με τον χορογράφο των κινήσεών τους. Ηταν σαν να εξέλιξε το εγχειρίδιο της πιο αποτελεσματικής μεθόδου για το “μηδέν” μέχρι το 85'ο λεπτό, μέχρι τη στιγμή που ο Χουανφράν έκανε το μόνο λάθος που πλήρωσε ο μαδριλένικος τοίχος.
Στην πλειονότητά τους, οι ποδοσφαιρόφιλοι του πλανήτη συμφωνούσαν τις προάλλες πάνω στην εκτίμηση ότι του άξιζε του Ντιέγκο Σιμεόνε να πάρει την “χρυσή μπάλα” των προπονητών για το 2014. Αυτό που καταφέρνει όμως είναι μεγαλύτερο από μια εφήμερη επιτυχία: επινόησε τη συνταγή για να αλλάξει τα αγωνιστικά και εταιρικά κυβικά μιας ομάδας αλλάζοντας το dna της. Της έμαθε να μη χάνει και πάνω σε αυτό το μάθημα, εξελίσσοντας τη συνταγή, την έκανε νικήτρια.
Ναι, ειδικά στα μεγάλα ματς, δηλαδή απέναντι σε αντιπάλους με περισσότερη ποιότητα και μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία η Ατλέτικο είναι ακόμη σπανίως ωραία στο μάτι, ειδικά στο μάτι που θαμπώνεται μόνο από το επιθετικό ποδόσφαιρο. Στα μάτια αυτών που εκτιμούν την επιρροή του προπονητή στην απόδοση μιας ομάδας όμως η Ατλέτικο του Σιμεόνε έχει ανεκτίμητη αξία. Κι αυτήν δεν την αναγνωρίζουν μόνο οι επιστήμονες, δηλαδή αυτοί που έχουν σπουδάσει την προπονητική, αλλά και το γυμνό μάτι που παρατηρεί την επιρροή του προπονητή στην ομαδική και την ατομική βελτίωση. Βλέπεις τον φετινό Γκριεσμάν, των τελευταίων εβδομάδων και τον συγκρίνεις – ειδικά στην συμμετοχή στην επιθετική άμυνα και στο ανασταλτικό μέρος του παιχνιδιού – με τον περσινό και συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς έναν εξελιγμένο ποδοσφαιριστή. Βλέπεις τον Μάριο Σουάρεθ και ψάχνεις να δεις αν πρόκειται για έναν καινούργιο, ικανότατο αμυντικό μέσο ή αν πρόκειται για τον ίδιο των προηγούμενων ετών. Βλέπεις τον Αρντά Τουράν και συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς έναν εκ των καλύτερων και πιο ολοκληρωμένων μέσων στην Ευρώπη. Βλέπεις τον Χιμένεθ και συνειδητοποιείς ότι ο Σιμεόνε ανακάλυψε έναν U20 αμυντικό με ποιότητα για να εξελιχθεί σε στόπερ υψηλών προδιαγραφών και ότι τον ωριμάζει σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου τόσο που αυτός να “στέκεται” σε Μουντιάλ και σε αγώνες Champions League. Βλέπεις όλα αυτά και τόσα άλλα, τρίβεις τα μάτια σου, και μετά αναρωτιέσαι γιατί να μην υπάρχει μια ελληνική ομάδα που θα βάλει στόχο να αντιγράψει τον τρόπο του Σιμεόνε και να παρουσιάσει μια ελληνική έκδοση της Ατλέτικο που θα επιτύχει με την ίδια μέθοδο υπερβάσεις και θα φτάσει να αλλάξει αγωνιστικό και εταιρικό μέγεθος σε επίπεδο ελληνικό, και συγχρόνως να μεγαλώσει και εκτός ελληνικών συνόρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου