Συμβαίνει κάθε Κυριακή και μέχρι να ολοκληρωθούν οι
θέσεις (τέρμα, άμυνα, κέντρο, επίθεση). Πρόκειται για τη δική μας λίστα
με τους κορυφαίους στα μεγάλα πρωταθλήματα. Ποιοι, πως, γιατί; Τα
κριτήρια είναι οι τίτλοι, η διάρκεια καριέρας, η προσφορά, οι μαρτυρίες
(για τους πιο παλιούς), η δική μας αίσθηση (για όσους έχουμε δει). Η
αντίστροφη μέτρηση είναι φυσικά υποκειμενική, μιας και ο κάθε ένας από
εμάς θα μπορούσε να έχει τη δική του διαφορετική άποψη. Διαβάστε,
συμφωνείστε και πάνω απ' όλα διαφωνήστε: καταγράψτε τις επιλογές σας με
επιχειρήματα, έτσι για να περάσουμε όμορφα και ποδοσφαιρικά...
Ξεκινήσαμε με τους Γερμανούς τερματοφύλακες, πήγαμε στους πλάγιους μπακ (αριστεροί και δεξιοί), τους σέντερ μπακ (λίμπερο και στόπερ), τους κεντρικούς μέσους (6άρια, 8άρια, 10άρια) και τώρα πιάσαμε τους πλάγιους χαφ και τους εξτρέμ των Πάντσερ...
* Αυτή μάλλον είναι η πιο αδύναμη θέση (σε σχέση πάντα με τις άλλες) για το γερμανικό ποδόσφαιρο!
10. Ζίγκι Χελντ (1963-'81)
Εκανε σπουδαία καριέρα σε Κίκερς Οφενμπαχ και Ντόρτμουντ, παίζοντας με την ίδια άνεση σε τρεις θέσεις. Μπορούσε να γίνεται 10άρι, δεύτερος επιθετικός και πάνω απ' όλα εξτρέμ. Εγχώριο τίτλο δεν πανηγύρισε, αλλά το 1966 έφτασε με τη Μπορούσια στην κατάκτηση του Κυπελλούχων. Στην Εθνική δεν ήταν πάντα βασικός, καθώς έπεσε πάνω στον σπουδαίο Χέλμουτ Χάλερ. Ακόμα και έτσι όμως έφτασε τις 44 παρουσίες (5 γκολ), καθώς βρέθηκε στον χαμένο τελικό του Μουντιάλ του 1966 και στην 3η θέση το 1974.
9. Οτμαρ Βάλτερ (1941-'56)
Ο αδερφός του, ο Φριτς, είναι πραγματικός μύθος για το γερμανικό ποδόσφαιρο. Εκείνος ήταν σέντερ φορ, ενώ ο μικρότερος Οτμαρ έπαιζε ως πλάγιος επιθετικός σε σύστημα 2-3-5. Με την Εθνικη δεν έπαιξε όσες φορές ο μεγάλος, αλλά οι 20 παρουσίες του ήταν υπεραρκετές για να μείνει στην ιστορία. Από τα 10 γκολ που έβαλε με το εθνόσημο, τα τέσσερα τα σημείωσε στην πορεία προς το «Θαύμα της Βέρνης». Αυτή η απίθανη παγκόσμια κούπα του 1954 αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός μίας καριέρας που καθώς ξεκινούσε, τη βρήκε το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμα και έτσι όμως πρόλαβε να σκοράρει 336 φορές σε 321 αγώνες με την Καϊζερσλάουτερν.
8. Χάνσι Μίλερ (1975-'90)
Το γλυκό αριστερό του που έστελνε συστημένες σέντρες αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του. Τον περισσότερο καιρό φόρεσε τη φανέλα της Στουτγκάρδης, αλλά στα 80ς βρέθηκε και στο Καμπιονάτο με Ιντερ, Κόμο. Ισως να ήταν πιο πολύ 10άρι, αλλά έπαιζε κάλλιστα και στα πλάγια, δίχως όμως να είναι τόσο γρήγορος, μα πιο πολύ αρτίστας με τρομερό φαλτσαριστό σουτ και φάουλ. Το ιδιαίτερο ήταν πως δεν πανηγύρισε ποτέ του συλλογικό τίτλο. Ωστόσο, με τα Πάντσερ (42/ 5) σήκωσε το EURO του 1980 και δύο χρόνια αργότερα ηττήθηκε στον τελικό του Μουντιάλ.
*Πηγή: gazzetta.gr*
Ξεκινήσαμε με τους Γερμανούς τερματοφύλακες, πήγαμε στους πλάγιους μπακ (αριστεροί και δεξιοί), τους σέντερ μπακ (λίμπερο και στόπερ), τους κεντρικούς μέσους (6άρια, 8άρια, 10άρια) και τώρα πιάσαμε τους πλάγιους χαφ και τους εξτρέμ των Πάντσερ...
* Αυτή μάλλον είναι η πιο αδύναμη θέση (σε σχέση πάντα με τις άλλες) για το γερμανικό ποδόσφαιρο!
10. Ζίγκι Χελντ (1963-'81)
Εκανε σπουδαία καριέρα σε Κίκερς Οφενμπαχ και Ντόρτμουντ, παίζοντας με την ίδια άνεση σε τρεις θέσεις. Μπορούσε να γίνεται 10άρι, δεύτερος επιθετικός και πάνω απ' όλα εξτρέμ. Εγχώριο τίτλο δεν πανηγύρισε, αλλά το 1966 έφτασε με τη Μπορούσια στην κατάκτηση του Κυπελλούχων. Στην Εθνική δεν ήταν πάντα βασικός, καθώς έπεσε πάνω στον σπουδαίο Χέλμουτ Χάλερ. Ακόμα και έτσι όμως έφτασε τις 44 παρουσίες (5 γκολ), καθώς βρέθηκε στον χαμένο τελικό του Μουντιάλ του 1966 και στην 3η θέση το 1974.
9. Οτμαρ Βάλτερ (1941-'56)
Ο αδερφός του, ο Φριτς, είναι πραγματικός μύθος για το γερμανικό ποδόσφαιρο. Εκείνος ήταν σέντερ φορ, ενώ ο μικρότερος Οτμαρ έπαιζε ως πλάγιος επιθετικός σε σύστημα 2-3-5. Με την Εθνικη δεν έπαιξε όσες φορές ο μεγάλος, αλλά οι 20 παρουσίες του ήταν υπεραρκετές για να μείνει στην ιστορία. Από τα 10 γκολ που έβαλε με το εθνόσημο, τα τέσσερα τα σημείωσε στην πορεία προς το «Θαύμα της Βέρνης». Αυτή η απίθανη παγκόσμια κούπα του 1954 αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός μίας καριέρας που καθώς ξεκινούσε, τη βρήκε το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμα και έτσι όμως πρόλαβε να σκοράρει 336 φορές σε 321 αγώνες με την Καϊζερσλάουτερν.
8. Χάνσι Μίλερ (1975-'90)
Το γλυκό αριστερό του που έστελνε συστημένες σέντρες αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του. Τον περισσότερο καιρό φόρεσε τη φανέλα της Στουτγκάρδης, αλλά στα 80ς βρέθηκε και στο Καμπιονάτο με Ιντερ, Κόμο. Ισως να ήταν πιο πολύ 10άρι, αλλά έπαιζε κάλλιστα και στα πλάγια, δίχως όμως να είναι τόσο γρήγορος, μα πιο πολύ αρτίστας με τρομερό φαλτσαριστό σουτ και φάουλ. Το ιδιαίτερο ήταν πως δεν πανηγύρισε ποτέ του συλλογικό τίτλο. Ωστόσο, με τα Πάντσερ (42/ 5) σήκωσε το EURO του 1980 και δύο χρόνια αργότερα ηττήθηκε στον τελικό του Μουντιάλ.
7. Γίργκεν Γκραμπόφσκι (1965-'80)
Μπορούσε με την ίδια αποτελεσματικότητα να γίνει επιθετικός ή εξτρέμ και πέρασε όλη την καριέρα του στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Επειδή είχε εξίσου καλά και τα δύο πόδια, βρισκόταν άνετα και στις δύο πλευρές. Οδήγησε την ομάδα του στην πανηγύρισε το UEFA (1980) και δύο Κύπελλα. Με τη Νασιονάλμανσαφτ (44/ 5) βρέθηκε στην αποστολή του 1966 (2η θέση), δίχως όμως να αγωνιστεί, αλλά στη συνέχεια είχε σημαντικό ρόλο στην 3η θέση του 1970 και φυσικά στην κατάκτηση του 1974. Το ίδιο και στο νικηφόρο EURO του 1972.
Μπορούσε με την ίδια αποτελεσματικότητα να γίνει επιθετικός ή εξτρέμ και πέρασε όλη την καριέρα του στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης. Επειδή είχε εξίσου καλά και τα δύο πόδια, βρισκόταν άνετα και στις δύο πλευρές. Οδήγησε την ομάδα του στην πανηγύρισε το UEFA (1980) και δύο Κύπελλα. Με τη Νασιονάλμανσαφτ (44/ 5) βρέθηκε στην αποστολή του 1966 (2η θέση), δίχως όμως να αγωνιστεί, αλλά στη συνέχεια είχε σημαντικό ρόλο στην 3η θέση του 1970 και φυσικά στην κατάκτηση του 1974. Το ίδιο και στο νικηφόρο EURO του 1972.
6. Μεμέτ Σολ (1989-'07)
Στο ίδιο παιχνίδι τον έβλεπες να μετατρέπεται από 10άρι σε δεύτερο επιθετικό και μετά σε εξτρέμ. Δεν ήταν καθαρόαιμος πλάγιος επιθετικός, αλλά εκεί τον έστελνε συνήθως η παρουσία του Στέφαν Εφενμπεργκ στο κέντρο και λίγο πιο μπροστά. Διεισδυτικός, με ωραία πάσα, εξαιρετικά φαλτσαριστά σουτ και έφεση στο γκολ, έπαιξε 15 χρόνια στη Μπάγερν και μαζί με τον Ολιβερ Καν έχουν το ρεκόρ στη Γερμανία με οκτώ πρωταθλήματα. Επίσης σήκωσε πέντε Κύπελλα και ακόμα τόσα Λιγκ Καπ. Αν και ήταν στην ομάδα που το 1999 έχασε το Chmapions League με τον πιο απίθανο τρόπο, το γεύτηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα, όπως και το Διηπειρωτικό. Με την Εθνική (36/ 8) έζησε την καλύτερη του στιγμή στο νικηφόρο EURO του 1996.
Στο ίδιο παιχνίδι τον έβλεπες να μετατρέπεται από 10άρι σε δεύτερο επιθετικό και μετά σε εξτρέμ. Δεν ήταν καθαρόαιμος πλάγιος επιθετικός, αλλά εκεί τον έστελνε συνήθως η παρουσία του Στέφαν Εφενμπεργκ στο κέντρο και λίγο πιο μπροστά. Διεισδυτικός, με ωραία πάσα, εξαιρετικά φαλτσαριστά σουτ και έφεση στο γκολ, έπαιξε 15 χρόνια στη Μπάγερν και μαζί με τον Ολιβερ Καν έχουν το ρεκόρ στη Γερμανία με οκτώ πρωταθλήματα. Επίσης σήκωσε πέντε Κύπελλα και ακόμα τόσα Λιγκ Καπ. Αν και ήταν στην ομάδα που το 1999 έχασε το Chmapions League με τον πιο απίθανο τρόπο, το γεύτηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα, όπως και το Διηπειρωτικό. Με την Εθνική (36/ 8) έζησε την καλύτερη του στιγμή στο νικηφόρο EURO του 1996.
5. Χέλμουτ Χάλερ (1957-'79)
Ανοιξε και έκλεισε την πορεία του στην Αουγκσμπουργκ ως 10άρι, αλλά μεγαλούργησε στο Καμπιονάτο ως δεξιός εξτρέμ και λιγότερο ως οργανωτής. Φανταστικός ντριμπλαδόρος, πανέξυπνος και σούπερ ταλαντούχος, με υπέροχη σέντρα και κάθετη, θα μπορούσε να είχε κάνει ακόμα πιο μεγάλη καριέρα εάν δεν ήταν επιρρεπής στο φαγητό, με τα προβλήματα βάρους να τον ταλαιπωρούν συνεχώς. Ακόμα κι έτσι όμως έκανε το απίστευτο, να οδηγήσει τη Μπολόνια στο Σκουντέτο (1964) και να θεωρείται μέχρι σήμερα ο κορυφαίος στην ιστορία της. Αργότερα μετακόμισε στη Γιουβέντους, με την οποία πήρε ακόμα δύο πρωταθλήματα, αλλά ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών (1973) και του Εκθέσεων, δηλαδή τον προπομπό του UEFA (1971). Με την Εθνική (33/ 13) υπήρξε φιναλίστ του Μουντιάλ του 1966, όπου άνοιξε το σκορ στον τελικό, ενώ το 1970 τερμάτισε 3ος. Στην πατρίδα του ψηφίστηκε πέντε φορές κορυφαίος μέσος και τρεις φορές βρέθηκε υποψήφιος για τη «Χρυσή Μπάλα».
Ανοιξε και έκλεισε την πορεία του στην Αουγκσμπουργκ ως 10άρι, αλλά μεγαλούργησε στο Καμπιονάτο ως δεξιός εξτρέμ και λιγότερο ως οργανωτής. Φανταστικός ντριμπλαδόρος, πανέξυπνος και σούπερ ταλαντούχος, με υπέροχη σέντρα και κάθετη, θα μπορούσε να είχε κάνει ακόμα πιο μεγάλη καριέρα εάν δεν ήταν επιρρεπής στο φαγητό, με τα προβλήματα βάρους να τον ταλαιπωρούν συνεχώς. Ακόμα κι έτσι όμως έκανε το απίστευτο, να οδηγήσει τη Μπολόνια στο Σκουντέτο (1964) και να θεωρείται μέχρι σήμερα ο κορυφαίος στην ιστορία της. Αργότερα μετακόμισε στη Γιουβέντους, με την οποία πήρε ακόμα δύο πρωταθλήματα, αλλά ηττήθηκε στον τελικό του Πρωταθλητριών (1973) και του Εκθέσεων, δηλαδή τον προπομπό του UEFA (1971). Με την Εθνική (33/ 13) υπήρξε φιναλίστ του Μουντιάλ του 1966, όπου άνοιξε το σκορ στον τελικό, ενώ το 1970 τερμάτισε 3ος. Στην πατρίδα του ψηφίστηκε πέντε φορές κορυφαίος μέσος και τρεις φορές βρέθηκε υποψήφιος για τη «Χρυσή Μπάλα».
4. Χανς Σέφερ (1948-'65)
Μετά τον Βόλγκανγκ Οβερατ είναι -μαζί με τον Πιερ Λιτμπάρσκι- ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία της Κολωνίας, την οποία υπηρέτησε σε όλη την καριέρα του. Τρομερός ντριμπλέρ βρέθηκε έξω αριστερά στο 2-3-5 που ήταν τότε της μόδας και σκόραρε 254 γκολ σε 394 ματς με τους Τράγους. Αναντικατάστατος στην πορεία για το «Θαύμα της Βέρνης», σκόραρε τέσσερις φορές στην παρθενική κατάκτηση Μουντιάλ από τους Γερμανούς (συνολικά είχε 33 συμμ. και 15 γκολ). Πρόλαβε την γέννηση της Μπουντεσλίγκα στο ξεκίνημα των 60ς και οδήγησε την Κολωνία σε δύο πρωταθλήματα. Οι συμπατριώτες του τον ψήφισαν δύο σε δύο χρονιές ως κορυφαίο Γερμανό ποδοσφαιριστή γενικά.
3. Τόμας Χέσλερ (1984-'04)
Αξέχαστες παραμένουν οι κούρσες του με τις τρελές ντρίμπλες που τον έκαναν να μοιάζει με σβούρα-ανακατωσούρα των αντιπάλων. Ο κοντούλης που έπαιζε με την ίδια άνεσε ως 10άρι και δεξιός χαφ-εξτρέμ, έτρεχε ακατάπαυστα και βοηθούσε αμυντικά όσο κανείς άλλος σε αυτή την λίστα. Διέθετε τρομερή κάθετη, σούπερ εγκέφαλο και εξαιρετικές εκτελέσεις φάουλ. Ωστόσο, αν και έφτασε στην πηγή δύο φορές με την Κολωνία, πρωτάθλημα δεν πήρε ποτέ και ούτε και Κύπελλο (ηττήθηκε στον τελικό του UEFA το 1986). Βρέθηκε στη Γιουβέντους και τη Ρόμα και το 1994, ενώ τον ήθελαν μεγάλες ομάδες, έκανε την παράξενη επιλογή να πάει στην Καρλσρούη. Ο,τι όμως δεν γεύτηκε συλλογικά, το πέτυχε με την Εθνική (101/ 11), με την οποία πήρε Μουντιάλ (1990), EURO (1996) και έχασε ένα ακόμα Ευρωπαϊκό το 1992. Εκείνη ήταν μάλλον η κορυφαία χρονιά. Βρέθηκε στην MVP 11άδα της διοργάνωσης και ψηφίστηκε 4ος στη «Χρυσή Μπάλα». Γενικότερα οι συμπατριώτες του τον επέλεξαν δύο φορές ως κορυφαίο Γερμανό.
Μετά τον Βόλγκανγκ Οβερατ είναι -μαζί με τον Πιερ Λιτμπάρσκι- ο καλύτερος παίκτης στην ιστορία της Κολωνίας, την οποία υπηρέτησε σε όλη την καριέρα του. Τρομερός ντριμπλέρ βρέθηκε έξω αριστερά στο 2-3-5 που ήταν τότε της μόδας και σκόραρε 254 γκολ σε 394 ματς με τους Τράγους. Αναντικατάστατος στην πορεία για το «Θαύμα της Βέρνης», σκόραρε τέσσερις φορές στην παρθενική κατάκτηση Μουντιάλ από τους Γερμανούς (συνολικά είχε 33 συμμ. και 15 γκολ). Πρόλαβε την γέννηση της Μπουντεσλίγκα στο ξεκίνημα των 60ς και οδήγησε την Κολωνία σε δύο πρωταθλήματα. Οι συμπατριώτες του τον ψήφισαν δύο σε δύο χρονιές ως κορυφαίο Γερμανό ποδοσφαιριστή γενικά.
3. Τόμας Χέσλερ (1984-'04)
Αξέχαστες παραμένουν οι κούρσες του με τις τρελές ντρίμπλες που τον έκαναν να μοιάζει με σβούρα-ανακατωσούρα των αντιπάλων. Ο κοντούλης που έπαιζε με την ίδια άνεσε ως 10άρι και δεξιός χαφ-εξτρέμ, έτρεχε ακατάπαυστα και βοηθούσε αμυντικά όσο κανείς άλλος σε αυτή την λίστα. Διέθετε τρομερή κάθετη, σούπερ εγκέφαλο και εξαιρετικές εκτελέσεις φάουλ. Ωστόσο, αν και έφτασε στην πηγή δύο φορές με την Κολωνία, πρωτάθλημα δεν πήρε ποτέ και ούτε και Κύπελλο (ηττήθηκε στον τελικό του UEFA το 1986). Βρέθηκε στη Γιουβέντους και τη Ρόμα και το 1994, ενώ τον ήθελαν μεγάλες ομάδες, έκανε την παράξενη επιλογή να πάει στην Καρλσρούη. Ο,τι όμως δεν γεύτηκε συλλογικά, το πέτυχε με την Εθνική (101/ 11), με την οποία πήρε Μουντιάλ (1990), EURO (1996) και έχασε ένα ακόμα Ευρωπαϊκό το 1992. Εκείνη ήταν μάλλον η κορυφαία χρονιά. Βρέθηκε στην MVP 11άδα της διοργάνωσης και ψηφίστηκε 4ος στη «Χρυσή Μπάλα». Γενικότερα οι συμπατριώτες του τον επέλεξαν δύο φορές ως κορυφαίο Γερμανό.
2. Πιερ Λιτμπάρσκι (1978-'97)
Ο «Διάβολος» υπήρξε εκπληκτικός ντριμπλέρ (ίσως ο κορυφαίος τέτοιος στη Γερμανία) που του άρεσε εκτός από τέλειες σέντρες, να συγκλίνει και να σκοράρει κατά μέτωπο. Το έκανε συχνά, το ήξεραν οι αντίπαλοι του, αλλά δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν. Ετσι έφτασε τα 135 γκολ σε 500 ματς κυρίως με την Κολωνία, με την οποία τερμάτισε τρεις φορές 2ος στη Μπουντεσλίγκα. Πάιζοντας στην αντίθετη πλευρά από τον Τόμας Χέσλερ, έκαναν τρελά πράγματα με τους Τράγους, αλλά έχασαν το UEFA του 1986. Τουλάχιστον μπόρεσε να πάρει ένα πάρει ένα Κύπελλο. Αποζημιώθηκε όμως με το παραπάνω από στην Εθνική (73/ 18). Βρέθηκε σε τρεις τελικούς Μουντιάλ (1982 και 1990 βασικός, το 1986 στον πάγκο) και το σήκωσε στα γήπεδα της Ιταλίας. Δύο φορές καλύτερος Γερμανός ποδοσφαιριστής, το 1982 ήταν 7ος για τη «Χρυσή Μπάλα».
Ο «Διάβολος» υπήρξε εκπληκτικός ντριμπλέρ (ίσως ο κορυφαίος τέτοιος στη Γερμανία) που του άρεσε εκτός από τέλειες σέντρες, να συγκλίνει και να σκοράρει κατά μέτωπο. Το έκανε συχνά, το ήξεραν οι αντίπαλοι του, αλλά δεν μπορούσαν να τον σταματήσουν. Ετσι έφτασε τα 135 γκολ σε 500 ματς κυρίως με την Κολωνία, με την οποία τερμάτισε τρεις φορές 2ος στη Μπουντεσλίγκα. Πάιζοντας στην αντίθετη πλευρά από τον Τόμας Χέσλερ, έκαναν τρελά πράγματα με τους Τράγους, αλλά έχασαν το UEFA του 1986. Τουλάχιστον μπόρεσε να πάρει ένα πάρει ένα Κύπελλο. Αποζημιώθηκε όμως με το παραπάνω από στην Εθνική (73/ 18). Βρέθηκε σε τρεις τελικούς Μουντιάλ (1982 και 1990 βασικός, το 1986 στον πάγκο) και το σήκωσε στα γήπεδα της Ιταλίας. Δύο φορές καλύτερος Γερμανός ποδοσφαιριστής, το 1982 ήταν 7ος για τη «Χρυσή Μπάλα».
1. Χέλμουτ Ραν (1951-'65)
Γρήγορος, δυνατός, με ασταμάτητο τρέξιμο, ήταν ο απόλυτος ηγέτης. Τον αποκάλεσαν «Αφεντικό» και ως τέτοιο οδήγησε τη Δυτική Γερμανία στο «Θαύμα της Βέρνης». Τι παραπάνω δηλαδή θα μπορούσε να κάνει απ' όσα έφτιαξε στον τελικό του Μουντιάλ το 1954 κόντρα στην αήττητη υπερομάδα της Ουγγαρίας; Παίζοντας ως δεξιός εξτρέμ, έβαλε δύο γκολ και έδωσε την ασίστ για το τρίτο στη νίκη με 3-2! Σε συλλογικό επίπεδο πήρε πρωτάθλημα και Κύπελλο με τη Ροτ Βάις Εσεν που εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο μέγεθος. Με την Εθνική (40/ 21) πήγε στα ημιτελικά και του επόμενου Μουντιάλ, ενώ συνολικά στην καριέρα του σκόραρε 145 φορές σε περίπου 400 αγώνες.
Γρήγορος, δυνατός, με ασταμάτητο τρέξιμο, ήταν ο απόλυτος ηγέτης. Τον αποκάλεσαν «Αφεντικό» και ως τέτοιο οδήγησε τη Δυτική Γερμανία στο «Θαύμα της Βέρνης». Τι παραπάνω δηλαδή θα μπορούσε να κάνει απ' όσα έφτιαξε στον τελικό του Μουντιάλ το 1954 κόντρα στην αήττητη υπερομάδα της Ουγγαρίας; Παίζοντας ως δεξιός εξτρέμ, έβαλε δύο γκολ και έδωσε την ασίστ για το τρίτο στη νίκη με 3-2! Σε συλλογικό επίπεδο πήρε πρωτάθλημα και Κύπελλο με τη Ροτ Βάις Εσεν που εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο μέγεθος. Με την Εθνική (40/ 21) πήγε στα ημιτελικά και του επόμενου Μουντιάλ, ενώ συνολικά στην καριέρα του σκόραρε 145 φορές σε περίπου 400 αγώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου