Κανένα νόμισμα δεν έχει μόνο μία όψη.
Κάποιοι εκ των παρευρισκομένων θεώρησαν την παρέμβαση αυτή ανάξια λόγου και δεν την μετέφεραν καν στο κείμενο του ρεπορτάζ τους. Κάποιοι άλλοι τη θεώρησαν προσβολή ή/και έμμεση προσπάθεια χειραγώγησης στο έργο τους. Γενικώς, πάντως, κατά το μάλλον ήττον αντιμετωπίστηκε αρνητικά.
Κακώς. Οι κουβέντες αυτές μπορεί να ακούστηκαν απόλυτες και ενδεχομένως να ειπώθηκαν σε κοφτό και απότομο τόνο, ωστόσο στην ουσία τους ήταν ευστοχότατες για τον απλούστατο λόγο ότι αποκάλυπταν μια αλήθεια: ότι δηλαδή η πλειοψηφία των ελλήνων αθλητικογράφων αντιμετωπίζει τα υποκείμενα τέτοιων εκδηλώσεων (όπως λ.χ. η παρουσίαση ενός νέου προπονητή μεγάλης ομάδας) περίπου σαν ιερές αγελάδες. Ως εκ τούτου, οι ερωτήσεις που συνήθως τους γίνονται είναι πιο γενικόλογες, άχρωμες, άοσμες, ανέμπνευστες και αδιάφορες κι από «δηλώσεις» κυβερνητικού εκπροσώπου.
Αυτή, είναι μια κακή συνήθεια ετών που πλέον έχει γίνει θεσμός. Γιατί συμβαίνει αυτό; Για διάφορους λόγους: Άλλοτε γιατί οι αθλητικογράφοι φοβούνται ότι μπορεί να εκνευρίσουν κάποιον που δεν θέλουν, άλλοτε γιατί πουλάνε εκδούλευση (συνήθως χωρίς να τους την έχει ζητήσει κανείς), άλλοτε γιατί πιστεύουν ότι το «γλύψιμο» θα ευνοήσει την επαγγελματική τους μακροημέρευση, άλλοτε γιατί μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους κ.ο.κ. Οπότε ορθότατα ο πρόεδρος του Ολυμπιακού τους «εγκαλεί» έμμεσως για ανεπάρκεια, προτρέποντάς τους να βελτιώσουν τη γλωσσική και πνευματική τους εκπαίδευση προς όφελος του κοινού στο οποίο απευθύνονται.
ΑΛΛΑ...
Γυρίζοντας το νόμισμα από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε το εξής: Τόσα χρόνια που αυτή η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, ποια ήταν η ανατροφοδότηση που είχαν οι αθλητικογράφοι από αυτούς τους οποίους ρωτούσαν; Ήταν το επίπεδο των απαντήσεων τόσο υψηλότερο από αυτό των ερωτήσεων; Ήταν έστω τέτοια η ακρίβεια, η ανάλυση, η ανάπτυξη και το «ζουμί» των απαντήσεων που ήταν πλέον κοινός τόπος ότι οι αθλητικογράφοι χρειάζονται επιμόρφωση διότι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις, απλώς κανένας (μέχρι χθες) δεν είχε τολμήσει να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους;
Κάθε άλλο -κι αυτό είναι το θέμα. Ό,τι γινόταν κι ό,τι γίνεται ήταν πολύ βολικό κι εξυπηρετικό για όλους. Τόσο η συντριπτική πλειοψηφία των διοικούντων, όσο και αυτή την παικτών και των προπονητών προτιμάει/επιλέγει να απαντάει στις ερωτήσεις (όταν δεν τις απορρίπτουν ή όταν δεν έχει επιβληθεί απαγόρευση δηλώσεων) όσο πιο γενικόλογα, στρογγυλεμένα και αδιάφορα γίνεται. Το ερώτημα εδώ παραμένει το ίδιο: Γιατί συμβαίνει αυτό; Περίπου για τους ίδιους λόγους. Διότι βαριούνται, διότι τους νοιάζει να είναι safe/politically correct περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, διότι δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν, διότι μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό τους κ.ο.κ.
Φυσικά και το ποδόσφαιρο δεν είναι πυρηνική φυσική, εντούτοις δεν μπορεί π.χ. μόνο ο Νίκος Νταμπίζας να μιλάει για μπάλα και να χαίρεσαι που τον ακούς. Θα υπάρχουν κι άλλοι. Που είναι κρυμμένοι; Μήπως βαριούνται και γι’ αυτό ξύνονται όποτε μιλάνε σε δημοσιογράφους όπως λ.χ. ο Κατσουράνης; Σταματάει το μυαλό του ανθρώπου... Κι όταν ξαναξεκινάει η απάντηση αναβοσβήνει μπροστά στα μάτια του, σαν πινακίδα από νέον σε μοτέλ της Route 66: Συνενοχή. Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Αυτή είναι η ορθότερη αποτύπωση της κατάστασης.
Άπαντες βολεύονται μ’ αυτό, γιατί και το ευκολότερο είναι και λειτουργεί μια χαρά τόσα χρόνια. Μέχρι χθες. Γιατί χθες κάποιος αποφάσισε να προχωρήσει πέρα από το αν «η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα;» και να δείξει το δρόμο προς την «επόμενη πίστα». Ας ανέβει το επίπεδο λοιπόν. Μακάρι. Ας ανοίξουν το δρόμο οι ποδοσφαιρικοί «ταγοί» κάνοντας to the point και έμπλεες περιεχομένου ποδοσφαιρικές τοποθετήσεις, ας φωτίσουν όσα μέχρι τώρα έχουν μείνει αφώτιστα (ακόμα κι αν πονάνε) και οι αθλητικογράφοι -εκ των πραγμάτων- θα ακολουθήσουν.
πηγή: sport-fm.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου