Γράφει ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος...
Αυτός, δύο τεράστιες μπύρες και… μισό κιλό ξηροκάρπια αφότου ξεκινήσαμε τη νύχτα, ίσα που ξεκίναγε να λύνει τη γλώσσα του· εγώ, στον ίδιο χρόνο, μόλις τρεις γουλιές από την τεκίλα. La Joya, στην πίσω πλευρά της Τσόχα, σχεδόν μεσοτοιχία με τη Λεωφόρο, ένα καλοκαίρι κάμποσα χρόνια πίσω.
Στον κήπο του μπαρ έπεφτε η σκιά του γηπέδου. Εκείνος το παρατηρούσε πριν ακόμη περάσουμε την πόρτα του μπαρ: ενώ πάλευα να στριμώξω το αμάξι σε έναν χώρο όπου, μαθηματικά, δεν χωρούσε, ο Άγγλος έτρεχε με τα μάτια σε κάθε γωνιά της αδειανής, σκοτεινής Λεωφόρου με εκείνο το βλέμμα του λαγωνικού που οσμίζεται τη ζωή ακόμη και σε ένα άδειο σωρό από τσιμέντο και σίδερα. Την έχουν αυτή την ιδιότητα όσοι έχουν φάει με το κουτάλι γήπεδα και γήπεδα, από τα στενά του Πιτέρμπορο ως τα σαλόνια του Ουέμπλεϊ. Τέτοιος ήταν κι ο φίλος.
Και τέτοιο ήταν το γήπεδο, ένας σωρός από τσιμέντα και σίδερα, τσιμέντα φαγωμένα και σίδερα σκουριασμένα, κι έστεκε εκεί χωρίς φώτα, βουβό, ένας τεράστιος όγκος στο σκοτάδι. Στον Άγγλο ήταν εξ αρχής φανερό πως οι καλύτερες ημέρες του γηπέδου είχαν περάσει, μα αυτό δεν του έκοψε τη φόρα: «Η ομάδα σου δεν έπαιζε εδώ; Έχεις έλθει;»
Ήθελε να ακούσει ιστορίες. Οκέι…
Και του είπα για την πρώτη φορά που ανέβηκα τα τσιμεντένια σκαλιά του, σ’ ένα ματς που κανείς δεν θυμάται πια – εκτός από μένα, που έχω στο μυαλό ακόμη και την πιό μικρή λεπτομέρεια από εκείνο το απόγευμα. Θυμάμαι το σημείο που παρκάραμε για να περπατήσουμε προς το γήπεδο, τη θέση που καθόμουν, ολόκληρη την αναμονή πριν τη σέντρα, την πορτοκαλάδα στην στρογγυλή πλαστική συσκευασία που κατέβασα ξαναμμένος από την έκσταση μιας Κυριακής στο γήπεδο, τη μικρή σημαία που αγόρασα και που εκείνη τη νύχτα έγινε η πρώτη μου ποδοσφαιρική διακόσμηση στο παιδικό δωμάτιο…
Και του είπα για διηγήσεις του πατέρα όταν τον ρωτούσα ξανά και ξανά για τη χρονιά του Ουέμπλεϊ: για το πως στριμώχθηκε στα σκαλιά για το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα, για τον αέρα που ανέπνεε καθώς περπατούσε από το Παγκράτι προς τη Βασιλίσσης Σοφίας και μετά ανέβαινε τη Σούτσου, μαζί με δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους – και τότε ο όγκος του γηπέδου μπροστά έμοιαζε σαν τη Γη της Επαγγελίας, σαν το μέρος όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Εκείνο το απόγευμα, η Λεωφόρος ήταν ακριβώς αυτό…
Και του είπα για την πρώτη φορά που μπήκα εκεί μέσα ως επαγγελματίας κι όχι ως φίλαθλος, που έστησα την κονσόλα για τη μετάδοση και η φωνή έτρεμε σαν να ήμουν πρωτάρης (άλλο αν είχα ήδη πάνω από δέκα χρόνια δουλειάς στην πλάτη), γιατί στο μυαλό ήταν εκείνα τα Κυριακάτικα απογεύματα των seventies που καθόμαστε με τον πατέρα να ακούσουμε το ματς στο ραδιόφωνο, που ήλπιζα να ακούσω το κοντρόλ να ανοίγει το κύκλωμα με τη Λεωφόρο για να μπει στο σπίτι ο ήχος του γηπέδου.
Και του είπα για εκείνο το πρώτο ματς του Τσάμπιονς Λιγκ όπου η ταπεινή Λεωφόρος -που δεν ήταν καμμιά αστραφτερή Αλιάντς Αρίνα- είχε φτιασιδωθεί πρόχειρα με λίγο «μέικ-απ», με ένα σοβάτισμα στους τοίχους και ένα χέρι μπογιά στις πόρτες, για να προσπαθήσει να σταθεί ισάξια δίπλα στις αρένες των μεγάλων της Ευρώπης.
Και του είπα για το απόγευμα που κόλλησα τα μούτρα στην απρόμαυρη τηλεόραση που έδειχνε, από τον «Τάφο του Ινδού», εκείνο το επικό ματς στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, τη νίκη-πρόκριση επί της ΤΣΣΚΑ με τις βολές του Κόντου…
Είπαμε πολλά εκείνη τη νύχτα και, στο τελείωμά της, ενώ περπατούσαμε προς το αυτοκίνητο, ο Άγγλος φαινόταν να κοιτάζει με άλλο μάτι αυτό το γήπεδο, αυτόν τον σκοτεινό σωρό από τσιμέντο και σίδερο. Προφανώς διέκρινε κάπου στο σκοτάδι την ψυχή της Λεωφόρου, ίσως να άκουσε ένα καρδιοχτύπι αχνό ή μιά ανάσα αδιόρατη από το «κοιμισμένο» γήπεδο.
Μα αυτά δεν είναι ορατά σε όλους και, φυσιολογικά, κανείς δεν μπορεί να περιμένει ευαισθησίες από πολιτικούς, ειδικά σήμερα: στα χρόνια όπου οι πολιτικάντηδες προσποιούνται πως συμμερίζονται τον απλό λαό και καταννοούν τις ανησυχίες του, ενώ στα αλήθεια δεν έχουν την παραμικρή ιδέα… Αυτοί θέλουν να δουν τη Λεωφόρο να γίνεται κυριολεκτικά ένας σωρός από τσιμέντο και σίδερο, ισοπεδώνοντας την ψυχή της με τη φόρα της μπουλντόζας, και προσπαθούν να το κάνουν με έναν τρόπο ατιμωτικό: με μία υπογραφή σ’ ένα προεδρικό διάταγμα.
Ατιμωτικός, το λιγότερο, θάνατος… Πονάει να βλέπεις το σπίτι της ομάδας σου να γκρεμίζεται από τα θεμέλια – ρώτησε κάθε φίλαθλο της ΑΕΚ που αναπολεί τη Φιλαδέλφεια, ακόμη και κάθε φίλαθλο του Ολυμπιακού που θυμάται στιγμές χαράς στο παλιό, τσιμεντένιο Καραϊσκάκη, κάνε έναν ΠΑΟΚτσή ή Αρειανό να φανταστεί πώς θα είναι να του βάλουν χέρι στην Τούμπα ή στο Χαριλάου… Ακόμη κι αν η νέα έδρα του Παναθηναϊκού δεν ήταν… στοιχειωμένη, ακόμη κι αν το γήπεδο στο Βοτανικό ήταν όρθιο και ανοιχτό και ολοκαίνουργιο και αστραφτερό, πάλι η Λεωφόρος θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σεβασμό. Να μην ισοπεδωθεί ελαφρά τη καρδία, να μην σκοτωθεί σαν τα γερασμένα άλογα, αλλά να αναζητηθεί ένας τρόπος να μείνει ζωντανό το γήπεδο και η συνοικία τριγύρω, τα Προσφυγικά, ένα κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας.
Προφανώς όχι το κομμάτι που απασχολεί τον Δήμαρχο και τους συν αυτώ. Κι ελπίζω η Λεωφόρος να μην «φύγει» χωρίς αντιδράσεις – ή, έστω, χωρίς να ξεχάσει ο κόσμος ποιοί ευθύνονται γι’ αυτό το σχέδιο. Καθένας ζει με ό,τι έχει, καθένας πορεύεται στη ζωή και οι πράξεις του τον ακολουθούν για πάντα: εγώ ας ζήσω με τις συναρπαστικές αναμνήσεις από την έδρα της ομάδας μου, εκείνοι ας ζήσουν ως μιά διόλου κολακευτική αναφορά στην ιστορία: ως εκείνοι που υπογράφουν τον θάνατό του…
Πηγή: theinsiders.gr
Αυτός, δύο τεράστιες μπύρες και… μισό κιλό ξηροκάρπια αφότου ξεκινήσαμε τη νύχτα, ίσα που ξεκίναγε να λύνει τη γλώσσα του· εγώ, στον ίδιο χρόνο, μόλις τρεις γουλιές από την τεκίλα. La Joya, στην πίσω πλευρά της Τσόχα, σχεδόν μεσοτοιχία με τη Λεωφόρο, ένα καλοκαίρι κάμποσα χρόνια πίσω.
Στον κήπο του μπαρ έπεφτε η σκιά του γηπέδου. Εκείνος το παρατηρούσε πριν ακόμη περάσουμε την πόρτα του μπαρ: ενώ πάλευα να στριμώξω το αμάξι σε έναν χώρο όπου, μαθηματικά, δεν χωρούσε, ο Άγγλος έτρεχε με τα μάτια σε κάθε γωνιά της αδειανής, σκοτεινής Λεωφόρου με εκείνο το βλέμμα του λαγωνικού που οσμίζεται τη ζωή ακόμη και σε ένα άδειο σωρό από τσιμέντο και σίδερα. Την έχουν αυτή την ιδιότητα όσοι έχουν φάει με το κουτάλι γήπεδα και γήπεδα, από τα στενά του Πιτέρμπορο ως τα σαλόνια του Ουέμπλεϊ. Τέτοιος ήταν κι ο φίλος.
Και τέτοιο ήταν το γήπεδο, ένας σωρός από τσιμέντα και σίδερα, τσιμέντα φαγωμένα και σίδερα σκουριασμένα, κι έστεκε εκεί χωρίς φώτα, βουβό, ένας τεράστιος όγκος στο σκοτάδι. Στον Άγγλο ήταν εξ αρχής φανερό πως οι καλύτερες ημέρες του γηπέδου είχαν περάσει, μα αυτό δεν του έκοψε τη φόρα: «Η ομάδα σου δεν έπαιζε εδώ; Έχεις έλθει;»
Ήθελε να ακούσει ιστορίες. Οκέι…
Και του είπα για την πρώτη φορά που ανέβηκα τα τσιμεντένια σκαλιά του, σ’ ένα ματς που κανείς δεν θυμάται πια – εκτός από μένα, που έχω στο μυαλό ακόμη και την πιό μικρή λεπτομέρεια από εκείνο το απόγευμα. Θυμάμαι το σημείο που παρκάραμε για να περπατήσουμε προς το γήπεδο, τη θέση που καθόμουν, ολόκληρη την αναμονή πριν τη σέντρα, την πορτοκαλάδα στην στρογγυλή πλαστική συσκευασία που κατέβασα ξαναμμένος από την έκσταση μιας Κυριακής στο γήπεδο, τη μικρή σημαία που αγόρασα και που εκείνη τη νύχτα έγινε η πρώτη μου ποδοσφαιρική διακόσμηση στο παιδικό δωμάτιο…
Και του είπα για διηγήσεις του πατέρα όταν τον ρωτούσα ξανά και ξανά για τη χρονιά του Ουέμπλεϊ: για το πως στριμώχθηκε στα σκαλιά για το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα, για τον αέρα που ανέπνεε καθώς περπατούσε από το Παγκράτι προς τη Βασιλίσσης Σοφίας και μετά ανέβαινε τη Σούτσου, μαζί με δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άλλους – και τότε ο όγκος του γηπέδου μπροστά έμοιαζε σαν τη Γη της Επαγγελίας, σαν το μέρος όπου τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Εκείνο το απόγευμα, η Λεωφόρος ήταν ακριβώς αυτό…
Και του είπα για την πρώτη φορά που μπήκα εκεί μέσα ως επαγγελματίας κι όχι ως φίλαθλος, που έστησα την κονσόλα για τη μετάδοση και η φωνή έτρεμε σαν να ήμουν πρωτάρης (άλλο αν είχα ήδη πάνω από δέκα χρόνια δουλειάς στην πλάτη), γιατί στο μυαλό ήταν εκείνα τα Κυριακάτικα απογεύματα των seventies που καθόμαστε με τον πατέρα να ακούσουμε το ματς στο ραδιόφωνο, που ήλπιζα να ακούσω το κοντρόλ να ανοίγει το κύκλωμα με τη Λεωφόρο για να μπει στο σπίτι ο ήχος του γηπέδου.
Και του είπα για εκείνο το πρώτο ματς του Τσάμπιονς Λιγκ όπου η ταπεινή Λεωφόρος -που δεν ήταν καμμιά αστραφτερή Αλιάντς Αρίνα- είχε φτιασιδωθεί πρόχειρα με λίγο «μέικ-απ», με ένα σοβάτισμα στους τοίχους και ένα χέρι μπογιά στις πόρτες, για να προσπαθήσει να σταθεί ισάξια δίπλα στις αρένες των μεγάλων της Ευρώπης.
Και του είπα για το απόγευμα που κόλλησα τα μούτρα στην απρόμαυρη τηλεόραση που έδειχνε, από τον «Τάφο του Ινδού», εκείνο το επικό ματς στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, τη νίκη-πρόκριση επί της ΤΣΣΚΑ με τις βολές του Κόντου…
Είπαμε πολλά εκείνη τη νύχτα και, στο τελείωμά της, ενώ περπατούσαμε προς το αυτοκίνητο, ο Άγγλος φαινόταν να κοιτάζει με άλλο μάτι αυτό το γήπεδο, αυτόν τον σκοτεινό σωρό από τσιμέντο και σίδερο. Προφανώς διέκρινε κάπου στο σκοτάδι την ψυχή της Λεωφόρου, ίσως να άκουσε ένα καρδιοχτύπι αχνό ή μιά ανάσα αδιόρατη από το «κοιμισμένο» γήπεδο.
Μα αυτά δεν είναι ορατά σε όλους και, φυσιολογικά, κανείς δεν μπορεί να περιμένει ευαισθησίες από πολιτικούς, ειδικά σήμερα: στα χρόνια όπου οι πολιτικάντηδες προσποιούνται πως συμμερίζονται τον απλό λαό και καταννοούν τις ανησυχίες του, ενώ στα αλήθεια δεν έχουν την παραμικρή ιδέα… Αυτοί θέλουν να δουν τη Λεωφόρο να γίνεται κυριολεκτικά ένας σωρός από τσιμέντο και σίδερο, ισοπεδώνοντας την ψυχή της με τη φόρα της μπουλντόζας, και προσπαθούν να το κάνουν με έναν τρόπο ατιμωτικό: με μία υπογραφή σ’ ένα προεδρικό διάταγμα.
Ατιμωτικός, το λιγότερο, θάνατος… Πονάει να βλέπεις το σπίτι της ομάδας σου να γκρεμίζεται από τα θεμέλια – ρώτησε κάθε φίλαθλο της ΑΕΚ που αναπολεί τη Φιλαδέλφεια, ακόμη και κάθε φίλαθλο του Ολυμπιακού που θυμάται στιγμές χαράς στο παλιό, τσιμεντένιο Καραϊσκάκη, κάνε έναν ΠΑΟΚτσή ή Αρειανό να φανταστεί πώς θα είναι να του βάλουν χέρι στην Τούμπα ή στο Χαριλάου… Ακόμη κι αν η νέα έδρα του Παναθηναϊκού δεν ήταν… στοιχειωμένη, ακόμη κι αν το γήπεδο στο Βοτανικό ήταν όρθιο και ανοιχτό και ολοκαίνουργιο και αστραφτερό, πάλι η Λεωφόρος θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με σεβασμό. Να μην ισοπεδωθεί ελαφρά τη καρδία, να μην σκοτωθεί σαν τα γερασμένα άλογα, αλλά να αναζητηθεί ένας τρόπος να μείνει ζωντανό το γήπεδο και η συνοικία τριγύρω, τα Προσφυγικά, ένα κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας.
Προφανώς όχι το κομμάτι που απασχολεί τον Δήμαρχο και τους συν αυτώ. Κι ελπίζω η Λεωφόρος να μην «φύγει» χωρίς αντιδράσεις – ή, έστω, χωρίς να ξεχάσει ο κόσμος ποιοί ευθύνονται γι’ αυτό το σχέδιο. Καθένας ζει με ό,τι έχει, καθένας πορεύεται στη ζωή και οι πράξεις του τον ακολουθούν για πάντα: εγώ ας ζήσω με τις συναρπαστικές αναμνήσεις από την έδρα της ομάδας μου, εκείνοι ας ζήσουν ως μιά διόλου κολακευτική αναφορά στην ιστορία: ως εκείνοι που υπογράφουν τον θάνατό του…
Πηγή: theinsiders.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου