Δεν το είδα τόσο καθαρά όσο θα
ήθελα, το ματς του Ολυμπιακού στην Κωνσταντινούπολη. Κυκλοφορούσα στο
Αμπντί Ιπεκτσί αλαφιασμένος. Εψαχνα πυροσβεστήρα, διότι μου είπαν από
την Αθήνα, στα μισά, ότι σύμφωνα με τη Δημόσια Τηλεόραση, «το γήπεδο
κυριολεκτικά πήρε φωτιά». Για να το λέει, ολόκληρη Δημόσια Τηλεόραση, με
τη γνωστή της αξιοπιστία και τον ενδελεχή ποιοτικό έλεγχο, αλήθεια θα
είναι, σκέφτηκα.
Αλλά δεν έβλεπα πουθενά καπνό. Οπου υπάρχει φωτιά, υπάρχει και καπνός. Βρε μπας και άναψαν κανένα καπνογόνο τα παλιόπαιδα της Γαλατασαράι; Δεν θα μου φαινόταν απίθανο, άλλωστε όλοι από το ποδόσφαιρο προέρχονταν και όλο για το Τσάμπιονς Ληγκ («το κύπελλο θα πάρουμε, όλους θα τους τρελάνουμε») τραγουδούσαν. Αλλλά όχι, οι άνθρωποι, όλο άνδρες σε κατάσταση ένθεης μανίας, ήταν ήσυχοι. Φωνακλάδες, αλλά ήσυχοι.
Η μοναδική απειλή για τη δημόσια υγεία προερχόταν από τη μυρωδιά που ανέδιδαν οι άπλυτες ποδοσφαιρικές φανέλες που φορούσαν και το προηγούμενο βράδυ στο Αλί Σαμιγιέν ή όπως αλλιώς λέγεται το γήπεδό τους. Είχα να δώσω τόσο κιτρινοκόκκινο, από μία παλαιότερη επίσκεψή μου στο Ολύμπικο.
Κυριολεκτικά, δεν υπήρχε φωτιά. Υπέθεσα ότι ο φίλος μου ο Βαγγέλης (που ξέρω ότι δεν παρεξηγιέται…) ήθελε απλώς να μας υπενθυμίσει ότι η ΕΡΤ είναι εδώ, ενωμένη δυνατή, και προχώρησα παρακάτω. Πού θα πάει, μία μέρα θα βρεθεί τρόπος για να καταργηθεί η υποχρεωτική συνεισφορά των πολιτών που δεν το επιθυμούν (και αυτών που εργάζονται σε ανταγωνιστικό κανάλι). Η συγχωρεμένη Μελίνα ήταν η πρώτη που το έψαξε, νομικά, ώσπου έπεσε στον συνήθη τοίχο της νεοελληνικής δημοσιολαγνείας.
Θα τα συζητάει τώρα με τον Φίλιππο και, κυριολεκτικά, θα πέφτουν από τα σύννεφα. Η ΕΡΤ έκλεισε σκανδαλωδώς για να ξανανοίξει χειρότερη απ’ό,τι ήταν και να μας τρώει τα λεφτά χωρίς να εκπέμπει πρόγραμμα, εκτός από σκόρπια αθλητικά. Μα, είναι να γελάει κανείς.
Θα πρέπει να ήταν το 20ό ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη. Από εικασία προκύπτει ο αριθμός, μη νομίζετε ότι μετράω. Τη βρήκα ίδια κι απαράλλαχτη με την Πόλη που χειροκρότησε τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό πριν από 17 μήνες. Ή με την Πόλη που με εγκλώβισε σε ένα ταξί επί 3 ώρες για να γφτάσω στο Ολυμπιακό της Στάδιο γα τη συναυλία των U2 το 2010.
Από έξω μπέλα μπέλα, και από μέσα κατσιβέλα. Mια ανατολίτισσα βασιλοπούλα εκπάγλου καλλονής, καταδικασμένη να φοράει κουρέλια. Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Και ταυτόχρονα, μία από τις πιο άσχημες. Τουρλού και ατζέμ πιλάφ.
Πώς να αλλάξει αυτή η Πόλη, με τους 20 εκατομμύρια κατοίκους που ζουν ο ένας πάνω στον άλλον περιμένοντας τον Εγκέλαδο; Και πώς να γίνει Ευρώπη; Τα μποτιλιαρίσματα στους δρόμους είναι χαοτικά, οι ταξιτζήδες κουρσάροι, ο ελεύθερος χώρος είδος εν ανεπαρκεία, τα μαγαζιά παίζουν σκυλάδικα στη διαπασών, η τσιγαρίλα τρυπάει τα ρουθούνια, η νεολαία ξενυχτάει μέχρι τελικής πτώσεως, η (εσωτερική) μετανάστευση μοιάζει ανεξέλεγκτη, οι στρατόκαυλοι μπάτσοι είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να βγάλουν το κουμπούρι.
Κάτι σαν Αθήνα της Ανατολής, δηλαδή. Αλλά χωρίς τα θυμωμένα πρόσωπα, χωρίς τον ρατσισμό, χωρίς τα σφαλισμένα μαγαζιά και χωρίς την οικονομική κρίση. Πολλοί Τούρκοι μιλάνε καλύτερα ελληνικά από τον νεοέλληνα των 80 λέξεων.
Η Κωνσταντινούπολη θέλει να κάνει Ολυμπιακούς Αγώνες, ξοδεύει χρήμα με τη σέσουλα, αλλά σκοντάφτει στο νεοϊσλαμικό ιδανικό του Ερντογάν και στο πατροπαράδοτο εθνικό σπορ της Τουρκίας, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ξενοδοχείο όπου έμεινα βρίσκεται δύο βήματα από το πάρκο Γκεζί, το οποίο καπνίζει ακόμη. Αυτός ο καπνός δεν βγαίνει από ναργιλέδες.
Ο Ολυμπιακός εμφανίστηκε στο Αμπντί Ιπεκτσί ντυμένος με τη στολή που έραψε πριν από 17 μήνες στην ίδια Πόλη, μερικά χιλιόμετρα βορειότερα. «Ολοι εδώ μου μιλάνε για το νικητήριο καλάθι του τελικού», μου έλεγε στο αεροδρόμιο ο Γιώργος Πρίντεζης, την ώρα που έβγαζε φωτογραφία με δύο Τούρκους τελωνειακούς. «Ο μοναδικός που δεν το έχει συνειδητοποιήσει ακόμη είμαι εγώ. Ισως στο τέλος της καριέρας μου, όταν ηρεμήσω και κάνω τον απολογισμό».
Ο φωτογενής Πρίντεζης δεν είναι παρά ένα εργαλείο από τα πολλά στον φετινό Ολυμπιακό. Κοντοστάθηκα με δυσπιστία όταν έμαθα τις φετινές του μετεγγραφές, αλλά βλέπω ότι οι καινούριοι του παίκτες είναι διαλεγμένοι προσεκτικά, έχουν σαφείς διακριτούς ρόλους και κάνουν την ομάδα καλύτερη από την περυσινή.
Εκτός των άλλων, ο Ολυμπιακός διδάχθηκε από το στραπάτσο των περυσινών τελικών. Χτίστηκε με την ίδια λογική που υιοθέτησε πριν από αυτόν ο Παναθηναϊκός: κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση του «αιώνιου εχθρού». Χωρίς όμως να κάνει εκπτώσεις στον δείκτη της ποιότητας και χωρίς να αποψιλώσει τον ελληνικό πυρήνα. Μπορεί να έφυγε ο Παπανικολάου, αλλά κατέφτασαν τα αμούστακα, ο θαρραλέος Αγραβάνης και ο Παπαπέτρου. Ο Κατσίβελης, της Εθνικής ομάδας αν θυμάστε, προς το παρόν περισσεύει.
Ο Ντάνστον είναι καθρέφτης του Λάσμε και φυσικά ανώτερος του Πάουελ, ο Πέτγουεϊ είναι κλώνος του Γκιστ και άλμα προόδου σε σύγκριση με τον Άντιτς, ο Λοτζέσκι προσθέτει δυναμισμό, ενέργεια και σουτ σαν «κόκκινος» Ματσιούλις. Αθλητικά προσόντα, σβελτάδα, ελατήρια, ενέργεια. Και περιμένει τη σειρά του ο Μπέγκιτς, που καταλαβαίνει το παιχνίδι καλύτερα απ’ό,τι ο Σίμονς. Τον τελευταίο τον δασκάλευαν συνεχώς, χθες, οι συμπαίκτες του.
Το πρώτο δεκάλεπτο του αγώνα με τη Γαλατασαράι, με τη σφιχτή άμυνα, τη γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας και τα αμέτρητα ελεύθερα σουτ, ήταν πολύ κοντά σε αυτό που σχεδιάζει ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Όταν ο ενορχηστρωτής Σπανούλης είναι υγιής και φρέσκος, ο Ολυμπιακός λειτουργεί σαν ρολόι, άσχετα αν σκοράρει ο ίδιος ο αρχηγός του ή όχι.
Η ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε η ομάδα την αντεπίθεση των Τούρκων –με τον Στράτο Περπέρογλου στην πρώτη γραμμή- είναι το κληροδότημα των ευρωπαϊκών της θριάμβων. «Η παράσταση έλαβε τέλος, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», ήταν το μήνυμά της. Μου θύμισε τον ατσάλινο Παναθηναϊκό προηγούμενων ετών, με τη βαριά φανέλα που σκόρπιζε τρόμο στα μάτια των αντιπάλων του. Το κόκκινο πυροσβεστικό έσβησε το …κυριολεκτικά φλεγόμενο Αμπντί Ιπεκτσί μέσα σε πέντε λεπτά.
Ξέρω τι λέτε, ορισμένοι από εσάς. Διαβάζω τα χείλη σας. «Εχει άλλη χάρη να νικάς τους Τούρκους μέσα στο σπίτι τους». Όχι. Δεν έχει.
Διότι όταν τελειώνει ο αγώνας, οι Τούρκοι καταπίνουν την υπερηφάνεια τους, σηκώνονται όρθιοι και χειροκροτάνε όλοι μαζί τον αντίπαλο, ακόμα κι αν είναι «μισητός» Γιουνάν, Ελληνας. Χαιρόμουν τη φιλοξενία και ταυτόχρονα ντρεπόμουν. Εμείς, στη θέση τους, θα τους ξεπροβοδίζαμε με κέρματα, αναπτήρες και βρισιές. Θα τους στέλναμε και τάγματα εφόδου στο ξενοδοχείο, αν μας παραέμπαιναν στη μύτη.
Καλύτερα λοιπόν να φεύγουν ηττημένες οι ομάδες μας από τα ταξίδια τους στην Τουρκία. Τότε, τουλάχιστον, θα μπορούμε να συντηρήσουμε την ψευδαίσθηση (διότι περί ψευδαίσθησης πρόκειται) ότι η αφεντομουτσουνάρα μας υπερτερεί σε αθλητικό πολιτισμό.
Αλλά δεν έβλεπα πουθενά καπνό. Οπου υπάρχει φωτιά, υπάρχει και καπνός. Βρε μπας και άναψαν κανένα καπνογόνο τα παλιόπαιδα της Γαλατασαράι; Δεν θα μου φαινόταν απίθανο, άλλωστε όλοι από το ποδόσφαιρο προέρχονταν και όλο για το Τσάμπιονς Ληγκ («το κύπελλο θα πάρουμε, όλους θα τους τρελάνουμε») τραγουδούσαν. Αλλλά όχι, οι άνθρωποι, όλο άνδρες σε κατάσταση ένθεης μανίας, ήταν ήσυχοι. Φωνακλάδες, αλλά ήσυχοι.
Η μοναδική απειλή για τη δημόσια υγεία προερχόταν από τη μυρωδιά που ανέδιδαν οι άπλυτες ποδοσφαιρικές φανέλες που φορούσαν και το προηγούμενο βράδυ στο Αλί Σαμιγιέν ή όπως αλλιώς λέγεται το γήπεδό τους. Είχα να δώσω τόσο κιτρινοκόκκινο, από μία παλαιότερη επίσκεψή μου στο Ολύμπικο.
Κυριολεκτικά, δεν υπήρχε φωτιά. Υπέθεσα ότι ο φίλος μου ο Βαγγέλης (που ξέρω ότι δεν παρεξηγιέται…) ήθελε απλώς να μας υπενθυμίσει ότι η ΕΡΤ είναι εδώ, ενωμένη δυνατή, και προχώρησα παρακάτω. Πού θα πάει, μία μέρα θα βρεθεί τρόπος για να καταργηθεί η υποχρεωτική συνεισφορά των πολιτών που δεν το επιθυμούν (και αυτών που εργάζονται σε ανταγωνιστικό κανάλι). Η συγχωρεμένη Μελίνα ήταν η πρώτη που το έψαξε, νομικά, ώσπου έπεσε στον συνήθη τοίχο της νεοελληνικής δημοσιολαγνείας.
Θα τα συζητάει τώρα με τον Φίλιππο και, κυριολεκτικά, θα πέφτουν από τα σύννεφα. Η ΕΡΤ έκλεισε σκανδαλωδώς για να ξανανοίξει χειρότερη απ’ό,τι ήταν και να μας τρώει τα λεφτά χωρίς να εκπέμπει πρόγραμμα, εκτός από σκόρπια αθλητικά. Μα, είναι να γελάει κανείς.
Θα πρέπει να ήταν το 20ό ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη. Από εικασία προκύπτει ο αριθμός, μη νομίζετε ότι μετράω. Τη βρήκα ίδια κι απαράλλαχτη με την Πόλη που χειροκρότησε τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολυμπιακό πριν από 17 μήνες. Ή με την Πόλη που με εγκλώβισε σε ένα ταξί επί 3 ώρες για να γφτάσω στο Ολυμπιακό της Στάδιο γα τη συναυλία των U2 το 2010.
Από έξω μπέλα μπέλα, και από μέσα κατσιβέλα. Mια ανατολίτισσα βασιλοπούλα εκπάγλου καλλονής, καταδικασμένη να φοράει κουρέλια. Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Και ταυτόχρονα, μία από τις πιο άσχημες. Τουρλού και ατζέμ πιλάφ.
Πώς να αλλάξει αυτή η Πόλη, με τους 20 εκατομμύρια κατοίκους που ζουν ο ένας πάνω στον άλλον περιμένοντας τον Εγκέλαδο; Και πώς να γίνει Ευρώπη; Τα μποτιλιαρίσματα στους δρόμους είναι χαοτικά, οι ταξιτζήδες κουρσάροι, ο ελεύθερος χώρος είδος εν ανεπαρκεία, τα μαγαζιά παίζουν σκυλάδικα στη διαπασών, η τσιγαρίλα τρυπάει τα ρουθούνια, η νεολαία ξενυχτάει μέχρι τελικής πτώσεως, η (εσωτερική) μετανάστευση μοιάζει ανεξέλεγκτη, οι στρατόκαυλοι μπάτσοι είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να βγάλουν το κουμπούρι.
Κάτι σαν Αθήνα της Ανατολής, δηλαδή. Αλλά χωρίς τα θυμωμένα πρόσωπα, χωρίς τον ρατσισμό, χωρίς τα σφαλισμένα μαγαζιά και χωρίς την οικονομική κρίση. Πολλοί Τούρκοι μιλάνε καλύτερα ελληνικά από τον νεοέλληνα των 80 λέξεων.
Η Κωνσταντινούπολη θέλει να κάνει Ολυμπιακούς Αγώνες, ξοδεύει χρήμα με τη σέσουλα, αλλά σκοντάφτει στο νεοϊσλαμικό ιδανικό του Ερντογάν και στο πατροπαράδοτο εθνικό σπορ της Τουρκίας, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ξενοδοχείο όπου έμεινα βρίσκεται δύο βήματα από το πάρκο Γκεζί, το οποίο καπνίζει ακόμη. Αυτός ο καπνός δεν βγαίνει από ναργιλέδες.
Ο Ολυμπιακός εμφανίστηκε στο Αμπντί Ιπεκτσί ντυμένος με τη στολή που έραψε πριν από 17 μήνες στην ίδια Πόλη, μερικά χιλιόμετρα βορειότερα. «Ολοι εδώ μου μιλάνε για το νικητήριο καλάθι του τελικού», μου έλεγε στο αεροδρόμιο ο Γιώργος Πρίντεζης, την ώρα που έβγαζε φωτογραφία με δύο Τούρκους τελωνειακούς. «Ο μοναδικός που δεν το έχει συνειδητοποιήσει ακόμη είμαι εγώ. Ισως στο τέλος της καριέρας μου, όταν ηρεμήσω και κάνω τον απολογισμό».
Ο φωτογενής Πρίντεζης δεν είναι παρά ένα εργαλείο από τα πολλά στον φετινό Ολυμπιακό. Κοντοστάθηκα με δυσπιστία όταν έμαθα τις φετινές του μετεγγραφές, αλλά βλέπω ότι οι καινούριοι του παίκτες είναι διαλεγμένοι προσεκτικά, έχουν σαφείς διακριτούς ρόλους και κάνουν την ομάδα καλύτερη από την περυσινή.
Εκτός των άλλων, ο Ολυμπιακός διδάχθηκε από το στραπάτσο των περυσινών τελικών. Χτίστηκε με την ίδια λογική που υιοθέτησε πριν από αυτόν ο Παναθηναϊκός: κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση του «αιώνιου εχθρού». Χωρίς όμως να κάνει εκπτώσεις στον δείκτη της ποιότητας και χωρίς να αποψιλώσει τον ελληνικό πυρήνα. Μπορεί να έφυγε ο Παπανικολάου, αλλά κατέφτασαν τα αμούστακα, ο θαρραλέος Αγραβάνης και ο Παπαπέτρου. Ο Κατσίβελης, της Εθνικής ομάδας αν θυμάστε, προς το παρόν περισσεύει.
Ο Ντάνστον είναι καθρέφτης του Λάσμε και φυσικά ανώτερος του Πάουελ, ο Πέτγουεϊ είναι κλώνος του Γκιστ και άλμα προόδου σε σύγκριση με τον Άντιτς, ο Λοτζέσκι προσθέτει δυναμισμό, ενέργεια και σουτ σαν «κόκκινος» Ματσιούλις. Αθλητικά προσόντα, σβελτάδα, ελατήρια, ενέργεια. Και περιμένει τη σειρά του ο Μπέγκιτς, που καταλαβαίνει το παιχνίδι καλύτερα απ’ό,τι ο Σίμονς. Τον τελευταίο τον δασκάλευαν συνεχώς, χθες, οι συμπαίκτες του.
Το πρώτο δεκάλεπτο του αγώνα με τη Γαλατασαράι, με τη σφιχτή άμυνα, τη γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας και τα αμέτρητα ελεύθερα σουτ, ήταν πολύ κοντά σε αυτό που σχεδιάζει ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Όταν ο ενορχηστρωτής Σπανούλης είναι υγιής και φρέσκος, ο Ολυμπιακός λειτουργεί σαν ρολόι, άσχετα αν σκοράρει ο ίδιος ο αρχηγός του ή όχι.
Η ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε η ομάδα την αντεπίθεση των Τούρκων –με τον Στράτο Περπέρογλου στην πρώτη γραμμή- είναι το κληροδότημα των ευρωπαϊκών της θριάμβων. «Η παράσταση έλαβε τέλος, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», ήταν το μήνυμά της. Μου θύμισε τον ατσάλινο Παναθηναϊκό προηγούμενων ετών, με τη βαριά φανέλα που σκόρπιζε τρόμο στα μάτια των αντιπάλων του. Το κόκκινο πυροσβεστικό έσβησε το …κυριολεκτικά φλεγόμενο Αμπντί Ιπεκτσί μέσα σε πέντε λεπτά.
Ξέρω τι λέτε, ορισμένοι από εσάς. Διαβάζω τα χείλη σας. «Εχει άλλη χάρη να νικάς τους Τούρκους μέσα στο σπίτι τους». Όχι. Δεν έχει.
Διότι όταν τελειώνει ο αγώνας, οι Τούρκοι καταπίνουν την υπερηφάνεια τους, σηκώνονται όρθιοι και χειροκροτάνε όλοι μαζί τον αντίπαλο, ακόμα κι αν είναι «μισητός» Γιουνάν, Ελληνας. Χαιρόμουν τη φιλοξενία και ταυτόχρονα ντρεπόμουν. Εμείς, στη θέση τους, θα τους ξεπροβοδίζαμε με κέρματα, αναπτήρες και βρισιές. Θα τους στέλναμε και τάγματα εφόδου στο ξενοδοχείο, αν μας παραέμπαιναν στη μύτη.
Καλύτερα λοιπόν να φεύγουν ηττημένες οι ομάδες μας από τα ταξίδια τους στην Τουρκία. Τότε, τουλάχιστον, θα μπορούμε να συντηρήσουμε την ψευδαίσθηση (διότι περί ψευδαίσθησης πρόκειται) ότι η αφεντομουτσουνάρα μας υπερτερεί σε αθλητικό πολιτισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου