Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα
τελευταία εννέα χρόνια, με πιάνει μια τρομερή, ακαταμάχητη μελαγχολία.
Θυμάμαι πού με είχε βρει το πρωινό της 4ης Ιουλίου 2004 και τι έζησα στη
διάρκεια του 24ωρου της και του επόμενου 24ώρου. Και μαλώνω πολύ τον
εαυτό μου επειδή σκεφτόταν πολύ το “μετά” τον καιρό εκείνο και δεν με
άφηνα να απολαύσω τις στιγμές όσο τους έπρεπε, όπως αξίζει σε στιγμές
που ξέρει το μυαλό και η ψυχή ότι δεν πρόκειται να ξανασυναντήσει.
Τα πρώτα χρόνια μετά το 2004 έπιανα τον εαυτό μου πριν από όλα να νοσταλγεί τις στιγμές, την χαρά, την συγκίνηση, το πανηγύρι, την εθνική συνοχή, την “όλη η Ελλάδα μια παρέα” high light εικόνα που εντυπώθηκε μέσα μου από τη βραδιά της πρόκρισης στον τελικό, που την έζησα στην Αθήνα, και από το γλέντι της άφιξης του τροπαίου, το μεγαλύτερο γλέντι που θυμάμαι να έχω ζήσει στην Αθήνα, το μεγαλύτερο που μας έμελλε να ζήσουμε, όπως καλά έχουμε καταλάβει στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Χρόνο με το χρόνο όμως οι εικόνες από τα πανηγύρια ξεθωριάζουν, φτάνω να τα βαριέμαι, να με ενοχλούν. Μένουν στο φόντο, για να έρθουν μπροστά όλες οι κουβέντες που έκανα τον καιρό εκείνο με τα παιδιά της Εθνικής, παιδιά της γενιάς μου στην πλειοψηφία τους, με τα οποία μεγάλωνα παράλληλα. Στην συντριπτική πλειονότητά τους ήταν εντελώς απαισιόδοξοι για το “μετά” του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περίπου βέβαιοι ότι τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει, ότι στα σίγουρα η ευκαιρία θα περνούσε ανεκμετάλλευτη, ότι “δέκα χρόνια μετά θα συζητάμε και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει”.
Εννέα χρόνια μετά κοιτάζω πίσω και λέω “πάλι καλά” που περισσότερα από τα μισά παιδιά του Euro 2004 είναι ακόμη στο ποδόσφαιρο. Ζούμε σε μια περίοδο τέτοιας έκπτωσης απαιτήσεων και προσδοκιών. Λέω “πάλι καλά” διότι τον καιρό του θριάμβου σκεφτόμουν ως εξαιρετικά πιθανό μετά από μια δεκαετία να έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παιδιά, απογοητευμένα από ένα ποδόσφαιρο που δεν άλλαξε, ένα ποδόσφαιρο που δεν προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει, να τα εκμεταλλευτεί ως αποστόλους για να διδάξει νέα μαθήματα και να αλλάξει, να γίνει ποδόσφαιρο της προκοπής, όχι αυτή η έκδοση που παίζεται εδώ.
Τέσσερις (Γιούρκας, Κατσουράνης, Καραγκούνης, Παπαδόπουλος) παίζουν ακόμη μπάλα, πιθανόν ακόμη δύο (Χαριστέας, Καφές) να συνεχίσουν να φορούν ποδοσφαιρικά. Τέσσερις ασχολούνται ήδη με την προπονητική (Νικοπολίδης, Βενετίδης, Δέλλας, Γιαννακόπουλος), άλλοι τρεις ασχολούνται με την τεχνική διεύθυνση συλλόγων (Νταμπίζας, Γεωργιάδης, Γκούμας), ένας επιχειρεί ως ατζέντης παικτών (Τσιάρτας), ένας - ευτυχώς - έμεινε “κολλημένος” με την Εθνική, την οποία πλέον βοηθά ως τεχνικός διευθυντής (Φύσσας). Δύο επιχείρησαν περίπου μάταια να αλλάξουν την μοίρα των αγαπημένων τους ομάδων ως πρόεδροι (Νικολαΐδης, Ζαγοράκης), ένας σήμερα εργάζεται ως πρόεδρος συλλόγου (Βρύζας). Αλλος προσπαθεί να βοηθήσει στον συνδικαλισμό των ποδοσφαιριστών (Χαλκιάς), άλλος αποφάσισε να ασχοληθεί με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά (Λάκης). Στην συντριπτική πλειονότητά τους αυτά τα παιδιά, που έγιναν trademarks του ελληνικού ποδοσφαίρου, κι ας είναι η επιτυχία τους τόσο ξένη με το ελληνικό ποδόσφαιρο, ευτυχώς δεν έχουν χάσει ακόμη τη διάθεση να ασχολούνται με την μπάλα και να προσπαθούν να προσφέρουν, να βοηθήσουν το ποδόσφαιρο να αλλάξει αντίληψη, να εξευρωπαϊστεί.
Μόνο ένας ιδιωτεύει συνειδητά, απαρνήθηκε πλήρως τα εγκόσμια του ποδοσφαίρου. Ο Μιχάλης Καψής κουράστηκε, έπαψε να ασχολείται, της είπε αντίο της μπάλας και άλλαξε ζωή, τόσο που να μην γνωρίζει καν ποιες είναι οι ομάδες που συμμετέχουν στο ελληνικό επαγγελματικό πρωτάθλημα. Χωρίς να είμαι απόλυτος, πιθανολογώ ότι αυτός, όπως και ο Αγγελος Μπασινάς που τα τελευταία χρόνια ζει σε απόσταση από το ποδόσφαιρο, περνούν καλύτερα από τους υπόλοιπους. Διότι βάζουν λιγότερες τοξικές παραστάσεις μέσα τους. Απογοητεύονται λιγότερο. Ζουν λίγο ή περισσότερο μακριά από τα προβλήματα του ποδοσφαίρου. Στεναχωριούνται λιγότερο. Διότι μπορεί να τα ακούν, να τα βλέπουν ή να τα διαβάζουν, αλλά τουλάχιστον δεν τα ζουν.
Πηγαίνοντας να βρω τη θέση μου στο “ντα Λουζ” της Λισσαβόνας το απόγευμα της 4ης Ιουλίου βρήκα κολλημένο ένα μαύρο μαντίλι, μια “calcada Portuguesa”, ένα σύμβολο της πορτογαλικής τέχνης, σουβενίρ των διοργανωτών προς τους θεατές του τελικού. Το είχα τότε πάρει ο κουτός για κακό σημάδι, κακό οιωνό για την εξέλιξη και την κατάληξη του τελικού. Που να ‘ξερα ότι ήταν σημάδι για τα μαύρα που έρχονταν, πρωτίστως στη ζωή και δευτερευόντως στο ποδόσφαιρο, αυτά που κρατούν μέχρι σήμερα και δεν ξέρω, όπως κανείς μας, πόσο ακόμη θα κρατήσουν.
Γυρίζω σήμερα και κοιτάζω στο σαλόνι της διοίκησης του ελληνικού ποδοσφαίρου, στα μπαλκόνια της υψηλής κοινωνίας του αθλήματος, να δω αν και ποιοι αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που τους πρέπει τα παιδιά του Euro 2004, ποιοι ανησυχούν για να τα εκμεταλλευτούν παντοιοτρόπως για να εξελίξουν το ποδόσφαιρο που διοικούν. Κι είναι μόνο ένας, ένας ομογενής, ο Ιβάν Σαββίδης που ακόμη θαμπώνεται, γοητεύεται ακόμη και μόνο από τη συναναστροφή με αυτά τα παιδιά και τα κυνηγάει, για να τα βάλει στον ΠΑΟΚ, σε όλα τα επίπεδά του.
Σε μια κανονική χώρα, η ίδια η διοίκηση του ποδοσφαίρου, η ίδια η Ομοσπονδία θα είχε φροντίσει να τα στείλει όλα αυτά τα παιδιά για σπουδές, για να πάρουν τεχνογνωσία, να συμπληρώσουν γνώση και εμπειρία στα πεδία που έχουν ελλείψεις, όπως αυτό της διοίκησης ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων και οργανισμών, για να τα φέρει πίσω και να τα βάλει μέσα της, να τους παραδώσει τα κλειδιά. Αυτό θα έκανε μια Ομοσπονδία, μια ποδοσφαιρική Ελλάδα που θα ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της. Σκεφθείτε αυτό, κάντε μετά μια βόλτα και ένα βιαστικό face control στην είσοδο της ΕΠΟ σε ένα επόμενο συμβούλιο ή μια γενική συνέλευσή της, δείτε ποιοι διοικούν, ποιοι αποφασίζουν, ποιοι επηρεάζουν, ποιοι τελικώς ορίζουν την τύχη του αθλήματος στην Ελλάδα και βάλτε τα κλάματα. Οχι μόνο για τα περασμένα μεγαλεία, που διηγώντας τα στην Ελλάδα πάντα κλαις, αλλά και για αυτά που έρχονται. Το μαύρο μαντίλι του τελικού δεν θα στεγνώσει ποτέ.
Τα πρώτα χρόνια μετά το 2004 έπιανα τον εαυτό μου πριν από όλα να νοσταλγεί τις στιγμές, την χαρά, την συγκίνηση, το πανηγύρι, την εθνική συνοχή, την “όλη η Ελλάδα μια παρέα” high light εικόνα που εντυπώθηκε μέσα μου από τη βραδιά της πρόκρισης στον τελικό, που την έζησα στην Αθήνα, και από το γλέντι της άφιξης του τροπαίου, το μεγαλύτερο γλέντι που θυμάμαι να έχω ζήσει στην Αθήνα, το μεγαλύτερο που μας έμελλε να ζήσουμε, όπως καλά έχουμε καταλάβει στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών. Χρόνο με το χρόνο όμως οι εικόνες από τα πανηγύρια ξεθωριάζουν, φτάνω να τα βαριέμαι, να με ενοχλούν. Μένουν στο φόντο, για να έρθουν μπροστά όλες οι κουβέντες που έκανα τον καιρό εκείνο με τα παιδιά της Εθνικής, παιδιά της γενιάς μου στην πλειοψηφία τους, με τα οποία μεγάλωνα παράλληλα. Στην συντριπτική πλειονότητά τους ήταν εντελώς απαισιόδοξοι για το “μετά” του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περίπου βέβαιοι ότι τίποτα δεν επρόκειτο να αλλάξει, ότι στα σίγουρα η ευκαιρία θα περνούσε ανεκμετάλλευτη, ότι “δέκα χρόνια μετά θα συζητάμε και τίποτα δεν θα έχει αλλάξει”.
Εννέα χρόνια μετά κοιτάζω πίσω και λέω “πάλι καλά” που περισσότερα από τα μισά παιδιά του Euro 2004 είναι ακόμη στο ποδόσφαιρο. Ζούμε σε μια περίοδο τέτοιας έκπτωσης απαιτήσεων και προσδοκιών. Λέω “πάλι καλά” διότι τον καιρό του θριάμβου σκεφτόμουν ως εξαιρετικά πιθανό μετά από μια δεκαετία να έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παιδιά, απογοητευμένα από ένα ποδόσφαιρο που δεν άλλαξε, ένα ποδόσφαιρο που δεν προσπάθησε να τα χρησιμοποιήσει, να τα εκμεταλλευτεί ως αποστόλους για να διδάξει νέα μαθήματα και να αλλάξει, να γίνει ποδόσφαιρο της προκοπής, όχι αυτή η έκδοση που παίζεται εδώ.
Τέσσερις (Γιούρκας, Κατσουράνης, Καραγκούνης, Παπαδόπουλος) παίζουν ακόμη μπάλα, πιθανόν ακόμη δύο (Χαριστέας, Καφές) να συνεχίσουν να φορούν ποδοσφαιρικά. Τέσσερις ασχολούνται ήδη με την προπονητική (Νικοπολίδης, Βενετίδης, Δέλλας, Γιαννακόπουλος), άλλοι τρεις ασχολούνται με την τεχνική διεύθυνση συλλόγων (Νταμπίζας, Γεωργιάδης, Γκούμας), ένας επιχειρεί ως ατζέντης παικτών (Τσιάρτας), ένας - ευτυχώς - έμεινε “κολλημένος” με την Εθνική, την οποία πλέον βοηθά ως τεχνικός διευθυντής (Φύσσας). Δύο επιχείρησαν περίπου μάταια να αλλάξουν την μοίρα των αγαπημένων τους ομάδων ως πρόεδροι (Νικολαΐδης, Ζαγοράκης), ένας σήμερα εργάζεται ως πρόεδρος συλλόγου (Βρύζας). Αλλος προσπαθεί να βοηθήσει στον συνδικαλισμό των ποδοσφαιριστών (Χαλκιάς), άλλος αποφάσισε να ασχοληθεί με τις υποδομές, τα μικρά παιδιά (Λάκης). Στην συντριπτική πλειονότητά τους αυτά τα παιδιά, που έγιναν trademarks του ελληνικού ποδοσφαίρου, κι ας είναι η επιτυχία τους τόσο ξένη με το ελληνικό ποδόσφαιρο, ευτυχώς δεν έχουν χάσει ακόμη τη διάθεση να ασχολούνται με την μπάλα και να προσπαθούν να προσφέρουν, να βοηθήσουν το ποδόσφαιρο να αλλάξει αντίληψη, να εξευρωπαϊστεί.
Μόνο ένας ιδιωτεύει συνειδητά, απαρνήθηκε πλήρως τα εγκόσμια του ποδοσφαίρου. Ο Μιχάλης Καψής κουράστηκε, έπαψε να ασχολείται, της είπε αντίο της μπάλας και άλλαξε ζωή, τόσο που να μην γνωρίζει καν ποιες είναι οι ομάδες που συμμετέχουν στο ελληνικό επαγγελματικό πρωτάθλημα. Χωρίς να είμαι απόλυτος, πιθανολογώ ότι αυτός, όπως και ο Αγγελος Μπασινάς που τα τελευταία χρόνια ζει σε απόσταση από το ποδόσφαιρο, περνούν καλύτερα από τους υπόλοιπους. Διότι βάζουν λιγότερες τοξικές παραστάσεις μέσα τους. Απογοητεύονται λιγότερο. Ζουν λίγο ή περισσότερο μακριά από τα προβλήματα του ποδοσφαίρου. Στεναχωριούνται λιγότερο. Διότι μπορεί να τα ακούν, να τα βλέπουν ή να τα διαβάζουν, αλλά τουλάχιστον δεν τα ζουν.
Πηγαίνοντας να βρω τη θέση μου στο “ντα Λουζ” της Λισσαβόνας το απόγευμα της 4ης Ιουλίου βρήκα κολλημένο ένα μαύρο μαντίλι, μια “calcada Portuguesa”, ένα σύμβολο της πορτογαλικής τέχνης, σουβενίρ των διοργανωτών προς τους θεατές του τελικού. Το είχα τότε πάρει ο κουτός για κακό σημάδι, κακό οιωνό για την εξέλιξη και την κατάληξη του τελικού. Που να ‘ξερα ότι ήταν σημάδι για τα μαύρα που έρχονταν, πρωτίστως στη ζωή και δευτερευόντως στο ποδόσφαιρο, αυτά που κρατούν μέχρι σήμερα και δεν ξέρω, όπως κανείς μας, πόσο ακόμη θα κρατήσουν.
Γυρίζω σήμερα και κοιτάζω στο σαλόνι της διοίκησης του ελληνικού ποδοσφαίρου, στα μπαλκόνια της υψηλής κοινωνίας του αθλήματος, να δω αν και ποιοι αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που τους πρέπει τα παιδιά του Euro 2004, ποιοι ανησυχούν για να τα εκμεταλλευτούν παντοιοτρόπως για να εξελίξουν το ποδόσφαιρο που διοικούν. Κι είναι μόνο ένας, ένας ομογενής, ο Ιβάν Σαββίδης που ακόμη θαμπώνεται, γοητεύεται ακόμη και μόνο από τη συναναστροφή με αυτά τα παιδιά και τα κυνηγάει, για να τα βάλει στον ΠΑΟΚ, σε όλα τα επίπεδά του.
Σε μια κανονική χώρα, η ίδια η διοίκηση του ποδοσφαίρου, η ίδια η Ομοσπονδία θα είχε φροντίσει να τα στείλει όλα αυτά τα παιδιά για σπουδές, για να πάρουν τεχνογνωσία, να συμπληρώσουν γνώση και εμπειρία στα πεδία που έχουν ελλείψεις, όπως αυτό της διοίκησης ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων και οργανισμών, για να τα φέρει πίσω και να τα βάλει μέσα της, να τους παραδώσει τα κλειδιά. Αυτό θα έκανε μια Ομοσπονδία, μια ποδοσφαιρική Ελλάδα που θα ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της. Σκεφθείτε αυτό, κάντε μετά μια βόλτα και ένα βιαστικό face control στην είσοδο της ΕΠΟ σε ένα επόμενο συμβούλιο ή μια γενική συνέλευσή της, δείτε ποιοι διοικούν, ποιοι αποφασίζουν, ποιοι επηρεάζουν, ποιοι τελικώς ορίζουν την τύχη του αθλήματος στην Ελλάδα και βάλτε τα κλάματα. Οχι μόνο για τα περασμένα μεγαλεία, που διηγώντας τα στην Ελλάδα πάντα κλαις, αλλά και για αυτά που έρχονται. Το μαύρο μαντίλι του τελικού δεν θα στεγνώσει ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου