Σε μεγάλη συνέντευξή του σε ινδική ιστοσελίδα, ο Έλληνας μέσος χαρακτήρισε «πρόκληση» την απόφαση να παίξει εκεί. Κι αφού χαρακτήρισε τιμή του που έγινε αρχηγός της Μπενφίκα (και αποκάλυψε ότι είχε προτάσεις από Τσέλσι, Ατλέτικο και Βιγιαρεάλ) απάντησε για το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα.
Τόνισε λοιπόν ότι ο Ρεχάγκελ -με τη στήριξη του Ρεχάγκελ- την άλλαξε ριζικά, αντιπαρέταξε στην κριτική ότι παίζουμε βαρετό ποδόσφαιρο το ότι είμαστε μια μικρή χώρα που δε διαθέτει έναν Μέσι ή Ρονάλντο και στάθηκε σε αυτό που, κατά τη γνώμη του, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ποδοσφαίρου μας:
Ότι οι φίλαθλοι δεν αγαπούν όσο πρέπει το ποδόσφαιρο και νοιάζονται πολύ περισσότερο για το αποτέλεσμα.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Κατσουράνη
Τι σε τράβηξε στην Ινδία ώστε να θέλεις να έρθεις εδώ και να παίξεις ποδόσφαιρο σ’ αυτή την ομάδα;
«Η ιδέα να έρθω εδώ ήταν κακή. Η σεζόν δεν είναι μεγάλη και αυτό ήταν σημαντικό. Είναι κάτι καινούργιο στη ζωή μου, μια νέα πρόκληση. Μ’ αρέσει ήδη εδώ, είναι 2-3 μέρες από τότε που ήρθα. Ήμουν στο Μουμπάι και τώρα είμαι εδώ στο Δελχί και δεν νιώθω καθόλου περίεργα. Πριν έρθω εδώ δεν είχα διαβάσει για το ποδόσφαιρο της Ινδίας, αλλά τώρα είναι κάτι καινούργιο για όλους μας.
Όλοι εδώ θέλουν να βελτιωθούν, αλλά θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να γίνει αυτό. Πρέπει να κάνεις μια καλή βάση, οι ομάδες θα πρέπει να έχουν δικά τους προπονητικά κέντρα και να παίζουν περισσότεροι παίκτες στην Ευρώπη. Στο ποδόσφαιρο η οργάνωση είναι σημαντική, ακόμα περισσότερο απ’ όσα συμβαίνουν στο γήπεδο».
Είσαι ο μόνος παίκτης στο πρωτάθλημα που έχει παίξει στο Μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία. Πώς ήταν η εμπειρία;
«Καταρχάς, ως ομάδα θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει καλύτερα. Αν είχαμε περισσότερα ψυχικά αποθέματα, θα μπορούσαμε να έχουμε προκριθεί στην επόμενη φάση. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα δώσαμε όλα για να περάσουμε και πιστεύω ότι το αξίζαμε. Αλλά όταν το παιχνίδι με την Κόστα Ρίκα πήγε στα πέναλτι, έφτασε στο 50-50 και ήταν η μέρα του τερματοφύλακά τους.
Σε όλα τα παιχνίδια όμως παίξαμε καλό ποδόσφαιρο και δώσαμε τα πάντα στο γήπεδο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα για μας. Ως παίκτης ονειρεύεσαι να παίξεις με τη χώρα σου στο Παγκόσμιο Κύπελλο, ειδικά στη Βραζιλία -μια χώρα γνωστή για το ποδόσφαιρό της».
Έπαιξες στην Πορτογαλία με τη φανέλα της Μπενφίκα για τρία χρόνια. Πώς ήταν το πέρασμά σου από ‘κει;
«Πήγα στην Μπενφίκα επειδή ήταν ένας μεγάλος σύλλογος στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο και κάθε παίκτης θα ήθελε να παίξει σε μια τέτοια ομάδα. Το επίπεδο στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο είναι γενικά πολύ καλό και γι’ αυτό αποφάσισα να πάω εκεί. Επίσης, έχω μια πολύ καλή σχέση με τους οπαδούς εκεί και εκτιμούν όλα όσα έκανα για το σύλλογο στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί -όχι μόνο ως παίκτης, αλλά και ως άτομο.
Όταν ήμουν στην Μπενφίκα οι εμφανίσεις μου δεν πέρασαν απαρατήρητες. Είχα προσφορές από άλλες μεγαλύτερες ομάδες, όπως οι Τσέλσι, Ατλέτικο Μαδρίτης και Βιγιαρεάλ. Όμως δε με άφησαν να φύγω. Στη διάρκεια της τελευταίας μου σεζόν εκεί είχα την ευκαιρία να γίνω αρχηγός, κάτι που θεωρώ ότι ήταν μια τεράστια τιμή. Ήταν μια δυνατή σχέση και ακόμα μιλάω με παίκτες από εκείνη την ομάδα».
Η κατάκτηση του Euro 2004 από την Ελλάδα είναι μια από τις πιο εκπληκτικές ιστορίες στο ποδόσφαιρο. Πες μια για τη διοργάνωση και τον προπονητή σου, Ότο Ρεχάγκελ…
«Ο Ότο Ρεχάγκελ άλλαξε τα πάντα στην εθνική ομάδα, μαζί με τον πρόεδρο της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, Βασίλη Γκαγκάτση. Βασικά ο πρόεδρος άφηνε τον Ρεχάγκελ ν’ αποφασίζει τι ήθελε να κάνει, του έδωσε τα κλειδιά της ομάδας, αν θέλετε.
Ήταν ένας τυπικός, έξυπνος Γερμανός προπονητής κι έφερε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τη γερμανική φιλοσοφία. Ήταν πολύ πετυχημένος στο να κάνει την εθνική μια ομάδα που να παίζει ως σύλλογος. Όταν κερδίσαμε το Euro στην Πορτογαλία, είχαμε μια πολύ δυνατή ομάδα. Το να κατακτήσουμε το τρόπαιο ήταν μια μεγάλη στιγμή για μας. Στα 12 χρόνια μου στην Εθνική γίναμε πιο πετυχημένοι απ’ όσο θα ονειρευόμουν».
Ναι, αλλά οι Έλληνες έχουν δεχθεί έντονη κριτική για το στιλ παιχνιδιού τους (ή για την έλλειψή του) μέσα στα χρόνια…
«Είναι δεκτή. Η Ελλάδα δεν είναι σαν τη Βραζιλία, όπου όλοι παίζουν ποδόσφαιρο. Είμαστε μια μικρότερη χώρα, περίπου 11 εκατ. ανθρώπων. Όσοι μας κριτικάρουν για το στιλ παιχνιδιού μας, πρέπει να λάβουν υπόψη αυτόν τον παράγοντα. Ίσως να είμαστε μια βαρετή ομάδα, αλλά δεν έχουμε έναν Μέσι ή έναν Ρονάλντο. Πρέπει να τα καταφέρνουμε με τις δικές μας δυνάμεις, να ενισχύουμε τα χαρακτηριστικά που έχουμε και να παίζουμε με περισσότερη ψυχή, να παίζουμε ο ένας για τον άλλον.
Πάντα προσπαθούσαμε να παίξουμε ως ομάδα και το κάναμε πετυχημένα. Νομίζω ότι κάθε χώρα πρέπει να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές της. Παρεμπιπτόντως, προσπαθούμε να παίξουμε λίγο πιο επιθετικά τώρα και βελτιωνόμαστε κάθε χρόνο. Το φυσιολογικό όμως στο ποδόσφαιρο είναι να παίζεις ανάλογα με τους παίκτες που έχεις».
Ποια είναι η τωρινή κατάσταση του ελληνικού ποδοσφαίρου, ειδικά με την οικονομική κρίση στη χώρα;
«Τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλά, αλλά κάθε χρόνο όλοι προσπαθούν να βελτιώνονται. Νομίζω ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο χρειάζεται περισσότερη αγάπη για το παιχνίδι. Οι φίλαθλοι δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο όπως πρέπει, νοιάζονται μόνο για το αποτέλεσμα -είτε χάνουν, είτε νικούν. Η οργάνωση του ποδόσφαιρου επίσης μπορεί να βελτιωθεί. Με την οικονομική κρίση στη χώρα, βλέπουμε περισσότερους νέους Έλληνες παίκτες στις ομάδες, επειδή δεν υπάρχουν λεφτά για να φέρουν ποδοσφαιριστές από άλλες ευρωπαϊκές ομάδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου