Μέχρι τα 22 του έψαχνε να βρει το λόγο για όσα
βίωνε. Μετά, έγινε ο ίδιος... λόγος. Ο λόγος του βασιλιά! Αφιερωμένες
2034 λέξεις στη ζωή του Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς.
Στη γειτονιά μου τη παλιά...
Εκεί που σήμερα βρίσκονται τα σύνορα ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και την Κροατία ήταν κάποτε το σπίτι του. Εκεί που κάποτε ήταν μια ήρεμη επαρχία, με ζεστούς ανθρώπους και δύο πιτσιρίκια να τρέχουν σε ένα μπακάλικο μετά το σχολείο, δημιούργηθηκαν οι πρώτες εικόνες. Εκεί που κάποτε έγινε πολύ επικίνδυνο για μια οικογένεια να ζει, χάθηκε η παιδική αθωότητα. Εκεί που όλα γκρεμίστηκαν, κάηκαν και ισοπεδώθηκαν οι αναμνήσεις δημιούργηθηκε ένα μεγάλο γιατί.
«Ο πόλεμος είναι κατάρα. Αν και ήμουν μικρός όταν ξέσπασε στη Γιουγκοσλαβία, κατάλαβα τη δυστυχία από τα πρόσωπα των άλλων που ήταν πιο μεγάλοι από μένα. Χάσαμε συγγενείς και φίλους». Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς δεν ήταν τόσο μικρός... Γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1977, δεύτερος γιος του Μίοντραγκ και της Μπράνκα, που διατηρούσαν ένα μικρό μπακάλικο στην Ποτζέγκα, μια πόλη στα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία. Ο τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, Νέναντ, διαγνώστηκε από μικρός με πρόβλημα στο νεφρό του και ζει ακόμα με την ασθένεια που περιορίζει τη ζωή του.
Εκεί δημιούργησε τους πρώτους φίλους, εκεί έκανε τις πρώτες αταξίες, εκεί άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό. Τα πρώτα παιδικά χρόνια περιλάμβαναν σχεδόν τα πάντα. Χάντμπολ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, μέχρι και καράτε... Πολύ ποδόσφαιρο, με τον Πέτζα να αποδεικνύει μεγάλο ταλέντο. Μόνο που σταδιακά θα αποδεικνυόταν και πολύ ψηλός για το ταλέντο του. Θα ξεκινήσει να παίζει μπάσκετ με φίλους και θα αντιληφθεί πως του ταιριάζει περισσότερο. Τότε, όμως, θα έρθει η στιγμή που οι αναμνήσεις θα αρχίσουν να διασπώνται.
Οι γονείς του αποφασίζουν να μετακομίσουν. Αμφότεροι Σέρβοι στην καταγωγή, αντιλαμβάνονταν πως ζούσαν σε επικίνδυνο και εχθρικό έδαφος. Όταν λίγο καιρό μετά θα έβλεπαν στις ειδήσεις το σπίτι τους να καίγεται από γείτονες, θα συνειδητοποιούσαν ότι πήραν την κατάλληλη απόφαση κι όχι μόνο εξαιτίας της εξέλιξης του παιδιού τους. Μια εξέλιξη που θα ήταν ραγδαία. Σε ηλικία 14 ετών θα το ανακάλυπτε στο σχολικό πρωτάθλημα ο Πρέντραγκ Μπαντνιάρεβιτς και θα τον έπαιρνε κοντά του στις ακαδημίες του Ερυθρού Αστέρα. «Με πρόσεχε μέσα και έξω από το γήπεδο. Ήταν σαν δεύτερος πατέρας για μένα», θυμάται ο Πέτζα, που σιγά-σιγά θα βγει απ’ το καβούκι του.
Θα ήταν 16 χρονών, όταν το κύμα των εισαγωγών και των ελληνοποιήσεων της εποχής θα τον φέρει στη Θεσσαλονίκη.
Εκείνος και Κίνης!
«Θυμάμαι σαν χθες το 1993 που ήρθα στην Ελλάδα με την οικογένειά μου. Οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ με βοήθησαν πάρα πολύ σαν να ήταν μέλη της οικογένειάς μου εκείνες τις δύσκολες στιγμές, μετά τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβίας». Στην παρέα που ήρθε εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν μόνος του. Ο Ράσο Μακρής και ο Μίλαν Ταπαντζάς συμπλήρωναν την τριάδα των παικτών, που για ένα διάστημα προπονούνταν κρυφά για να μην τους ανακαλύψει κανείς. Αποκαλύφθηκαν αργότερα ο Ράσο Νεστέροβιτς και Μίλαν Ρέλιτς, με τον ΠΑΟΚ να έχει κινήσει τις διαδικασίες για να τους ελληνοποιήσει.
Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ήταν ο Πέτρος Κίνης. «Το βλέπω σαν ψευδώνυμο. Μπορεί του χρόνου να γράψουμε Στογιάκοβιτς», είχε πει σε συνέντευξή του εκείνη την εποχή, μια εποχή που κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν για εκείνον. Χρειάστηκε να περιμένει δύο χρόνια για να μπορέσει να παίξει στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά ο χρόνος που περνούσε στο γήπεδο είναι μνημειώδης ακόμα και σήμερα, σε όσους τον είχαν ζήσει από κοντά.
Η Ελλάδα για τον Πέτζα ήταν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι για τους περισσότερους που εκμεταλλεύτηκαν την τάση της εποχής για να χτίσουν καριέρα. Ήθελα να παίξει στην Εθνική ομάδα, αλλά η ομοσπονδία και η Ένωση παικτών το είχαν αρνηθεί. Κι αφού δεν μπόρεσε ποτέ να φορέσει τη γαλανόλευκη, φόρεσε τα χακί!! Ως απόδειξη αγάπης προς τη χώρα μας, έστω και με την ελάχιστη θητεία, υπηρέτησε το 2004 στο πεζικό και παρουσιάστηκε στην Κόρινθο.
«Όπως έχω πει επανειλημμένες φορές η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Όπως έχω δικαιώματα σε αυτή τη χώρα, έτσι έχω και υποχρεώσεις. Μετά το τέλος των αγώνων στο ΝΒΑ, ήρθα να εκπληρώσω την πιο σημαντική από αυτές τις υποχρεώσεις μου απέναντι στο ελληνικό κράτος, να υπηρετήσω δηλαδή τη στρατιωτική μου θητεία». Οι υποχρεώσεις του ξεκίνησαν επισήμως τον Αύγουστο του 1995. Όταν μετά από δύο χρόνια ταλαιπωρίας, απέκτησε το δικαίωμα να αγωνίζεται στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό!
«Μη με βγάζετε σακάτη!». Όλες οι μπασκετικές αναμνήσεις εκείνης της εποχής ταυτίζονται με το «Τρίποντο» και σε μια συνέντευξή του τον Μάρτιο του 1997 ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς προσπαθούσε να πείσει ότι στη ζωή του δεν είχε το ρόλο του Σάμιουελ Τζάκσον ως Ελάια στον «Άφθαρτο». Έστω κι αν η πορεία του μέχρι εκείνη τη στιγμή δημιουργούσε τέτοια υποψία και τέτοιο φόβο. Τον Σεπτέμβριο του 1995, ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το πρωτάθλημα με τον ΠΑΟΚ, έχοντας αποκτήσει λίγες μέρες πριν το δικαίωμα από την ομοσπονδία. Σ’ ένα φιλικό με τη Λάρισα, θα υποστεί διπλό κάταγμα περόνης και κατευθείαν θα μπει το πόδι του στον γύψο, με αναμενόμενη επιστροφή περίπου δύο μήνες μετά.
«E, όχι τέτοια ατυχία. Δύο χρόνια περίμενα και τώρα που ήρθε η στιγμή μου έτυχε αυτό το απρόσμενο. Δεν πρόκειται όμως να πτοηθώ. Σύντομα θα είμαι πίσω. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να γυρίσω γρήγορα», έλεγε τότε και το έκανε. Μετά τα Χριστούγεννα θα έχει επιστρέψει στις αγωνιστικές υποχρεώσεις του ΠΑΟΚ και θα είναι καλύτερος από ποτέ. Η απόδειξη θα έρθει εκείνο το καλοκαίρι, όταν οι Σακραμέντο Κινγκς θα τον επιλέξουν στο νούμερο 14 του ντραφτ του 1996, στη χρονιά που στην κορυφή ήταν ο Άλεν Άιβερσον και πρώτος Ευρωπαίος ο Ουκρανός Βίταλι Ποταπένκο. Και μια θέση πιο πάνω από τον Πέτζα, ο Κόμπι Μπράιαντ!!
«Για δέκα λεπτά ήμουν αμίλητος και κολλημένος. Μέχρι να καταλάβω τι είχε γίνει μου πήρε λίγο χρόνο», περιγράφει για εκείνες τις στιγμές, που του επέτρεπαν να ονειρεύεται ότι θα ακολουθήσει το δρόμο του Τόνι Κούκοτς, αθλητή που θαύμαζε περισσότερο από οποιονδήποτε. «Έχω κερδίσει τίτλους και στη Γιουγκοσλαβία με τον Ερυθρό Αστέρα, αλλά και η επιλογή μου στο ντραφτ ήταν μια ξεχωριστή στιγμή, μια δικαίωση», συμπληρώνει όταν ακόμα η συλλογή του από ατομικές διακρίσεις και τίτλους ήταν μικρή.
Οι Κινγκς προτίμησαν να τον αφήσουν να ωριμάσει στην Ευρώπη και να ολοκληρώσει την μπασκετική του ανάπτυξη, πριν κάνουν χρήση των δικαιωμάτων του. Ένα χρόνο μετά, όμως, ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς θα βρίσκεται στην ίδια θέση. Η αρχή θα γινόταν στα τέλη Ιανουαρίου του 2007, όταν θα υποστεί θλάση βαριάς μορφής στη γάμπα και θα μείνει περίπου 50 μέρες εκτός δράσης. Κι όταν θα έρθει η στιγμή της επιστροφής, κάτι μέσα του θα τον τρώει.
«Δεν αισθανόμουν εντάξει. Δεν ένιωθα έτοιμος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πονούσα και τους το είπα». Δεν τον άκουσαν και ο Πέτζα μπήκε στο παρκέ στις 11 Μαρτίου του 1997 στο Περιστέρι. Βγήκε με φορείο. Συντριπτικό διπλό κάταγμα κνήμης-περόνης και κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί το μέγεθος της ατυχίας. «Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι κάτι κακό μου συνέβη. Αλλά δεν έπαθα και σοκ. Μπορώ να σου πω ότι οι άλλοι πανικοβλήθηκαν περισσότερο. Ξέρεις τι κατάλαβα; Στις δύσκολες στιγμές, ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη και αντέχει πράγματα που αν τα σκεφτόταν και μόνο, θα τρόμαζε».
Εκείνη τη στιγμή τα συναισθήματα δεν είναι τόσο συνειδητοποιημένα. Ο Ντράγκαν Σάκοτα θα μονολογούσε μετά το τέλος του αγώνα. «Λυπάμαι για το παιδί. Λυπάμαι και για τον άρρωστο αδελφό του, λυπάμαι και για μια ολόκληρη οικογένεια εκεί στην προσφυγιά, που περίμενε να δει άσπρη μέρα από αυτό το βλαστάρι της». Ο Πέτζα θα επέστρεφε και πάλι. Στο μυαλό του είχε το απόλυτο, απόρροια ίσως των εικόνων που τον συνόδευαν από την παιδική του ηλικία και θα πάλευε για εκείνο. «Θέλω να έχω υγεία. Μια καλή οικογένεια και λεφτά. Δεν ξέρω κανέναν που να τα έχει όλα αυτά μαζί. Κανέναν».
Η εκτόξευση!
Μια ακόμα υπόσχεση θα γινόταν πραγματικότητα. Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς θα επέστρεφε και πάλι πιο δυνατός και πάλι καλύτερος. Οι πιέσεις από την άλλη άκρη του Ατλαντικού γίνονταν πιο έντονες, αλλά τότε ήταν άλλες εποχές, χωρίς bye out και ρήτρες. Ο ΠΑΟΚ δεν τον άφησε και τον κράτησε για τη σεζόν 1997-98. Κερδισμένοι θα έβγαιναν και οι δύο. Ο δικέφαλος του βορρά επειδή θα έφτανε στον τελικό του πρωταθλήματος και ο Πέτζα επειδή θα γινόταν κορνίζα! Μια κορνίζα που κοσμεί σε περίοπτη θέση το παλατάκι στην Πυλαία... Εκείνο το τρίποντο στην εκπνοή του ημιτελικού με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ σημάδεψε τον ίδιο, τον ΠΑΟΚ, το μπάσκετ! Και ήταν η πιο δυνατή τελευταία ανάμνηση, πριν αφήσει τη χώρα μας.
Στην Αμερική, όλα θα ήταν διαφορετικά. Εκείνη η χρονιά – σημαδιακό ή μη – είχε χαρακτηριστεί από το lock out των παικτών, το οποίο έληξε τον Γενάρη του 1999 και ο Πέτζα θα έκανε ντεμπούτο στα 22 του χρόνια, τον Φεβρουάριο εκείνου του χρόνου. «Όταν πήγα στο ΝΒΑ υπήρχε το λοκ άουτ και αυτό δεν ήταν και ότι καλύτερο για μένα. Ευτυχώς είχα δίπλα μου τον Βλάντε Ντίβατς που μου στάθηκε σαν αδερφός. Στις αρχές απογοητεύτηκα, δεν είχα πολύ χρόνο συμμετοχής, σκέφτηκα ακόμη και να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα», θυμάται, όμως δεν τα είχε παρατήσει σε τόσες και τόσες ατυχίες, δεν επρόκειτο να τα παρατήσει στα... εύκολα.
Τα 21 λεπτά της πρώτης σεζόν, έγιναν 23 το 1999-00 και η εκτόξευσή του θα ερχόταν τη σεζόν 2000-01. 38 λεπτά ανά αγώνα, 20,4 πόντοι και το NBA αποδεχόταν ένα νέο μεγάλο σκόρερ. Στο τέλος της σεζόν θα αναδεικνυόταν ως ο δεύτερος πιο βελτιωμένος παίκτης του πρωταθλήματος, πίσω από τον Τρέισι ΜακΓκρέιντι. Ακολούθησε η καταξίωση με την πρόσκληση στο All Star Game, η νίκη στον διαγωνισμό τριπόντων γιατί «με απείλησε ο γιος του Σάκοτα» και ενδιάμεσα η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ στη Σουηδία και ο τίτλος του πολυτιμότερου παίκτη στη διοργάνωση. Θα μείνει στο Σακραμέντο ως το 2006, πριν έρθει η στιγμή να αλλάξει περιβάλλον και ομάδα.
Πάμε γι’ άλλες πολιτείες...
Στην Ιντιάνα θα έμενε μόλις ένα χρόνο και παρότι τα στατιστικά του θα παραμένουν υψηλά (19,6 πόντοι μέσο όρο, 6,3 ριμπάουντ, 30 λεπτά) δεν θα κατάφερνε να νιώσει την ομάδα δικό του κομμάτι. Ακολούθησε η Νέα Ορλεάνη και μια ακόμα περιπέτεια. Πριν αναγκαστεί, όμως, και πάλι να βάλει φρένο στην καριέρα του, είχε πατήσει τέρμα το γκάζι. Στις 14 Νοεμβρίου του 2006 θα πετύχαινε 42 πόντους απέναντι στο Σάρλοτ κι έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που πέτυχε σερί τους πρώτους 20 πόντους της ομάδας του. Σύντομα, όμως, θα ακολουθούσε το χειρουργείο.
Ο Πέτζα Στογιάκοβιτς αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση στη μέση του, μια επέμβαση που θα άλλαζε την αγωνιστική του ταυτότητα. «Η προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες είναι επιβεβλημένη. Έχασα την έκρηξή μου και τα όποια αθλητικά προσόντα είχα. Οπότε έπρεπε να προσαρμόσω το παιχνίδι μου βάσει των περιορισμών του σώματός μου και πλέον να παίζω περισσότερο με το μυαλό παρά με το κορμί. Πλέον, η ουσία είχε μεγαλύτερη σημασία για μένα». Θα επέστρεφε αρκετά υγιής ώστε να βγάλει 77 παιχνίδια με 35 λεπτά μέσο όρο συμμετοχής τη σεζόν 2007-08, όμως σταδιακά θα έχανε σε ένταση και «ποσότητα» μέσα στον αγώνα.
Η φθίνουσα πορεία θα τον φέρει να αλλάζει ομάδες διαρκώς τον τελευταίο καιρό, να μένει μακριά από την οικογένειά του, να πάει στον Καναδά για τους Ράπτορς, να δοκιμάσει τη δύση με τους Μάβερικς. Ήταν εμφανές πως οι αντοχές του στα 34 του χρόνια είχαν αρχίσει να τελειώνουν, όμως το δέλεαρ της Ευρώπης ποτέ δεν του φάνηκε αρκετό για να παρατήσει το ΝΒΑ. Στις 24 Ιανουαρίου του 2011 υπέγραψε στην ομάδα που έμελλε να είναι η τελευταία της καριέρας του. Στις 12 Ιουνίου θα κατακτούσε τον τίτλο που είχε πάψει πια να ονειρεύεται.
«Ο καθένας ακολουθεί διαφορετικό μονοπάτι για να φτάσει στο στόχο του. Εγώ όταν νόμιζα πως ήμουν πολύ κοντά στην κορυφή, με τους Sacramento Kings, δεν κατάφερα να την ακουμπήσω. Χρειάστηκα να περιμένω πολλά χρόνια και να πραγματοποιήσω το όνειρο της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος, με ανέλπιστο τρόπο. Πηγαίνοντας στους Mavericks Φεβρουάριο μήνα, κανείς δεν περίμενε ότι η σεζόν θα τελείωνε μ’ έναν τίτλο. Κι όμως, τα καλά έρχονται όταν δεν τα περιμένεις».
Η καριέρα του διήρκησε σχεδόν 20 χρόνια. Υπήρξε επαγγελματίας τα 15 εξ αυτών... Χτύπησε, πόνεσε, έκλαψε, ζητούσε την οικογένειά του να ξενυχτάει στο προσκεφάλι του για να αντέχει τον πόνο. «Κάθε πρωί που ξυπνάω οι πόνοι στο σώμα μου, μου υπενθυμίζουν το αντίτιμο που πλήρωσα για να είμαι πρωταθλητής. Όπως και οι ουλές από τις επεμβάσεις στα γόνατα και στην μέση. Ο πρωταθλητισμός είναι αδυσώπητος. Όμως κανείς δεν σε πιέζει να μπεις στο χορό και να χορέψεις. Ήταν επιλογή μου και δεν μετανιώνω».
19 Δεκεμβρίου 2011. Ο βασιλιάς έβγαλε τον τελευταίο του λόγο...
πηγή: gazzetta.gr
Εκεί που σήμερα βρίσκονται τα σύνορα ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και την Κροατία ήταν κάποτε το σπίτι του. Εκεί που κάποτε ήταν μια ήρεμη επαρχία, με ζεστούς ανθρώπους και δύο πιτσιρίκια να τρέχουν σε ένα μπακάλικο μετά το σχολείο, δημιούργηθηκαν οι πρώτες εικόνες. Εκεί που κάποτε έγινε πολύ επικίνδυνο για μια οικογένεια να ζει, χάθηκε η παιδική αθωότητα. Εκεί που όλα γκρεμίστηκαν, κάηκαν και ισοπεδώθηκαν οι αναμνήσεις δημιούργηθηκε ένα μεγάλο γιατί.
«Ο πόλεμος είναι κατάρα. Αν και ήμουν μικρός όταν ξέσπασε στη Γιουγκοσλαβία, κατάλαβα τη δυστυχία από τα πρόσωπα των άλλων που ήταν πιο μεγάλοι από μένα. Χάσαμε συγγενείς και φίλους». Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς δεν ήταν τόσο μικρός... Γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1977, δεύτερος γιος του Μίοντραγκ και της Μπράνκα, που διατηρούσαν ένα μικρό μπακάλικο στην Ποτζέγκα, μια πόλη στα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία. Ο τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του, Νέναντ, διαγνώστηκε από μικρός με πρόβλημα στο νεφρό του και ζει ακόμα με την ασθένεια που περιορίζει τη ζωή του.
Εκεί δημιούργησε τους πρώτους φίλους, εκεί έκανε τις πρώτες αταξίες, εκεί άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό. Τα πρώτα παιδικά χρόνια περιλάμβαναν σχεδόν τα πάντα. Χάντμπολ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, μέχρι και καράτε... Πολύ ποδόσφαιρο, με τον Πέτζα να αποδεικνύει μεγάλο ταλέντο. Μόνο που σταδιακά θα αποδεικνυόταν και πολύ ψηλός για το ταλέντο του. Θα ξεκινήσει να παίζει μπάσκετ με φίλους και θα αντιληφθεί πως του ταιριάζει περισσότερο. Τότε, όμως, θα έρθει η στιγμή που οι αναμνήσεις θα αρχίσουν να διασπώνται.
Οι γονείς του αποφασίζουν να μετακομίσουν. Αμφότεροι Σέρβοι στην καταγωγή, αντιλαμβάνονταν πως ζούσαν σε επικίνδυνο και εχθρικό έδαφος. Όταν λίγο καιρό μετά θα έβλεπαν στις ειδήσεις το σπίτι τους να καίγεται από γείτονες, θα συνειδητοποιούσαν ότι πήραν την κατάλληλη απόφαση κι όχι μόνο εξαιτίας της εξέλιξης του παιδιού τους. Μια εξέλιξη που θα ήταν ραγδαία. Σε ηλικία 14 ετών θα το ανακάλυπτε στο σχολικό πρωτάθλημα ο Πρέντραγκ Μπαντνιάρεβιτς και θα τον έπαιρνε κοντά του στις ακαδημίες του Ερυθρού Αστέρα. «Με πρόσεχε μέσα και έξω από το γήπεδο. Ήταν σαν δεύτερος πατέρας για μένα», θυμάται ο Πέτζα, που σιγά-σιγά θα βγει απ’ το καβούκι του.
Θα ήταν 16 χρονών, όταν το κύμα των εισαγωγών και των ελληνοποιήσεων της εποχής θα τον φέρει στη Θεσσαλονίκη.
Εκείνος και Κίνης!
«Θυμάμαι σαν χθες το 1993 που ήρθα στην Ελλάδα με την οικογένειά μου. Οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ με βοήθησαν πάρα πολύ σαν να ήταν μέλη της οικογένειάς μου εκείνες τις δύσκολες στιγμές, μετά τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβίας». Στην παρέα που ήρθε εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν μόνος του. Ο Ράσο Μακρής και ο Μίλαν Ταπαντζάς συμπλήρωναν την τριάδα των παικτών, που για ένα διάστημα προπονούνταν κρυφά για να μην τους ανακαλύψει κανείς. Αποκαλύφθηκαν αργότερα ο Ράσο Νεστέροβιτς και Μίλαν Ρέλιτς, με τον ΠΑΟΚ να έχει κινήσει τις διαδικασίες για να τους ελληνοποιήσει.
Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ήταν ο Πέτρος Κίνης. «Το βλέπω σαν ψευδώνυμο. Μπορεί του χρόνου να γράψουμε Στογιάκοβιτς», είχε πει σε συνέντευξή του εκείνη την εποχή, μια εποχή που κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν για εκείνον. Χρειάστηκε να περιμένει δύο χρόνια για να μπορέσει να παίξει στο ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά ο χρόνος που περνούσε στο γήπεδο είναι μνημειώδης ακόμα και σήμερα, σε όσους τον είχαν ζήσει από κοντά.
Η Ελλάδα για τον Πέτζα ήταν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι για τους περισσότερους που εκμεταλλεύτηκαν την τάση της εποχής για να χτίσουν καριέρα. Ήθελα να παίξει στην Εθνική ομάδα, αλλά η ομοσπονδία και η Ένωση παικτών το είχαν αρνηθεί. Κι αφού δεν μπόρεσε ποτέ να φορέσει τη γαλανόλευκη, φόρεσε τα χακί!! Ως απόδειξη αγάπης προς τη χώρα μας, έστω και με την ελάχιστη θητεία, υπηρέτησε το 2004 στο πεζικό και παρουσιάστηκε στην Κόρινθο.
«Όπως έχω πει επανειλημμένες φορές η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Όπως έχω δικαιώματα σε αυτή τη χώρα, έτσι έχω και υποχρεώσεις. Μετά το τέλος των αγώνων στο ΝΒΑ, ήρθα να εκπληρώσω την πιο σημαντική από αυτές τις υποχρεώσεις μου απέναντι στο ελληνικό κράτος, να υπηρετήσω δηλαδή τη στρατιωτική μου θητεία». Οι υποχρεώσεις του ξεκίνησαν επισήμως τον Αύγουστο του 1995. Όταν μετά από δύο χρόνια ταλαιπωρίας, απέκτησε το δικαίωμα να αγωνίζεται στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό!
«Μη με βγάζετε σακάτη!». Όλες οι μπασκετικές αναμνήσεις εκείνης της εποχής ταυτίζονται με το «Τρίποντο» και σε μια συνέντευξή του τον Μάρτιο του 1997 ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς προσπαθούσε να πείσει ότι στη ζωή του δεν είχε το ρόλο του Σάμιουελ Τζάκσον ως Ελάια στον «Άφθαρτο». Έστω κι αν η πορεία του μέχρι εκείνη τη στιγμή δημιουργούσε τέτοια υποψία και τέτοιο φόβο. Τον Σεπτέμβριο του 1995, ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει το πρωτάθλημα με τον ΠΑΟΚ, έχοντας αποκτήσει λίγες μέρες πριν το δικαίωμα από την ομοσπονδία. Σ’ ένα φιλικό με τη Λάρισα, θα υποστεί διπλό κάταγμα περόνης και κατευθείαν θα μπει το πόδι του στον γύψο, με αναμενόμενη επιστροφή περίπου δύο μήνες μετά.
«E, όχι τέτοια ατυχία. Δύο χρόνια περίμενα και τώρα που ήρθε η στιγμή μου έτυχε αυτό το απρόσμενο. Δεν πρόκειται όμως να πτοηθώ. Σύντομα θα είμαι πίσω. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να γυρίσω γρήγορα», έλεγε τότε και το έκανε. Μετά τα Χριστούγεννα θα έχει επιστρέψει στις αγωνιστικές υποχρεώσεις του ΠΑΟΚ και θα είναι καλύτερος από ποτέ. Η απόδειξη θα έρθει εκείνο το καλοκαίρι, όταν οι Σακραμέντο Κινγκς θα τον επιλέξουν στο νούμερο 14 του ντραφτ του 1996, στη χρονιά που στην κορυφή ήταν ο Άλεν Άιβερσον και πρώτος Ευρωπαίος ο Ουκρανός Βίταλι Ποταπένκο. Και μια θέση πιο πάνω από τον Πέτζα, ο Κόμπι Μπράιαντ!!
«Για δέκα λεπτά ήμουν αμίλητος και κολλημένος. Μέχρι να καταλάβω τι είχε γίνει μου πήρε λίγο χρόνο», περιγράφει για εκείνες τις στιγμές, που του επέτρεπαν να ονειρεύεται ότι θα ακολουθήσει το δρόμο του Τόνι Κούκοτς, αθλητή που θαύμαζε περισσότερο από οποιονδήποτε. «Έχω κερδίσει τίτλους και στη Γιουγκοσλαβία με τον Ερυθρό Αστέρα, αλλά και η επιλογή μου στο ντραφτ ήταν μια ξεχωριστή στιγμή, μια δικαίωση», συμπληρώνει όταν ακόμα η συλλογή του από ατομικές διακρίσεις και τίτλους ήταν μικρή.
Οι Κινγκς προτίμησαν να τον αφήσουν να ωριμάσει στην Ευρώπη και να ολοκληρώσει την μπασκετική του ανάπτυξη, πριν κάνουν χρήση των δικαιωμάτων του. Ένα χρόνο μετά, όμως, ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς θα βρίσκεται στην ίδια θέση. Η αρχή θα γινόταν στα τέλη Ιανουαρίου του 2007, όταν θα υποστεί θλάση βαριάς μορφής στη γάμπα και θα μείνει περίπου 50 μέρες εκτός δράσης. Κι όταν θα έρθει η στιγμή της επιστροφής, κάτι μέσα του θα τον τρώει.
«Δεν αισθανόμουν εντάξει. Δεν ένιωθα έτοιμος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πονούσα και τους το είπα». Δεν τον άκουσαν και ο Πέτζα μπήκε στο παρκέ στις 11 Μαρτίου του 1997 στο Περιστέρι. Βγήκε με φορείο. Συντριπτικό διπλό κάταγμα κνήμης-περόνης και κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί το μέγεθος της ατυχίας. «Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι κάτι κακό μου συνέβη. Αλλά δεν έπαθα και σοκ. Μπορώ να σου πω ότι οι άλλοι πανικοβλήθηκαν περισσότερο. Ξέρεις τι κατάλαβα; Στις δύσκολες στιγμές, ο άνθρωπος βρίσκει τη δύναμη και αντέχει πράγματα που αν τα σκεφτόταν και μόνο, θα τρόμαζε».
Εκείνη τη στιγμή τα συναισθήματα δεν είναι τόσο συνειδητοποιημένα. Ο Ντράγκαν Σάκοτα θα μονολογούσε μετά το τέλος του αγώνα. «Λυπάμαι για το παιδί. Λυπάμαι και για τον άρρωστο αδελφό του, λυπάμαι και για μια ολόκληρη οικογένεια εκεί στην προσφυγιά, που περίμενε να δει άσπρη μέρα από αυτό το βλαστάρι της». Ο Πέτζα θα επέστρεφε και πάλι. Στο μυαλό του είχε το απόλυτο, απόρροια ίσως των εικόνων που τον συνόδευαν από την παιδική του ηλικία και θα πάλευε για εκείνο. «Θέλω να έχω υγεία. Μια καλή οικογένεια και λεφτά. Δεν ξέρω κανέναν που να τα έχει όλα αυτά μαζί. Κανέναν».
Η εκτόξευση!
Μια ακόμα υπόσχεση θα γινόταν πραγματικότητα. Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς θα επέστρεφε και πάλι πιο δυνατός και πάλι καλύτερος. Οι πιέσεις από την άλλη άκρη του Ατλαντικού γίνονταν πιο έντονες, αλλά τότε ήταν άλλες εποχές, χωρίς bye out και ρήτρες. Ο ΠΑΟΚ δεν τον άφησε και τον κράτησε για τη σεζόν 1997-98. Κερδισμένοι θα έβγαιναν και οι δύο. Ο δικέφαλος του βορρά επειδή θα έφτανε στον τελικό του πρωταθλήματος και ο Πέτζα επειδή θα γινόταν κορνίζα! Μια κορνίζα που κοσμεί σε περίοπτη θέση το παλατάκι στην Πυλαία... Εκείνο το τρίποντο στην εκπνοή του ημιτελικού με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ σημάδεψε τον ίδιο, τον ΠΑΟΚ, το μπάσκετ! Και ήταν η πιο δυνατή τελευταία ανάμνηση, πριν αφήσει τη χώρα μας.
Στην Αμερική, όλα θα ήταν διαφορετικά. Εκείνη η χρονιά – σημαδιακό ή μη – είχε χαρακτηριστεί από το lock out των παικτών, το οποίο έληξε τον Γενάρη του 1999 και ο Πέτζα θα έκανε ντεμπούτο στα 22 του χρόνια, τον Φεβρουάριο εκείνου του χρόνου. «Όταν πήγα στο ΝΒΑ υπήρχε το λοκ άουτ και αυτό δεν ήταν και ότι καλύτερο για μένα. Ευτυχώς είχα δίπλα μου τον Βλάντε Ντίβατς που μου στάθηκε σαν αδερφός. Στις αρχές απογοητεύτηκα, δεν είχα πολύ χρόνο συμμετοχής, σκέφτηκα ακόμη και να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα», θυμάται, όμως δεν τα είχε παρατήσει σε τόσες και τόσες ατυχίες, δεν επρόκειτο να τα παρατήσει στα... εύκολα.
Τα 21 λεπτά της πρώτης σεζόν, έγιναν 23 το 1999-00 και η εκτόξευσή του θα ερχόταν τη σεζόν 2000-01. 38 λεπτά ανά αγώνα, 20,4 πόντοι και το NBA αποδεχόταν ένα νέο μεγάλο σκόρερ. Στο τέλος της σεζόν θα αναδεικνυόταν ως ο δεύτερος πιο βελτιωμένος παίκτης του πρωταθλήματος, πίσω από τον Τρέισι ΜακΓκρέιντι. Ακολούθησε η καταξίωση με την πρόσκληση στο All Star Game, η νίκη στον διαγωνισμό τριπόντων γιατί «με απείλησε ο γιος του Σάκοτα» και ενδιάμεσα η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ στη Σουηδία και ο τίτλος του πολυτιμότερου παίκτη στη διοργάνωση. Θα μείνει στο Σακραμέντο ως το 2006, πριν έρθει η στιγμή να αλλάξει περιβάλλον και ομάδα.
Πάμε γι’ άλλες πολιτείες...
Στην Ιντιάνα θα έμενε μόλις ένα χρόνο και παρότι τα στατιστικά του θα παραμένουν υψηλά (19,6 πόντοι μέσο όρο, 6,3 ριμπάουντ, 30 λεπτά) δεν θα κατάφερνε να νιώσει την ομάδα δικό του κομμάτι. Ακολούθησε η Νέα Ορλεάνη και μια ακόμα περιπέτεια. Πριν αναγκαστεί, όμως, και πάλι να βάλει φρένο στην καριέρα του, είχε πατήσει τέρμα το γκάζι. Στις 14 Νοεμβρίου του 2006 θα πετύχαινε 42 πόντους απέναντι στο Σάρλοτ κι έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που πέτυχε σερί τους πρώτους 20 πόντους της ομάδας του. Σύντομα, όμως, θα ακολουθούσε το χειρουργείο.
Ο Πέτζα Στογιάκοβιτς αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση στη μέση του, μια επέμβαση που θα άλλαζε την αγωνιστική του ταυτότητα. «Η προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες είναι επιβεβλημένη. Έχασα την έκρηξή μου και τα όποια αθλητικά προσόντα είχα. Οπότε έπρεπε να προσαρμόσω το παιχνίδι μου βάσει των περιορισμών του σώματός μου και πλέον να παίζω περισσότερο με το μυαλό παρά με το κορμί. Πλέον, η ουσία είχε μεγαλύτερη σημασία για μένα». Θα επέστρεφε αρκετά υγιής ώστε να βγάλει 77 παιχνίδια με 35 λεπτά μέσο όρο συμμετοχής τη σεζόν 2007-08, όμως σταδιακά θα έχανε σε ένταση και «ποσότητα» μέσα στον αγώνα.
Η φθίνουσα πορεία θα τον φέρει να αλλάζει ομάδες διαρκώς τον τελευταίο καιρό, να μένει μακριά από την οικογένειά του, να πάει στον Καναδά για τους Ράπτορς, να δοκιμάσει τη δύση με τους Μάβερικς. Ήταν εμφανές πως οι αντοχές του στα 34 του χρόνια είχαν αρχίσει να τελειώνουν, όμως το δέλεαρ της Ευρώπης ποτέ δεν του φάνηκε αρκετό για να παρατήσει το ΝΒΑ. Στις 24 Ιανουαρίου του 2011 υπέγραψε στην ομάδα που έμελλε να είναι η τελευταία της καριέρας του. Στις 12 Ιουνίου θα κατακτούσε τον τίτλο που είχε πάψει πια να ονειρεύεται.
«Ο καθένας ακολουθεί διαφορετικό μονοπάτι για να φτάσει στο στόχο του. Εγώ όταν νόμιζα πως ήμουν πολύ κοντά στην κορυφή, με τους Sacramento Kings, δεν κατάφερα να την ακουμπήσω. Χρειάστηκα να περιμένω πολλά χρόνια και να πραγματοποιήσω το όνειρο της κατάκτησης ενός πρωταθλήματος, με ανέλπιστο τρόπο. Πηγαίνοντας στους Mavericks Φεβρουάριο μήνα, κανείς δεν περίμενε ότι η σεζόν θα τελείωνε μ’ έναν τίτλο. Κι όμως, τα καλά έρχονται όταν δεν τα περιμένεις».
Η καριέρα του διήρκησε σχεδόν 20 χρόνια. Υπήρξε επαγγελματίας τα 15 εξ αυτών... Χτύπησε, πόνεσε, έκλαψε, ζητούσε την οικογένειά του να ξενυχτάει στο προσκεφάλι του για να αντέχει τον πόνο. «Κάθε πρωί που ξυπνάω οι πόνοι στο σώμα μου, μου υπενθυμίζουν το αντίτιμο που πλήρωσα για να είμαι πρωταθλητής. Όπως και οι ουλές από τις επεμβάσεις στα γόνατα και στην μέση. Ο πρωταθλητισμός είναι αδυσώπητος. Όμως κανείς δεν σε πιέζει να μπεις στο χορό και να χορέψεις. Ήταν επιλογή μου και δεν μετανιώνω».
19 Δεκεμβρίου 2011. Ο βασιλιάς έβγαλε τον τελευταίο του λόγο...
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου