Ταυτόχρονα, όμως, είναι παιδί μίας άλλης εποχής. Της εποχής του
ανεξέλεγκτου παιδομαζώματος από χώρες που τότε ήταν φτωχότερες. Μπροστά
στο ανελέητο σαφάρι των μεταλλίων, οι νόμοι, οι κανονισμοί και η κοινή
ηθική πήγαιναν περίπατο...
Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά του «Αθήνα 2004» στη χώρα. «Όλα για το μετάλλιο». Στο όνομα αυτής της εθνικής πολιτικής, το ντόπινγκ έγινε λαίλαπα, οι ελληνοποιήσεις καθεστώς, η ασυδοσία κανόνας, ο αθλητισμός κράτος εν κράτει.
Από το παράθυρο που άνοιξαν αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Χρήστος Ιακώβου και οι συνεργάτες του, τρύπωσαν ξαφνικά δεκάδες χειροδύναμα παιδιά από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και την Αλβανία. Τα σουλάτσα του Χρήστου Τζέκου σε υπουργικά γραφεία άναψαν το πράσινο φως για να παίξει η κακόμοιρη Ελλάδα «το παιχνίδι των ξένων με τους κανόνες των ξένων».
Οι συνέπειες είναι πια γνωστές σε όλους και συχνά τραγικές. Πολλά από τα μετάλλια που κατακτήθηκαν από Ελληνες αθλητές στους Ολυμπιακούς του 2004 και στις υπόλοιπες διοργανώσεις εκείνης την εποχής αμαυρώθηκαν λόγω ντόπινγκ ή γελοιοποιήθηκαν όταν αποδείχθηκε ότι τα ελληνικά διαβατήρια των αθλητών μας ήταν καμωμένα από χαρτί τουαλέτας.
Ο Ηλίας Ηλιάδης ήταν ένας από τους τελευταίους ευνοημένους από το τσουνάμι των ελληνοποιήσεων. Ηρθε στη χώρα το 2002, σε ηλικία 16 ετών, υιοθετημένος από τον τότε και τώρα- Ομοσπονδιακό προπονητή του τζούντο, Νίκο Ηλιάδη.
Η απόσβεση της επένδυσης ξεκίνησε άμεσα, με μετάλλια σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα εφήβων, και κορυφώθηκε δύο χρόνια αργότερα με το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Η μοναδική σκιά στη διαδικασία ήταν μία φήμη που επέμενε ότι στην πραγματικότητα ο Ηλιάδης ήταν 20 ετών όταν πρωτοήρθε, συνεπώς «ακατάλληλος» νομικά για υιοθέτηση. Αλλά η ελληνική Πολιτεία δέχθηκε τα χαρτιά του ως νόμιμα.
«Ελάτε να μου κάνετε τεστ dna αν δεν με πιστεύετε», ξιφούλκησε με τα υποτυπώδη ελληνικά του ο αθλητής. Ουδείς τόλμησε.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Ηλιάδης τίμησε και τιμά την καινούρια του πατρίδα πολύ περισσότερο απόσο (δεν) την τιμούν βέροι Ελληνες, όνομα και μη χωριό.
Τουλάχιστον, το χαμόγελο του Ηλία είναι γνήσιο, ο ιδρώτας του τίμιος και η αφοσίωσή του στη χώρα πιστοποιημένη και πραγματική. Μπορεί να γεννήθηκε στη Γεωργία, από Γεωργιανό πατέρα, και να φέρει Γεωργιανό ονοματεπώνυμο (Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί), αλλά είναι από τους καλύτερους Ελληνες που έχω γνωρίσει.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Ελλάδα των πατριδοκάπηλων και των παραβατικών, είναι και η Ελλάδα των έντιμων μεταναστών. Η χώρα-χωνευτήρι που (θα έπρεπε να) έχει χώρο για όλους τους καλούς.
Οι Γεωργιανοί πανηγυρίζουν τις επιτυχίες του Ηλιάδη σαν «δικές τους». Το ίδιο έκαναν παλαιότερα, με τα ελληνικά μετάλλια του Κάχι Καχιασβίλι.
Το θαύμα της άρσης βαρών κλειδώθηκε πλέον στο χροοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τα κινέζικα φάρμακα που το αμαύρωσαν και έστειλαν τον Ιακώβου στην «εξορία». Στο Λονδίνο, ταξίδεψε μόνο ένας Ελληνας αρσιβαρίστας, ο Δαυίδ Καβελασβίλι. Μαντέψτε από πού βαστάει η σκούφια του.
Πηγή: novasports.gr
Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά του «Αθήνα 2004» στη χώρα. «Όλα για το μετάλλιο». Στο όνομα αυτής της εθνικής πολιτικής, το ντόπινγκ έγινε λαίλαπα, οι ελληνοποιήσεις καθεστώς, η ασυδοσία κανόνας, ο αθλητισμός κράτος εν κράτει.
Από το παράθυρο που άνοιξαν αρκετά χρόνια νωρίτερα ο Χρήστος Ιακώβου και οι συνεργάτες του, τρύπωσαν ξαφνικά δεκάδες χειροδύναμα παιδιά από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και την Αλβανία. Τα σουλάτσα του Χρήστου Τζέκου σε υπουργικά γραφεία άναψαν το πράσινο φως για να παίξει η κακόμοιρη Ελλάδα «το παιχνίδι των ξένων με τους κανόνες των ξένων».
Οι συνέπειες είναι πια γνωστές σε όλους και συχνά τραγικές. Πολλά από τα μετάλλια που κατακτήθηκαν από Ελληνες αθλητές στους Ολυμπιακούς του 2004 και στις υπόλοιπες διοργανώσεις εκείνης την εποχής αμαυρώθηκαν λόγω ντόπινγκ ή γελοιοποιήθηκαν όταν αποδείχθηκε ότι τα ελληνικά διαβατήρια των αθλητών μας ήταν καμωμένα από χαρτί τουαλέτας.
Ο Ηλίας Ηλιάδης ήταν ένας από τους τελευταίους ευνοημένους από το τσουνάμι των ελληνοποιήσεων. Ηρθε στη χώρα το 2002, σε ηλικία 16 ετών, υιοθετημένος από τον τότε και τώρα- Ομοσπονδιακό προπονητή του τζούντο, Νίκο Ηλιάδη.
Η απόσβεση της επένδυσης ξεκίνησε άμεσα, με μετάλλια σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα εφήβων, και κορυφώθηκε δύο χρόνια αργότερα με το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Η μοναδική σκιά στη διαδικασία ήταν μία φήμη που επέμενε ότι στην πραγματικότητα ο Ηλιάδης ήταν 20 ετών όταν πρωτοήρθε, συνεπώς «ακατάλληλος» νομικά για υιοθέτηση. Αλλά η ελληνική Πολιτεία δέχθηκε τα χαρτιά του ως νόμιμα.
«Ελάτε να μου κάνετε τεστ dna αν δεν με πιστεύετε», ξιφούλκησε με τα υποτυπώδη ελληνικά του ο αθλητής. Ουδείς τόλμησε.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Ηλιάδης τίμησε και τιμά την καινούρια του πατρίδα πολύ περισσότερο απόσο (δεν) την τιμούν βέροι Ελληνες, όνομα και μη χωριό.
Τουλάχιστον, το χαμόγελο του Ηλία είναι γνήσιο, ο ιδρώτας του τίμιος και η αφοσίωσή του στη χώρα πιστοποιημένη και πραγματική. Μπορεί να γεννήθηκε στη Γεωργία, από Γεωργιανό πατέρα, και να φέρει Γεωργιανό ονοματεπώνυμο (Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί), αλλά είναι από τους καλύτερους Ελληνες που έχω γνωρίσει.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Ελλάδα των πατριδοκάπηλων και των παραβατικών, είναι και η Ελλάδα των έντιμων μεταναστών. Η χώρα-χωνευτήρι που (θα έπρεπε να) έχει χώρο για όλους τους καλούς.
Οι Γεωργιανοί πανηγυρίζουν τις επιτυχίες του Ηλιάδη σαν «δικές τους». Το ίδιο έκαναν παλαιότερα, με τα ελληνικά μετάλλια του Κάχι Καχιασβίλι.
Το θαύμα της άρσης βαρών κλειδώθηκε πλέον στο χροοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τα κινέζικα φάρμακα που το αμαύρωσαν και έστειλαν τον Ιακώβου στην «εξορία». Στο Λονδίνο, ταξίδεψε μόνο ένας Ελληνας αρσιβαρίστας, ο Δαυίδ Καβελασβίλι. Μαντέψτε από πού βαστάει η σκούφια του.
Πηγή: novasports.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου