Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Η Μπάρτσα... και οι άλλοι!!

Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει στο blog του στο gazzetta για την Μπαρτσελόνα που παίζει... μόνη της στην Ισπανία και την έλλειψη ανταγωνισμού στην Πριμέρα Ντιβιζιόν.
Ευλογία; Κατάρα; Το θαυμάζεις; Τρομάζεις; Ακόμη και ο Ολυμπιακός, σ’ αυτό το πρωτάθλημα, το ελληνικό, υπήρξαν τρία ματς στα 17 που δεν τα κέρδισε. Ακόμη και η Σαχτάρ στο δικό της πρωτάθλημα, το ουκρανικό, υπήρξε ένα ματς στα 18 που το έχασε. Αρχές Μαρτίου, θα έλθει το μεγαλύτερο παιγνίδι στον σύγχρονο κόσμο, Ρεάλ-Μπαρτσελόνα, και θα ‘ναι, αν όχι…φιλικό, πάντως λιγότερο σημαντικό κι από Σούπερ Καπ Αυγούστου. Δίχως διακύβευμα. Για διακύβευμα θα περιμένουμε, αναγκαστικά, μήπως συναντηθούν στους ημιτελικούς του Κόπα. ‘Η κάπου στο Τσάμπιονς Λιγκ. Η Μπάρτσα είναι ανομολόγητο μεν, ολοφάνερο δε, ότι λυσσάει για τα περσινά της Ρεάλ. Όχι για το πρωτάθλημα, μόνο. Λυσσάει για τους 100 πόντους και τα 121 γκολ της Ρεάλ. Να καταρρίψει τους αριθμούς, την ιντριγκάρει πιο πολύ κι απ’ το να πάρει τη ρεβάνς. Ν’ ανακτήσει τον τίτλο. Δεν θέλουν ν’ ανακτήσουν τον τίτλο. Θέλουν να τον ανακτήσουν με στιλ. Ηδη, έκλεισαν τον πρώτο γύρο με 55 και 64. Πόντους και γκολ. Είναι σε ρυθμό. Δεν θα το αφήσουν.
Κι όμως. Ως τον Οκτώβριο, ο ίδιος ο…Μέσι δεν θα στοιχημάτιζε στο 18-1-0. Η Μπαρτσελόνα δεν ήταν καλή. Η Ρεάλ, επίσης. Δεν ήταν καλή. Αλλά, φτάνοντας στο κλάσικο, είχε κιόλας σχηματιστεί εκείνο το συν-πλην 8. Εντελώς συγκυριακά. Αποδείχθηκε, στα 90 λεπτά του κλάσικο. Η Ρεάλ, εκεί και τότε, δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, ομάδα του -8. Η συγκυρία έγκειται στο ότι, ως τότε, η Μπαρτσελόνα εύρισκε κάθε φορά τον τρόπο να τη σκαπουλάρει απ’ τα λάθη της. Ενώ η Ρεάλ, τα λάθη της πήγαινε στο ταμείο και τα πλήρωνε σε σκληρό νόμισμα. Κας. Θυμάμαι στην Παμπλόνα, Αύγουστο ακόμη, τη Μπάρτσα να βλέπει επί 75 λεπτά την πλάτη της Οσασούνα. Όχι στο σκορ, σε όλα. Ισοφάρισαν μ’ ένα οφσάιντ, στη διαμαρτυρία για το οφσάιντ αποβλήθηκε ο αρχηγός της Οσασούνα, στην αναμπουμπούλα εναντίον των δέκα της Οσασούνα έβαλε και το δεύτερο, σαν λύκος που χαίρεται, ο Μέσι. Απέδρασαν. Μετά, με τη Βαλένθια στο Καμπ Νου, η Βαλένθια σκόραρε ένα γκολ…όσο οφσάιντ ήταν το γκολ της Μπάρτσα που μέτρησε στην Παμπλόνα. Της Βαλένθια στο Καμπ Νου, δεν μέτρησε. Ένα-μηδέν. Υστερα, το αποκορύφωμα, η Σεβίλλη. Απ’ το 2-0, στο 2-3. Με το ελεεινό θέατρο του Σεσκ και την αποβολή του Μεδέλ, στο 2-1.
Ο Τίτο Βιλανόβα, εξαιρετικός σε όλα, ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι προστατεύθηκε απ’ το να δοκιμαστεί. Δεν θα μάθουμε ποτέ, πώς θα διαχειριζόταν τα δύσκολα της αρχής. Πώς, έχοντας ήδη χάσει το ισπανικό Σούπερ Καπ τον Αύγουστο απ’ τη Ρεάλ, θ’ ανταπεξερχόταν στους αναπόφευκτους παραλληλισμούς με τον Πεπ Γουαρδιόλα. Επειτα, απ’ το κλάσικο και πέρα, όλα πήραν τον δρόμο τους. Το χτικιό είναι για όποιον λειτουργεί υπό πίεσιν. Η αναταραχή θα ταλαιπωρεί πάντοτε το σπίτι εκείνου που κυνηγά. Η Ρεάλ άλλωστε, δεν τίθεται θέμα, μπορεί να έχει στο σπίτι της την αναταραχή ακόμη κι όταν είναι πρωταθλήτρια. Ο Καπέλο την έκανε πρωταθλήτρια, και παύθηκε επειδή δεν τους άρεσε το πώς έπαιζε. Ο Μουρίνιο την έκανε πρωταθλήτρια, κι επειδή θα ‘ταν εκκεντρικό, ακόμη και για Ρεάλ, να μη τους άρεσε το 100+121, έκαναν…λίγη υπομονή ώσπου να έλθει η στιγμή που δεν τους αρέσει το πώς παίζει. Το -8 σιγά-σιγά έγινε 10, 13, 16, τώρα 18, η καταμέτρηση συνεχίζεται. Ένα ξηλωμένο πουλόβερ.
Γενικώς, υπάρχει διαφορά στην προστασία. Διαφορά περιβάλλοντος, σε Βαρκελώνη και Μαδρίτη. Η Μπαρτσελόνα χάνει τα πρωτεία, κι αποχαιρετά τον Πεπ με ευγνωμοσύνη. Η Ρεάλ παίρνει τα πρωτεία, και ψάχνει λόγους για να γκρινιάζει. Κατ’ ουσίαν η απόσταση, Ρεάλ πέρυσι με Ρεάλ εφέτος, έγκειται μονάχα στο πνεύμα. Η βασική ενδεκάδα δεν είναι ίδια, είναι ολόιδια. Το επιτελείο, ολόιδιο. Απλώς πέρυσι τους έκαιγε το κίνητρο, ο εγωισμός, να προσπεράσουν τη Μπαρτσελόνα. Ηταν καύσιμο, πλούσιο σε οκτάνια. Τους πήγε, ως το φινάλε. Εφέτος; Το καύσιμο αυτομάτως «προσανατολίστηκε» αλλού. Την πρώτη χρονιά Μουρίνιο, πήραν το κύπελλο. Απ’ τη Μπαρτσελόνα. Τη δεύτερη χρονιά Μουρίνιο, πήραν το πρωτάθλημα. Απ’ τη Μπαρτσελόνα. Εφέτος, την τρίτη χρονιά Μουρίνιο, πρέπει να πάρουν το Τσάμπιονς Λιγκ. Εννοείται, απ’ τη Μπαρτσελόνα. Α, και με στιλ. Απαραιτήτως.
Επιστρέφοντας στο 18-1-0, αντιλαμβάνομαι τον θαυμασμό. Είναι εξωκοσμικό. Αλλά την ίδια στιγμή έχω το πιο δεκτικό αυτί, ν’ ακούσω και εκείνον που θα έλθει να μου πει ότι το…βαρέθηκε. Όχι το σερί των αποτελεσμάτων, απλώς. Ότι βαρέθηκε, έως και τον συγκεκριμένο τρόπο του παιγνιδιού. Το εξαντλητικό τίκι-τάκα. Κατανοητό. Την Κυριακή το βράδυ, ομολογώ, συνέλαβα εαυτόν να παρακαλάει να πηγαίνει η μπάλα στα πόδια των παικτών της Μάλαγα! Για να δούμε κάτι γρήγορο και άμεσο, κάτι απλό και ευθύ αλλά σε πιο υψηλή ένταση, σαν αντίδοτο στις ατελείωτες πάσες εδώ κι εκεί. Σ’ αυτό το επαναλαμβανόμενο «μαρτύριο» το οποίο, κάθε φορά που έκανε κάπως να φυσήξει, ερχόταν κι αφαιρούσε όλο τον αέρα απ’ τα πανιά του αντίπαλου.
Το βέβαιον είναι, είτε το θαυμάζει κανείς είτε τρομάζει, ότι αυτό επιφέρει την πλήρη παράλυση του ανταγωνισμού. Κι ο ανταγωνισμός είναι ζωτικής σημασίας, στον πρωταθλητισμό. Πράγμα που μας οδηγεί να σκεπτόμαστε, όχι τη Ρεάλ, την Ατλέτικο. Για μένα, η ομάδα της (μισής) χρονιάς στην Πριμέρα. Απ’ τον Ούγο Σάντσες, τον Φούτρε και τον Βιέρι ως τον Φερνάντο Τόρες, τον Αγουέρο και τον Φορλάν, καλούς παίκτες η Ατλέτικο πάντοτε είχε. Τέτοιον προπονητή, όμως; Είναι προφανές ότι και εδώ «όλα είναι πνεύμα». Το πνεύμα του προπονητή. Του Σιμεόνε. Πέτυχε ν’ αναβιώσει το πνεύμα των mid-90s, όταν έπαιζε στο Καλδερόν. Μ’ εκείνο το πνεύμα, τότε έκαναν νταμπλ στην Ισπανία. Τώρα; Τώρα, βγάζουν ένα πρώτο γύρο με το απίστευτο 14-2-3, με 10/10 εντός έδρας, και δεν είναι δεύτεροι. Είναι δεύτεροι…στο -11. Η Γιουβέντους, με τρεις ισοπαλίες και τρεις ήττες, είναι πρώτη. Η Γιουνάιτεντ, με μία ισοπαλία και τρεις ήττες, δεν είναι πρώτη. Είναι πρώτη, στο +7. Η Μπάγερν, με τρεις ισοπαλίες και μία ήττα, είναι πρώτη στο +9. Η Λιόν είναι πρώτη, με πέντε ισοπαλίες και τρεις ήττες!
Απ’ τον Αύγουστο ως τα Χριστούγεννα, η πιο σωστή κουβέντα που ακούστηκε στην κοινωνία της Πριμέρα ήταν η κουβέντα του Βιλανόβα πριν το Μπάρτσα-Ατλέτικο. «Οπουδήποτε αλλού η Ατλέτικο θα ήταν πρωταθλήτρια». Κι ύστερα, της έβαλαν τέσσερα. Με…κακή, που λέει ο λόγος, απόδοση! Οντως, παραλυτικό.
πηγή: gazzetta.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: