Casa de mi padre!
Η ζωή δεν ξεκινάει απαραίτητα στο σημείο που ορίζουμε εμείς ως αφετηρία. Η γέννηση δεν είναι απαραίτητα η αρχή, ο θάνατος δεν είναι πάντα το τέλος. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα γεγονότα συγχέονται, οι έννοιες μπλέκονται και το συμπέρασμα ποικίλλει. Ήταν 3 Νοεμβρίου του 2006, όταν όλα τελείωσαν και συνάμα ξεκίνησαν. Ήταν μια ακόμα μέρα στη δουλειά ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε στο ξεκίνημά της για τον Γιόσεπ Πουγιόλ τον πρεσβύτερο. Τον άνθρωπο που δεν έχασε μεροκάματο προκειμένου ο Γιόσεπ Χαβιέρ, ο Κάρλες και η σύζυγός του Ρόζα να έχουν όσα χρειάζονται. Ακόμα και σε μια εποχή που το να εργάζεται μπορεί να έμοιαζε περισσότερο με στάση ζωής παρά με ανάγκη.
Εκείνη η μέρα στη δουλειά, θα ήταν η τελευταία του. Ο Γιόσεπ, ο οποίος άλλοτε εργαζόταν ως φούρναρης και άλλοτε ως απλός εργάτης, μπλέχτηκε κάτω από τον εκσκαφέα που έφτιαχνε έναν αγροτικό δρόμο στη Πόμπλα Ντε Σεγκούρ και πέθανε σχεδόν ακαριαία. Ο γιος του εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σχεδόν 1.000 χιλιόμετρα μακριά. Μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Λα Κορούνια, ο Φρανκ Ράικαρντ τού μετέφερε τα νέα. Ο Κάρλες Πουγιόλ έπρεπε αμέσως να πάρει την πτήση πίσω στη Βαρκελώνη και να οδηγήσει 200 χιλιόμετρα για να γυρίσει στο πατρικό του.
Είχε σχεδόν δύο ώρες πτήσεις κι άλλες τόσες οδήγησης για να τα θυμηθεί όλα. Από τις 13 Απριλίου του 1978 όταν ήρθε στη ζωή μέχρι και εκείνο το απόγευμα του 2006 που ο πατέρας του πέθανε, τα διδάγματα που πήρε ο Κάρλες ήταν εκείνα που πάντα τον οδηγούσαν στη ζωή του και στην καριέρα του. Με κυριότερο εκείνο της δουλειάς. «Αυτή ήταν η κληρονομιά που μου άφησε. Να δουλεύω, γιατί αυτό έκανε σε όλη του ζωή. Δεν υπήρχαν διακοπές και αργίες. Προσπάθησα πολλές φορές να του πω να μην δουλεύει τόσο, όμως αν σταματούσε θα ήταν σα να πέθαινε».
Ο Γιόσεπ ήταν εκεί για να τα ζήσει όλα. Κι αυτές τις αναμνήσεις κουβαλούσε ο Ισπανός αμυντικός στη διαδρομή προς το σπίτι του. Τον μικρό Κάρλες που ονειρευόταν να γίνει αστυνομικός. Την πρώτη μπάλα που πήρε ως δώρο. Την πρώτη εμφάνισή της Μπαρτσελόνα που τον έκανε να φαντάζεται ό,τι και τα υπόλοιπα παιδιά στη γειτονιά του. Τα απογεύματα που κλειδωνόταν μόνος του στο δωμάτιο για να βλέπει ποδόσφαιρο. Την ειδωλολατρία με τον Πάολο Μαλντίνι, στον οποίο μάλιστα έγραψε επιστολή το 2009, όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Τις διαφωνίες με τη Ρόζα που επέμενε να σπουδάσει και όχι να παίξει ποδόσφαιρο, ακόμα και τους καυγάδες για να κόψει τα μαλλιά του. Η μητέρα του Κάρλες Πουγιόλ είχε ακριβώς την ίδια τύχη που είχε αργότερα και ο Λουίς Φαν Γκάαλ.
Θυμόταν τις προπονήσεις στην τοπική ομάδα μαζί με τον αδελφό του, που ήταν πολύ πιο ταλαντούχος, αλλά σταμάτησε η καριέρα του όταν έπρεπε να καταταγεί στον στρατό. Θυμόταν το ξεκίνημα που αναγκαζόταν να παίζει τερματοφύλακας, μέχρι ένα πρόβλημα στην πλάτη να τον στείλει στην επιθετική γραμμή! Είχε παίξει οπουδήποτε, μάλλον ειρωνικά, εκτός από αμυντικός. Θυμόταν τη δημοσιογραφία που στην πορεία ανακάλυψε ότι τον εξιτάρει, αλλά ήταν αργά για να την ακολουθήσει, θυμόταν τη δοκιμή στην Μπαρτσελόνα, την αγωνία που έζησαν όλοι μαζί όταν η Μάλαγα ήθελε να τον αποκτήσει, τα πειράγματα στο σπίτι, την περηφάνια του χωριού του. Θυμόταν τον πατέρα του. Και η ανάμνηση ήταν εκείνη που του άλλαξε τη ζωή. Υπήρχε ο Κάρλες Πουγιόλ πριν το 2006 κι εκείνος μετά. Όταν κατόρθωσε να ξεπεράσει και το σοκ του θανάτου.
Η ζωή πριν…
«Πήγα στην Μπαρτσελόνα σε ηλικία 16 χρονών, αφού πέρασα το δοκιμαστικό τεστ. Ήμουν πρώτα στην τρίτη ομάδα και μετά στη δεύτερη. Μόνο τότε σταμάτησαν οι γονείς μου να μου ζητάνε να διαβάζω αντί να παίζω ποδόσφαιρο. Και τότε άρχισαν να με συμβουλεύουν να προπονούμαι σκληρά γιατί υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός για μια θέση σε αυτή την ομάδα». Η προπόνηση θα γινόταν για χρόνια συνώνυμο του Ισπανού αμυντικού. Δεν έβγαινε, δεν κυκλοφορούσε, δεν έκανε διακοπές, δεν έχανε δευτερόλεπτο στο οποίο θα μπορούσε να βελτιώνεται. Καθόταν στις προπονήσεις μετά το τέλος τους και δούλευε μόνος του, πήγαινε στο «Καμπ Νου» στα ρεπό της ομάδας κι έτρεχε γύρους για να διατηρεί τη φυσική του κατάσταση.
«Η δύναμη είναι στο μυαλό μας». «Μόνο οι πιο δυνατοί επιβιώνουν». «Όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος». Τα τατουάζ του, τα πρώτα τουλάχιστον που έκανε, φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν το στόχο του κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη. «Δεν έχω την τεχνική του Ρομάριο, την ταχύτητα του Όβερμαρς ή τη δύναμη του Κλάιφερτ. Όμως δουλεύω πιο σκληρά απ’ όλους. Είμαι σαν ένα μαθητή που δεν είναι αρκετά έξυπνος, όμως ετοιμάζεται για τις εξετάσεις του τόσο σκληρά, που τα καταφέρνει». Ο Κάρλες Πουγιόλ θα τα κατάφερνε πέρα των προσδοκιών ακόμα και των ανθρώπων της Μπαρτσελόνα.
Ο Χουάν Μαρτίνεζ Βιλασέκα ήταν εκείνος που τον ανακάλυψε και τον οποίο μνημονεύει ο Ισπανός αμυντικός σε κάθε δοθείσα ευκαιρία, μαζί με τον Λουίς Φαν Γκάαλ. Τον προπονητή που του έδωσε την ευκαιρία, κόντρα σε ό,τι είχε συμβεί το καλοκαίρι του 1998. «Έπαιζα στην τρίτη ομάδα μαζί με τον Τσάβι. Στο τέλος της χρονιάς μου είπαν ότι με θέλει η Μάλαγα και πως τα δύο σωματεία έχουν συμφωνήσει. «Είναι καλή ευκαιρία για σένα», μου έλεγαν. Στην πραγματικότητα, η Μπαρτσελόνα ήθελε πάση θυσία να με πουλήσει. Την ίδια στιγμή κάλεσαν τον Τσάβι να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα». Μόλις είδε ο Πουγιόλ πως ο κόπος του φίλου του δικαιώνεται, αποφάσισε να περιμένει και εκείνος για την ευκαιρία του. Ο Ολλανδός τεχνικός θα του την έδινε.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1999 ο Κάρλες κάνει το ντεμπούτο του σε έναν εκτός έδρας αγώνα με τη Βιγιαρεάλ. Παρότι έχει αρνηθεί να κόψει τα μαλλιά του, όταν ο Ολλανδός τον κάλεσε στο γραφείο του και με στόμφο του είπε «τι συμβαίνει με σένα; Δεν έχεις λεφτά να κουρευτείς;», ο Πουγιόλ κατόρθωσε να ξεπεράσει τον Ρόναλντ Ντε Μπουρ και τον Μίκαελ Ράιζινγκερ και να κλείσει την πρώτη του σεζόν με 37 συμμετοχές και το βραβείο του καλύτερου νέου παίκτη στην primera division.
Ένα χρόνο μετά θα ερχόταν το κομβικό ματς στην καριέρα του. Ένα παιχνίδι που είχε γίνει ματς ζωής ή θανάτου για την Μπαρτσελόνα, αφού ο Λουίς Φίγκο επέστρεφε στην Βαρκελώνη, αφότου είχε υποπέσει στην εσχάτη προδοσία. Ο Κάρλες ήταν εκεί για να τον σταματήσει. Χωρίς θεατρινισμούς ή τσακωμούς, χωρίς να πουλήσει αγάπη στη φανέλα και μίσος στον αντίπαλο. Με τον σεβασμό που άξιζε στον Πορτογάλο μέσο, κατόρθωσε να τον εκμηδενίσει και να γίνει ο ήρωας της Μπαρτσελόνα. «Λίγες μέρες πριν το ματς δέχτηκα ένα sms. «Να σκέφτεσαι σαν Πορτογάλος», έγραφε και δεν ήξερα ποιος ήταν ο αριθμός που μου το είχε στείλει». Αποδείχθηκε πως ήταν ο συμπαίκτης του και μετέπειτα προπονητής του, Πεπ Γκουαρντιόλα. «Είχε καταλάβει ότι εγώ θα μαρκάρω τον Φίκο και ήθελε να με προετοιμάσει νοητικά».
Το κόλπο έπιασε, η καριέρα του Κάρλες Πουγιόλ εκτοξεύτηκε. Το 2003 υπέγραψε νέο συμβόλαιο με την Μπαρτσελόνα διάρκειας τεσσάρων ετών κι έγινε από τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες του συλλόγου εκείνη την εποχή, με ρήτρα αγοράς 180 εκ. ευρώ! Το 2004 έγινε αρχηγός κι επιτέλους το 2005 - έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο του – έσπασε η ανομβρία της Μπαρτσελόνα. «Ο Τσάβι κι εγώ γνωρίσαμε το ποδόσφαιρο και από τις δύο του όψεις. Τα πρώτα πέντε χρόνια που δεν είχαμε κερδίσει τίποτα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Ήμουν εγωιστής και δεν μπορούσα να το δεχτώ. Κλεινόμουν στον εαυτό μου κι έκανα ακόμα περισσότερη προπόνηση».
Ο πατέρας του, πριν φύγει από τη ζωή, πρόλαβε να δει το γιο του να σηκώνει δύο πρωταθλήματα Ισπανίας, τη σεζόν 2004-05 και 2005-06 κι ένα Champions League την άνοιξη του 2006. Δεν πρόλαβε να τον δει να πανηγυρίζει επιτυχία με την Εθνική ομάδα, καθώς στις τρεις πρώτες μεγάλες διοργανώσεις του Κάρλες Πουγιόλ (Μουντιάλ 2002 και 2006, Euro 2004), η Ισπανία απέτυχε.
Η ζωή μετά…
Το σοκ από τον θάνατο του πατέρα του ήταν μεγάλο. Και σαν μια αλληγορία που είναι αντίθετη με το ένα σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ σου, υπάρχει κι εκείνο που συνωμοτεί εναντίον σου. Ή τουλάχιστον έτσι σου φαίνεται… Ο Κάρλες Πουγιόλ λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, χώρισε με την επί πολλά χρόνια κοπέλα του και λίγο πριν το τέλος της χρονιάς υπέστη τον πρώτο τραυματισμό στο γόνατό του. «Ήμουν σε ένα άσχημο σημείο στη ζωή μου. Είχε πεθάνει ο πατέρας μου, είχα χωρίσει με την Άγκνες και είχα χτυπήσει. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν τρελός για το ποδόσφαιρο, έφτασα στο σημείο με δυσκολία να μπορώ να το παρακολουθώ».
Η σωτηρία του ήταν δύο άνθρωποι. Ένας φυσικοθεραπευτής που δούλεψε μαζί του τότε, ο Ραούλ Μαρτίνεζ κι ένας πιτσιρικάς. «Μου τα έψαλλε και με έβαλε στη θέση μου. Με έκανε να αντιδράσω, να γίνω και πάλι χαρούμενος και να μην αφήνω να με επηρεάζουν όλα». Ο πιτσιρικάς, εφτά χρόνια μικρότερός του, είναι εκείνος που συχνά του τα «έχωνε» ο Πουγιόλ μέσα στο γήπεδο, που τον έβαλε στη θέση του όταν στη Μαδρίτη πήγε να δώσει έναν αναπτήρα στον διαιτητή, που τον ετοίμασε για να τον διαδεχτεί στην Μπαρτσελόνα. «Ο Πικέ με βοήθησε να καταλάβω ότι μπορώ να τα συνδυάσω όλα και πως η υπερβολική υπευθυνότητα μου κάνει κακό. Ξεκίνησα να περνάω ποιοτικό χρόνο με τους φίλους μου και να μην σκέφτομαι το ποδόσφαιρο 24 ώρες την ημέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα. Υπάρχουν κι άλλα σημαντικά πράγματα στη ζωή εκτός από τη δουλειά μας».
Ο Κάρλες Πουγιόλ είχε αλλάξει. Απέκτησε εξοικείωση με τη δημοσιότητα, κυκλοφόρησε, έκανε φωτογραφήσεις, σύναψε σχέσεις με διάσημα μοντέλα, πήγε μέχρι και μονοήμερα στην Ίμπιζα! «Αν μου το έλεγαν πριν μερικά χρόνια θα τους περνούσα για τρελούς. Κι όμως κατέληξε να είναι μια από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου». Παράλληλα, συνέχισε να βρίσκεται στην κορυφή. Με την Μπαρτσελόνα, αλλά και την Εθνική Ισπανίας πλέον. Κατέκτησε το Euro 2008, κατέκτησε το treble τη σεζόν 2009, τους εγχώριους τίτλους το 2010, ενώ ήταν πλέον εμβληματική φιγούρα για την ομάδα της Καταλωνίας.
Ήταν ο αρχηγός που αρνήθηκε να χειρουργηθεί στο γόνατο, παρότι γνώριζε ότι η συντηρητική αγωγή δεν φτάνει, μόνο και μόνο επειδή η Μπαρτσελόνα είχε κι άλλα προβλήματα κι έπρεπε να υπάρχει κάποιος για να παίζει. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε ένα βήμα πίσω κι έδωσε το περιβραχιόνιο στον Αμπιντάλ προκειμένου να σηκώσει το τρόπαιο του Champions League το 2011. Ήταν ο σκληρός αμυντικός που έπαιξε με σπασμένο ζυγωματικό, που έσπασε τον αγκώνα του, που χρειάστηκε να κάνει έξι εγχειρήσεις στα γόνατά του κι εκείνος που ονειρευόταν να μείνει για πάντα στην Μπαρτσελόνα, όταν υπέγραφε ως το 2016.
«Ζω το όνειρο να παίζω στην Μπαρτσελόνα και πλέον το όνειρό μου είναι να αποσυρθώ σε αυτή την ομάδα. Ξέρω ότι κάποια μέρα θα χρειαστεί να φύγω και δεν ανυπομονώ να έρθει εκείνη η μέρα. Θα δουλεύω σκληρά για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, όμως αν δεν τα καταφέρω θα παίξω σε άλλη χώρα. Δε θέλω να μείνω στην Ισπανία. Θα πάω στην Αγγλία ή στην Ιταλία… Στην Ιταλία για να ακολουθήσω τον ήρωά μου, τον Πάολο Μαλντίνι».
Το 2009, όταν ο σπουδαίος αμυντικός της Μίλαν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ο Κάρλες Πουγιόλ του έστειλε επιστολή. «Άρχισες να παίζεις επαγγελματικά όταν ήμουν παιδί και ποτέ δε σταμάτησα να σε θαυμάζω. Λένε πως όσο μεγαλώνουμε οι μύθοι καταρρίπτονται. Μου απέδειξες το αντίθετο. Ο θαυμασμός μου απλά μεγάλωνε με τον καιρό», έγραφε μεταξύ άλλων. Μια επιστολή που τώρα αξίζει να διαβάσει στον εαυτό του.
Η ζωή δεν ξεκινάει απαραίτητα στο σημείο που ορίζουμε εμείς ως αφετηρία. Η γέννηση δεν είναι απαραίτητα η αρχή, ο θάνατος δεν είναι πάντα το τέλος. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα γεγονότα συγχέονται, οι έννοιες μπλέκονται και το συμπέρασμα ποικίλλει. Ήταν 3 Νοεμβρίου του 2006, όταν όλα τελείωσαν και συνάμα ξεκίνησαν. Ήταν μια ακόμα μέρα στη δουλειά ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε στο ξεκίνημά της για τον Γιόσεπ Πουγιόλ τον πρεσβύτερο. Τον άνθρωπο που δεν έχασε μεροκάματο προκειμένου ο Γιόσεπ Χαβιέρ, ο Κάρλες και η σύζυγός του Ρόζα να έχουν όσα χρειάζονται. Ακόμα και σε μια εποχή που το να εργάζεται μπορεί να έμοιαζε περισσότερο με στάση ζωής παρά με ανάγκη.
Εκείνη η μέρα στη δουλειά, θα ήταν η τελευταία του. Ο Γιόσεπ, ο οποίος άλλοτε εργαζόταν ως φούρναρης και άλλοτε ως απλός εργάτης, μπλέχτηκε κάτω από τον εκσκαφέα που έφτιαχνε έναν αγροτικό δρόμο στη Πόμπλα Ντε Σεγκούρ και πέθανε σχεδόν ακαριαία. Ο γιος του εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σχεδόν 1.000 χιλιόμετρα μακριά. Μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε στη Λα Κορούνια, ο Φρανκ Ράικαρντ τού μετέφερε τα νέα. Ο Κάρλες Πουγιόλ έπρεπε αμέσως να πάρει την πτήση πίσω στη Βαρκελώνη και να οδηγήσει 200 χιλιόμετρα για να γυρίσει στο πατρικό του.
Είχε σχεδόν δύο ώρες πτήσεις κι άλλες τόσες οδήγησης για να τα θυμηθεί όλα. Από τις 13 Απριλίου του 1978 όταν ήρθε στη ζωή μέχρι και εκείνο το απόγευμα του 2006 που ο πατέρας του πέθανε, τα διδάγματα που πήρε ο Κάρλες ήταν εκείνα που πάντα τον οδηγούσαν στη ζωή του και στην καριέρα του. Με κυριότερο εκείνο της δουλειάς. «Αυτή ήταν η κληρονομιά που μου άφησε. Να δουλεύω, γιατί αυτό έκανε σε όλη του ζωή. Δεν υπήρχαν διακοπές και αργίες. Προσπάθησα πολλές φορές να του πω να μην δουλεύει τόσο, όμως αν σταματούσε θα ήταν σα να πέθαινε».
Ο Γιόσεπ ήταν εκεί για να τα ζήσει όλα. Κι αυτές τις αναμνήσεις κουβαλούσε ο Ισπανός αμυντικός στη διαδρομή προς το σπίτι του. Τον μικρό Κάρλες που ονειρευόταν να γίνει αστυνομικός. Την πρώτη μπάλα που πήρε ως δώρο. Την πρώτη εμφάνισή της Μπαρτσελόνα που τον έκανε να φαντάζεται ό,τι και τα υπόλοιπα παιδιά στη γειτονιά του. Τα απογεύματα που κλειδωνόταν μόνος του στο δωμάτιο για να βλέπει ποδόσφαιρο. Την ειδωλολατρία με τον Πάολο Μαλντίνι, στον οποίο μάλιστα έγραψε επιστολή το 2009, όταν αποφάσισε να αποχωρήσει από την ενεργό δράση. Τις διαφωνίες με τη Ρόζα που επέμενε να σπουδάσει και όχι να παίξει ποδόσφαιρο, ακόμα και τους καυγάδες για να κόψει τα μαλλιά του. Η μητέρα του Κάρλες Πουγιόλ είχε ακριβώς την ίδια τύχη που είχε αργότερα και ο Λουίς Φαν Γκάαλ.
Θυμόταν τις προπονήσεις στην τοπική ομάδα μαζί με τον αδελφό του, που ήταν πολύ πιο ταλαντούχος, αλλά σταμάτησε η καριέρα του όταν έπρεπε να καταταγεί στον στρατό. Θυμόταν το ξεκίνημα που αναγκαζόταν να παίζει τερματοφύλακας, μέχρι ένα πρόβλημα στην πλάτη να τον στείλει στην επιθετική γραμμή! Είχε παίξει οπουδήποτε, μάλλον ειρωνικά, εκτός από αμυντικός. Θυμόταν τη δημοσιογραφία που στην πορεία ανακάλυψε ότι τον εξιτάρει, αλλά ήταν αργά για να την ακολουθήσει, θυμόταν τη δοκιμή στην Μπαρτσελόνα, την αγωνία που έζησαν όλοι μαζί όταν η Μάλαγα ήθελε να τον αποκτήσει, τα πειράγματα στο σπίτι, την περηφάνια του χωριού του. Θυμόταν τον πατέρα του. Και η ανάμνηση ήταν εκείνη που του άλλαξε τη ζωή. Υπήρχε ο Κάρλες Πουγιόλ πριν το 2006 κι εκείνος μετά. Όταν κατόρθωσε να ξεπεράσει και το σοκ του θανάτου.
Η ζωή πριν…
«Πήγα στην Μπαρτσελόνα σε ηλικία 16 χρονών, αφού πέρασα το δοκιμαστικό τεστ. Ήμουν πρώτα στην τρίτη ομάδα και μετά στη δεύτερη. Μόνο τότε σταμάτησαν οι γονείς μου να μου ζητάνε να διαβάζω αντί να παίζω ποδόσφαιρο. Και τότε άρχισαν να με συμβουλεύουν να προπονούμαι σκληρά γιατί υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός για μια θέση σε αυτή την ομάδα». Η προπόνηση θα γινόταν για χρόνια συνώνυμο του Ισπανού αμυντικού. Δεν έβγαινε, δεν κυκλοφορούσε, δεν έκανε διακοπές, δεν έχανε δευτερόλεπτο στο οποίο θα μπορούσε να βελτιώνεται. Καθόταν στις προπονήσεις μετά το τέλος τους και δούλευε μόνος του, πήγαινε στο «Καμπ Νου» στα ρεπό της ομάδας κι έτρεχε γύρους για να διατηρεί τη φυσική του κατάσταση.
«Η δύναμη είναι στο μυαλό μας». «Μόνο οι πιο δυνατοί επιβιώνουν». «Όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος». Τα τατουάζ του, τα πρώτα τουλάχιστον που έκανε, φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν το στόχο του κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη. «Δεν έχω την τεχνική του Ρομάριο, την ταχύτητα του Όβερμαρς ή τη δύναμη του Κλάιφερτ. Όμως δουλεύω πιο σκληρά απ’ όλους. Είμαι σαν ένα μαθητή που δεν είναι αρκετά έξυπνος, όμως ετοιμάζεται για τις εξετάσεις του τόσο σκληρά, που τα καταφέρνει». Ο Κάρλες Πουγιόλ θα τα κατάφερνε πέρα των προσδοκιών ακόμα και των ανθρώπων της Μπαρτσελόνα.
Ο Χουάν Μαρτίνεζ Βιλασέκα ήταν εκείνος που τον ανακάλυψε και τον οποίο μνημονεύει ο Ισπανός αμυντικός σε κάθε δοθείσα ευκαιρία, μαζί με τον Λουίς Φαν Γκάαλ. Τον προπονητή που του έδωσε την ευκαιρία, κόντρα σε ό,τι είχε συμβεί το καλοκαίρι του 1998. «Έπαιζα στην τρίτη ομάδα μαζί με τον Τσάβι. Στο τέλος της χρονιάς μου είπαν ότι με θέλει η Μάλαγα και πως τα δύο σωματεία έχουν συμφωνήσει. «Είναι καλή ευκαιρία για σένα», μου έλεγαν. Στην πραγματικότητα, η Μπαρτσελόνα ήθελε πάση θυσία να με πουλήσει. Την ίδια στιγμή κάλεσαν τον Τσάβι να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα». Μόλις είδε ο Πουγιόλ πως ο κόπος του φίλου του δικαιώνεται, αποφάσισε να περιμένει και εκείνος για την ευκαιρία του. Ο Ολλανδός τεχνικός θα του την έδινε.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1999 ο Κάρλες κάνει το ντεμπούτο του σε έναν εκτός έδρας αγώνα με τη Βιγιαρεάλ. Παρότι έχει αρνηθεί να κόψει τα μαλλιά του, όταν ο Ολλανδός τον κάλεσε στο γραφείο του και με στόμφο του είπε «τι συμβαίνει με σένα; Δεν έχεις λεφτά να κουρευτείς;», ο Πουγιόλ κατόρθωσε να ξεπεράσει τον Ρόναλντ Ντε Μπουρ και τον Μίκαελ Ράιζινγκερ και να κλείσει την πρώτη του σεζόν με 37 συμμετοχές και το βραβείο του καλύτερου νέου παίκτη στην primera division.
Ένα χρόνο μετά θα ερχόταν το κομβικό ματς στην καριέρα του. Ένα παιχνίδι που είχε γίνει ματς ζωής ή θανάτου για την Μπαρτσελόνα, αφού ο Λουίς Φίγκο επέστρεφε στην Βαρκελώνη, αφότου είχε υποπέσει στην εσχάτη προδοσία. Ο Κάρλες ήταν εκεί για να τον σταματήσει. Χωρίς θεατρινισμούς ή τσακωμούς, χωρίς να πουλήσει αγάπη στη φανέλα και μίσος στον αντίπαλο. Με τον σεβασμό που άξιζε στον Πορτογάλο μέσο, κατόρθωσε να τον εκμηδενίσει και να γίνει ο ήρωας της Μπαρτσελόνα. «Λίγες μέρες πριν το ματς δέχτηκα ένα sms. «Να σκέφτεσαι σαν Πορτογάλος», έγραφε και δεν ήξερα ποιος ήταν ο αριθμός που μου το είχε στείλει». Αποδείχθηκε πως ήταν ο συμπαίκτης του και μετέπειτα προπονητής του, Πεπ Γκουαρντιόλα. «Είχε καταλάβει ότι εγώ θα μαρκάρω τον Φίκο και ήθελε να με προετοιμάσει νοητικά».
Το κόλπο έπιασε, η καριέρα του Κάρλες Πουγιόλ εκτοξεύτηκε. Το 2003 υπέγραψε νέο συμβόλαιο με την Μπαρτσελόνα διάρκειας τεσσάρων ετών κι έγινε από τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες του συλλόγου εκείνη την εποχή, με ρήτρα αγοράς 180 εκ. ευρώ! Το 2004 έγινε αρχηγός κι επιτέλους το 2005 - έξι χρόνια μετά το ντεμπούτο του – έσπασε η ανομβρία της Μπαρτσελόνα. «Ο Τσάβι κι εγώ γνωρίσαμε το ποδόσφαιρο και από τις δύο του όψεις. Τα πρώτα πέντε χρόνια που δεν είχαμε κερδίσει τίποτα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Ήμουν εγωιστής και δεν μπορούσα να το δεχτώ. Κλεινόμουν στον εαυτό μου κι έκανα ακόμα περισσότερη προπόνηση».
Ο πατέρας του, πριν φύγει από τη ζωή, πρόλαβε να δει το γιο του να σηκώνει δύο πρωταθλήματα Ισπανίας, τη σεζόν 2004-05 και 2005-06 κι ένα Champions League την άνοιξη του 2006. Δεν πρόλαβε να τον δει να πανηγυρίζει επιτυχία με την Εθνική ομάδα, καθώς στις τρεις πρώτες μεγάλες διοργανώσεις του Κάρλες Πουγιόλ (Μουντιάλ 2002 και 2006, Euro 2004), η Ισπανία απέτυχε.
Η ζωή μετά…
Το σοκ από τον θάνατο του πατέρα του ήταν μεγάλο. Και σαν μια αλληγορία που είναι αντίθετη με το ένα σύμπαν που συνωμοτεί υπέρ σου, υπάρχει κι εκείνο που συνωμοτεί εναντίον σου. Ή τουλάχιστον έτσι σου φαίνεται… Ο Κάρλες Πουγιόλ λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του, χώρισε με την επί πολλά χρόνια κοπέλα του και λίγο πριν το τέλος της χρονιάς υπέστη τον πρώτο τραυματισμό στο γόνατό του. «Ήμουν σε ένα άσχημο σημείο στη ζωή μου. Είχε πεθάνει ο πατέρας μου, είχα χωρίσει με την Άγκνες και είχα χτυπήσει. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν τρελός για το ποδόσφαιρο, έφτασα στο σημείο με δυσκολία να μπορώ να το παρακολουθώ».
Η σωτηρία του ήταν δύο άνθρωποι. Ένας φυσικοθεραπευτής που δούλεψε μαζί του τότε, ο Ραούλ Μαρτίνεζ κι ένας πιτσιρικάς. «Μου τα έψαλλε και με έβαλε στη θέση μου. Με έκανε να αντιδράσω, να γίνω και πάλι χαρούμενος και να μην αφήνω να με επηρεάζουν όλα». Ο πιτσιρικάς, εφτά χρόνια μικρότερός του, είναι εκείνος που συχνά του τα «έχωνε» ο Πουγιόλ μέσα στο γήπεδο, που τον έβαλε στη θέση του όταν στη Μαδρίτη πήγε να δώσει έναν αναπτήρα στον διαιτητή, που τον ετοίμασε για να τον διαδεχτεί στην Μπαρτσελόνα. «Ο Πικέ με βοήθησε να καταλάβω ότι μπορώ να τα συνδυάσω όλα και πως η υπερβολική υπευθυνότητα μου κάνει κακό. Ξεκίνησα να περνάω ποιοτικό χρόνο με τους φίλους μου και να μην σκέφτομαι το ποδόσφαιρο 24 ώρες την ημέρα, εφτά μέρες την εβδομάδα. Υπάρχουν κι άλλα σημαντικά πράγματα στη ζωή εκτός από τη δουλειά μας».
Ο Κάρλες Πουγιόλ είχε αλλάξει. Απέκτησε εξοικείωση με τη δημοσιότητα, κυκλοφόρησε, έκανε φωτογραφήσεις, σύναψε σχέσεις με διάσημα μοντέλα, πήγε μέχρι και μονοήμερα στην Ίμπιζα! «Αν μου το έλεγαν πριν μερικά χρόνια θα τους περνούσα για τρελούς. Κι όμως κατέληξε να είναι μια από τις πιο ωραίες μέρες της ζωής μου». Παράλληλα, συνέχισε να βρίσκεται στην κορυφή. Με την Μπαρτσελόνα, αλλά και την Εθνική Ισπανίας πλέον. Κατέκτησε το Euro 2008, κατέκτησε το treble τη σεζόν 2009, τους εγχώριους τίτλους το 2010, ενώ ήταν πλέον εμβληματική φιγούρα για την ομάδα της Καταλωνίας.
Ήταν ο αρχηγός που αρνήθηκε να χειρουργηθεί στο γόνατο, παρότι γνώριζε ότι η συντηρητική αγωγή δεν φτάνει, μόνο και μόνο επειδή η Μπαρτσελόνα είχε κι άλλα προβλήματα κι έπρεπε να υπάρχει κάποιος για να παίζει. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε ένα βήμα πίσω κι έδωσε το περιβραχιόνιο στον Αμπιντάλ προκειμένου να σηκώσει το τρόπαιο του Champions League το 2011. Ήταν ο σκληρός αμυντικός που έπαιξε με σπασμένο ζυγωματικό, που έσπασε τον αγκώνα του, που χρειάστηκε να κάνει έξι εγχειρήσεις στα γόνατά του κι εκείνος που ονειρευόταν να μείνει για πάντα στην Μπαρτσελόνα, όταν υπέγραφε ως το 2016.
«Ζω το όνειρο να παίζω στην Μπαρτσελόνα και πλέον το όνειρό μου είναι να αποσυρθώ σε αυτή την ομάδα. Ξέρω ότι κάποια μέρα θα χρειαστεί να φύγω και δεν ανυπομονώ να έρθει εκείνη η μέρα. Θα δουλεύω σκληρά για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, όμως αν δεν τα καταφέρω θα παίξω σε άλλη χώρα. Δε θέλω να μείνω στην Ισπανία. Θα πάω στην Αγγλία ή στην Ιταλία… Στην Ιταλία για να ακολουθήσω τον ήρωά μου, τον Πάολο Μαλντίνι».
Το 2009, όταν ο σπουδαίος αμυντικός της Μίλαν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ο Κάρλες Πουγιόλ του έστειλε επιστολή. «Άρχισες να παίζεις επαγγελματικά όταν ήμουν παιδί και ποτέ δε σταμάτησα να σε θαυμάζω. Λένε πως όσο μεγαλώνουμε οι μύθοι καταρρίπτονται. Μου απέδειξες το αντίθετο. Ο θαυμασμός μου απλά μεγάλωνε με τον καιρό», έγραφε μεταξύ άλλων. Μια επιστολή που τώρα αξίζει να διαβάσει στον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου