Ο Βασίλης Τσιάρτας δεν ήταν ποτέ «επικοινωνιακός».
Προτιμούσε να μιλάει… στην μπάλα παρά στους δημοσιογράφους.
Απέναντι σε εκκολαπτόμενους τέτοιους όμως, φάνηκε να το απολαμβάνει.
Μιλώντας στους σπουδαστές του «Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ», ο πρώην τεχνικός διευθυντής της ΑΕΚ αναφέρθηκε σε όλα:
Από την ανάγκη να της ανταποδώσει όσα του έδωσε ως την χαρά που τη
βοήθησε να επιβιώσει. Από τις κόντρες με Βλάχο και Μαύρο ως τις
μεταγραφές του καλοκαιριού. Κι από τη μυστική συνάντηση με τον Ρεχάγκελ
ως το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Τσιάρτας φιλοξενήθηκε στη συχνότητα του NovaΣΠΟΡ FM 94,6.
Σε μια συνέντευξη που -αν μη τι άλλο- συζητήθηκε έντονα στην κοινωνία
της ΑΕΚ. Η συζήτηση που είχε σήμερα όμως ήταν διαφορετική. Πιο άνετη.
Με λιγότερη ένταση. Αλλά και με εξίσου πολλές ατάκες και αποκαλύψεις που
επιβεβαιώνουν ένα πράγμα: Ότι τον Τσιάρτα μπορεί να τον συμπαθείς ή να
τον αντιπαθείς. Δεν αμφισβητείς όμως ότι… ξέρει ποδόσφαιρο.
Η «κάψα» του εξάλλου να μείνει κοντά του -όπως ξεκίνησε να εξηγεί στους σπουδαστές- ήταν και ο λόγος που τον έκανε… μάνατζερ:
«Το επάγγελμα αυτό ήταν ένας τρόπος να παραμείνω στο ποδόσφαιρο. Να του
επιστρέψω κάποια πράγματα απ’ αυτά που κέρδισα. Αυτό που θέλω να κάνω
είναι να χτίσω νέους παίκτες, να τους προετοιμάσω γι’ αυτά που θα
συναντήσουν στην καριέρα τους. Και κύριο μέλημά μου είναι να φτιάξω ένα
“προϊόν” προς ζήτηση. Έναν παίκτη με ποδοσφαιρικές ικανότητες, αλλά και
ήθος».
Μιλώντας όμως για ποδοσφαιρικές ικανότητες, δεν θα μπορούσε να μην
ερωτηθεί για το ποιες απ’ αυτές ξεχωρίζει. Και να μην απαντήσει
-περίπου- με τον τρόπο που το έκανε όταν «επικρινόταν» για την ταχύτητά
του:
«Το παν είναι η γρήγορη σκέψη και οικειότητα με την μπάλα. Να
είναι ο παίκτης δημιουργικός και να μπορεί να αξιοποιεί τους συμπαίκτες
του. Λέμε για γρήγορους παίκτες. Και ο Μπολτ είναι γρήγορος, αλλά αν τον
βάλεις δεν θα μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. Δείτε την Μπαρτσελόνα, το
πώς αξιοποιούν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν είναι πιο γρήγορος από την
μπάλα. Στην Ελλάδα οι παίκτες πρώτα παίρνουν την μπάλα και μετά
σκέφτονται τι θα την κάνουν. Στο εξωτερικό όταν φτάνει στα πόδια τους το
έχουν ήδη αποφασίσει».
Καλές οι ατομικές ικανότητες. Μια καλή τακτική όμως τους σταματάει όλους. Ή μήπως όχι; «Η
τακτική είναι σημαντική για να περιορίσεις τον αντίπαλο. Μπροστά στο
ταλέντο όμως, τελειώνει… Όταν έχεις 2-3 πολύ ποιοτικούς παίκτες που
μπορούν με μια ενέργεια να αλλάξουν το ματς, λεωφορείο και πούλμαν μαζί
να στήσει ο άλλος μπροστά από το τέρμα δεν τους εμποδίζει. Εξάλλου,
καλύτερη άμυνα είναι η κατοχή της μπάλας. Η εμπιστοσύνη στα πόδια σου
και η γνώση του πώς θα την αφήσεις λιγότερο στον αντίπαλο», απαντάει χαρακτηριστικά.
Κι όταν η κουβέντα έφτασε στην εμπιστοσύνη, θυμήθηκε το παράδειγμα του Δημήτρη Σιόβα. Και το πώς επεδίωξε να του την εμπνεύσει: «Όταν
ξεκίνησα ως μάνατζερ του, επί ένα χρόνο προσπαθούσα να του λύσω τους
κόμπους που είχε μέσα στο κεφάλι του. Τότε δεν είχε παίξει ούτε 15 ματς
συνολικά με τον Πανιώνιο. Του είπα, λοιπόν: “Πρέπει να μπεις στον
ποδοσφαιρικό χάρτη”. Έκανε εκείνη τη σεζόν 30 συμμετοχές, την επόμενη
έκανε άλλες τόσες, την τρίτη πήγε στον Ολυμπιακό.
Οι παίκτες ψάχνουν πάντα εύκολα άλλοθι. Γι’ αυτό πολλοί απ’ αυτούς
έχουν σχέσεις με δημοσιογράφους. Το γήπεδο όμως είναι καθρέφτης. Θυμάμαι
όταν ανέλαβα τον Κλωναρίδη, που ήθελαν να τον διώξουν από την ΑΕΚ. Με
υπομονή και δουλειά όμως, έφτασε στη Λιλ.
Αν ένας παίκτης δεν βάζει τον ψηλότερο στόχο, δεν μπορεί να
εξελιχθεί. Από εκείνον εξαρτάται αν θα είναι ο κανόνας ή η εξαίρεση. Αν
θα μείνει συγκεντρωμένος ή θα ασχολείται με το facebook, το twitter και
όλα τα υπόλοιπα που δεν του προσφέρουν τίποτα. Αν δεν αγαπάς κάτι, δεν
μπορείς να το κάνεις καλά. Πειρασμοί υπάρχουν πολλοί. Κάποια πράγματα
όμως μπορούν να περιμένουν. Το ποδόσφαιρο όχι…»
Εκτός από το ποδόσφαιρο όμως, ανυπόμονοι -κατά τον Τσιάρτα- είναι και οι σημερινοί ποδοσφαιριστές. Κι αφού εξήγησε ότι «εμείς παίζαμε για να πληρωθούμε, ενώ σήμερα θέλουν να πληρωθούν για να παίξουν», ανέφερε πως «όταν
ήρθα στην ΑΕΚ το 1992 έπαιρνα 1 εκατ. δρχ. το χρόνο, ενώ υπήρχαν άλλοι
που έπαιρναν 100 και 150. Δούλεψα όμως, έπαιξα και μετά ήρθαν και τα
λεφτά. Σήμερα πρώτα σε ρωτούν πόσα θα πάρουν…»
Ωπ! Κάποιος είπε τη μαγική λέξη όμως. «ΑΕΚ». Και ο Βασίλης Τσιάρτας
δεν χρειάζεται πολλές ερωτήσεις για να ξεκαθαρίσει πόσο… δεν μετάνιωσε
την τελευταία ενασχόληση μαζί της: «Την περίοδο που ήμουν στην ΑΕΚ
έπρεπε να παραμερίσω τα καθήκοντα του μάνατζερ. Και μάλιστα έχασα
μεγάλες δουλειές γι’ αυτό. Η ΑΕΚ όμως είναι η μόνη μεγάλη ομάδα που
έπαιξα στην Ελλάδα και όταν κλήθηκα να βοηθήσω, πήγα αμισθί, για να
επιστρέψω κάποια από τα πράγματα που μου έδωσε. Δεν το μετάνιωσα καθόλου
και ίσα-ίσα που νιώθω καλά, γιατί βοήθησα να υπάρχει σήμερα η ΑΕΚ.
Ανέλαβα ένα ρόστερ που είχε κόστος 8,7 εκατ. ευρώ και το έριξα στα 3
εκατ. Πρώτος στόχος ήταν να μείνει η ομάδα στη ζωή. Ήθελα να τον πετύχω
λοιπόν συνδυάζοντας το χαμηλό μπάτζετ με μια ανταγωνιστική ομάδα που θα
είχε προοπτική. Όσοι κρίνουν όμως τον προγραμματισμό της ΑΕΚ θα πρέπει
να λένε ότι -εκτός των υπολοίπων δυσκολιών- υπήρχε και ο περιορισμός των
μεταγραφικών κινήσεων».
Η κουβέντα έχει αρχίσει να… εξειδικεύεται. Και ο Τσιάρτας να συννεφιάζει όταν αναφέρεται στις σχέσεις με τους Μαύρο και Βλάχο: «Η
μόνη εισήγηση που επέμεινα ήταν του Κορδέρο. Είναι ένας παίκτης που τον
παρακολουθώ επί τρία χρόνια. Δεν ήταν τυχαίο που τον πρότεινα και ότι
έθεσα μέχρι και θέμα αποχώρησής μου αν δεν ερχόταν. Κάποιοι προπονητές
στην Ελλάδα δεν έχουν γνώση της αγοράς του εξωτερικού κι αυτό δεν είναι
καλό. Γενικά η κατάσταση στην ΑΕΚ ήταν για να φύγω από την τρίτη ημέρα.
Παρά την αταξία όμως, έμεινα γιατί ήθελα να κάνω όσο πιο επαγγελματική
μπορούσα την ομάδα.
Ο Χιρόσι ήταν άλλος ένας από τους παίκτες που πρότεινα. Είχαμε δει
DVD με τον Μαύρο μάλιστα και τον ενέκρινε. Αν είχα επιμείνει, θα τον
είχα φέρει. Είχε βάλει 20 γκολ σε 30 συμμετοχές με τη β’ ομάδα της
Σεβίλλης και -αντίθετα με αυτά που έλεγε ο Βλάχος για να τον απαξιώσει-
ήταν καλός με την μπάλα και έπαιζε και έξω από την περιοχή. Αμφιβάλλω αν
είδε καν τα DVD που του έδωσα. Από την πρώτη μέρα όμως το είχα πει: Θα
πάρουμε αυτούς που μπορούμε και όχι αυτούς που θέλουμε. Πώς θα πάρω τον
Μέσι, όταν δεν έχω μαντίλι να κλάψω», αναρωτιέται.
Κι αφού τονίζει ότι «για να λειτουργήσει καλά μια ομάδα όλοι πρέπει να είναι ενωμένοι», συνεχίζει: «Εγώ
πήγαινα στα Σπάτα 10 η ώρα το πρωί και έφευγα 11 το βράδυ. Αν με την
κατάσταση που υπήρχε, τις ίδιες ώρες περίπου δεν καθόταν και ο
προπονητής με τον επικεφαλής του ποδοσφαιρικού τμήματος, πώς θα γίνει;
Από την άλλη, ο καθένας ασχολούνταν μόνο με το κομμάτι του. Έκανα εγώ,
ας πούμε, διαπραγματεύσεις για τα οφειλόμενα από πέρυσι και την ίδια ώρα
έβγαινε ότι “θα πάρουμε τον τάδε”. Πώς θα πω εγώ στον παίκτη να
διακανονίσει την οφειλή του, αν ακούγεται ότι θα κάνουμε μεταγραφές;
Εμένα μ’ ένοιαζε μόνο να επιβιώσει η ΑΕΚ. Αυτά που είπα στη
ραδιοφωνική συνέντευξή μου ήθελαν να τα γράψουν πολλοί, αλλά φοβούνταν
τον Μαύρο, τον… άσπρο και τον πορτοκαλί. Ανακουφίστηκαν όμως που βρέθηκε
κάποιος να τα πει. Όταν είδα ότι πάνε να μου φορτώσουν την κακή
βαθμολογική θέση για να αποποιηθούν των δικών τους ευθυνών, έπρεπε να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το
επικοινωνιακό κομμάτι υπέρ τους, αλλά οι απαντήσεις -τόσο του Μαύρου,
όσο και του Βλάχου- ήταν για γέλια.
Ξαναλέω ότι η μόνη εισήγησή μου απ’ αυτούς που πήραμε ήταν ο
Κορδέρο. Όλους οι άλλοι που αποκτήθηκαν -είτε τους ξέραμε, είτε τους
δοκιμάσαμε. Πέρασαν πάνω από 30 παίκτες από τα Σπάτα για να τους δούμε.
Πήραμε τελικά αυτούς που μπορούσαμε. Ενδεχομένως αν είχα εγώ τον τελικό
λόγο, να έπαιρνα κάποιες άλλες αποφάσεις. Αυτοί που ήρθαν όμως νομίζω
ότι αξίζουν και μπορούν να εξελιχθούν».
Και εντάξει, να εξελιχθούν μπορούν. Να σταθούν στην ΑΕΚ (όπως
αναρωτιέται για πολλούς απ’ αυτούς ο κόσμος της) μπορούν; Ο Τσιάρτας
είναι σαφής: «Το 90% του ρόστερ μπορεί να παραμείνει. Με μια
προϋπόθεση φυσικά. Να έρθει ένας επενδυτής που θα πληρώνει και θα κάνει
πλήρως επαγγελματική την ομάδα. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν σήμερα παίκτες
στην ΑΕΚ που δεν έχουν λεφτά για να τραφούν σωστά ή για να πληρώσουν τα
διόδια. Αυτό τους κάνει ευάλωτους. Αν έρθει νέος ιδιοκτήτης όμως -χωρίς
υπερβολές και πολλά λεφτά, αλλά με προγραμματισμό και υπομονή- μπορεί να
φτιάξει καλή ομάδα».
Το θέμα είναι όμως η σημερινή ομάδα. Και είναι-δεν είναι καλή το πώς θα επιβιώσει. Ο Τσιάρτας το προσεγγίζει ψύχραιμα: «Αν
βγάλουμε το ματς στην Ξάνθη και το δεύτερο ημίχρονο με τον Λεβαδειακό
-το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό δεν αντέχει σε κριτική όπως διαμορφώθηκαν
οι συνθήκες του- η ΑΕΚ έχασε από λεπτομέρειες και ατομικά λάθη. Υπάρχει
μεγάλη ισορροπία στις ομάδες του πρωταθλήματος.
Μπράβο, ας πούμε, στον Πανιώνιο για την πορεία του, αλλά αγωνιστικά
νομίζω ότι είναι ψηλότερα από εκεί που αξίζει. Το ανάποδο ισχύει για την
ΑΕΚ, που δεν έχει ευνοηθεί από την τύχη. Πιστεύω όμως ότι με ένα σερί
νικών μπορεί να τα καταφέρει. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα αλλάξει η
ψυχολογία των παικτών και του κόσμου και θα μπορέσει να βγει από τη
δύσκολη θέση».
Πόση υπομονή όμως να κάνει κι αυτός ο κόσμος; Πόσες πίκρες ν’
αντέξει; Όταν ερωτάται, ο Τσιάρτας ξεκαθαρίζει πως τον καταλαβαίνει.
Τονίζει όμως: «Όταν αγαπάς μια ομάδα και ξέρεις τους λόγους που
έφτασε σε δύσκολη φάση, πρέπει να είσαι πάντα κοντά της. Δυστυχώς στην
Ελλάδα το 90% αγαπάει τη νίκη. Ο φίλαθλος πρέπει να είναι δίπλα στην
ομάδα του και στα καλά και στα κακά. Να αναλογιστεί τι έγινε και έφτασε
εκεί, αλλά να την υποστηρίζει πραγματικά. Άλλωστε, όταν είσαι άρρωστος
χρειάζεσαι υποστήριξη απ’ αυτούς που σ’ αγαπάνε…»
Και οι Γεωργέας-Καφές όμως αγαπούσαν (αποδεδειγμένα) την ΑΕΚ. Δεν θα
μπορούσαν να έχουν μια θέση και στο φετινό της ρόστερ; Ο Τσιάρτας
εξηγεί: «Χρειαζόμασταν παίκτες για τα επόμενα τρία χρόνια
τουλάχιστον. Ο περιορισμός των κινήσεων όμως μας επέβαλε κάποια ρίσκα.
Μακάρι να μπορούσαμε να κρατήσουμε κάποιον απ’ αυτούς, αλλά δεν γινόταν.
Δεν ήθελε κανείς να τους απαξιώσει. Έληξαν, όμως, τα συμβόλαιά τους και
στις τρεις κινήσεις που είχαμε δικαίωμα να κάνουμε περιλαμβανόταν και
οι ανανεώσεις. Δεν είναι ότι δεν τους χρειαζόμασταν, αλλά έπρεπε να
κοιτάξουμε μπροστά».
Κοιτώντας ο ίδιος μπροστά, ωστόσο, θέλει να βλέπει τον εαυτό του ως τεχνικό διευθυντή. «Ακόμα
και στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό», η προβοκατόρικη ερώτηση.
«Συζήτηση μπορεί να γίνει με τον οποιονδήποτε. Αν δεν μπορείς να είσαι
εκεί που έχεις συνδεθεί, η ζωή συνεχίζεται. Από τη στιγμή που με
ενδιαφέρει η δουλειά του τεχνικού διευθυντή, δεν θα πω ποτέ “αφού δεν
μπορώ να είμαι στην ΑΕΚ, δεν θα πάω πουθενά”. Στα άμεσα σχέδια μου
πάντως είναι να βγάλω το δίπλωμα προπονητή. Όχι μόνο γιατί μπορεί να με
ενδιαφέρει στο μέλλον, αλλά και διότι θα με βοηθήσει να εξελιχθώ ακόμα
περισσότερο».
Και εντάξει για την ΑΕΚ. Είπε πολλά και θα μπορούσε να πει ακόμα
περισσότερα αν υπήρχε χρόνος. Θα μπορούσε όμως ο Βασίλης Τσιάρτας να μη
μιλήσει και για την Εθνική; Άλλωστε από το δικό του πόδι (στο πέναλτι
του τελευταίου παιχνιδιού των προκριματικών με τη Β. Ιρλανδία)
σφραγίστηκε το εισιτήριο για το έπος της Πορτογαλίας.
«Διένυσα όλο το γήπεδο για να πάρω την μπάλα και να χτυπήσω το
πέναλτι. Και αφού το χτύπησα και μπήκε, έκανα μια βδομάδα να κοιμηθώ!
Θυμάμαι τους μισούς στη Λεωφόρο να έχουν γυρίσει την πλάτη για να μη
βλέπουν από το άγχος. Αν σκεφτόμουν όμως εκείνη την ώρα τι θα γίνει σε
περίπτωση που το χάσω, θα γονάτιζα. Δεν το έκανα, απέφυγα “παιχνίδια”
που μπορεί να έκανα άλλες φορές με τον τερματοφύλακα και ευτυχώς το σουτ
πήγε μέσα.
Όσο για την Πορτογαλία, όταν πετύχαμε τον αρχικό στόχο να κάνουμε
έστω μια νίκη, λύθηκαν τα πόδια μας. Μετά είχαμε την πολυτέλεια να
κοιτάμε παιχνίδι με το παιχνίδι. Και θυμάμαι ότι μέναμε ήρεμοι. Έρχονταν
και μας έλεγαν μετά από κάθε ματς ότι καίγεται η Ελλάδα κι εμείς
αναρωτιόμασταν “τι στο καλό, κάρβουνα θα βρούμε όταν γυρίσουμε”;
Και μπορεί να μη βρήκαν κάρβουνα όταν ήρθαν, αλλά ο Τσιάρτας
παραδέχεται ότι… καθόταν σε τέτοια όταν δεν ξεκινούσε στην ενδεκάδα. Και
αποκαλύπτει ότι δεν δίστασε να το συζητήσει -χωρίς μεγάλη επιτυχία- με
τον Ρεχάγκελ κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης:
«Με τις συμμετοχές που είχα στα προκριματικά πίστευα ότι θα
είμαι βασικός. Δεν έπαιξα με την Πορτογαλία και όταν μπήκα αλλαγή με την
Ισπανία, άρχισα να φορτώνω. Στο ματς με τη Ρωσία -που θα μπορούσαμε να
χάνουμε 4-0 στο εικοσάλεπτο- μπήκα μετά το 30’, μειώσαμε και τελικά
περάσαμε. Πριν το ματς με τη Γαλλία λοιπόν, έκανα ένα ραντεβού με τον
Ρεχάγκελ σε ένα ξενοδοχείο 500 χλμ. μακριά.
Ήθελα να συζητήσουμε τους λόγους που δεν παίζω. Όταν τον ρώτησα,
λοιπόν, μου είπε ότι δεν θα αποφασίσω εγώ για το ποιος θα παίζει. Του
είπα ότι δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά να ξέρω απλά αν κάνω κάτι
λάθος. Μου είπε όχι. Και μου ανέφερε ότι με χρησιμοποιεί ως αλλαγή γιατί
πίστευε πως μετά το 60’-70’ που έχει κουραστεί ο αντίπαλος μπορούσα να
προσφέρω περισσότερο. Και τότε τον ρώτησα “με τη Ρωσία που είδες τα
ζόρικα, με έβαλες στο 30’ επειδή είχε κουραστεί ο αντίπαλος»; Από τότε
δεν ξαναμιλήσαμε. Νομίζω ότι είναι δείγμα του επαγγελματισμού μου, όμως,
ότι δεν είπα τίποτα. Και ότι κάθε φορά που κλήθηκα έδινα τα πάντα -όπως
στον ημιτελικό με την Τσεχία που έκανα το κόρνερ και σκόραρε ο Δέλλας».
Κι εδώ έρχεται η ερώτηση που κάποια στιγμή όλοι έχουμε σκεφτεί: «Σημάδεψες τέρμα ή τον Δέλλα»; Είναι απόλυτος: «Τον Δέλλα». Kαι για όποιον αμφιβάλλει, εξηγεί: «Είχα
ταλέντο στα στημένα, αλλά ήταν και αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς.
Καθόμουν μια ώρα κάθε μέρα μετά την προπόνηση και χτυπούσα φάουλ,
πέναλτι και κόρνερ. Κι επειδή ήθελα να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τις
επιδόσεις μου θυμάμαι ότι το έκανα με το τείχος στα 7 μέτρα αντί στα 9».
Πολύ… άντεξε όμως χωρίς ΑΕΚ. Και για κλείσιμο της συζήτησης δεν
κράτησε κάποιο παράπονο. Αλλά μονάχα την αποκάλυψη πώς ο πατέρας του (αν
και «πράσινων» αισθημάτων) ήταν ο κύριος λόγος που φόρεσε τη φανέλα
της:
«Με ήθελε ο Παναθηναϊκός όταν ήμουν στη Νάουσα. Ο συγχωρεμένος ο
πατέρας μου μάλιστα ήταν Παναθηναϊκός. Όταν τον κάλεσε όμως μια φορά ο
Βαρδής Βαρδινογιάννης για να μιλήσουν του είπε ότι “το ταλέντο του γιου
μου πιστεύω ότι πρέπει να περάσει από τα χέρια του Μπάγεβιτς”. Το
σεβάστηκε κι έτσι πήγα τελικά στην ΑΕΚ…»
πηγή: sport-fm.gr
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου