Ο Ρομπέρτο επιστρέφει την
Τετάρτη στο “Ντα Λουζ”, σε ένα γήπεδο που ήταν ο εργασιακός του χώρος
προ 2ετίας, όταν βρέθηκε εκεί για μια σεζόν, όταν η Μπενφίκα δαπάνησε
8.5 εκατ. ευρώ για να τον κάνει δικό της. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον η
υποδοχή του από τους οπαδούς των “Αετών”. Κυρίως επειδή αυτή δείχνει
πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η εντύπωση ή και η άποψη του
ποδοσφαιρικού κοινού μιας χώρας για έναν ποδοσφαιριστή συγκριτικά με το
κοινό μιας άλλης.
Στην Ελλάδα ο Αντώνης Νικοπολίδης φτάνει να τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο τερματοφύλακα της στιγμής, ως εκφραστής της mainstream άποψης για τον Ισπανό στην ποδοσφαιρική κοινή γνώμη. Την ίδια ώρα στην Πορτογαλία ο Ρομπέρτο κουβαλά την φήμη ενός κάκιστου τερματοφύλακα. “Ηταν κακός στην λήψη των αποφάσεων, πήγαινε πάντοτε αργά στη μπάλα εξαιτίας της διστακτικότητάς του, τα πόδια του ήταν μονίμως πολύ ανοιχτά, ήταν τραγικός όταν προσπαθούσε να μπλοκάρει χαμηλές σέντρες” και άλλα τέτοια θυμήθηκε την Δευτέρα δημοσίως (στην “O'Jogo”), μέσες άκρες, ο προπονητής τερματοφυλάκων που τον προπονούσε στη Λισαβόνα, ο Λουις Μάτος. Σημειώστε ότι εκείνη η σεζόν, που δούλεψε με τον Ρομπέρτο, ήταν η τελευταία του Μάτος στη Λισσαβόνα, διότι μετά από αυτή η Μπενφίκα αποφάσισε να μην επεκτείνει την μεταξύ τους συνεργασία, η οποία είχε μια 3ετία πίσω της. Και πρέπει να του το έχει “κρατήσει” τόσο, που έφτασε τώρα να δηλώσει ότι τον παρακολούθησε στο ματς με την Αντερλεχτ και διαπίστωσε τις ίδιες αδυναμίες.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να φανταστεί κανείς το μέγεθος του κινήτρου που έχει ο 27χρονος τερματοφύλακας στον αγώνα της Τετάρτης για να κατεβάσει ρολά, να της “κοστίσει” της Μπενφίκα και να της φωνάξει με αυτό τον τρόπο πόσο εσφαλμένη άποψη είχε για τις ικανότητές του και πόσο τον αδίκησε με τη συμπεριφορά της απέναντί του. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα αυτής της κουβέντας. Αυτό που προσπαθώ να πω, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Ρομπέρτο, είναι ότι ποδόσφαιρο κρύβει τόσο μεγάλη δόση ψυχολογίας μέσα του, που κάνει τον ίδιο ποδοσφαιριστή να πετάει σε μια χώρα και να γελοιοποιείται σε μια άλλη.
Τον καιρό που ο Ολυμπιακός αποκτούσε τον Ρομπέρτο, οι Πορτογάλοι προσπαθούσαν να βρουν, να μάθουν ποιος παρέσυρε τους Πρωταθλητές Ελλάδας σε μια τόσο κακή επιλογή. Και τώρα, που ξέρουν πώς τα έχει πάει στα μέρη μας ο Ρομπέρτο, και τον έχουν δει να αποκρούει πέναλτι στο Champions League, οι αναλυτές των media προετοιμάζονται για την πιθανότητα να δουν τον Ισπανό τερματοφύλακα να κατεβάζει ρολά στο “Ντα Λουζ” και να φράζει τον δρόμο της Μπενφίκα προς τα δίχτυα. Και ψάχνουν εξηγήσεις για να απαντήσουν το “πώς γίνεται ο τερματοφύλακας που εμείς είχαμε για κλόουν να φτάνει σε τέτοιες επιδόσεις στο Champions League;” ερώτημα.
Η εξήγηση κρύβεται συνήθως στις συγκυρίες και στη συμπεριφορά του προπονητή. Ξεκινά με καλά ματς ο τερματοφύλακας, του δείχνει εμπιστοσύνη ο προπονητής, παίρνει την απαιτούμενη ώθηση και δείχνει τα προσόντα του. Ξεκινά πνίγοντας ένα δύο γκολ, τον αδειάζει ο προπονητής, καληνύχτα και καλή τύχη. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί με τον Ρομπέρτο στη Μπενφίκα. Ενώ είχε την ίδια ποιότητα με τη σημερινή του, έκανε ένα λάθος στο πρώτο φιλικό που χρησιμοποιήθηκε, από το οποίο επηρεάστηκε πολύ. Εφτανε να αναρωτιέται αν άξιζε ή όχι τα 8.5 εκατ. ευρώ που είχε δαπανήσει η Μπενφίκα για να τον αγοράσει. Εφτασε να βάλει τα κλάματα από τον εκνευρισμό του σε μια προπόνηση επειδή θεωρούσε κακή την μπάλα του πορτογαλικού πρωταθλήματος, την Τζαμπουλάνι. Κάπως έτσι τον πήρε τόσο “από κάτω”.
Παρόμοιο παρασκήνιο κρύβεται πίσω από την ιστορία της διαφοράς του Μιγκέλ Βίτορ της Ελλάδας με τον Μιγκέλ Βίτορ της Μπενφίκα. Ο Ζόρζε Ζέσους του τσάκισε την ψυχολογία, του στέρησε ευκαιρίες, τον έβγαζε από την 11αδα ακόμη κι όταν απέδιδε καλά, τον έστειλε στη β' ομάδα και ο Πορτογάλος αμυντικός, που υπήρξε ο αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων, πήγε να χαθεί. Ο Χουμπ Στέφενς του έδειξε εμπιστοσύνη, είτε ελλείψει άλλου είτε όχι, τον στήριξε ψυχολογικά, ο Βίτορ βρήκε υποστήριξη και από τους συμπαίκτες και σήμερα ο ΠΑΟΚ έχει έναν εκ των πιο αξιόλογων κεντρικών αμυντικών του πρωταθλήματος, από τον οποίο παίρνει πολλά και εκτελεστικά.
Είναι άπειρες οι ιστορίες που λειτουργούν ως αποδείξεις του αξιώματος περί της σημασίας που έχει για τον ποδοσφαιριστή η ψυχολογία, να νιώθει ότι “τον πιστεύουν”. Οι προπονητές που το αντιλήφθηκαν και απέκτησαν γνώσεις στην ψυχολογία εργάζονται σήμερα στο κορυφαίο επίπεδο. Εκείνοι που αδιαφορούν, που δεν επιμορφώνονται, που συνεχίζουν αβασάνιστα να σκοτώνουν ψυχολογικά τους ποδοσφαιριστές και να τους χάνουν είναι ήδη παρωχημένοι. Κι όσοι από εμάς δεν αντιλαμβανόμαστε τα βασικά, επιμένουμε να χαρακτηρίζουμε “τυχερούς” τους ποδοσφαιριστές που δεν τα καταφέρνουν εδώ και τα καταφέρνουν αλλού, και να χαρακτηρίζουμε“άσχετους” τους ξένους που δεν εκτίμησαν έναν ποδοσφαιριστή που στα δικά μας χώματα κάνει καλύτερα πράγματα από αυτά που έδειξε κατά το παρελθόν του σε άλλα μέρη.
Στην Ελλάδα ο Αντώνης Νικοπολίδης φτάνει να τον χαρακτηρίζει ως τον καλύτερο τερματοφύλακα της στιγμής, ως εκφραστής της mainstream άποψης για τον Ισπανό στην ποδοσφαιρική κοινή γνώμη. Την ίδια ώρα στην Πορτογαλία ο Ρομπέρτο κουβαλά την φήμη ενός κάκιστου τερματοφύλακα. “Ηταν κακός στην λήψη των αποφάσεων, πήγαινε πάντοτε αργά στη μπάλα εξαιτίας της διστακτικότητάς του, τα πόδια του ήταν μονίμως πολύ ανοιχτά, ήταν τραγικός όταν προσπαθούσε να μπλοκάρει χαμηλές σέντρες” και άλλα τέτοια θυμήθηκε την Δευτέρα δημοσίως (στην “O'Jogo”), μέσες άκρες, ο προπονητής τερματοφυλάκων που τον προπονούσε στη Λισαβόνα, ο Λουις Μάτος. Σημειώστε ότι εκείνη η σεζόν, που δούλεψε με τον Ρομπέρτο, ήταν η τελευταία του Μάτος στη Λισσαβόνα, διότι μετά από αυτή η Μπενφίκα αποφάσισε να μην επεκτείνει την μεταξύ τους συνεργασία, η οποία είχε μια 3ετία πίσω της. Και πρέπει να του το έχει “κρατήσει” τόσο, που έφτασε τώρα να δηλώσει ότι τον παρακολούθησε στο ματς με την Αντερλεχτ και διαπίστωσε τις ίδιες αδυναμίες.
Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να φανταστεί κανείς το μέγεθος του κινήτρου που έχει ο 27χρονος τερματοφύλακας στον αγώνα της Τετάρτης για να κατεβάσει ρολά, να της “κοστίσει” της Μπενφίκα και να της φωνάξει με αυτό τον τρόπο πόσο εσφαλμένη άποψη είχε για τις ικανότητές του και πόσο τον αδίκησε με τη συμπεριφορά της απέναντί του. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα αυτής της κουβέντας. Αυτό που προσπαθώ να πω, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του Ρομπέρτο, είναι ότι ποδόσφαιρο κρύβει τόσο μεγάλη δόση ψυχολογίας μέσα του, που κάνει τον ίδιο ποδοσφαιριστή να πετάει σε μια χώρα και να γελοιοποιείται σε μια άλλη.
Τον καιρό που ο Ολυμπιακός αποκτούσε τον Ρομπέρτο, οι Πορτογάλοι προσπαθούσαν να βρουν, να μάθουν ποιος παρέσυρε τους Πρωταθλητές Ελλάδας σε μια τόσο κακή επιλογή. Και τώρα, που ξέρουν πώς τα έχει πάει στα μέρη μας ο Ρομπέρτο, και τον έχουν δει να αποκρούει πέναλτι στο Champions League, οι αναλυτές των media προετοιμάζονται για την πιθανότητα να δουν τον Ισπανό τερματοφύλακα να κατεβάζει ρολά στο “Ντα Λουζ” και να φράζει τον δρόμο της Μπενφίκα προς τα δίχτυα. Και ψάχνουν εξηγήσεις για να απαντήσουν το “πώς γίνεται ο τερματοφύλακας που εμείς είχαμε για κλόουν να φτάνει σε τέτοιες επιδόσεις στο Champions League;” ερώτημα.
Η εξήγηση κρύβεται συνήθως στις συγκυρίες και στη συμπεριφορά του προπονητή. Ξεκινά με καλά ματς ο τερματοφύλακας, του δείχνει εμπιστοσύνη ο προπονητής, παίρνει την απαιτούμενη ώθηση και δείχνει τα προσόντα του. Ξεκινά πνίγοντας ένα δύο γκολ, τον αδειάζει ο προπονητής, καληνύχτα και καλή τύχη. Αυτό ακριβώς είχε συμβεί με τον Ρομπέρτο στη Μπενφίκα. Ενώ είχε την ίδια ποιότητα με τη σημερινή του, έκανε ένα λάθος στο πρώτο φιλικό που χρησιμοποιήθηκε, από το οποίο επηρεάστηκε πολύ. Εφτανε να αναρωτιέται αν άξιζε ή όχι τα 8.5 εκατ. ευρώ που είχε δαπανήσει η Μπενφίκα για να τον αγοράσει. Εφτασε να βάλει τα κλάματα από τον εκνευρισμό του σε μια προπόνηση επειδή θεωρούσε κακή την μπάλα του πορτογαλικού πρωταθλήματος, την Τζαμπουλάνι. Κάπως έτσι τον πήρε τόσο “από κάτω”.
Παρόμοιο παρασκήνιο κρύβεται πίσω από την ιστορία της διαφοράς του Μιγκέλ Βίτορ της Ελλάδας με τον Μιγκέλ Βίτορ της Μπενφίκα. Ο Ζόρζε Ζέσους του τσάκισε την ψυχολογία, του στέρησε ευκαιρίες, τον έβγαζε από την 11αδα ακόμη κι όταν απέδιδε καλά, τον έστειλε στη β' ομάδα και ο Πορτογάλος αμυντικός, που υπήρξε ο αρχηγός της Εθνικής Ελπίδων, πήγε να χαθεί. Ο Χουμπ Στέφενς του έδειξε εμπιστοσύνη, είτε ελλείψει άλλου είτε όχι, τον στήριξε ψυχολογικά, ο Βίτορ βρήκε υποστήριξη και από τους συμπαίκτες και σήμερα ο ΠΑΟΚ έχει έναν εκ των πιο αξιόλογων κεντρικών αμυντικών του πρωταθλήματος, από τον οποίο παίρνει πολλά και εκτελεστικά.
Είναι άπειρες οι ιστορίες που λειτουργούν ως αποδείξεις του αξιώματος περί της σημασίας που έχει για τον ποδοσφαιριστή η ψυχολογία, να νιώθει ότι “τον πιστεύουν”. Οι προπονητές που το αντιλήφθηκαν και απέκτησαν γνώσεις στην ψυχολογία εργάζονται σήμερα στο κορυφαίο επίπεδο. Εκείνοι που αδιαφορούν, που δεν επιμορφώνονται, που συνεχίζουν αβασάνιστα να σκοτώνουν ψυχολογικά τους ποδοσφαιριστές και να τους χάνουν είναι ήδη παρωχημένοι. Κι όσοι από εμάς δεν αντιλαμβανόμαστε τα βασικά, επιμένουμε να χαρακτηρίζουμε “τυχερούς” τους ποδοσφαιριστές που δεν τα καταφέρνουν εδώ και τα καταφέρνουν αλλού, και να χαρακτηρίζουμε“άσχετους” τους ξένους που δεν εκτίμησαν έναν ποδοσφαιριστή που στα δικά μας χώματα κάνει καλύτερα πράγματα από αυτά που έδειξε κατά το παρελθόν του σε άλλα μέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου