Στη διάρκεια, στην ανάπαυλα
και, κυρίως, στη λήξη του αγώνα με τη Σλοβακία υπήρξαν μια σειρά από
στιγμές που νόμιζα ότι βρισκόμουν σε άλλο γήπεδο, ότι έβλεπα, ότι είδα
ένα άλλο παιχνίδι από αυτό που παρακολούθησαν αρκετοί εκ των υπολοίπων.
Δεν μου άρεσε η Εθνική, συγκριτικά με αυτό που έβαζα στο κεφάλι μου, στον δρόμο για το Καραϊσκάκη, ότι επρόκειτο να δω. Πέρα από καλύτερη ατομική απόδοση, πέρα από τα ζητήματα της ομαδικής τεχνικής και της ομαδικής λειτουργίας, περίμενα να δω περισσότερη ενέργεια, μεγαλύτερη εγρήγορση, μεγαλύτερη πείνα για τη νίκη, μεγαλύτερο “εγώ” υπεροχής έναντι του αντιπάλου, περισσότερα “φίλε δικό μου είναι το ματς, παράτα το” κότσια στο τερέν.
Οχι, δεν ζω με ψευδαισθήσεις, δεν περιμένω από την Εθνική να παίξει την ελληνική έκδοση του “τικι τακα” και να γοητεύσει την Ευρώπη με το ποδόσφαιρό της. Εχω συνείδηση και παγιωμένη αντίληψη σχετικά με το μέχρι που φτάνουν, διαχρονικά, οι δυνατότητες του εθνικού ποδοσφαίρου στο θέμα της ποιότητας του θεάματος. Εχω όμως και πολύ κακά, δύσκολα, γεμάτα μιζέρια, νεανικά βιώματα από την Εθνική ομάδα. Την θυμάμαι τον καιρό που πήγαινα ως “μικρέ τη μπάλα”, δηλαδή πρόγονος του ball boy στις προπονήσεις της και προσπαθούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου για ποιο λόγο οι ποδοσφαιριστές έρχονταν τόσο αργά και έφευγαν τόσο γρήγορα μετά τη λήξη των προπονήσεων, για ποιο λόγο βρίζονταν μεταξύ τους, γιατί δεν έμοιαζαν σε πνεύμα έστω με την ομάδα της γειτονιάς μου. Την θυμάμαι τον καιρό που μπορούσα να μετρήσω σε διάστημα μερικών δευτερολέπτων τον αριθμό των θεατών, που ήταν πάνω κάτω ίδιοι σε αριθμό και φάτσες την κάθε φορά.
Θυμάμαι, ευτυχώς, πολύ καλά την Εθνική που γνώρισα ως ρεπόρτερ μέσα από περιστασιακά ρεπορτάζ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ως σταθερός ρεπόρτερ που κατέγραφε τη ζωή, τη λειτουργία και τη δραστηριότητά της από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας.
Ε, αυτή την Εθνική φίλε μου εγώ δεν θέλω να την ξαναδώ να πατάει ελληνικό έδαφος. Και προσπαθώ να κάνω ότι μπορώ γι’ αυτό. Αντιλαμβάνομαι ως ευθύνη μου, ευθύνη όλων μας να είμαστε ειλικρινείς με την ομάδα που αγαπάμε, την ομάδα που σεβόμαστε, αυτήν που πονάμε. Να της λέμε την αλήθεια. Με τον σεβασμό και την αγάπη μας, καλόπιστα, αλλά την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Της οφείλουμε την καλόπιστη κριτική μας, το αντιλαμβάνομαι ως χρέος όλων μας. Οχι μόνο των media αλλά και όλης της κοινωνίας των ποδοσφαιρόφιλων. Δεν της προσφέρουμε υπηρεσία όταν της πουλάμε κακώς εννοούμενη προστασία, όταν λειτουργούμε σαν μασονία.
Εχω ορμήξει πολλές φορές εναντίον των ισοπεδωτικών κριτικών, μέσα στις οποίες κρυβόταν διαχρονικά ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης και εξήγησης για το “καφενείο” status που δεν άλλαζε ποτέ στο προφίλ της Εθνικής στην προ 2001 εποχή. Είναι εξίσου μεγάλο λάθος όμως να πάμε να σταθούμε στην ακριβώς απέναντι πλευρά και να τα βλέπουμε όλα “καλά και άγια”, να αντιλαμβανόμαστε κάθε εμφάνιση ως υπέροχη, να χαϊδεύουμε αφτιά και να σφίγγουμε χέρια. Αν την μάθουμε την Εθνική, ή έστω αν την “βοηθήσουμε” να μάθει να ικανοποιείται με τα λιγότερα, αυτή θα αρχίσει να στοχεύει και χαμηλότερα. Θα καταφέρουμε να γίνουμε μια κακή επιρροή, μια κακή συναναστροφή, που θα βοηθήσει την Εθνική να ξαναχαλάσει, να ξαναγίνει βέρα Ελληνίδα, να ξαναμικρύνει, να ξαναβρεί το ρεαλιστικό τυπικό ελληνικό μέγεθός της, το οποίο είναι σαφώς μικρότερο αυτού που έχει στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας.
Αν θέλουμε να παραμείνει ξένη με το ελληνικό περιβάλλον της, ξένη με το ελληνικό ποδόσφαιρο σε νοοτροπία, πρέπει να της επιφυλάσσουμε μια συμπεριφορά ξένη με την τυπική δική μας: να την χειροκροτάμε, να την υποστηρίζουμε, να είμαστε εκεί σε κάθε της φορά, να μη την αποδοκιμάζουμε ακραία, αλλά να την κριτικάρουμε, να είμαστε - με την καλή έννοια - αυστηροί και απαιτητικοί, να της υπογραμμίζουμε το λάθος με τον ίδιο μαρκαδόρο που υπογραμμίζουμε το σωστό.
Ολον αυτόν τον προβληματισμό τον αναπτύσσω απευθυνόμενος κυρίως προς τους συναδέλφους μου και προς τα μέλη της “υψηλής κοινωνίας” του ποδοσφαίρου, δηλαδή τους προπονητές και τους ποδοσφαιριστές που κρίνουν και αναλύουν τα παιχνίδια της Εθνικής. Ολοι εμείς είμαστε οι πρώτοι που κάνουν το λάθος. Και επειδή συμβαίνει συχνά να είμαστε εμείς που δίνουμε τον τόνο και σφυρίζουμε τον σκοπό του τραγουδιού που εξελίσσεται σε mainstream τραγούδι της επόμενης ημέρας των αγώνων, ας είμαστε πιο προσεκτικοί. Αν χαλάσει η Εθνική, θα είμαστε οι πρώτοι φέροντες την ευθύνη.
Δεν μου άρεσε η Εθνική, συγκριτικά με αυτό που έβαζα στο κεφάλι μου, στον δρόμο για το Καραϊσκάκη, ότι επρόκειτο να δω. Πέρα από καλύτερη ατομική απόδοση, πέρα από τα ζητήματα της ομαδικής τεχνικής και της ομαδικής λειτουργίας, περίμενα να δω περισσότερη ενέργεια, μεγαλύτερη εγρήγορση, μεγαλύτερη πείνα για τη νίκη, μεγαλύτερο “εγώ” υπεροχής έναντι του αντιπάλου, περισσότερα “φίλε δικό μου είναι το ματς, παράτα το” κότσια στο τερέν.
Οχι, δεν ζω με ψευδαισθήσεις, δεν περιμένω από την Εθνική να παίξει την ελληνική έκδοση του “τικι τακα” και να γοητεύσει την Ευρώπη με το ποδόσφαιρό της. Εχω συνείδηση και παγιωμένη αντίληψη σχετικά με το μέχρι που φτάνουν, διαχρονικά, οι δυνατότητες του εθνικού ποδοσφαίρου στο θέμα της ποιότητας του θεάματος. Εχω όμως και πολύ κακά, δύσκολα, γεμάτα μιζέρια, νεανικά βιώματα από την Εθνική ομάδα. Την θυμάμαι τον καιρό που πήγαινα ως “μικρέ τη μπάλα”, δηλαδή πρόγονος του ball boy στις προπονήσεις της και προσπαθούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου για ποιο λόγο οι ποδοσφαιριστές έρχονταν τόσο αργά και έφευγαν τόσο γρήγορα μετά τη λήξη των προπονήσεων, για ποιο λόγο βρίζονταν μεταξύ τους, γιατί δεν έμοιαζαν σε πνεύμα έστω με την ομάδα της γειτονιάς μου. Την θυμάμαι τον καιρό που μπορούσα να μετρήσω σε διάστημα μερικών δευτερολέπτων τον αριθμό των θεατών, που ήταν πάνω κάτω ίδιοι σε αριθμό και φάτσες την κάθε φορά.
Θυμάμαι, ευτυχώς, πολύ καλά την Εθνική που γνώρισα ως ρεπόρτερ μέσα από περιστασιακά ρεπορτάζ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ως σταθερός ρεπόρτερ που κατέγραφε τη ζωή, τη λειτουργία και τη δραστηριότητά της από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας.
Ε, αυτή την Εθνική φίλε μου εγώ δεν θέλω να την ξαναδώ να πατάει ελληνικό έδαφος. Και προσπαθώ να κάνω ότι μπορώ γι’ αυτό. Αντιλαμβάνομαι ως ευθύνη μου, ευθύνη όλων μας να είμαστε ειλικρινείς με την ομάδα που αγαπάμε, την ομάδα που σεβόμαστε, αυτήν που πονάμε. Να της λέμε την αλήθεια. Με τον σεβασμό και την αγάπη μας, καλόπιστα, αλλά την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Της οφείλουμε την καλόπιστη κριτική μας, το αντιλαμβάνομαι ως χρέος όλων μας. Οχι μόνο των media αλλά και όλης της κοινωνίας των ποδοσφαιρόφιλων. Δεν της προσφέρουμε υπηρεσία όταν της πουλάμε κακώς εννοούμενη προστασία, όταν λειτουργούμε σαν μασονία.
Εχω ορμήξει πολλές φορές εναντίον των ισοπεδωτικών κριτικών, μέσα στις οποίες κρυβόταν διαχρονικά ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης και εξήγησης για το “καφενείο” status που δεν άλλαζε ποτέ στο προφίλ της Εθνικής στην προ 2001 εποχή. Είναι εξίσου μεγάλο λάθος όμως να πάμε να σταθούμε στην ακριβώς απέναντι πλευρά και να τα βλέπουμε όλα “καλά και άγια”, να αντιλαμβανόμαστε κάθε εμφάνιση ως υπέροχη, να χαϊδεύουμε αφτιά και να σφίγγουμε χέρια. Αν την μάθουμε την Εθνική, ή έστω αν την “βοηθήσουμε” να μάθει να ικανοποιείται με τα λιγότερα, αυτή θα αρχίσει να στοχεύει και χαμηλότερα. Θα καταφέρουμε να γίνουμε μια κακή επιρροή, μια κακή συναναστροφή, που θα βοηθήσει την Εθνική να ξαναχαλάσει, να ξαναγίνει βέρα Ελληνίδα, να ξαναμικρύνει, να ξαναβρεί το ρεαλιστικό τυπικό ελληνικό μέγεθός της, το οποίο είναι σαφώς μικρότερο αυτού που έχει στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας.
Αν θέλουμε να παραμείνει ξένη με το ελληνικό περιβάλλον της, ξένη με το ελληνικό ποδόσφαιρο σε νοοτροπία, πρέπει να της επιφυλάσσουμε μια συμπεριφορά ξένη με την τυπική δική μας: να την χειροκροτάμε, να την υποστηρίζουμε, να είμαστε εκεί σε κάθε της φορά, να μη την αποδοκιμάζουμε ακραία, αλλά να την κριτικάρουμε, να είμαστε - με την καλή έννοια - αυστηροί και απαιτητικοί, να της υπογραμμίζουμε το λάθος με τον ίδιο μαρκαδόρο που υπογραμμίζουμε το σωστό.
Ολον αυτόν τον προβληματισμό τον αναπτύσσω απευθυνόμενος κυρίως προς τους συναδέλφους μου και προς τα μέλη της “υψηλής κοινωνίας” του ποδοσφαίρου, δηλαδή τους προπονητές και τους ποδοσφαιριστές που κρίνουν και αναλύουν τα παιχνίδια της Εθνικής. Ολοι εμείς είμαστε οι πρώτοι που κάνουν το λάθος. Και επειδή συμβαίνει συχνά να είμαστε εμείς που δίνουμε τον τόνο και σφυρίζουμε τον σκοπό του τραγουδιού που εξελίσσεται σε mainstream τραγούδι της επόμενης ημέρας των αγώνων, ας είμαστε πιο προσεκτικοί. Αν χαλάσει η Εθνική, θα είμαστε οι πρώτοι φέροντες την ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου