Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Το τέλος του Τσάβι στην Μπαρτσελόνα!!

Ο Βασίλης Σαμπράκος βλέπει τον Τσάβι να ζυγίζει την απόφαση της αποχώρησης και γράφει για την σκληρή μοίρα του ποδοσφαιριστή, που αναγκάζεται να ζει από τα 40 με την ιδέα ότι τελείωσε η καλή ζωή του  
Διαβάζω σε κάθε ευκαιρία όσα δηλώνει τον τελευταίο καιρό ο Τσάβι, ο οποίος έδωσε ακόμη μια συνέντευξη στην “El Mundo”, απ' όπου και η φωτογραφία, με την ευκαιρία της συμμετοχής νούμερο 700 με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Καταλαβαίνω ότι ζει μια σεζόν κατά της οποίας τη διάρκεια μετρά τις δυνάμεις, το κουράγιο του σώματός του, κυρίως αυτό, κοιτάζει την στατιστική απεικόνιση των ατομικών επιδόσεών του στο παιχνίδι, παρακολουθεί τα αποτελέσματα του οργανισμού του σε κάθε μέτρηση και προσπαθεί να κατανοήσει αν είναι ή όχι γι' αυτόν δυνατό να μείνει μέχρι τέλους στην αγαπημένη του Μπάρτσα ως ένα σημαντικό και ενεργό μέλος της διασημότερης ποδοσφαιρικής μπάντας στον πλανήτη κι όχι ως ένα αξιοθέατο του παρελθόντος του.
Ολα αυτά είναι πολύ λογικό να έχουν αρχίσει να γυρίζουν στο κεφάλι ενός ποδοσφαιριστή που το επόμενο Σάββατο κλείνει τα 34 του χρόνια και διανύει ως στιγμής μια σεζόν πιο μέτρια από τις προηγούμενες.
Ο προβληματισμός που φανερώνεται στον δημόσιο λόγο του, η “θέλω να τελειώσω στην Μπάρτσα, αλλά είναι δύσκολο επειδή είναι δύσκολο να μείνω στο επίπεδό της μέχρι το τέλος της καριέρας μου” σκέψη προδίδει έναν ποδοσφαιριστή που δεν θέλει να δει το τέλος του στα 35 ή τα 36. Εναν άντρα που έχει αφήσει αφηρημένο στο μυαλό του το τέλος αυτής της επαγγελματικής καριέρας. Εναν ποδοσφαιριστή που νιώθει ακόμη την ανάγκη να παίζει ποδόσφαιρο και όχι απλώς δεν βιάζεται να βγάλει τα ποδοσφαιρικά παπούτσια αλλά αντίθετα κάνει ήδη σκέψεις περί της προοπτικής να παίζει μπάλα για 5-6 χρόνια ακόμη και να φορά τη φανέλα ενός συλλόγου που θα τον κάνει να νιώθει και τότε σημαντικός.
Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά ανθρώπινη συνέντευξή του προχθές ο Ζοσέ Μουρίνιο εξηγούσε στην London Standard ότι είναι στοίχημα γι' αυτόν να καταφέρει να πείσει τα παιδιά που βρήκε μεγαλωμένα στο Λονδίνο κατά την επιστροφή στην Τσέλσι, τον Λάμπαρντ, τον Τέρι και τον Κόουλ ότι μπορούν να είναι και να παραμείνουν σημαντικοί και αποφασιστικοί για την ομάδα κι ας παίζουν λιγότερο επειδή δεν έχουν πια την ίδια ποσότητα ενέργειας στην ποδοσφαιρική μπαταρία.
Ολο αυτό μοιάζει ξένο στα αφτιά και το μυαλό του επαγγελματία που ασκεί ένα επάγγελμα με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Στα συνηθισμένα επαγγέλματα το τέλος έρχεται, ή τουλάχιστον προ οικονομικής κρίσης ερχόταν για έναν άντρα σε μια ηλικία που ήταν/είναι έτοιμος να το δεχθεί ή και να το επιδιώξει προκειμένου να ξεκουραστεί. Το τέλος έρχεται κοντά εκεί που η ψυχή και το σώμα έχουν κουραστεί, μάλιστα συχνά αυτό συμβαίνει και καθυστερημένα. Με τους ποδοσφαιριστές όμως δεν είναι έτσι. Η δική τους κρίση, όταν έρχεται η ώρα να αλλάξουν επάγγελμα, είναι πολύ μεγαλύτερη και έντονη από την όποια κρίση μπορεί να περνά ένας άντρας στα 40+, δηλαδή στη φάση που προσπαθεί να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι έχει πει αντίο στην προηγούμενη, τη δυνατή – τουλάχιστον βιολογικά – έκδοση του εαυτού του.
Ολη αυτή η σκέψη μου θυμίζει ένα από τα πιο δυνατά βιώματα που είχα επαγγελματικά, παρακολουθώντας ένα σωρό ποδοσφαιριστές να φτάνουν στην στιγμή που κλείνουν τον κύκλο και αποχωρούν. Θυμάμαι πάντα τους λυγμούς του Βασίλη Δημητριάδη τον καιρό που αποφάσιζε να σκοτώσει τον ποδοσφαιριστή από μέσα του μολονότι βιολογικά του απέμεναν αρκετά χρόνια για να συνεχίσει. Στα 30 του αποφάσιζε να κόψει τη μπάλα (τελικώς έπαιξε για ακόμη έναν χρόνο στον Αρη) επειδή ένιωθε ότι δεν μπορούσε πια να αποδώσει στο επίπεδο της ΑΕΚ. Ενας 30αρης που έως και τρία χρόνια πίσω είχε μάθει να ζει σηκωμένος στα χέρια των οπαδών της ΑΕΚ και χιλιοτραγουδισμένος στα συνθήματά τους έπρεπε να πάρει μέσα σε ένα καλοκαίρι, ακόμη σε ηλικία ακμής, μια από τις πιο σκληρές αποφάσεις της ζωής.
Περίπου έναν μήνα πίσω, σε μια ευλογημένη στιγμή μιας ολιγόλεπτης συναναστροφής με τον Γκιόργκι Χάτζι, ρώτησα τον 49χρονο σήμερα “Μαραντόνα των Βαλκανίων” πώς συνηθίζει κανείς στην ιδέα της απόσυρσης, ώστε να μπορεί να συνεχίζει να νιώθει το ίδιο ενεργός και όχι απόμαχος, συνταξιούχος της ζωής. “Δώδεκα χρόνια τώρα ψάχνω την απάντηση”, ήταν η πρώτη αντίδραση με ένα σκληρό χαμόγελο για δεύτερη. “Δεν μας αφήνουν οι αναμνήσεις να τις υπερβούμε. Κι είστε και όλοι εσείς για να μας θυμίζετε καθημερινά, προτού ακόμη φτάσουμε τα 40, ότι είμαστε παλαίμαχοι. Κάποια στιγμή απλώς αποδέχεσαι ότι, εφόσον δεν μπορείς να το ξεπεράσεις, πρέπει να εξοικειωθείς και να ζήσεις μ' αυτό, με τη σκέψη ότι έζησες το καλύτερο μέρος της ζωής πολύ νωρίς”.
Πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: