Hμουν
13 ετών όταν πρωτόπαιξε ο Γκάλης στην Ελλάδα. Θυμάμαι και τα πρωτοσέλιδα
των (δύο) αθλητικών εφημερίδων, όπως τα έβλεπα στο περίπτερο καθ’οδόν
για το σχολείο. «Νικ Γκάλις» τον έγραφαν. Ή και «Γκάλλις». Γραμμένο στα
μπρούκλικα, όπως λέμε (λέγαμε τότε) «Καλιγκάρις» ή «Ράπις» ή «Μέλις»,
αλλά όχι «Ράμπις»: αυτός ήρθε στη δήθεν πατρίδα των παππούδων του ως
«Ραμπίδης» έναν χρόνο αργότερα.
Ηταν ακόμη εξωτικό είδος οι Ελληνοαμερικάνοι. Από τότε που ο Ολυμπιακός –υπό την αιγίδα του Γουλανδρή- έφερε τη φουρνιά που άλλαξε την ιστορία του, Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Διάκουλα και Μελίνι, όλες οι ομάδες έψαχναν τον ομογενή που θα τις οδηγούσε στη γη της επαγγελίας. Οι περισσότεροι είχαν περίεργα συγκεκομμένα ονόματα και ασήμαντη δόση ταλέντου.
Γιατί λοιπόν να είναι κάτι διαφορετικό αυτός ο Γκάλλις; Την καριέρα και τα ρεκόρ του στο κολέγιο ελάχιστοι μπορούσαν να τα ανιχνεύσουν και ακόμα λιγότεροι τα γνώριζαν.
Δεν υπήρχε τότε ίντερνετ ούτε ιδιωτική ή συνδρομητική τηλεόραση. Οι ελάχιστοι μυημένοι περίμεναν τις ετήσιες εκδόσεις περιοδικών όπως το Sporting Life ή το βιβλίο-βίβλο Blue Ribbon για να λάβουν ένα ψήγμα υπερατλαντικής ενημέρωσης. Ωσπου να το βρουν και να το διαβάσουν, οι πληροφορίες είχαν μπαγιατέψει.
Αλλά αυτός ο Γκάλλις ήταν κάτι διαφορετικό. Η σαββατιάτικη εκπομπή του Συρίγου στην ΕΡΤ έπιασε στασίδι στο Αλεξάνδρειο και έγιναν γρήγορα cult. «Το Σάββατο θα πάμε να δούμε μπάσκετ», έλεγε ο εξάδελφος Αντώνης.
Μα τι μπάσκετ; Δεν ήξερα τι είναι το μπάσκετ. Κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε τι είναι το μπάσκετ, έτσι τουλάχιστον όπως το έπαιζε ο Γκάλλις με το φουντωτό μαλλί και τα σπασμένα ελληνικά.
Ο εξάδελφος ήταν ΠΑΟΚτζής, αλλά με πήγαινε στους αγώνες του Άρη. Στο τότε κλειστό του Περιστερίου, δίπλα στο κολυμβητήριο. Στο Παπαστράτειο, που ήταν κι αυτό σε απόσταση ενός λεωφορείου. Στον Τάφο του Ινδού, με το θρυλικό Αβέρωφ-Προύσσης. Στον Πανιώνιο. Στην ΑΕΚ.
Το θρυλικό ματς του Αρη με τον Ιωνικό, Γκάλης-Γιαννάκης 62-73 και τα ρέστα παγωτά, το είδα εκστασιασμένος από την τηλεόραση σε εκδρομή του σχολείου. Οι φίλοι με περνούσαν για παλαβό, που έχανα ένα πολύτιμο δίωρο εξαλλοσύνης για να το χαραμίσω στο μπάσκετ.
Όταν απογαλακτίστηκα από το σπίτι, έκανα τουρνέ τα γήπεδα του Σαββατοκύριακου, μπάσκετ, ποδόσφαιρο και βόλεϊ, αλλά το σημείο αναφοράς ήταν πάντοτε οι αγώνες του Γκάλλις στην Αθήνα. Το μυστικό, στο μεταξύ, μαθεύτηκε. Αν ο Άρης έπαιζε στις 4.15 στα Ιλίσια, έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι το αργότερο στις 12.
Στο γήπεδο έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τον Γκάλλις. Οι κερκίδες γέμιζαν μέχρι ασφυξίας, ενώ εκατοντάδες φίλαθλοι παρακολουθούσαν τον αγώνα όρθιοι στα όρια του αγωνιστικού χώρου. Ο αδελφός μου υπερηφανεύεται ακόμη για μία φωτογραφία στην οποία ο ίδιος φαίνεται στο φόντο, καθισμένος στο παρκέ δίπλα στις γραμμές, πίσω από τον ιπτάμενο Νικ και τους τρεις αντιπάλους που κυνηγούσαν ανεμομύλους.
Πήγαμε και στην Εθνική. Στα μπασκετικά εγκαίνια του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, ένα φιλικό Ελλάδας-Ισραήλ, τον Νοέμβριο του ‘85. Και στον αγώνα με τη Βουλγαρία όπου σφραγίστηκε το εισιτήριο για το Μουντομπάσκετ του 1986. Θυμάμαι να βλέπω αποσβολωμένος από την τηλεόραση μίας καφετέριας στο Ζούμπερι την παράσταση του Γκάλλις στον αγώνα με τον Παναμά: 56 πόντοι.
Πενηνταέξι.
Η μπασκετική υφήλιος ανασήκωσε απορημένη το φρύδι και έκανε τον σταυρό της: «Κακό μπελά θα βρούμε με δαύτον». Πού να ήξερε τι της ξημέρωνε, έναν χρόνο αργότερα…
Ούτε εγώ ήξερα τι μου ξημέρωνε, όταν αγόραζα, σχεδόν ανυποψίαστος, εισιτήρια για το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Παρακολούθησα τους υπόλοιπους αγώνες από την κερκίδα, αλλά τον τελικό τον είδα από την τηλεόραση, νεούδι στη δημοσιογραφία, τελευταίος τροχός της αμάξης στην Απογευματινή: «Ο μικρός θα μείνει στο γραφείο για να μαζέψει τα τηλεγραφήματα των πολιτικών αρχηγών και να κάνει ρεπορτάζ στην Ομόνοια».
Το ανεκτίμητης αξίας εισιτήριό μου κατέληξε από απίθανη καραμπόλα στα χέρια του 16χρονου τότε Γιώργου Σιγάλα. Στην Ομόνοια θα πήγαινα ούτως ή άλλως.
Δύο χρόνια αργότερα, η πρώτη τηλεοπτική μετάδοση της ζωής μου με βρήκε ουρανοκατέβατο να περιγράφω τις πιρουέτες του Γκάλλις σε τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, Αρης-ΠΑΟΚ παρακαλώ. Αν είναι όνειρο, μη με ξυπνάτε.
Αργά το βράδυ της 25ης Ιουνίου 1989, στο Ζάγκρεμπ, βγήκα από το ασανσέρ του «Ιντερκοντινένταλ» καθ’οδόν προς το καζίνο, όπου έπαιρναν μία τελευταία ανάσα πριν την επιστροφή στην Ελλάδα οι κάτοχοι του ασημένιου Ευρωπαϊκού μεταλλίου (όσοι δεν προτίμησαν τη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου). Και είδα μπροστά μου τον Γκάλη, ο οποίος φυσικά δεν με γνώριζε, αν και ήμασταν ακόμη λίγοι, οι μπασκετικοί.
Στυλό είχα πάντοτε σε πρώτη ζήτηση. Χαρτί, όμως; Εψαξα απεγνωσμένα στις τσέπες, αλλά δεν βρήκα τίποτε, εκτός από… από…
Από εκείνη τη μέρα, ένα αυτόγραφο του Νίκου Γκάλη κοσμεί το παλαιό μου διαβατήριο.
Ηταν ακόμη εξωτικό είδος οι Ελληνοαμερικάνοι. Από τότε που ο Ολυμπιακός –υπό την αιγίδα του Γουλανδρή- έφερε τη φουρνιά που άλλαξε την ιστορία του, Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Διάκουλα και Μελίνι, όλες οι ομάδες έψαχναν τον ομογενή που θα τις οδηγούσε στη γη της επαγγελίας. Οι περισσότεροι είχαν περίεργα συγκεκομμένα ονόματα και ασήμαντη δόση ταλέντου.
Γιατί λοιπόν να είναι κάτι διαφορετικό αυτός ο Γκάλλις; Την καριέρα και τα ρεκόρ του στο κολέγιο ελάχιστοι μπορούσαν να τα ανιχνεύσουν και ακόμα λιγότεροι τα γνώριζαν.
Δεν υπήρχε τότε ίντερνετ ούτε ιδιωτική ή συνδρομητική τηλεόραση. Οι ελάχιστοι μυημένοι περίμεναν τις ετήσιες εκδόσεις περιοδικών όπως το Sporting Life ή το βιβλίο-βίβλο Blue Ribbon για να λάβουν ένα ψήγμα υπερατλαντικής ενημέρωσης. Ωσπου να το βρουν και να το διαβάσουν, οι πληροφορίες είχαν μπαγιατέψει.
Αλλά αυτός ο Γκάλλις ήταν κάτι διαφορετικό. Η σαββατιάτικη εκπομπή του Συρίγου στην ΕΡΤ έπιασε στασίδι στο Αλεξάνδρειο και έγιναν γρήγορα cult. «Το Σάββατο θα πάμε να δούμε μπάσκετ», έλεγε ο εξάδελφος Αντώνης.
Μα τι μπάσκετ; Δεν ήξερα τι είναι το μπάσκετ. Κανείς στην Ελλάδα δεν ήξερε τι είναι το μπάσκετ, έτσι τουλάχιστον όπως το έπαιζε ο Γκάλλις με το φουντωτό μαλλί και τα σπασμένα ελληνικά.
Ο εξάδελφος ήταν ΠΑΟΚτζής, αλλά με πήγαινε στους αγώνες του Άρη. Στο τότε κλειστό του Περιστερίου, δίπλα στο κολυμβητήριο. Στο Παπαστράτειο, που ήταν κι αυτό σε απόσταση ενός λεωφορείου. Στον Τάφο του Ινδού, με το θρυλικό Αβέρωφ-Προύσσης. Στον Πανιώνιο. Στην ΑΕΚ.
Το θρυλικό ματς του Αρη με τον Ιωνικό, Γκάλης-Γιαννάκης 62-73 και τα ρέστα παγωτά, το είδα εκστασιασμένος από την τηλεόραση σε εκδρομή του σχολείου. Οι φίλοι με περνούσαν για παλαβό, που έχανα ένα πολύτιμο δίωρο εξαλλοσύνης για να το χαραμίσω στο μπάσκετ.
Όταν απογαλακτίστηκα από το σπίτι, έκανα τουρνέ τα γήπεδα του Σαββατοκύριακου, μπάσκετ, ποδόσφαιρο και βόλεϊ, αλλά το σημείο αναφοράς ήταν πάντοτε οι αγώνες του Γκάλλις στην Αθήνα. Το μυστικό, στο μεταξύ, μαθεύτηκε. Αν ο Άρης έπαιζε στις 4.15 στα Ιλίσια, έπρεπε να φύγουμε από το σπίτι το αργότερο στις 12.
Στο γήπεδο έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τον Γκάλλις. Οι κερκίδες γέμιζαν μέχρι ασφυξίας, ενώ εκατοντάδες φίλαθλοι παρακολουθούσαν τον αγώνα όρθιοι στα όρια του αγωνιστικού χώρου. Ο αδελφός μου υπερηφανεύεται ακόμη για μία φωτογραφία στην οποία ο ίδιος φαίνεται στο φόντο, καθισμένος στο παρκέ δίπλα στις γραμμές, πίσω από τον ιπτάμενο Νικ και τους τρεις αντιπάλους που κυνηγούσαν ανεμομύλους.
Πήγαμε και στην Εθνική. Στα μπασκετικά εγκαίνια του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, ένα φιλικό Ελλάδας-Ισραήλ, τον Νοέμβριο του ‘85. Και στον αγώνα με τη Βουλγαρία όπου σφραγίστηκε το εισιτήριο για το Μουντομπάσκετ του 1986. Θυμάμαι να βλέπω αποσβολωμένος από την τηλεόραση μίας καφετέριας στο Ζούμπερι την παράσταση του Γκάλλις στον αγώνα με τον Παναμά: 56 πόντοι.
Πενηνταέξι.
Η μπασκετική υφήλιος ανασήκωσε απορημένη το φρύδι και έκανε τον σταυρό της: «Κακό μπελά θα βρούμε με δαύτον». Πού να ήξερε τι της ξημέρωνε, έναν χρόνο αργότερα…
Ούτε εγώ ήξερα τι μου ξημέρωνε, όταν αγόραζα, σχεδόν ανυποψίαστος, εισιτήρια για το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας. Παρακολούθησα τους υπόλοιπους αγώνες από την κερκίδα, αλλά τον τελικό τον είδα από την τηλεόραση, νεούδι στη δημοσιογραφία, τελευταίος τροχός της αμάξης στην Απογευματινή: «Ο μικρός θα μείνει στο γραφείο για να μαζέψει τα τηλεγραφήματα των πολιτικών αρχηγών και να κάνει ρεπορτάζ στην Ομόνοια».
Το ανεκτίμητης αξίας εισιτήριό μου κατέληξε από απίθανη καραμπόλα στα χέρια του 16χρονου τότε Γιώργου Σιγάλα. Στην Ομόνοια θα πήγαινα ούτως ή άλλως.
Δύο χρόνια αργότερα, η πρώτη τηλεοπτική μετάδοση της ζωής μου με βρήκε ουρανοκατέβατο να περιγράφω τις πιρουέτες του Γκάλλις σε τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας, Αρης-ΠΑΟΚ παρακαλώ. Αν είναι όνειρο, μη με ξυπνάτε.
Αργά το βράδυ της 25ης Ιουνίου 1989, στο Ζάγκρεμπ, βγήκα από το ασανσέρ του «Ιντερκοντινένταλ» καθ’οδόν προς το καζίνο, όπου έπαιρναν μία τελευταία ανάσα πριν την επιστροφή στην Ελλάδα οι κάτοχοι του ασημένιου Ευρωπαϊκού μεταλλίου (όσοι δεν προτίμησαν τη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου). Και είδα μπροστά μου τον Γκάλη, ο οποίος φυσικά δεν με γνώριζε, αν και ήμασταν ακόμη λίγοι, οι μπασκετικοί.
Στυλό είχα πάντοτε σε πρώτη ζήτηση. Χαρτί, όμως; Εψαξα απεγνωσμένα στις τσέπες, αλλά δεν βρήκα τίποτε, εκτός από… από…
Από εκείνη τη μέρα, ένα αυτόγραφο του Νίκου Γκάλη κοσμεί το παλαιό μου διαβατήριο.
- Το ενσταντανέ είναι από το 1990, όταν ο τραυματίας Γκάλης έδινε μάχη με τον χρόνο για να προλάβει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αργεντινής. Τελικά αποκλείστηκε από την αποστολή. Το Ευρωμπάσκετ της επόμενης χρονιάς, στη Ρώμη, ήταν η τελευταία του διοργάνωση με την Εθνική ομάδα. Τον Νοέμβριο του 1991 τιμωρήθηκε –τι ντροπή- με ισόβιο αποκλεισμό επειδή παραήταν ατίθασος για τα γούστα της Ομοσπονδίας. Εδώ είχα προσθέσει αρχικά ένα σχόλιο για αυτούς που έκοψαν το μπάσκετ στον Γκάλη, αλλά θα το κρατήσω για πιο αναλυτική αναφορά στη σχετική επέτειο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου