Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Who is really this Giourkas;

Μίλησα μαζί του για πρώτη φορά τηλεφωνικά πριν από ακριβώς έντεκα χρόνια. Γράφει ο Γιάννης Σερέτης.

Who is really this Giourkas;
Λίγα λεπτά αφού είχε υπογράψει το συμβόλαιό του στον Παναθηναϊκό τηλεφώνησα στον Μάνθο Κολέμπα, τότε πρόεδρο του ΠΑΣ Γιάννινα. Γνωριζόμασταν από τα προηγούμενα χρόνια με τον πρόεδρο, η τριβή μου με το παντοτινά αγαπημένο ρεπορτάζ Β΄ Εθνικής με είχε βοηθήσει πολύ.

- Πρόεδρε, καλησπέρα, πήρα να σας ρωτήσω για τον Γιούρκα
- Ναι, Γιάννη μου, τώρα φύγαμε από την Παιανία, τελειώσαμε, όλα καλά. Θες να σου τον δώσω να μιλήσετε λίγο; Εδώ είναι, δίπλα μου, στο αυτοκίνητο. Γιούρκα, πάρε λίγο το τηλέφωνο, είναι ένας δημοσιογράφος από το «Βήμα», ο Γιάννης ο Σερέτης.
- «Γεια σας»
- «Γεια σου Γιούρκα, όλα καλά;»
- «Ναι, ναι, τελειώσαμε, είναι οριστικό»
- «Να είσαι καλά, καλή επιτυχία, την υγεία σου να έχεις και όλα τα άλλα θα έρθουν. Θα τα ξαναπούμε κάποια στιγμή».
- «Σας ευχαριστώ πολύ».
Αυτή ήταν η πρώτη μου συνομιλία εκείνο το απόγευμα με ένα 19χρονο άγουρο παλικάρι, που μου μιλούσε στον πληθυντικό από ευγένεια, ίσως επειδή νόμιζε ότι μας χώριζαν πολλά χρόνια (στην πραγματικότητα μόλις έξι), ίσως επειδή «τρόμαζε» στο άκουσμα των λέξεων «δημοσιογράφος», «Βήμα». Ασφαλώς δεν του ζήτησα να μου κάνει τις καθιερωμένες (τις βρίσκω αστείες πια μετά από τόσα χρόνια σε αντίστοιχες περιπτώσεις) δηλώσεις για το πόσο ευτυχισμένος ένιωθε που πήρε τη μεταγραφή στην «μεγάλη» ομάδα του κέντρου από την «μικρή» ομάδα της επαρχίας. Από τότε, άλλωστε, ο Γιούρκας ήταν διαφορετικός. Αλλόκοτος. Ετσι παρέμεινε μέχρι σήμερα.
Μόνο που τότε η διαφορετικότητά του τον βοήθησε. Απόμακρος από τα μέσα ενημέρωσης, ποτέ δεν επιδίωξε το Glamouriλίκι για να πάρει φωτογραφίες και λέξεις, ποτέ δεν έγλειψε δημοσιογράφους ή προπονητές, ποτέ δεν προσπάθησε να για τη δημοσιότητα. Αυτή ήρθε μόνη της.
Πάλεψε πολύ να προσαρμοστεί στον Παναθηναϊκό.. Ακόμη θυμάμαι να μου διηγούνται ιστορίες βάσει των οποίων ένιωθε πολύ πιο οικεία με τους υπαλλήλους της ΠΑΕ στο γραφείο του Αγγελου Φιλιππίδη στην Παιανία, παρά «έξω» με τους πασίγνωστους αστέρες συμπαίκτες του. Είχε ανέκαθεν έναν ολόδικό του τρόπο σκέψης, ένα περίεργο πείσμα μικρού παιδιού. Σε άλλες περιπτώσεις τον βοήθησε πολύ αυτός ο απομονωτισμός και ο εγωισμός, σε άλλες τον οδήγησε σε λανθασμένες αποφάσεις, επιλογές, πρακτικές.
Ποτέ δεν με ενόχλησαν τα αυτοκίνητα και τα φλερτ του. Ξέρετε γιατί; Διότι ουδέποτε επιχείρησε μέσω των εξωαγωνιστικών του ιστοριών να αποκομίσει παντός είδους οφέλη (διαφήμιση της εισόδου του στη σόου μπίζ, δημοσιεύματα). Ποτέ! Πάντα έκανε το κέφι του και προσπαθούσε να το κάνει διακριτικά, χωρίς να προκαλεί, χωρίς να δίνει στόχο. Ούτε με ενόχλησε ποτέ το στυλ του εντός αγωνιστικού χώρου, αυτό το ολίγον τι «ελιτίστικο» για μπακ, για το οποίο έχει ακούσει τα μύρια όσα από τους φίλους της ομάδας του. Αυτό που με ενόχλησε είναι ότι πλέον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι δεν αξιοποίησε ούτε το 50% του ταλέντου του και της προσπάθειας που έκανε καθημερινά στην προπόνηση τα πρώτα χρόνια της καριέρας του μέχρι και την «καταραμένη» μεταγραφή στην Ντινάμο Μόσχας.
«Καταραμένη» διότι ο Γιούρκας στην Πόρτο ήταν (και πήγαινε) μια χαρά. Όχι ακριβώς τέλεια, αλλά ικανοποιητικά. Αφού συνήλθε από τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία (ο Παναθηναϊκός δεν μπορούσε να πάρει πίσω την υπογραφή του όταν η Ρεάλ Μαδρίτης προσπάθησε να κάνει το κόλπο λίγες ημέρες μετά την πρόκριση στο Euro από τον όμιλο στον προημιτελικό με τη Γαλλία), είχε προσαρμοστεί. Μα ο president Nτα Κόστα ήθελε τα φράγκα. «Η πας, ή στην εξέδρα» (ναι, ναι, συμβαίνουν και σε ομάδες επιπέδου Πόρτο αυτά) ήταν το δίλημμα που διακριτικά τέθηκε στον Σεϊταρίδη το καλοκαίρι του 2005. Πήγε, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο Ντα Κόστα είχε πουλήσει από την προηγούμενη σεζόν τον (δήμιο του Παναθηναϊκού και πρωταγωνιστή της Πόρτο του Μουρίνιο) Ντερλέι στην Ντινάμο με 7,5 εκατ. ευρώ και το καλοκαίρι του 2005 έβαλε στην τσέπη επιπλέον 30 εκατ. ευρώ από Μανίς (16), Γιούρκα (10), Κοστίνια (4), που πήγαν πακέτο σε μια από τις ωραιότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο Γιούρκας προσπάθησε να μάθει και ρώσικα μετά τα πορτογαλικά, αλλά εκεί δεν προσαρμόστηκε ποτέ. «Αν η Μόσχα ήταν γεωγραφικά στο Παρίσι, θα ήταν το κέντρο όλης της γης» μου είχε πει κάποτε και μάλλον δεν έχει άδικο. Αλλά εκεί, παρά την παρέα των «κολλητών» από την Πόρτο, δεν άντεχε. Η τύχη που του είχε γυρίσει την πλάτη το 2004 με τη Ρεάλ, του χαμογέλασε διάπλατα το 2006. Παρά την κακή σεζόν, η Ατλέτικο Μαδρίτης έδωσε 12 εκατ. ευρώ για χάρη του.
Επαιξε 31 (!) ματς στην πρώτη του σεζόν, αλλά από τον τραυματισμό τον χειμώνα του 2007 (2η σεζόν) μάλλον δεν συνήλθε ποτέ. Ηταν η μεγάλη χαμένη ευκαιρία του.
Διότι την επιστροφή του στον Παναθηναϊκό, όταν ουσιαστικά είχε μείνει άνεργος το καλοκαίρι του 2009, δεν την αντιμετώπισε ποτέ ως ευκαιρία για να ξαναναφτιάξει το όνομά του. Δεν κέρδισε θέση βασικού (με ανταγωνιστές Βύντρα, Μαρίνο!!!), έχασε τη θέση του στην 18άδα της εθνικής. «Δικαίως» λένε άνθρωποι που τον έβλεπαν και τον βλέπουν στις προπονήσεις. Δεν «κέρδισε» ούτε τον Νιόπλια, ούτε τον Ζεσουάλδο. Και οι δυο τον ήξεραν καλά. Δεν τους έπεισε.
Στις προπονήσεις είναι με τα… κέφια του λένε άνθρωποι που τον ξέρουν από παλιά. Και όταν είσαι με τα… κέφια σου, δεν θα πείσεις κανέναν. Όταν τους ρωτάς «γιατί;», σου απαντούν «ο κορεσμός φίλε».
Δεν είμαι παρών στις προπονήσεις για να τον βλέπω και για να ξέρω. Εμπιστεύομαι όμως τους ανθρώπους που μου έχουν πει το ίδιο, διότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα μαζί του και ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά του δεν έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Δεν εξωτερικεύει τουπέ, ούτε είναι «μπλαζέ». Είναι, όμως, πλέον, άλλος «Γιούρκας».
Πώς τον θυμήθηκα; Είναι ο μοναδικός αναπληρωματικός υγιής παίκτης του Παναθηναϊκού (μαζί με τον Νταμιάν Πλεσί που προπονείται με τις… μπουλντόζες) που τέθηκε εκτός αποστολής για το ματς με τον Αγροτικό Αστέρα. Ουσιαστικά έχει «τελειώσει» από τον Παναθηναϊκό. Στα 30 του! Αυτός, το μεγαλύτερο ταλέντο που έχω δει πριν από τον Γιάννη Φετφατζίδη και τον Στέφανο Καπίνο.
Ημουν παρών και στο πρώτο του ευρωπαϊκό ματς με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στις 7 Μαρτίου 2001 και στο (εκτός απροόπτου) τελευταίο του με την πράσινη. Και η φανέλα με το «5» («ιδρωμένη και πρωταθλήτρια» όπως είχε γράψει στην αποχαιρετιστήρια ανακοίνωσή του από τον Παναθηναϊκό ο Ζοέλ Επαλέ με το Νο 10), μια από τις ελάχιστες της μικρής συλλογής μου, θα είναι για πάντα σε ένα συρτάρι…
Μακάρι να βρει το σθένος και τη διάθεση να μην το «κόψει» στα 30 του. Είμαι σίγουρος ότι θα το προσπαθήσει. Είμαι, όπως, επίσης βέβαιος ότι ο παίκτης τον οποίο το καλοκαίρι του 2004 πρόλαβε η πρωταθλήτρια Ευρώπης μέσα από τα χέρια της Ρεάλ Μαδρίτης, αυτός ο μοναδικός από την ομάδα του Euro που δεν είχε κάνει ούτε… μισή δήλωση ως πρωταθλητής Ευρώπης, αδίκησε τον εαυτό του όσο κανείς άλλος Ελληνας την τελευταία 15ετία…
Πηγή: theinsiders.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: