Στην Ελλάδα όλ’ αυτά τα
χρόνια, στον ΠΑΟΚ και μετά στον Παναθηναϊκό, ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος
ήταν ένας παίκτης που μου άρεσε, τελεία. Πλέον, είμαι υποχρεωμένος ν’
αλλάξω τα ρήματα της πρότασης, το ουσιαστικό, τον χρόνο των ρημάτων. Το
διατυπώνω, όλο πάλι απ’ την αρχή. Στην 13η ομάδα της Serie A, ο Λάζαρος
Χριστοδουλόπουλος είναι ένας ποδοσφαιριστής που εκτιμώ. Ηταν/είναι.
Παίκτης/ποδοσφαιριστής. Μου άρεσε/εκτιμώ. Μεγάλη απόσταση. Από μια
ενδιαφέρουσα αλλά light και ατελής περίπτωση, ήδη μια σεβαστή και
ολοκληρωμένη επαγγελματική υπόσταση.
Προφανώς, το ίδιο ήταν και για τους προπονητές στη μεγάλη Εθνική. Τον Οτο και τον Φερνάντο. Τον καλούσαν μεν, επειδή ήταν ελκυστικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του. Υστερα, η αγωνιστική συμπεριφορά, άτακτη και απαίδευτη, δεν τους έπειθε για να του αναθέτουν ευθύνες και να βασίζονται επάνω του. Στο μεταξύ, νεότερες σειρές έρχονταν από πίσω και αρκετοί, μάλλον εύκολα, τον προσπερνούσαν. Ο Λάζαρος έπαιξε πρώτη φορά σ’ ένα τουρνουά της κυπριακής ομοσπονδίας, Φεβρουάριος 2008. Στο ίδιο εκείνο τουρνουά, επίσης πρωτοέπαιξε στους Ανδρες ο ενάμισι χρόνο νεότερός του, συνοδοιπόρος στις Ελπίδες με τον Νιόπλια, Παπασταθόπουλος.
Τι διαδρομή έχει, έκτοτε, επιτελέσει ο Σωκράτης, σε σύγκριση με τη διαδρομή του Λάζαρου, αυτό μπορεί να το πει ακόμη και ο πιο αδαής. Οι εμφανίσεις του Λάζαρου ήταν σποραδικές, 20 λεπτά σήμερα κι έπειτα 30 λεπτά μετά από ένα εξάμηνο, σαν κομήτης μία στο τόσο, σε φιλικά κατά κόρον. Κομήτης, απαρατήρητος. Απλώς, υπήρχε. Τώρα, απαιτεί. Πιέζει. Δικαιούται. Ανταμείβεται. Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι έχασε χρόνια. Αφησε να κυλήσει πολύ νερό. Η δεύτερη ανάγνωση είναι ότι ο καθένας άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο. Το δικό του σημείο αφετηρίας, στη διαδικασία της ωρίμανσης.
Ένα σύνδρομο του κέτσαπ. Κουνάς το μπουκάλι με το στόμιο προς το πιάτο, και κουνάς, και ξανακουνάς, και δεν πέφτει τίποτα. Δυο-τρεις σταγόνες, εδώ κι εκεί. Ποτέ δεν ξέρεις, πότε είναι το ένα κούνημα, η μία κίνηση, η μία στιγμή, που θα κάνει να χυθεί όλο το περιεχόμενο μονομιάς έξω. Η στιγμή του Χριστοδουλόπουλου, για την ειρωνεία, ήταν το 0-3 του Παναθηναϊκού τον Δεκέμβριο στη Βέροια. Η επίσπευση της διαφυγής του, χριστουγεννιάτικα, στο εξωτερικό. Το σημείο όπου, μάλλον, κουνήθηκαν…όλα μέσα του. Μόλις έξι μήνες μετά, ο Λάζαρος έχει γίνει: Από παίκτης της ελληνικής Σούπερ Λιγκ, ποδοσφαιριστής στην ιταλική Serie A. Ευτυχισμένος σύζυγος, μ’ ένα κολοσσιαίο στήριγμα ζωής στο πλάι του, τη Βάσω. Ευτυχισμένος πατέρας της νεογέννητης, τριών εβδομάδων, Στέλλας που συμβολίζει (απαθανατίζει, καλύτερα) τόσα πολλά γι’ αυτούς. Στέλεχος εμπιστοσύνης στην Εθνική. Στέλεχος εμπιστοσύνης, από δοκιμαζόμενος τρόπον τινά, στη Μπολόνια. Μ’ ένα ολοκαίνουργιο, κατόπιν της δοκιμασίας, τριετές συμβόλαιο!
Ολο το περιεχόμενο του μπουκαλιού, μονομιάς έξω. Σε ιλιγγιωδώς μικρό, για να ‘χουν συμβεί μαζεμένα τόσα πολλά, διάστημα. Αρκετά, για να ομιλεί πια ο Λάζαρος μονάχα με το ποδόσφαιρό του. Δεν έχει, και δεν νιώθει την όποια ανάγκη, να προσθέσει κάτι περισσότερο με το στόμα. Το ποδόσφαιρό του φτάνει. Τις ημέρες πριν το Βίλνιους, ενσωματώθηκε στην Εθνική. Οπως κάθε φορά που καλείται. Όπως καμία άλλη, απ’ τις προηγούμενες φορές που είχε κληθεί. Αυτή τη φορά πήγε με τη νοοτροπία του ρούκι, την αποφασιστικότητα εκείνου που πεθαίνει ν’ αποδείξει τι αξίζει. Σ’ ένα δίτερμα με την U-20, τα ‘δωσε όλα σαν να ‘ταν αγώνας της Μπολόνια με τη Γιουβέντους. Τελευταία προπόνηση στον Αγιο Κοσμά, τα ‘δωσε όλα σαν να ‘ταν αγώνας της Μπολόνια με τη Γιουβέντους. Μονάχα έτσι, γίνεται. Μονάχα όταν αποδεικνύεις, πόσο το θέλεις.
Θυμάμαι πριν τρία χρόνια στον Βόλο, άνοιξη 2010 σ’ ένα φιλικό με τη Σενεγάλη, ο Ρέχαγκελ είπε να δει «μήπως και» αξίζει ο κόπος να τον έχει στο νου του για τη Νότια Αφρική. Οσο έπαιξε, στο έστω λίγο που μπήκε να παίξει, ο Χριστοδουλόπουλος ήταν σαν να έλεγε στον Γερμανό «άσε, μη με μετράς, προτιμώ να πάω διακοπές». Εννοείται, δεν προτιμούσε αυτό. Προτιμούσε να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά δεν ήξερε, δεν είχε τον τρόπο όπως τώρα στον Αγιο Κοσμά, πώς να το εκφράσει. Πώς να το δείξει. Φυσικά, πήγε διακοπές. Όχι Μουντιάλ. Η επιλογή του στην ενδεκάδα, περίπου μία ώρα πριν τη σέντρα στη Λιθουανία, περισσότερο έκανε στην ελληνική κερκίδα (και δεν εννοώ το σημείο όπου στέκονταν οι φίλαθλοι…) φάτσες να ξινίσουν και φρύδια ν’ ανασηκωθούν απορημένα. «Μα, τον Λάζαρο;» Ναι, τον Λάζαρο. Γιατί η δικαιοσύνη της προπόνησης δεν μπορεί να μη είναι κριτήριο του προπονητή. Στην εύλογη συνέχεια, το Παιγνίδι επιβράβευσε τη Δικαιοσύνη.
Η Εθνική κέρδισε άλλο ένα παιδί που ήταν παίκτης κι έγινε ποδοσφαιριστής. Που μπορεί να λέει με τις ώρες, ένας γεμισμένος από αληθινό ποδόσφαιρο άνθρωπος, τι είναι αυτό που ζει, τους πέντε-έξι μήνες στην Εμίλια Ρομάνια. Αλλά τα κρατάει για τον εαυτό του ή, το πιο πολύ, για φιλικές συζητήσεις σ’ ένα κύκλο ανθρώπων που έχει διαλέξει να εμπιστεύεται. Σ’ ένα παλαιότερο ταξίδι, κατά την αρχή της σεζόν, μου έλεγε πόση συντροφιά του κρατούσε ο ΟΤΕ στο σπίτι («από νωρίς το μεσημέρι του Σαββάτου ως αργά τα μεσάνυχτα της Κυριακής») τις ατελείωτες ημέρες και ώρες της αποθεραπείας μετά τον σοβαρό τραυματισμό. Τότε, έβλεπε τηλεόραση. Σήμερα, έχει μπει μες στην τηλεόραση. Βρήκε τον ρόλο του, σ’ εκείνο που έβλεπε. Από τηλεθεατής, πρωταγωνιστής. Πολύ καλύτερο!
Προφανώς, το ίδιο ήταν και για τους προπονητές στη μεγάλη Εθνική. Τον Οτο και τον Φερνάντο. Τον καλούσαν μεν, επειδή ήταν ελκυστικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του. Υστερα, η αγωνιστική συμπεριφορά, άτακτη και απαίδευτη, δεν τους έπειθε για να του αναθέτουν ευθύνες και να βασίζονται επάνω του. Στο μεταξύ, νεότερες σειρές έρχονταν από πίσω και αρκετοί, μάλλον εύκολα, τον προσπερνούσαν. Ο Λάζαρος έπαιξε πρώτη φορά σ’ ένα τουρνουά της κυπριακής ομοσπονδίας, Φεβρουάριος 2008. Στο ίδιο εκείνο τουρνουά, επίσης πρωτοέπαιξε στους Ανδρες ο ενάμισι χρόνο νεότερός του, συνοδοιπόρος στις Ελπίδες με τον Νιόπλια, Παπασταθόπουλος.
Τι διαδρομή έχει, έκτοτε, επιτελέσει ο Σωκράτης, σε σύγκριση με τη διαδρομή του Λάζαρου, αυτό μπορεί να το πει ακόμη και ο πιο αδαής. Οι εμφανίσεις του Λάζαρου ήταν σποραδικές, 20 λεπτά σήμερα κι έπειτα 30 λεπτά μετά από ένα εξάμηνο, σαν κομήτης μία στο τόσο, σε φιλικά κατά κόρον. Κομήτης, απαρατήρητος. Απλώς, υπήρχε. Τώρα, απαιτεί. Πιέζει. Δικαιούται. Ανταμείβεται. Η πρώτη ανάγνωση είναι ότι έχασε χρόνια. Αφησε να κυλήσει πολύ νερό. Η δεύτερη ανάγνωση είναι ότι ο καθένας άνθρωπος έχει τον δικό του χρόνο. Το δικό του σημείο αφετηρίας, στη διαδικασία της ωρίμανσης.
Ένα σύνδρομο του κέτσαπ. Κουνάς το μπουκάλι με το στόμιο προς το πιάτο, και κουνάς, και ξανακουνάς, και δεν πέφτει τίποτα. Δυο-τρεις σταγόνες, εδώ κι εκεί. Ποτέ δεν ξέρεις, πότε είναι το ένα κούνημα, η μία κίνηση, η μία στιγμή, που θα κάνει να χυθεί όλο το περιεχόμενο μονομιάς έξω. Η στιγμή του Χριστοδουλόπουλου, για την ειρωνεία, ήταν το 0-3 του Παναθηναϊκού τον Δεκέμβριο στη Βέροια. Η επίσπευση της διαφυγής του, χριστουγεννιάτικα, στο εξωτερικό. Το σημείο όπου, μάλλον, κουνήθηκαν…όλα μέσα του. Μόλις έξι μήνες μετά, ο Λάζαρος έχει γίνει: Από παίκτης της ελληνικής Σούπερ Λιγκ, ποδοσφαιριστής στην ιταλική Serie A. Ευτυχισμένος σύζυγος, μ’ ένα κολοσσιαίο στήριγμα ζωής στο πλάι του, τη Βάσω. Ευτυχισμένος πατέρας της νεογέννητης, τριών εβδομάδων, Στέλλας που συμβολίζει (απαθανατίζει, καλύτερα) τόσα πολλά γι’ αυτούς. Στέλεχος εμπιστοσύνης στην Εθνική. Στέλεχος εμπιστοσύνης, από δοκιμαζόμενος τρόπον τινά, στη Μπολόνια. Μ’ ένα ολοκαίνουργιο, κατόπιν της δοκιμασίας, τριετές συμβόλαιο!
Ολο το περιεχόμενο του μπουκαλιού, μονομιάς έξω. Σε ιλιγγιωδώς μικρό, για να ‘χουν συμβεί μαζεμένα τόσα πολλά, διάστημα. Αρκετά, για να ομιλεί πια ο Λάζαρος μονάχα με το ποδόσφαιρό του. Δεν έχει, και δεν νιώθει την όποια ανάγκη, να προσθέσει κάτι περισσότερο με το στόμα. Το ποδόσφαιρό του φτάνει. Τις ημέρες πριν το Βίλνιους, ενσωματώθηκε στην Εθνική. Οπως κάθε φορά που καλείται. Όπως καμία άλλη, απ’ τις προηγούμενες φορές που είχε κληθεί. Αυτή τη φορά πήγε με τη νοοτροπία του ρούκι, την αποφασιστικότητα εκείνου που πεθαίνει ν’ αποδείξει τι αξίζει. Σ’ ένα δίτερμα με την U-20, τα ‘δωσε όλα σαν να ‘ταν αγώνας της Μπολόνια με τη Γιουβέντους. Τελευταία προπόνηση στον Αγιο Κοσμά, τα ‘δωσε όλα σαν να ‘ταν αγώνας της Μπολόνια με τη Γιουβέντους. Μονάχα έτσι, γίνεται. Μονάχα όταν αποδεικνύεις, πόσο το θέλεις.
Θυμάμαι πριν τρία χρόνια στον Βόλο, άνοιξη 2010 σ’ ένα φιλικό με τη Σενεγάλη, ο Ρέχαγκελ είπε να δει «μήπως και» αξίζει ο κόπος να τον έχει στο νου του για τη Νότια Αφρική. Οσο έπαιξε, στο έστω λίγο που μπήκε να παίξει, ο Χριστοδουλόπουλος ήταν σαν να έλεγε στον Γερμανό «άσε, μη με μετράς, προτιμώ να πάω διακοπές». Εννοείται, δεν προτιμούσε αυτό. Προτιμούσε να πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αλλά δεν ήξερε, δεν είχε τον τρόπο όπως τώρα στον Αγιο Κοσμά, πώς να το εκφράσει. Πώς να το δείξει. Φυσικά, πήγε διακοπές. Όχι Μουντιάλ. Η επιλογή του στην ενδεκάδα, περίπου μία ώρα πριν τη σέντρα στη Λιθουανία, περισσότερο έκανε στην ελληνική κερκίδα (και δεν εννοώ το σημείο όπου στέκονταν οι φίλαθλοι…) φάτσες να ξινίσουν και φρύδια ν’ ανασηκωθούν απορημένα. «Μα, τον Λάζαρο;» Ναι, τον Λάζαρο. Γιατί η δικαιοσύνη της προπόνησης δεν μπορεί να μη είναι κριτήριο του προπονητή. Στην εύλογη συνέχεια, το Παιγνίδι επιβράβευσε τη Δικαιοσύνη.
Η Εθνική κέρδισε άλλο ένα παιδί που ήταν παίκτης κι έγινε ποδοσφαιριστής. Που μπορεί να λέει με τις ώρες, ένας γεμισμένος από αληθινό ποδόσφαιρο άνθρωπος, τι είναι αυτό που ζει, τους πέντε-έξι μήνες στην Εμίλια Ρομάνια. Αλλά τα κρατάει για τον εαυτό του ή, το πιο πολύ, για φιλικές συζητήσεις σ’ ένα κύκλο ανθρώπων που έχει διαλέξει να εμπιστεύεται. Σ’ ένα παλαιότερο ταξίδι, κατά την αρχή της σεζόν, μου έλεγε πόση συντροφιά του κρατούσε ο ΟΤΕ στο σπίτι («από νωρίς το μεσημέρι του Σαββάτου ως αργά τα μεσάνυχτα της Κυριακής») τις ατελείωτες ημέρες και ώρες της αποθεραπείας μετά τον σοβαρό τραυματισμό. Τότε, έβλεπε τηλεόραση. Σήμερα, έχει μπει μες στην τηλεόραση. Βρήκε τον ρόλο του, σ’ εκείνο που έβλεπε. Από τηλεθεατής, πρωταγωνιστής. Πολύ καλύτερο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου