Η τελευταία ρετρό ιστορία αναφερόταν στο σφαιριστήριο του Ντένη, του
Αμερικάνου, όπου γνωρίσαμε τα -αρχαία πια- ηλεκτρονικά παιχνίδια της
εφηβείας μας.Θυμηθείτε τη...
Στο ίδιο μαγαζί γνωρίσαμε, μάλλον το καλοκαίρι του 1984 αν δεν με γελά η μνήμη μου, και το πρώτο ηλεκτρονικό παιχνίδι κλασικού αθλητισμού. «Τρακ εντ Φιλντ» λεγόταν και το βαφτίσαμε «Ολυμπιακοί Αγώνες», ίσως επειδή τότε διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες και θέλαμε -έστω και ρίχνοντας τάλιρα στον κερματοδέκτη- να γίνουμε κι εμείς λίγο ...Καρλ Λιούις. Τι Καρλ Λιούις, δηλαδή, αφού ο πρωταγωνιστής του συγκεκριμένου παιχνιδιού ήταν μορφάρα! Λευκός, με μουστακάκι, γκαφατζής αλλά και ...σούπερ αθλητής. Δεκαθλητής, υπό προϋποθέσεις, αφού δεν έκανε μόνο ένα αγώνισμα. Αλλά δεν έκανε και δέκα, βέβαια, καθώς περιοριζόταν, κατά σειρά, στα 100 μέτρα, το μήκος, τον ακοντισμό, τα 110 μέτρα με εμπόδια, τη σφύρα και το ύψος.
Εξαθλητής...
Στα 100 μέτρα και στα εμπόδια είχε και αντίπαλο. Έναν ακριβώς ίδιο αθλητή, με ίδιο ύψος, ίδια φάτσα και ίδιο μουστάκι, αλλά μαυρούλη. Ο κατασκευαστής δεν ήταν ρατσιστής κατά τα φαινόμενα, αν και το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής ήταν ο λευκός αθλητής, μπορεί και να έστελνε τα μηνύματά του. Πάντως, όταν παίζαμε διπλό, όλοι τσακωνόμασταν ποιος θα πάρει τον μαύρο, θεωρώντας πως «δεν μπορεί, κάτι από Καρλ Λιούις θα το έχει πάρει»!
Το ασυνήθιστο του συγκεκριμένου ηλεκτρονικού, ήταν ότι δεν είχε μοχλό, αλλά δύο κουμπιά. Με το ένα κουμπί έτρεχες και με το άλλο πρόσθετες τα τεχνικά χαρακτηριστικά της προσπάθειας (άλματα, ρίψεις, μοίρες κτλ). Το ακόμα πιο ιδιαίτερο ήταν ότι το κουμπί του τρεξίματος, κάθε μέρα ήθελε αλλαγή. Γιατί έπρεπε να το πατάς γρήγορα για να τρέχεις γρήγορα. Κι επειδή βρήκαμε έναν ασφαλή τρόπο να τρέχουμε γρήγορα. Με ένα δεκάρικο πατάγαμε πέρα - δώθε το κουμπί με μεγάλη ταχύτητα, μέχρι που έλιωνε ή ξεχαρβαλωνόταν. Ή, μέχρι να έρθει ο Ντένης και να κατεβάσει τον γενικό, επιβάλλοντας βαριά τιμωρία λόγω ...ντόπινγκ. Η αλήθεια είναι πως τόσο πολύ που είχαμε εξασκηθεί στο πάτημα του κουμπιού με το δεκάρικο, τα ρεκόρ που κάναμε ήταν εξωπραγματικά. Ο Δεμπασκαλάς, που τον βόλευαν τα κοντά δαχτυλάκια του, είχε καταφέρει να τρέξει τα 100 μέτρα σε 7.90 και να πηδήξει κοντά 10 μέτρα στο μήκος.
Ο αθλητής, πάντως, όπως προείπα, ήταν και γκαφατζής. Αν στο μήκος ξέχναγες να πατήσεις του κουμπί, σκόνταφτε και έπεφτε με τα μούτρα στο σκάμμα, ενώ μετά από κάθε άκυρη προσπάθεια, έξυνε την κεφάλα του. Επίσης, στον ακοντισμό, όταν έβαζες τη σωστή ταχύτητα και αρκετές μοίρες, το ακόντιο έβγαινε από το πάνω μέρος της οθόνης και επέστρεφε έρχονταν καρφώσει ένα πουλί. «Μπεκάτσα, μπεκάτσα», φωνάζαμε όλοι μαζί σε όποιον είχε ήδη περάσει το όριο πρόκρισης από την πρώτη προσπάθεια και πλέον είχε δυνατότητα στις επόμενες δύο να διεκδικήσει το ...πιάτο της ημέρας. Πολύ γέλιο έβγαινε και όταν ο εξαθλητής μας σκόνταφτε στα εμπόδια ή όταν πέταγε τη σφύρα στις εξέδρες, ενώ η μεγάλη στιγμή ήταν όταν αναδεικνυόταν Ολυμπιονίκης, ανέβαινε στο πρώτο σκαλί του βάθρου και μια ξανθιά γκόμενα του έδινε φιλάκια υπό τους ήχους των «Δρόμων της Φωτιάς» του Βαγγέλη Παπαθανασίου! Κάποιοι, μάλιστα, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, κοκκινίζαμε όταν οι θεατές άρχιζαν την καζούρα για την ξανθιά και τα «θα τα πω εγώ στη δικιά σου»...
Για το παιχνίδι αυτό, κάναμε ουρά. Όλοι, εκτός από τον Φώτη, που ποτέ δεν είχε λεφτά και πάντα ερχόταν και παρακαλούσε «να σου πατάω ...σφαίρες». Αυτή η επιμονή με τις σφαίρες τον συνόδευε σε όλα τα παιχνίδια. «Να σου πατάω σφαίρες», έλεγε στο παιχνίδι με τον εξαθλητή, «να σου πατάω σφαίρες» στο Γκοστ εν Γκόμπλινς με τον ιππότη, τα ζόμπι και τα ακόντια (σε αυτό ήμουν αξεπέραστος), μια φορά είχε ζαλίσει τον Πατούσα που δεν τον άφηνε να του πατάει σφαίρες στο ...πάκμαν. «Ρε Φώτη, αφού δεν έχει σφαίρες», του έλεγε ο μακαρίτης. «Και τα κουμπιά γιατί τα έχει; Για μόστρα;», τον ρώταγε ο Φώτης και τα πάταγε όλα μαζί, προκαλώντας κάποιες φορές επανεκκίνηση, καθώς τα συγκεκριμένα κουμπιά ήταν για την επιλογή ανάμεσα στο μονό και το διπλό.
Το παιχνίδι με τον μουστακαλή εξαθλητή άρχισε να χάνει την αίγλη του όταν τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά και εξαιτίας της εμμονής του Ντένη να το κλείνει όταν χρησιμοποιούσαμε δεκάρικο για να πατάμε το κουμπί της ταχύτητας. Προφανώς, όταν ο Αμερικάνος διαπίστωσε πως τα τάλιρα που μάζευε κάθε βράδυ λιγόστευαν, άρχισε να σκέφτεται τρόπους να αναθερμάνει το ενδιαφέρον. Κι επειδή δεν το είχε σκοπό να μας αφήσει να πετυχαίνουμε ...ντοπαρισμένα παγκόσμια ρεκόρ με το δεκάρικο, αποφάσισε να μας… καταστρέψει. Αντικατέστησε το κουμπί με ένα μοχλό. Για να τρέχει ο μουστακαλής, έπρεπε να κουνάμε γρήγορα πέρα - δώθε τον κωλομοχλό, με πραγματικά καταστροφικά αποτελέσματα. Όλοι ψάχναμε τρόπους να τρέξουμε πιο γρήγορα. Άλλος έκανε διχάλα τα δάχτυλα και τα κούναγε γρήγορα δεξιά – αριστερά βάζοντας τον μοχλό ανάμεσα. Άλλος τέντωνε την παλάμη και κούναγε τον μοχλό πιέζοντάς τον από πάνω. Σύντομα όλοι είχαμε μικρούς ή μεγαλύτερους τραυματισμούς. Εγώ, για παράδειγμα, είχα μια μεγάλη φουσκάλα στη μέση της παλάμης και δεν μπορούσα να κλείσω το χέρι (δεν έφταιγε το άλλο που φαντάζεστε). Ο Δεμπασκαλάς είχε δύο φουσκάλες στα δάχτυλα, ανάμεσα στον δείχτη και τον μέσο. Κι ο Πατούσας, παραδοσιακά γκαντέμης και ατσούμπαλος, είχε καταφέρει να σπάσει το μεσαίο δάχτυλο και να τον βάλουν σε νάρθηκα!
Όσο για τον Φώτη; Απαιτώντας να πατάει σφαίρες, πήρε μια φορά από τα χέρια του Δεμπασκαλά τον μοχλό και τον έκανε πέρα - δώθε με τόση δύναμη, που τον ξερίζωσε και του έμεινε στο χέρι. Όταν το «ωχ» που ακούστηκε απ΄ όλους μας το αντιλήφθηκε ο Ντένης, ο Φώτης του παρέδωσε τον μοχλό και του είπε: «Δεν πιστεύω να νομίζεις πως το έκανα εγώ. Αφού το ξέρεις πως δεν έχω λεφτά και έρχομαι μόνο για να βλέπω». Και για να πατάει σφαίρες στο ...πάκμαν!
Μέχρι να ξεχάσω τον μουστακαλή εξαθλητή, τις γκριμάτσες, τις γκάφες και τις μπεκάτσες του, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Προσπάθησα να βρω ονλάιν την έκδοση του 1983 για να ...χαζέψουμε όλοι μαζί, ωστόσο πέτυχα μόνο τη μεταγενέστερη έκδοση του παιχνιδιού («Τρακ εντ Φιλντ ΙΙ»). Αν βρείτε το γνήσιο «Τρακ εντ Φιλντ», ενημερώστε...
Στο ίδιο μαγαζί γνωρίσαμε, μάλλον το καλοκαίρι του 1984 αν δεν με γελά η μνήμη μου, και το πρώτο ηλεκτρονικό παιχνίδι κλασικού αθλητισμού. «Τρακ εντ Φιλντ» λεγόταν και το βαφτίσαμε «Ολυμπιακοί Αγώνες», ίσως επειδή τότε διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί του Λος Άντζελες και θέλαμε -έστω και ρίχνοντας τάλιρα στον κερματοδέκτη- να γίνουμε κι εμείς λίγο ...Καρλ Λιούις. Τι Καρλ Λιούις, δηλαδή, αφού ο πρωταγωνιστής του συγκεκριμένου παιχνιδιού ήταν μορφάρα! Λευκός, με μουστακάκι, γκαφατζής αλλά και ...σούπερ αθλητής. Δεκαθλητής, υπό προϋποθέσεις, αφού δεν έκανε μόνο ένα αγώνισμα. Αλλά δεν έκανε και δέκα, βέβαια, καθώς περιοριζόταν, κατά σειρά, στα 100 μέτρα, το μήκος, τον ακοντισμό, τα 110 μέτρα με εμπόδια, τη σφύρα και το ύψος.
Εξαθλητής...
Στα 100 μέτρα και στα εμπόδια είχε και αντίπαλο. Έναν ακριβώς ίδιο αθλητή, με ίδιο ύψος, ίδια φάτσα και ίδιο μουστάκι, αλλά μαυρούλη. Ο κατασκευαστής δεν ήταν ρατσιστής κατά τα φαινόμενα, αν και το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής ήταν ο λευκός αθλητής, μπορεί και να έστελνε τα μηνύματά του. Πάντως, όταν παίζαμε διπλό, όλοι τσακωνόμασταν ποιος θα πάρει τον μαύρο, θεωρώντας πως «δεν μπορεί, κάτι από Καρλ Λιούις θα το έχει πάρει»!
Το ασυνήθιστο του συγκεκριμένου ηλεκτρονικού, ήταν ότι δεν είχε μοχλό, αλλά δύο κουμπιά. Με το ένα κουμπί έτρεχες και με το άλλο πρόσθετες τα τεχνικά χαρακτηριστικά της προσπάθειας (άλματα, ρίψεις, μοίρες κτλ). Το ακόμα πιο ιδιαίτερο ήταν ότι το κουμπί του τρεξίματος, κάθε μέρα ήθελε αλλαγή. Γιατί έπρεπε να το πατάς γρήγορα για να τρέχεις γρήγορα. Κι επειδή βρήκαμε έναν ασφαλή τρόπο να τρέχουμε γρήγορα. Με ένα δεκάρικο πατάγαμε πέρα - δώθε το κουμπί με μεγάλη ταχύτητα, μέχρι που έλιωνε ή ξεχαρβαλωνόταν. Ή, μέχρι να έρθει ο Ντένης και να κατεβάσει τον γενικό, επιβάλλοντας βαριά τιμωρία λόγω ...ντόπινγκ. Η αλήθεια είναι πως τόσο πολύ που είχαμε εξασκηθεί στο πάτημα του κουμπιού με το δεκάρικο, τα ρεκόρ που κάναμε ήταν εξωπραγματικά. Ο Δεμπασκαλάς, που τον βόλευαν τα κοντά δαχτυλάκια του, είχε καταφέρει να τρέξει τα 100 μέτρα σε 7.90 και να πηδήξει κοντά 10 μέτρα στο μήκος.
Ο αθλητής, πάντως, όπως προείπα, ήταν και γκαφατζής. Αν στο μήκος ξέχναγες να πατήσεις του κουμπί, σκόνταφτε και έπεφτε με τα μούτρα στο σκάμμα, ενώ μετά από κάθε άκυρη προσπάθεια, έξυνε την κεφάλα του. Επίσης, στον ακοντισμό, όταν έβαζες τη σωστή ταχύτητα και αρκετές μοίρες, το ακόντιο έβγαινε από το πάνω μέρος της οθόνης και επέστρεφε έρχονταν καρφώσει ένα πουλί. «Μπεκάτσα, μπεκάτσα», φωνάζαμε όλοι μαζί σε όποιον είχε ήδη περάσει το όριο πρόκρισης από την πρώτη προσπάθεια και πλέον είχε δυνατότητα στις επόμενες δύο να διεκδικήσει το ...πιάτο της ημέρας. Πολύ γέλιο έβγαινε και όταν ο εξαθλητής μας σκόνταφτε στα εμπόδια ή όταν πέταγε τη σφύρα στις εξέδρες, ενώ η μεγάλη στιγμή ήταν όταν αναδεικνυόταν Ολυμπιονίκης, ανέβαινε στο πρώτο σκαλί του βάθρου και μια ξανθιά γκόμενα του έδινε φιλάκια υπό τους ήχους των «Δρόμων της Φωτιάς» του Βαγγέλη Παπαθανασίου! Κάποιοι, μάλιστα, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, κοκκινίζαμε όταν οι θεατές άρχιζαν την καζούρα για την ξανθιά και τα «θα τα πω εγώ στη δικιά σου»...
Για το παιχνίδι αυτό, κάναμε ουρά. Όλοι, εκτός από τον Φώτη, που ποτέ δεν είχε λεφτά και πάντα ερχόταν και παρακαλούσε «να σου πατάω ...σφαίρες». Αυτή η επιμονή με τις σφαίρες τον συνόδευε σε όλα τα παιχνίδια. «Να σου πατάω σφαίρες», έλεγε στο παιχνίδι με τον εξαθλητή, «να σου πατάω σφαίρες» στο Γκοστ εν Γκόμπλινς με τον ιππότη, τα ζόμπι και τα ακόντια (σε αυτό ήμουν αξεπέραστος), μια φορά είχε ζαλίσει τον Πατούσα που δεν τον άφηνε να του πατάει σφαίρες στο ...πάκμαν. «Ρε Φώτη, αφού δεν έχει σφαίρες», του έλεγε ο μακαρίτης. «Και τα κουμπιά γιατί τα έχει; Για μόστρα;», τον ρώταγε ο Φώτης και τα πάταγε όλα μαζί, προκαλώντας κάποιες φορές επανεκκίνηση, καθώς τα συγκεκριμένα κουμπιά ήταν για την επιλογή ανάμεσα στο μονό και το διπλό.
Το παιχνίδι με τον μουστακαλή εξαθλητή άρχισε να χάνει την αίγλη του όταν τέλειωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά και εξαιτίας της εμμονής του Ντένη να το κλείνει όταν χρησιμοποιούσαμε δεκάρικο για να πατάμε το κουμπί της ταχύτητας. Προφανώς, όταν ο Αμερικάνος διαπίστωσε πως τα τάλιρα που μάζευε κάθε βράδυ λιγόστευαν, άρχισε να σκέφτεται τρόπους να αναθερμάνει το ενδιαφέρον. Κι επειδή δεν το είχε σκοπό να μας αφήσει να πετυχαίνουμε ...ντοπαρισμένα παγκόσμια ρεκόρ με το δεκάρικο, αποφάσισε να μας… καταστρέψει. Αντικατέστησε το κουμπί με ένα μοχλό. Για να τρέχει ο μουστακαλής, έπρεπε να κουνάμε γρήγορα πέρα - δώθε τον κωλομοχλό, με πραγματικά καταστροφικά αποτελέσματα. Όλοι ψάχναμε τρόπους να τρέξουμε πιο γρήγορα. Άλλος έκανε διχάλα τα δάχτυλα και τα κούναγε γρήγορα δεξιά – αριστερά βάζοντας τον μοχλό ανάμεσα. Άλλος τέντωνε την παλάμη και κούναγε τον μοχλό πιέζοντάς τον από πάνω. Σύντομα όλοι είχαμε μικρούς ή μεγαλύτερους τραυματισμούς. Εγώ, για παράδειγμα, είχα μια μεγάλη φουσκάλα στη μέση της παλάμης και δεν μπορούσα να κλείσω το χέρι (δεν έφταιγε το άλλο που φαντάζεστε). Ο Δεμπασκαλάς είχε δύο φουσκάλες στα δάχτυλα, ανάμεσα στον δείχτη και τον μέσο. Κι ο Πατούσας, παραδοσιακά γκαντέμης και ατσούμπαλος, είχε καταφέρει να σπάσει το μεσαίο δάχτυλο και να τον βάλουν σε νάρθηκα!
Όσο για τον Φώτη; Απαιτώντας να πατάει σφαίρες, πήρε μια φορά από τα χέρια του Δεμπασκαλά τον μοχλό και τον έκανε πέρα - δώθε με τόση δύναμη, που τον ξερίζωσε και του έμεινε στο χέρι. Όταν το «ωχ» που ακούστηκε απ΄ όλους μας το αντιλήφθηκε ο Ντένης, ο Φώτης του παρέδωσε τον μοχλό και του είπε: «Δεν πιστεύω να νομίζεις πως το έκανα εγώ. Αφού το ξέρεις πως δεν έχω λεφτά και έρχομαι μόνο για να βλέπω». Και για να πατάει σφαίρες στο ...πάκμαν!
Μέχρι να ξεχάσω τον μουστακαλή εξαθλητή, τις γκριμάτσες, τις γκάφες και τις μπεκάτσες του, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ. Προσπάθησα να βρω ονλάιν την έκδοση του 1983 για να ...χαζέψουμε όλοι μαζί, ωστόσο πέτυχα μόνο τη μεταγενέστερη έκδοση του παιχνιδιού («Τρακ εντ Φιλντ ΙΙ»). Αν βρείτε το γνήσιο «Τρακ εντ Φιλντ», ενημερώστε...
πηγή: Gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου