Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Η πιο ωραία ιστορία...!!

Ο Μιχάλης Τσόχος γράφει για την συνάντηση με τον Ρούι Κόστα τρεις ώρες μετά τον τελικό, τον Ιάπωνα στη κάβα με τα πορτογαλικά κρασιά και την βεβαιότητα των παικτών για την κούπα που έρχεται...
Ηταν 3 Ιουλίου βράδυ. Το παρεάκι από επτά οκτώ φίλους μου, μαζί και εγώ, περιμέναμε στο αεροδρόμιο την πτήση τσάρτερ που θα μας πήγαινε Λισσαβώνα για τον τελικό του Euro με τους Πορτογάλους.

Ο Βάιος, η Χριστίνα, ο Σταύρος, ήμασταν όλοι εκεί από νωρίς. Περίπου μία ώρα πριν την αναχώρηση ο υπεύθυνος του τουριστικού γραφείου που οργάνωνε την εκδρομή μας ενημερώνει. “Μετά λύπη μας σας ανακοινώνουμε ότι η πτήση ματαιώνεται...”. Πανικός στο αεροδρόμιο. Κάποιοι ορμάνε στον εκπρόσωπο της εταιρείας, κάποιοι άλλοι τα βάζουν με την τύχη τους. Είναι 3 Ιουλίου λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Σχεδόν 20 ώρες πριν την έναρξη του τελικού...

Ξεκινάμε την αναζήτηση τρόπου να φτάσουμε στην Λισσαβώνα. Σε όλα τα γκισέ των αεροπορικών εταιρειών μας διαβεβαιώνουν. “Μην το ψάχνετε, δεν υπάρχει τρόπος να φτάσετε αύριο στο αεροδρόμιο της Λισσαβώνας”... Σχεδόν το παίρνουμε απόφαση ότι και τον τελικό θα τον δούμε από τα γραφεία της εφημερίδας.

Ωσπου, πέφτει η μεγάλη ιδέα. Αεροπλάνο από Αθήνα για Αμστερναμ και από εκεί υπάρχει πτήση για Μαδρίτη. Στην πρωτεύουσα της Ισπανίας νοικιάζουμε αυτοκίνητα και φτάνουμε Λισσαβώνα οδικώς... Αν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν καθυστερήσεις στις πτήσεις θα φτάναμε σχεδόν 2,5 ώρες πριν τον τελικό.

Ξεκινάμε. Πρώτα Αθήνα – Αμστερντάμ. Στο αεροδρόμιο της ολλανδικής πρωτεύουσας φτάσαμε τις πρώτες πρωϊνές ώρες και παντού συναντούσες ανθρώπους με ελληνικές σημαίες και κασκόλ της Εθνικής Ελλάδας. Ολοι μα όλοι τραγουδούσαν. “Ελλάς ολέ ολέ, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ...”

Μετά από μία ώρα αναχώρηση για Μαδρίτη και μεσημέρι 4ης Ιουλίου λίγο μετά τις 12 προσγείωση στην πρωτεύουσα της Ισπανίας...

Νοικιάζουμε δύο αυτοκίνητα, φοράμε ζώνες και με το γκάζι πατημένο τέρμα ξεκινάμε για Λισσαβώνα. Στο δρόμο και όσο πλησιάζαμε στην πορτογαλική πρωτεύουσα δεκάδες αυτοκίνητα με σημαίες της Πορτογαλίας που κατευθύνονταν προς το “Ντα Λουζ” και που και που, κάποιο αυτοκίνητο με ελληνική σημαία.

Η ιδέα πέφτει. “Να πάρουμε τηλέφωνο κανένα παίκτη να πάρουμε κλίμα από την ομάδα”. Αρχίσαμε τις κλήσεις, όλοι αισιόδοξοι ή και σίγουροι “Τώρα, εδώ που φτάσαμε θα το σηκώσουμε, δεν υπάρχει θέμα” το κλίμα που έβγαινε από τις συνομιλίες.

Τελευταίος που παίρνω τηλέφωνο ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. “Τι κάνεις; Είσαι έτοιμος...” του λέω. “Στον καθρέπτη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κάνω πρόβα πώς θα σηκώσω την κούπα” μου απαντάει γελώντας. “Να σου πω την αλήθεια δεν το βλέπω να το σηκώνουμε. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να τους κερδίσουμε δεύτερη φορά μέσα στο σπίτι τους, αλλά μόνο και μόνο που θα το ζήσετε και θα το ζήσουμε αυτό, φτάνει” του λέω, περισσότερο για γούρι, αφού πριν από κάθε ματς τον έπαιρνα και του έλεγα “ως εδώ ήταν, απόψε θα χάσουμε και θα αποκλειστούμε”.

Ο Στέλιος χαμογέλασε και δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση που μου έδωσε. “Ακου φίλε για να ξέρεις. Οσα χρήματα έχεις βάλτα σε κατάκτηση τροπαίου από την Ελλάδα. Οχι μόνο γιατί το βλέπω στα μάτια όλων μας ότι θα το πάρουμε, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο. Από τότε που ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο πριν από 10 χρόνια, κάθε χρόνο στο τέλος της σεζόν πανηγύριζα πάντα έναν τίτλο, ένα τρόπαιο. Φέτος είναι η μοναδική χρονιά, επειδή έπαιζα στη Μπόλτον, που δεν σήκωσα τίποτα. Τώρα ξέρω γιατί. Γιατί απόψε θα σηκώσω την μεγαλύτερη κούπα...”

Φτάσαμε στο “Ντα Λουζ”. Πανικός έξω από το γήπεδο. Χιλιάδες άνθρωποι αναζητούν ένα εισιτήριο. Μαύρη αγορά στο φουλ. Οι περισσότεροι είχαμε διαπιστεύσεις και όσοι δεν είχαν βρήκαν ένα μαγικό χαρτάκι που το ακριβοπλήρωσαν. Ολοι έχουμε θέση μέσα στο γήπεδο. Ανεβαίνω στα δημοσιογραφικά. Κάθομαι στη θέση μου σχεδόν 1,5 ώρα πριν την έναρξη του τελικού. Το γήπεδο σχεδόν γεμάτο. Το τραγούδι των περίπου 20 χιλιάδων Ελλήνων ασταμάτητο. “Δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ... Ελλάς ολέ ολέ...”. Σε πιάνει ρίγος. Ο εγκέφαλος σου δυσκολεύεται να επεξεργαστεί αυτό που ζει, αυτό που βλέπει. Η πρώτη σύνδεση με τον ΣΠΟΡ FM στην Αθήνα με τον Χελάκη δίπλα να κάνει γαργάρες με τσάι για να ανοίξει η φωνή...

Το ματς ξεκινάει, οι Πορτογάλοι στο γήπεδο είναι διπλάσιοι από τους Ελληνες, αλλά σχεδόν δεν τους ακούς. Πραγματικά, χωρίς υπερβολή... Το τραγούδι των Ελλήνων ασταμάτητο. “Ελλάς, ολέ ολέ, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ...”. Η αύρα που φτάνει στον αγωνιστικό χώρο από την κερκίδα είναι τέτοια που είναι αδύνατον να μην νικήσουμε.

Ο Χαριστέας σκοράρει. 1-0. Πανζουρλισμός. Ακόμη και στα δημοσιογραφικά. Παντού βλέπεις βουρκωμένα μάτια και ακούς ουρλιαχτά. Φωτογράφοι και δημοσιογράφοι από το εξωτερικό που κάθονται γύρω μας, αρχίζουν και τραβούν φωτογραφίες τους Ελληνες δημοσιογράφους. Πλέον είμαστε και εμείς θέαμα. Ανθρωποι με γραβάτες και κουστούμια πάνω σε καρέκλες και έδρανα... Αλλοι κλαίνε, άλλοι φωνάζουν, άλλοι πανηγυρίζουν...

Μπαίνουμε στο τελευταίο πεντάλεπτο... Ολοι μα όλοι όρθιοι. Αυτοί που περιγράφουν, αυτοί που γράφουν, αυτοί που απλώς περιμένουν να κάνουν ρεπορτάζ. Οι Πορτογάλοι χάνουν ευκαιρίες, η κερκίδα των Ελλήνων όμως δεν κάνει καν αχ... Πρέπει να είναι πάνω από 20 τα συνεχόμενα λεπτά που τραγουδούν “Ελλάς ολέ ολέ, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ...”. Απλώς που και που το διακόπτουν για να τραγουδήσουν το “Σήκωσε το, το γαμ... δεν μπορώ δεν μπορώ να περιμένω...”
Τελευταίο σφύριγμα... Λήξη. Η πρώτη εικόνα που βλέπω είναι ο Ζαγοράκης να γονατίζει στο χορτάρι... Η δεύτερη, δεκάδες ανθρώπους δίπλα μου να αγκαλιάζονται... Δεν βλέπω καλά, καθόλου καλά, τα πάντα είναι θολά. Προσπαθώ να σκουπίσω τα μάτια μου και διαπιστώνω (πραγματικά δεν το είχα καταλάβει) ότι κλαίω...

Ολα αυτά τα πρώτα 40 δευτερόλεπτα, διότι αμέσως μετά δεν έβλεπα τίποτα για άλλους λόγους... Κάμερες, φωτογράφοι, μικρόφωνα, δημοσιογράφοι, έχουν περικυκλώσει όλους εμάς τους Ελληνες δημοσιογράφους και μας “βομβαρδίζουν” με ερωτήσεις. Μεξικανοί, Ιάπωνες, Βραζιλιάνοι, ακόμη και Πορτογάλοι μας έχουν περικυκλώσει και μας ζητούν ένα πρώτο σχόλιο, να περιγράψουμε τη στιγμή, να τους πούμε τι συνέβη...

Από το γήπεδο φύγαμε σχεδόν τρεις ώρες μετά τη λήξη του ματς. Περπατούσαμε στους δρόμους της Λισσαβώνας ψάχνοντας κάπου να φάμε... Ηταν πολύ αργά το βράδυ. Οι Πορτογάλοι που μας έβλεπαν μέσα στην ευτυχία, μας χαμογελούσαν και μας έλεγαν μπράβο. Δεν βρέθηκε ούτε ένας να μας πειράξει, να μας βρίσει, να μας αγριοκοιτάξει μέσα στην πίκρα του. Τι θα είχε συμβεί άραγε στην Ελλάδα στο ανάποδο σενάριο; Κάπου γύρω στις δύο, βρήκαμε ένα ρεστοράν. Εξω από αυτό είχε σχηματιστεί ένα πηγαδάκι από Πορτογάλους και στη μέση στέκονταν μία γνωστή φυσιογνωμία. Πλησιάσαμε και μείναμε άναυδοι...

Ο Ρούι Κόστα εξηγούσε σε κάποιους θαμώνες του μαγαζιού τι είχε συμβεί λίγο νωρίτερα στο γήπεδο. Εξαντλημένος από την υπερπροσπάθεια, αλλά με απόλυτα γαλήνιο ύφος συζητούσε με περίπου επτά οκτώ φιλάθλους τι είχε πάει άσχημα για αυτούς. Μερικές ώρες νωρίτερα η φιγούρα του στο “Ντα Λουζ” έμοιαζε πιο τραγική και από αυτή του Κριστιάνο Ρονάλντο που είχε ξεσπάσει σε κλάματα με λυγμούς. Ο Ρούι Κόστα κάθισε μέχρι το τέλος να το πιει το πικρό ποτήρι. Ηταν στον αγωνιστικό χώρο ακόμη και όταν αυτός γέμισε από τα γαλανόλευκα κομφετί και παρακολουθούσε τους Ελληνες παίκτες να πανηγυρίζουν σαν μωρά παιδιά σαν να μην μπορούσε, να μην είχε κουράγιο, να πάει στα αποδυτήρια...
Πίσω στο ρεστοράν όμως όπου συζητούσε με τους φίλους του, τι είχε συμβεί. Μας είδε, μας χαμογέλασε και μας κούνησε το χέρι σαν να έλεγε “μπράβο”... Φοβερή εικόνα, φοβερή στιγμή...

Την άλλη μέρα το απόγευμα, στο αεροδρόμιο για την πτήση της επιστροφής. Κάνω βόλτες στα μαγαζιά. Είμαι σε ένα που έχει κρασιά. Ψάχνω να διαλέξω μερικά από τα διάσημα πορτογαλικά κρασιά για να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα (και) ως ενθύμιο. Οπως γυρνάω στην κάβα σιγομουρμουρίζω το “Ελλάς ολέ ολε, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ...”. Μετά από μερικά δεύτερα αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος ακολουθεί στο ίδιο μοτίβο με εμένα το “Ελλάς ολέ ολέ...”, απλώς τα ελληνικά του είναι σπαστά. Γυρίζω δίπλα μου και βλέπω έναν Ιάπωνα. “Πολύ ωραία τραγούδι” μου λέει, “το μάθαμε να το τραγουδάμε σε όλο τον κόσμο. Συγχαρητήρια...”
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι είχε συμβεί όλες εκείνες τις ημέρες του Ιουνίου και του Ιουλίου του 2004.
Εκείνη τη στιγμή, στο μαγαζί με τα κρασιά του αεροδρομίου της Λισσαβώνας, όπου ένας Ιάπωνας τραγουδούσε “Ελλάς ολέ ολέ, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ...” συνειδητοποίησα τι είχαμε ζήσει...
Πηγή:gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: