Ωστόσο όταν o Λένιν και οι Μπολσεβίκοι πήραν τον έλεγχο κατάλαβαν πως
σε περίπτωση που ποινικοποιούσαν το ποδόσφαιρο θα έχαναν μία σημαντική
δύναμη, με αποτέλεσμα αντί να πάνε εναντίον του να προσπαθήσουν να
κινήσουν αυτοί τα νήματα στον χώρο.
Τη δεκαετία του 1920 οι τέσσερις καλύτερες ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης είχαν έδρα τη Μόσχα και ελέγχονταν από συγκεκριμένες κρατικές μονάδες. Η Λοκομοτίβ Μόσχας από το υπουργείο των σιδηροδρόμων, η Τορπέντο Μόσχας από την αυτοκινητοβιομηχανία της ΖΙΛ, η ΤΣΝΤΚΑ Μόσχας θεωρείτο η ομάδα του κόκκινου στρατού, ενώ η Ντινάμο Μόσχας βρισκόταν στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών της Σοβιετικής Ένωσης και πιο συγκεκριμένα του Λαβρέντι Μπέρια, ανώτατου στελέχους της KGB.
Το 1934 όμως ένας μικρός σύλλογος από τη Μόσχα με το όνομα Πρέσνια, μετέτρεψε το όνομά του σε Σπαρτάκ Μόσχας. Τα ηνία του συλλόγου κρατούσε ο Νικολάι Στάροστιν, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός της Σοβιετικής Εθνικής ομάδας τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο χόκεϊ επί πάγου. Η Σπαρτάκ άρχιζε σιγά σιγά υπό τον Στάροστιν να αυξάνει τη δύναμή της τη δεκαετία του 1930 και να κοντράρει ολοένα και περισσότερο τις τέσσερις ομάδες που ελέγχονταν από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Ένα σημαντικό στοιχείο που όξυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση ήταν η έχθρα που υπήρχε μεταξύ του Μπέρια και του Στάροστιν από την εποχή που ο Μπέρια αγωνιζόταν ως ποδοσφαιριστής. Ο Στάροστιν ανέκαθεν τον αποκαλούσε βρώμικο παίκτη με αποτέλεσμα αυτή η κόντρα να μεταφερθεί αργότερα και ανάμεσα στις ομάδες τους. Αυτή έφτασε στο ανώτατο σημείο της στα τέλη εκείνης της δεκαετίας και πιο συγκεκριμένα το 1939. Τότε η Σπαρτάκ όδευε ολοταχώς για το νταμπλ και στα ημιτελικά του κυπέλλου είχε κληθεί να αντιμετωπίσει την Ντινάμο.
Η Σπαρτάκ επικράτησε παίρνοντας το εισιτήριο για τον τελικό, ωστόσο ο Μπέρια, ως ηγέτης των μυστικών υπηρεσιών του κομμουνιστικού καθεστώτος διέταξε το παιχνίδι να επαναληφθεί. Η αναμέτρηση όντως έλαβε χώρα για δεύτερη φορά με τη Σπαρτάκ να επικρατεί ξανά. Ο Μπέρια έξαλλος δεν μπορούσε να το… χωνέψει με αποτέλεσμα να αντιδράσει οργισμένα σπάζοντας καθίσματα σε μία έξαλλη κατάσταση. Τρία χρόνια αργότερα όμως όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1942, ο Μπέρια διέταξε τη σύλληψη του Στάροστιν και των αδερφών του. Η ποινή ήταν δεκαετής κράτηση στα Γκουλάγκ, όπου ο Στάροστιν αποτέλεσε ως γνωστό πρόσωπο αντικείμενο θαυμασμού από τους υπόλοιπους φυλακισμένους.
Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε από την κομμουνιστική Σοβιετική ένωση ως ένα αντίβαρο στον καπιταλισμό. Ωστόσο εκτός από αυτό το ποδόσφαιρο φάνηκε να χωρίζει και τα ίδια τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Το 1952 οι διαφορές μεταξύ του Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Τίτο με τον Στάλιν μεταφέρθηκαν και σε ποδοσφαιρικό επίπεδο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης με την πρώτη να παίρνει τη νίκη σε μία αναμέτρηση για το ολυμπιακό τουρνουά στο Ελσίνκι, κάτι που δυσαρέστησε αρκετά τον Στάλιν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διατάξει τη διάλυση της ΤΣΝΤΚΑ Μόσχας, από την οποία προέρχονταν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές που επάνδρωναν την Εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Αργότερα αυτή επανενώθηκε αποκτώντας το σημερινό της όνομα, ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Πέρα ωστόσο από τη Σοβιετική Ένωση, το ποδόσφαιρο έπαιζε σημαντικό ρόλο και σε άλλες χώρες με κομμουνιστικά καθεστώτα. Τη δεκαετία του 1950 στην κομμουνιστική Ουγγαρία το ποδόσφαιρο γνώριζε μεγάλες δόξες υπό το βλέμμα του σταλινικού ηγέτη Ματίας Ρακόσι. Εκείνη την εποχή η Εθνική ομάδα της χώρας διαθέτοντας στην αποστολή τον μεγάλο Φέρενς Πούσκας πέταγε από επιτυχία σε επιτυχία. Το 1954 μετά την τεράστια επικράτηση με 6-3 επί της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ, η Ουγγαρία βάδιζε ολοταχώς για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ωστόσο η ήττα από τη Δυτική Γερμανία έβαλε τέλος στα όνειρα των Μαγυάρων, αλλά και σε αυτά του Ρακόσι, ο οποίος ήλπιζε πως μία τέτοια επιτυχία θα έριχνε τους τόνους του ουγγρικού λαού, ο οποίος είχε αρχίσει να αντιδρά με διαδηλώσεις εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Η επιστροφή της αποστολής της Εθνικής Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη αναμενόταν επεισοδιακή, ωστόσο ο Ρακόσι διαβεβαίωσε τους πάντες πως η κατάσταση θα ήταν υπό έλεγχο. Κατά την επιστροφή ο τερματοφύλακας Γκρόσικς κατηγορήθηκε σφόδρα για την ήττα καθώς επίσης εισέπραξε και τα πυρά ότι δήθεν λειτουργούσε ως κατάσκοπος των Δυτικών. Ο Γκρόσικς κινδύνεψε ακόμη και με την ποινή του θανάτου για κατασκοπεία, ωστόσο η κατηγορίες άρθηκαν, αλλά αυτό δεν σταμάτησε το κομμουνιστικό καθεστώς από το να τον απελάσσουν από την Ουγγαρία.
ΠΗΓΗ: Othersidefootball.com
Τη δεκαετία του 1920 οι τέσσερις καλύτερες ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης είχαν έδρα τη Μόσχα και ελέγχονταν από συγκεκριμένες κρατικές μονάδες. Η Λοκομοτίβ Μόσχας από το υπουργείο των σιδηροδρόμων, η Τορπέντο Μόσχας από την αυτοκινητοβιομηχανία της ΖΙΛ, η ΤΣΝΤΚΑ Μόσχας θεωρείτο η ομάδα του κόκκινου στρατού, ενώ η Ντινάμο Μόσχας βρισκόταν στα χέρια των μυστικών υπηρεσιών της Σοβιετικής Ένωσης και πιο συγκεκριμένα του Λαβρέντι Μπέρια, ανώτατου στελέχους της KGB.
Το 1934 όμως ένας μικρός σύλλογος από τη Μόσχα με το όνομα Πρέσνια, μετέτρεψε το όνομά του σε Σπαρτάκ Μόσχας. Τα ηνία του συλλόγου κρατούσε ο Νικολάι Στάροστιν, ο οποίος είχε διατελέσει αρχηγός της Σοβιετικής Εθνικής ομάδας τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο χόκεϊ επί πάγου. Η Σπαρτάκ άρχιζε σιγά σιγά υπό τον Στάροστιν να αυξάνει τη δύναμή της τη δεκαετία του 1930 και να κοντράρει ολοένα και περισσότερο τις τέσσερις ομάδες που ελέγχονταν από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Ένα σημαντικό στοιχείο που όξυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση ήταν η έχθρα που υπήρχε μεταξύ του Μπέρια και του Στάροστιν από την εποχή που ο Μπέρια αγωνιζόταν ως ποδοσφαιριστής. Ο Στάροστιν ανέκαθεν τον αποκαλούσε βρώμικο παίκτη με αποτέλεσμα αυτή η κόντρα να μεταφερθεί αργότερα και ανάμεσα στις ομάδες τους. Αυτή έφτασε στο ανώτατο σημείο της στα τέλη εκείνης της δεκαετίας και πιο συγκεκριμένα το 1939. Τότε η Σπαρτάκ όδευε ολοταχώς για το νταμπλ και στα ημιτελικά του κυπέλλου είχε κληθεί να αντιμετωπίσει την Ντινάμο.
Η Σπαρτάκ επικράτησε παίρνοντας το εισιτήριο για τον τελικό, ωστόσο ο Μπέρια, ως ηγέτης των μυστικών υπηρεσιών του κομμουνιστικού καθεστώτος διέταξε το παιχνίδι να επαναληφθεί. Η αναμέτρηση όντως έλαβε χώρα για δεύτερη φορά με τη Σπαρτάκ να επικρατεί ξανά. Ο Μπέρια έξαλλος δεν μπορούσε να το… χωνέψει με αποτέλεσμα να αντιδράσει οργισμένα σπάζοντας καθίσματα σε μία έξαλλη κατάσταση. Τρία χρόνια αργότερα όμως όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη, και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1942, ο Μπέρια διέταξε τη σύλληψη του Στάροστιν και των αδερφών του. Η ποινή ήταν δεκαετής κράτηση στα Γκουλάγκ, όπου ο Στάροστιν αποτέλεσε ως γνωστό πρόσωπο αντικείμενο θαυμασμού από τους υπόλοιπους φυλακισμένους.
Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε από την κομμουνιστική Σοβιετική ένωση ως ένα αντίβαρο στον καπιταλισμό. Ωστόσο εκτός από αυτό το ποδόσφαιρο φάνηκε να χωρίζει και τα ίδια τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Το 1952 οι διαφορές μεταξύ του Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Τίτο με τον Στάλιν μεταφέρθηκαν και σε ποδοσφαιρικό επίπεδο μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης με την πρώτη να παίρνει τη νίκη σε μία αναμέτρηση για το ολυμπιακό τουρνουά στο Ελσίνκι, κάτι που δυσαρέστησε αρκετά τον Στάλιν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να διατάξει τη διάλυση της ΤΣΝΤΚΑ Μόσχας, από την οποία προέρχονταν οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές που επάνδρωναν την Εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Αργότερα αυτή επανενώθηκε αποκτώντας το σημερινό της όνομα, ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Πέρα ωστόσο από τη Σοβιετική Ένωση, το ποδόσφαιρο έπαιζε σημαντικό ρόλο και σε άλλες χώρες με κομμουνιστικά καθεστώτα. Τη δεκαετία του 1950 στην κομμουνιστική Ουγγαρία το ποδόσφαιρο γνώριζε μεγάλες δόξες υπό το βλέμμα του σταλινικού ηγέτη Ματίας Ρακόσι. Εκείνη την εποχή η Εθνική ομάδα της χώρας διαθέτοντας στην αποστολή τον μεγάλο Φέρενς Πούσκας πέταγε από επιτυχία σε επιτυχία. Το 1954 μετά την τεράστια επικράτηση με 6-3 επί της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ, η Ουγγαρία βάδιζε ολοταχώς για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ωστόσο η ήττα από τη Δυτική Γερμανία έβαλε τέλος στα όνειρα των Μαγυάρων, αλλά και σε αυτά του Ρακόσι, ο οποίος ήλπιζε πως μία τέτοια επιτυχία θα έριχνε τους τόνους του ουγγρικού λαού, ο οποίος είχε αρχίσει να αντιδρά με διαδηλώσεις εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Η επιστροφή της αποστολής της Εθνικής Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη αναμενόταν επεισοδιακή, ωστόσο ο Ρακόσι διαβεβαίωσε τους πάντες πως η κατάσταση θα ήταν υπό έλεγχο. Κατά την επιστροφή ο τερματοφύλακας Γκρόσικς κατηγορήθηκε σφόδρα για την ήττα καθώς επίσης εισέπραξε και τα πυρά ότι δήθεν λειτουργούσε ως κατάσκοπος των Δυτικών. Ο Γκρόσικς κινδύνεψε ακόμη και με την ποινή του θανάτου για κατασκοπεία, ωστόσο η κατηγορίες άρθηκαν, αλλά αυτό δεν σταμάτησε το κομμουνιστικό καθεστώς από το να τον απελάσσουν από την Ουγγαρία.
ΠΗΓΗ: Othersidefootball.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου