“Πάρε τριάντα χιλιάρικα και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις». Τριάντα χιλιάδες,
όχι φυσικά ευρώ, αλλά παλαιές δραχμές, σαν αυτές που ξανάρχονται
ολοταχώς στην ταλαίπωρη Ελλάδα. Τόσες μου δικαιολόγησε η αλήστου μνήμης
Απογευματινή, για να πάω στο φάιναλ-φορ της Γάνδης το 1988. Εκατό
σημερινά ευρώ, σκάρτα, για να αγοράσω αεροπορικό εισιτήριο, να πληρώσω
τέσσερις νύχτες ξενοδοχείο, να φάω, να πιω και νηστικός να κοιμηθώ.
Και φυσικά να στείλω λεπτομερείς ανταποκρίσεις, με φαξ, με τηλέφωνο ή με ταχυδρομικό περιστέρι. "Ξά'σου", που λένε και στο χωριό μου.
Εσπασα τον κουμπαρά που είχα μόλις αγοράσει, αφού η ανακοίνωση συνέπεσε με την παρθενική μισθολόγησή μου στην εφημερίδα, και πήρα τη μεγάλη απόφαση: «Θα πάω». Εν πολλοίς, με δικά μου έξοδα. Τα τριάκοντα αργύρια, συγγνώμη, χιλιάρικα εννοούσα, δεν έφταναν ούτε για το εισιτήριο Αθήνα-Βρυξέλλες-Αθήνα.
Ημουν όμως καινούριος στο ρεπορτάζ του μπάσκετ και το ένιωθα να γιγαντώνεται κάτω από τα πόδια μου. Η Ελλάδα ήταν αίφνης πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Άρης διεκδικούσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’άλλα παιδιά. Με τον Ιωαννίδη, το Σούμποτιτς, τον Καναδό Ουίλτζερ και το Ρωμανίδη. Με ορδές φιλάθλων στο πλευρό του.
Εκστρατεία σαν αυτή της Γάνδης δεν έχει ξαναγίνει στα ελληνικά χρονικά. Στην κιτρινόμαυρη εξέδρα του «Φλάντερς Εξπο», μιας αποθήκης εκθεσιακού κέντρου που είχε μετατραπεί σε γήπεδο μπάσκετ, στριμώχτηκαν 3.000 Ελληνες, όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από τις γύρω χώρες. Ηταν ολοφάνερο, ότι η ζήτηση ήταν υπερτριπλάσια. Χωρίς υπερβολή, έπεφτε ξύλο για τα εισιτήρια των αγώνων.
Όταν κάποιος αγιογδύτης ταξιδιωτικός πράκτορας έκανε το σφάλμα να ξεκινήσει εκδρομή από την Ελλάδα χωρίς εξασφαλισμένη είσοδο στο γήπεδο, τα θύματα τον πασάλειψαν, λέει ο θρύλος, με πίσσα και με πούπουλα. Κάπου στην Ιταλία.
Εμεινα σε ένα μικρό ξενοδοχείο της Γάνδης, «Ibis» ή κάτι παρόμοιο. Όλα μου φαίνονταν εξωτικά. Αισθανόμουν απίστευτα τυχερός που ζούσα τη γιορτή από απόσταση αναπνοής. Πόσοι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουν παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς έναν τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ; Σήμερα, εκατοντάδες. Τότε, αμφιβάλλω αν ξεπερνούσαν τους πέντε.
Πανηγύριζα κάθε καλάθι και στενοχωριόμουν σε κάθε άστοχη επίθεση. Ο Άρης δεν ήταν τότε απλώς Άρης, ήταν Εθνική Ελλάδας. Οι βροντερές του νίκες επί της Τρέισερ, αλλά και επί της Μακάμπι και επί της Παρτίζαν, δημιουργούσαν ελπίδες για νέο ευρωπαϊκό θρίαμβο, μόλις 10 μήνες μετά την εποποιία του ’87.
Αλλά δεν ήσαν πολλοί εκείνοι που πόνταραν στο κίτρινο. Ζούσαμε, ακόμη, στον αστερισμό της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν ήμασταν κομήτες της μίας διοργάνωσης. Η ήττα από την παρέα του Μάκαντου, του Ντ’Αντόνι και του Μενεγκίν έγινε δεκτή με στωικότητα από πολλούς Έλληνες και με χάχανα από αρκετούς ξένους. Το ίδιο και η αποτυχία του Άρη την επόμενη χρονιά, στο φάιναλ-φορ του Μονάχου.
Χρειάστηκε να επιστρέψει στο προσκήνιο η Εθνική ομάδα, για να αποδείξει σε εαυτήν και σε αλλήλους ότι είχε έρθει για να μείνει. Μετά το θαύμα του Ζάγκρεμπ, το 1989, οι άπιστοι Θωμάδες κλείστηκαν στο καβούκι τους. Η κατάκτηση του πρώτου ελληνικού Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1996 από τον Παναθηναϊκό με αρχηγό συμπτωματικά τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τοποθέτησε το τελευταίο σημαντικό κομμάτι στο παζλ των επιτυχιών του ελληνικού μπάσκετ.
Σιγά σιγά, έγινε ρουτίνα. Φτάσαμε στο σημείο να στέλνουμε δύο ομάδες μας στο φάιναλ-φορ, για τέταρτη φορά μάλιστα, αλλά να το αντιμετωπίζουμε ως συνηθισμένο φαινόμενο. Και τι έγινε μωρέ αν φέτος το χάσουμε; Εχουμε κερδίσει επτά, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ας αφήσουμε να το πάρει και κανένας άλλος!
Ξέρω, ξέρω τι σκέφτεστε. Διαβάζω τα χείλη σας. Kαι τι έγινε αν μείνω μία χρονιά στην Αθήνα; Είκοσι συν ένα έχω δει! Ας πάει και κάποιος άλλος σε φάιναλ-φορ...
Ο ημίθεος Νίκος Γκάλης ολοκλήρωσε την καριέρα του δίχως να κατακτήσει ευρωπαϊκό στέμμα σε επίπεδο συλλόγων. Ωστόσο, έφτασε στην αίθουσα του θρόνου με την Εθνική ομάδα και υποχρέωσε την Ευρώπη να του υποκλιθεί. Ο Γιαννάκης το πήρε μία και μοναδική φορά, έστω στα αθλητικά του γεράματα. Ο μοναδικός Ελληνας που έφτασε τόσες φορές στην πηγή αλλά έμεινε διψασμένος είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης. Εξι φάιναλ-φορ με Αρη, Ολυμπιακό αλλά και ΑΕΚ, έξι χαμένες ευκαιρίες.
Θυμάμαι ότι ήμουν από τους λίγους τυχερούς που παραβίασαν το απομονωμένο άβατο του Άρη με σήμα τη μαύρη γάτα, τότε στη Γάνδη, μετά τη λήξη της διοργάνωσης βεβαίως και αφού είχε προηγηθεί ένα μακρύ οδοιπορικό μέσα σε στενούς επαρχιακούς δρόμους της Φλάνδρας. Τον έβλεπα καθισμένο απέναντί μου και ένιωθα σαν να αντικρύζω τοτέμ. Τοτέμ με σάρκα και οστά όμως, με προφανή προτερήματα και με χίλια ελαττώματα.
Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πόσα συναρπαστικά κεφάλαια της βίβλου των φάιναλ-φορ επρόκειτο να γράψει ο τότε προπονητής του Άρη. Ισως αξίζει να του απονεμηθεί κάποτε από την Ευρωλίγκα κάτι ανάλογο με τo «Lifetime Achievement Award» της βραδιάς των Οσκαρ. Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι …πάνσοφοι μέσα στον εκσυγχρονιστικό κώδικα αξιών Αμερικανοί, την ιστορία δεν τη γράφουν μοναχά οι νικητές.
Και φυσικά να στείλω λεπτομερείς ανταποκρίσεις, με φαξ, με τηλέφωνο ή με ταχυδρομικό περιστέρι. "Ξά'σου", που λένε και στο χωριό μου.
Εσπασα τον κουμπαρά που είχα μόλις αγοράσει, αφού η ανακοίνωση συνέπεσε με την παρθενική μισθολόγησή μου στην εφημερίδα, και πήρα τη μεγάλη απόφαση: «Θα πάω». Εν πολλοίς, με δικά μου έξοδα. Τα τριάκοντα αργύρια, συγγνώμη, χιλιάρικα εννοούσα, δεν έφταναν ούτε για το εισιτήριο Αθήνα-Βρυξέλλες-Αθήνα.
Ημουν όμως καινούριος στο ρεπορτάζ του μπάσκετ και το ένιωθα να γιγαντώνεται κάτω από τα πόδια μου. Η Ελλάδα ήταν αίφνης πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο Άρης διεκδικούσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’άλλα παιδιά. Με τον Ιωαννίδη, το Σούμποτιτς, τον Καναδό Ουίλτζερ και το Ρωμανίδη. Με ορδές φιλάθλων στο πλευρό του.
Εκστρατεία σαν αυτή της Γάνδης δεν έχει ξαναγίνει στα ελληνικά χρονικά. Στην κιτρινόμαυρη εξέδρα του «Φλάντερς Εξπο», μιας αποθήκης εκθεσιακού κέντρου που είχε μετατραπεί σε γήπεδο μπάσκετ, στριμώχτηκαν 3.000 Ελληνες, όχι μόνο από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από τις γύρω χώρες. Ηταν ολοφάνερο, ότι η ζήτηση ήταν υπερτριπλάσια. Χωρίς υπερβολή, έπεφτε ξύλο για τα εισιτήρια των αγώνων.
Όταν κάποιος αγιογδύτης ταξιδιωτικός πράκτορας έκανε το σφάλμα να ξεκινήσει εκδρομή από την Ελλάδα χωρίς εξασφαλισμένη είσοδο στο γήπεδο, τα θύματα τον πασάλειψαν, λέει ο θρύλος, με πίσσα και με πούπουλα. Κάπου στην Ιταλία.
Εμεινα σε ένα μικρό ξενοδοχείο της Γάνδης, «Ibis» ή κάτι παρόμοιο. Όλα μου φαίνονταν εξωτικά. Αισθανόμουν απίστευτα τυχερός που ζούσα τη γιορτή από απόσταση αναπνοής. Πόσοι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουν παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς έναν τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ; Σήμερα, εκατοντάδες. Τότε, αμφιβάλλω αν ξεπερνούσαν τους πέντε.
Πανηγύριζα κάθε καλάθι και στενοχωριόμουν σε κάθε άστοχη επίθεση. Ο Άρης δεν ήταν τότε απλώς Άρης, ήταν Εθνική Ελλάδας. Οι βροντερές του νίκες επί της Τρέισερ, αλλά και επί της Μακάμπι και επί της Παρτίζαν, δημιουργούσαν ελπίδες για νέο ευρωπαϊκό θρίαμβο, μόλις 10 μήνες μετά την εποποιία του ’87.
Αλλά δεν ήσαν πολλοί εκείνοι που πόνταραν στο κίτρινο. Ζούσαμε, ακόμη, στον αστερισμό της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν ήμασταν κομήτες της μίας διοργάνωσης. Η ήττα από την παρέα του Μάκαντου, του Ντ’Αντόνι και του Μενεγκίν έγινε δεκτή με στωικότητα από πολλούς Έλληνες και με χάχανα από αρκετούς ξένους. Το ίδιο και η αποτυχία του Άρη την επόμενη χρονιά, στο φάιναλ-φορ του Μονάχου.
Χρειάστηκε να επιστρέψει στο προσκήνιο η Εθνική ομάδα, για να αποδείξει σε εαυτήν και σε αλλήλους ότι είχε έρθει για να μείνει. Μετά το θαύμα του Ζάγκρεμπ, το 1989, οι άπιστοι Θωμάδες κλείστηκαν στο καβούκι τους. Η κατάκτηση του πρώτου ελληνικού Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1996 από τον Παναθηναϊκό με αρχηγό συμπτωματικά τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τοποθέτησε το τελευταίο σημαντικό κομμάτι στο παζλ των επιτυχιών του ελληνικού μπάσκετ.
Σιγά σιγά, έγινε ρουτίνα. Φτάσαμε στο σημείο να στέλνουμε δύο ομάδες μας στο φάιναλ-φορ, για τέταρτη φορά μάλιστα, αλλά να το αντιμετωπίζουμε ως συνηθισμένο φαινόμενο. Και τι έγινε μωρέ αν φέτος το χάσουμε; Εχουμε κερδίσει επτά, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ας αφήσουμε να το πάρει και κανένας άλλος!
Ξέρω, ξέρω τι σκέφτεστε. Διαβάζω τα χείλη σας. Kαι τι έγινε αν μείνω μία χρονιά στην Αθήνα; Είκοσι συν ένα έχω δει! Ας πάει και κάποιος άλλος σε φάιναλ-φορ...
Ο ημίθεος Νίκος Γκάλης ολοκλήρωσε την καριέρα του δίχως να κατακτήσει ευρωπαϊκό στέμμα σε επίπεδο συλλόγων. Ωστόσο, έφτασε στην αίθουσα του θρόνου με την Εθνική ομάδα και υποχρέωσε την Ευρώπη να του υποκλιθεί. Ο Γιαννάκης το πήρε μία και μοναδική φορά, έστω στα αθλητικά του γεράματα. Ο μοναδικός Ελληνας που έφτασε τόσες φορές στην πηγή αλλά έμεινε διψασμένος είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης. Εξι φάιναλ-φορ με Αρη, Ολυμπιακό αλλά και ΑΕΚ, έξι χαμένες ευκαιρίες.
Θυμάμαι ότι ήμουν από τους λίγους τυχερούς που παραβίασαν το απομονωμένο άβατο του Άρη με σήμα τη μαύρη γάτα, τότε στη Γάνδη, μετά τη λήξη της διοργάνωσης βεβαίως και αφού είχε προηγηθεί ένα μακρύ οδοιπορικό μέσα σε στενούς επαρχιακούς δρόμους της Φλάνδρας. Τον έβλεπα καθισμένο απέναντί μου και ένιωθα σαν να αντικρύζω τοτέμ. Τοτέμ με σάρκα και οστά όμως, με προφανή προτερήματα και με χίλια ελαττώματα.
Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πόσα συναρπαστικά κεφάλαια της βίβλου των φάιναλ-φορ επρόκειτο να γράψει ο τότε προπονητής του Άρη. Ισως αξίζει να του απονεμηθεί κάποτε από την Ευρωλίγκα κάτι ανάλογο με τo «Lifetime Achievement Award» της βραδιάς των Οσκαρ. Αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι …πάνσοφοι μέσα στον εκσυγχρονιστικό κώδικα αξιών Αμερικανοί, την ιστορία δεν τη γράφουν μοναχά οι νικητές.
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου