Επιασα και εγώ κάποιες στιγμές να ρωτάω τον εαυτό
μου αν άξιζε που ένας μπελάς ακόμη προστέθηκε στο κεφάλι μου, τις μέρες
που έπρεπε να ολοκληρώσω το νέο βιβλίο. Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
Μέσα στη δίνη της καθημερινότητας, ειδικά σε τέτοιες εποχές, έρχονται
μέρες που δεν έχεις την παραμικρή διάθεση. Αλλά εκεί που μας έφτασαν, αν
χάσουμε και το τελευταίο μας οχυρό, την αισιοδοξία και το χαμόεγλο, η
κερκόπορτα για να αιχμαλωτίσουν τη ψυχή μας θα έχει ανοίξει. Για αυτό
δεν αρκεί να λέμε μόνο πως θα προσπαθήσουμε, αλλά να σηκώσουμε τα
μανίκια και να παλέψουμε.
Το βιβλίο, με αντιλαμβάνεστε, δεν είναι το ίδιο με ένα κείμενο στην εφημερίδα, δεν είναι μία τηλεοπτική μετάδοση ακόμη και τελικού Τσάμπιονς Λιγκ ή Μουντιάλ, δεν είναι ένα άρθρο στο ίντερνετ, αλλά μία {κανονική μυσταγωγία. Και, τελικά, καταλαβαίνεις πως άξιζε τον κόπο, όσο και αν σε κούρασε όσο και να παιδεύτηκες, όσο και αν υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκες να κάνεις πίσω, τη στιγμή που το παίρνεις στα χέρια σου, φρεσκοτυπωμένο, λες χαλάλι.
Για να μπορέσεις να το γράψεις, ωστόσο, χρειάζεται να ταυτιστείς μαζί του, να καταθέσεις τη ψυχή σου. Οφείλεις να προσπαθήσεις να μεταφέρεις νοερά τον αναγνώστη σε μία άλλη εποχή. Κάθεσαι, νύχτες συνήθως, για να μην σε ενοχλήσει κανείς και απογειώνεσαι, κλείνοντας για λίγο τα μάτια, πριν συνεχίσεις να γράφεις καθώς δίπλα σου περνούν σκιές από το παρελθόν. Πιάνεις τον εαυτό σου να ονειροπολεί και να νοσταλγεί.
Πρόκειται για αυτό το πανέμορφο συναίσθημα που αναβλύζει μέσα από τη ψυχή την ώρα που το νοερό ταξίδι στον χρόνο συνεχίζεται. Ωστόσο, σύντομα πρέπει να το ξεπερνάς και να συνεχίζεις, χαιρετώντας αυτούς που αφήνεις, σαν να είσαι σε ένα τρένο που φευγαλέα σταματά και επιβιβάζει καινούργιες θύμησες, αποβιβάζοντας κάποιες άλλες.
Ακούγεται εύκολο αλλά, ειλικρινά πιστέψτε με, δεν είναι. Το βιβλίο «Της Κυριακής τα είδωλα» είναι το τρίτο μου στον χώρο.
Εγραφα, έσβηνα, έβαζα, έβγαζα, κοιμόμουν και ξύπναγα και σεκφτόμουν «μήπως πρέπει να βάλω και κάτι ακόμα, μη τυχόν και έχω ξεχάσει κάτι σημαντικό». Αλλά, κάποια στιγμή, παλεύοντας με το επιθυμητό και το εφικτό, αν δεν τραβούσα μία γραμμή για να το δώσω για εκτύπωση, πάλι θα έμενε ως σχέδιο επί χάρτου!
Όπως, άλλωστε, είπε κάποτε ένας από τους μεγαλύτερους του χώρου του μάρκετινγκ «Τhere is no theory on what are good decisions or bad decisions but only decisions» -δηλαδή, δεν υπάρχουν καλές και κακές αποφάσεις στη θεωρία, αλλά μονάχα αποφάσεις. Μόνο αν τις πάρεις ξέρεις αν ήταν καλές ή κακές, και το βιβλίο που κυκλοφορεί, είναι ακριβώς αυτό που το μυαλό μου, αλλά και η καρδιά μου, σε μία σπάνια συντονισμένη ομοφωνία με πρόσταζαν να κάνω πράξη. Γιατί, ειλικρινά πιστεύω πως η συντήρηση της μνήμης του παιχνιδιού είναι υποχρέωση όλων μας.
Βλέποντας την αίθουσα του Intercontinental να πλημμυρίζει από όλα αυτά «Της Κυριακής τα είδωλα» ένοιωσα περίεργα. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες πέρασαν ως φιλμ μπροστά από τα μάτια μου και, ειλικρινά, έφτασε η στιγμή που δεν πίστευα πως η έκφραση «δεν έχω λόγια» θα έβρισκε πραγματική έκφανση στην δική μου πραγματικότητα!
Δίπλα στους ήρωες που γέμισαν πάμπολλα από τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών μου χρόνων (και των πρώτων επαγγελματικών), κάποιοι άλλοι που αργότερα επίσης οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και που η αμοιβαία εκτίμηση και φιλία με κάποιους που μας ενώνει, με κάνει υπερήφανο.
Σε κάποια άλλη γωνία, οι άνθρωποι του χώρου που υπήρξαν δάσκαλοι και αρωγοί μου, με ξεχωριστή εικόνα αυτή του σπουδαίου αθλητή και αργότερα δημοσιογράφου, ιδρυτικού στελέχους του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, του 90χρονου πια Χάρη Λυμπερόπουλου, ο οποίος άλλαξε όλη τη ροή της ιστορίας του αθλητικού Τύπου με την είσοδο των ενθέτων στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, στα τέλη τα δεκαετίας του ’60.
Και σε ένα άλλο σημείο της αίθουσας δίπλα στον πατέρα μου και τα παιδιά μου, βρίσκονταν οι παιδικοί φίλοι και συμμαθητές μου, αυτοί με τους οποίους μοιράστηκα τις χαρές και τις λύπες των χρόνων που μεγαλώναμε μαζί.
Η εικόνα τους με έκανε να νοιώθω εκείνη τη ζεστασιά που σου χαρίζει η αίσθηση του οικείου, στέλνοντάς σε στο παρελθόν με νοσταλγία, όπως γράφει ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
Δεν ξέρω αν κατάφερα σε αυτές τις σχεδόν 300 σελίδες να βγάλω στην επιφάνεια αυτά που αισθάνομαι, αλλά εκείνο που δηλώνω με πάσα συναίσθηση είναι πως προσπάθησα με κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου. Και το έγραψα, γιατί -όπως όλοι μας αισθάνθηκα- την ανάγκη να αποτίσω φόρο τιμής σε όλα αυτά που κάποτε αγάπησα.
Το χρωστάμε, βλέπετε, στην ίδια μας την ύπαρξη. Και όπως γράφω στον πρόλογο του βιβλίου, επειδή σε αυτή τη ζωή παίζουμε απευθείας το έργο και δεν υπάρχει χρόνος για πρόβες, όταν θέλεις να προχωρήσεις πρέπει πάντα να γυρίζεις και το βλέμμα πίσω.
Πηγή: aixmi.gr
Το βιβλίο, με αντιλαμβάνεστε, δεν είναι το ίδιο με ένα κείμενο στην εφημερίδα, δεν είναι μία τηλεοπτική μετάδοση ακόμη και τελικού Τσάμπιονς Λιγκ ή Μουντιάλ, δεν είναι ένα άρθρο στο ίντερνετ, αλλά μία {κανονική μυσταγωγία. Και, τελικά, καταλαβαίνεις πως άξιζε τον κόπο, όσο και αν σε κούρασε όσο και να παιδεύτηκες, όσο και αν υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκες να κάνεις πίσω, τη στιγμή που το παίρνεις στα χέρια σου, φρεσκοτυπωμένο, λες χαλάλι.
Για να μπορέσεις να το γράψεις, ωστόσο, χρειάζεται να ταυτιστείς μαζί του, να καταθέσεις τη ψυχή σου. Οφείλεις να προσπαθήσεις να μεταφέρεις νοερά τον αναγνώστη σε μία άλλη εποχή. Κάθεσαι, νύχτες συνήθως, για να μην σε ενοχλήσει κανείς και απογειώνεσαι, κλείνοντας για λίγο τα μάτια, πριν συνεχίσεις να γράφεις καθώς δίπλα σου περνούν σκιές από το παρελθόν. Πιάνεις τον εαυτό σου να ονειροπολεί και να νοσταλγεί.
Πρόκειται για αυτό το πανέμορφο συναίσθημα που αναβλύζει μέσα από τη ψυχή την ώρα που το νοερό ταξίδι στον χρόνο συνεχίζεται. Ωστόσο, σύντομα πρέπει να το ξεπερνάς και να συνεχίζεις, χαιρετώντας αυτούς που αφήνεις, σαν να είσαι σε ένα τρένο που φευγαλέα σταματά και επιβιβάζει καινούργιες θύμησες, αποβιβάζοντας κάποιες άλλες.
Ακούγεται εύκολο αλλά, ειλικρινά πιστέψτε με, δεν είναι. Το βιβλίο «Της Κυριακής τα είδωλα» είναι το τρίτο μου στον χώρο.
Εγραφα, έσβηνα, έβαζα, έβγαζα, κοιμόμουν και ξύπναγα και σεκφτόμουν «μήπως πρέπει να βάλω και κάτι ακόμα, μη τυχόν και έχω ξεχάσει κάτι σημαντικό». Αλλά, κάποια στιγμή, παλεύοντας με το επιθυμητό και το εφικτό, αν δεν τραβούσα μία γραμμή για να το δώσω για εκτύπωση, πάλι θα έμενε ως σχέδιο επί χάρτου!
Όπως, άλλωστε, είπε κάποτε ένας από τους μεγαλύτερους του χώρου του μάρκετινγκ «Τhere is no theory on what are good decisions or bad decisions but only decisions» -δηλαδή, δεν υπάρχουν καλές και κακές αποφάσεις στη θεωρία, αλλά μονάχα αποφάσεις. Μόνο αν τις πάρεις ξέρεις αν ήταν καλές ή κακές, και το βιβλίο που κυκλοφορεί, είναι ακριβώς αυτό που το μυαλό μου, αλλά και η καρδιά μου, σε μία σπάνια συντονισμένη ομοφωνία με πρόσταζαν να κάνω πράξη. Γιατί, ειλικρινά πιστεύω πως η συντήρηση της μνήμης του παιχνιδιού είναι υποχρέωση όλων μας.
Βλέποντας την αίθουσα του Intercontinental να πλημμυρίζει από όλα αυτά «Της Κυριακής τα είδωλα» ένοιωσα περίεργα. Τέσσερις και πλέον δεκαετίες πέρασαν ως φιλμ μπροστά από τα μάτια μου και, ειλικρινά, έφτασε η στιγμή που δεν πίστευα πως η έκφραση «δεν έχω λόγια» θα έβρισκε πραγματική έκφανση στην δική μου πραγματικότητα!
Δίπλα στους ήρωες που γέμισαν πάμπολλα από τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών μου χρόνων (και των πρώτων επαγγελματικών), κάποιοι άλλοι που αργότερα επίσης οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και που η αμοιβαία εκτίμηση και φιλία με κάποιους που μας ενώνει, με κάνει υπερήφανο.
Σε κάποια άλλη γωνία, οι άνθρωποι του χώρου που υπήρξαν δάσκαλοι και αρωγοί μου, με ξεχωριστή εικόνα αυτή του σπουδαίου αθλητή και αργότερα δημοσιογράφου, ιδρυτικού στελέχους του Πανελληνίου Συνδέσμου Αθλητικού Τύπου, του 90χρονου πια Χάρη Λυμπερόπουλου, ο οποίος άλλαξε όλη τη ροή της ιστορίας του αθλητικού Τύπου με την είσοδο των ενθέτων στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, στα τέλη τα δεκαετίας του ’60.
Και σε ένα άλλο σημείο της αίθουσας δίπλα στον πατέρα μου και τα παιδιά μου, βρίσκονταν οι παιδικοί φίλοι και συμμαθητές μου, αυτοί με τους οποίους μοιράστηκα τις χαρές και τις λύπες των χρόνων που μεγαλώναμε μαζί.
Η εικόνα τους με έκανε να νοιώθω εκείνη τη ζεστασιά που σου χαρίζει η αίσθηση του οικείου, στέλνοντάς σε στο παρελθόν με νοσταλγία, όπως γράφει ο Μαρσέλ Προυστ στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
Δεν ξέρω αν κατάφερα σε αυτές τις σχεδόν 300 σελίδες να βγάλω στην επιφάνεια αυτά που αισθάνομαι, αλλά εκείνο που δηλώνω με πάσα συναίσθηση είναι πως προσπάθησα με κάθε ικμάδα των δυνάμεών μου. Και το έγραψα, γιατί -όπως όλοι μας αισθάνθηκα- την ανάγκη να αποτίσω φόρο τιμής σε όλα αυτά που κάποτε αγάπησα.
Το χρωστάμε, βλέπετε, στην ίδια μας την ύπαρξη. Και όπως γράφω στον πρόλογο του βιβλίου, επειδή σε αυτή τη ζωή παίζουμε απευθείας το έργο και δεν υπάρχει χρόνος για πρόβες, όταν θέλεις να προχωρήσεις πρέπει πάντα να γυρίζεις και το βλέμμα πίσω.
Πηγή: aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου