Μια τυπική βραζιλιάνικη ιστορία…
Είναι δύσκολο να βρεις διαφορετικά στοιχεία. Σπάνιο να ξεφεύγουν τα παιδικά χρόνια από τη φτώχεια και τις ατυχίες που σημαδεύουν τις οικογένειες στην Βραζιλία. Το είδωλό του, ο Κακά, είναι μια από τις σπάνιες αυτές ιστορίες. Ο ίδιος όχι… Ο Όσκαρ Εμποάμπα Τζούνιορ Ντος Σάντος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1991 στην Αραρακουάρα, το σπίτι του ήλιου, όπως την χαρακτηρίζουν στην Βραζιλία. Στα περίχωρα του Σάο Πάολο, εκεί όπου σε νεαρή ηλικία ο πατέρας του θα τον συνόδευε με μια ευχή και μια κατάρα. Με μια τελευταία επιθυμία, πριν πεθάνει, όταν ακόμα ο Όσκαρ ήταν τριών ετών.
«Είναι σκληρό, δεν τον θυμάμαι καν. Θα ήθελα να τον είχα στο πλευρό μου, να με βλέπει να παίζω», εξομολογείται ο νεαρός Βραζιλιάνος, που θα μεγάλωνε σε ένα σπίτι γεμάτη γυναίκες. Η μητέρα του, Σουέλι, θα είναι εκείνη που θα τραβήξει το μεγαλύτερο ζόρι για να μεγαλώσει τον ίδιο, αλλά και τις δύο αδελφές του, Ντανιέλα και Γκαμπριέλα. Ο Όσκαρ έμαθε στη γυναικεία φροντίδα, στο σπιτικό φαγητό, στο ρύζι, στα φασόλια και στις τηγανιτές πατάτες! Κι έμαθε να κάνει όνειρα. Ίδια με εκείνα που είχε ο πατέρας του για εκείνον. «Θέλω να τον δω να παίζει στη Σάο Πάολο. Ακριβώς όπως ο πατέρας του πάντα επιθυμούσε», θα έλεγε η μητέρα του, η οποία θα έβλεπε από νεαρή ηλικία στο παιδί της κάτι ξεχωριστό. Όπως και όλη η υπόλοιπη Βραζιλία. «Όλοι τον συγκρίνουν με τον Κακά. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ σκέφτομαι έτσι, όμως είμαι λίγο καχύποπτη απέναντι στα κομπλιμέντα». Δε θα είχε άδικο…
Ο 12χρονος Όσκαρ θα ακολουθούσε το όνειρό του. «Ξεκίνησα στο σχολείο και μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια έκανα προπόνηση στην Ιπιράνγκα. Μετά πήγα στη Σάο Πάολο. Έπαιζα πολύ καλά σε όλες τις μικρές κατηγορίες, όπου κι αν πηγαίναμε», περιγράφει. Η πρώτη του ομάδα θα τον βοηθήσει να φτιάξει μια καλύτερη ζωή, όμως ο μάνατζέρ του θα είναι εκείνος που θα αγοράσει σπίτι για την οικογένεια και αυτοκίνητο για τον Σουέλι, ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας. «Όλα γύρω μου γίνονταν καλύτερα. Μεγάλωναν, όπως κι εγώ». Μόνο που για τον Όσκαρ, σε αντίθεση με ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, ο χρόνος κυλούσε υπέρ του. Η Σάο Πάολο είχε ένα όπλο στα χέρια της, που δεν ήθελε να χάσει. Και το έστρεψε εναντίον του.
Εξάμηνος εξοστρακισμός!
Οι σκάουτερς που χτενίζουν τη Λατινική Αμερική, όπως και την Αφρική, δεν χρειάζονται πολλά πειστήρια για να αντιληφθούν την αξία ενός ποδοσφαιριστή. Ακόμα κι αν αυτός είναι ανήλικος. Όντας ακόμα στους νέους της Σάο Πάολο και όντας μόλις 15 χρονών, ο Όσκαρ άρχισε να ενδιαφέρει την Ευρώπη. Η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον είχαν εντοπίσει σε ένα φιλικό ματς και ήταν διατεθειμένες να πληρώσουν καλά για να τον πάρουν στην Ευρώπη. «Ήθελα να μείνει μαζί μου. Ήταν πολύ μικρός για να φύγει από την Βραζιλία», διηγείται η μητέρα του, όμως εντέλει ο 15χρονος ταλαντούχος μέσος θα έφευγε από τη χώρα του.
Οι παράγοντες της Σάο Πάολο, φοβούμενοι μη χάσουν το θησαυρό, ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα. Ο Όσκαρ… εξαφανίστηκε για έξι μήνες και επέστρεψε στη Βραζιλία στις 10 Σεπτεμβρίου του 2007. «Με έκρυψαν στην Ισπανία, γιατί έπρεπε να είμαι 16 για να υπογράψω συμβόλαιο. Δεν ήθελαν να μπορεί κανείς να έρθει σε επικοινωνία μαζί μου». Ο νεαρός θα υπέγραφε. Πρώτα τριετές και εν συνεχεία πενταετές συμβόλαιο με τη Σάο Πάολο. «Τότε, πιστεύαμε ότι κάναμε το σωστό, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Εξάλλου, πάντα ήθελα να παίξω σε αυτή την ομάδα. Τώρα, καταλαβαίνω πόσο με έβλαψε».
Η συνέχεια θα έχει σκαμπανεβάσματα. Ο Όσκαρ θα φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Έστω και για δύο χρόνια, θα πρωταγωνιστήσει, πριν αποφασίσει ότι ήρθε η στιγμή να ψάξει κάτι διαφορετικό. Η διοίκηση της ομάδας του δε θα συζητάει την επαναδιαπραγμάτευση του συμβολαίου, δε θα του πληρώνει τους μισθούς και ο Όσκαρ θα τραβήξει τον δικό του δρόμο. Είναι, άλλωστε, κάτι που έχει αποφασίσει από μικρός. Ακόμα κι αν όλοι στη Βραζιλία επιμένουν να τον συγκρίνουν πότε με τον Κακά και πότε με τον Πάτο. «Είναι ωραίο να υπάρχουν τέτοιες συγκρίσεις, όμως με τον καιρό κάθε παίκτης πρέπει να έχει το δικό του όνομα, να είναι ο εαυτός του. Εγώ μεγαλώνω τον Όσκαρ. Και θέλω να αντιπροσωπεύω το όνομά μου, την ομάδα μου και τη Βραζιλία. Θέλω να ωριμάζω στη ζωή». Δε θα αρνηθεί, ωστόσο, ότι ο Κακά υπήρξε είδωλό του, όπως και ο Ρονάλντο και ο Ρικέλμε!
40 μέρες… τιμωρίας!
Η επιθυμία που όριζε τη ζωή του θα γινόταν καθημερινότητα στο τέλος του 2009. Αγωνιστικά και μη… Στο γήπεδο, ο Όσκαρ θα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να φύγει από τη Σάο Πάολο για την Ιντερνασιονάλ. Έστω κι αν χρειαζόταν το πρώτο διάστημα να μείνει στη δεύτερη ομάδα, μέχρι να βρεθεί χώρος για το ταλέντο του… Έξω από το γήπεδο, θα ωρίμαζε ακόμα περισσότερο. Με την Λουντμίλα, την οποία παντρεύτηκε σε ηλικία 18 ετών, τον Δεκέμβριο του 2009. «Με βοήθησε πολύ, υπέφερε κι εκείνη μαζί μου. Με βοηθάει στο ποδόσφαιρο και στη ζωή. Όλοι μου οι στόχοι είναι για εκείνην». Το «L» είναι το γράμμα που σχηματίζει με το χέρι του κάθε φορά που πανηγυρίζει, έστω κι αν καμιά φορά θα ήθελε να αφιερώσει τα γκολ του στη Μιλού, το σκυλί που συμπληρώνει την ευτυχία τους στο σπίτι. Μια ευτυχία που περιλαμβάνει πολλές ρομαντικές κωμωδίες στο dvd!
Το 2012 μάλλον δε θα έχασε καμία… Ο Όσκαρ, πλέον, είχε γίνει γνωστός. Είχε κατορθώσει να κερδίσει θέση βασικού στην Ιντερνασιονάλ, εκμεταλλευόμενος τον τραυματισμό του Ντ’ Αλεσάντρο, είχε γράψει ιστορία πετυχαίνοντας χατ-τρικ στον τελικό με την Πορτογαλία στο παγκόσμιο κύπελλο κάτω των 20 ετών, είχε γίνει διεθνής με την Εθνική Αντρών της Βραζιλίας… Κοινώς, άξιζε πολλά λεφτά και η Σάο Πάολο που ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει την υπόθεση, κινήθηκε δικαστικά. Η Ιντερνασιονάλ ανάγκασε να τον βάλει τον «πάγο», ώστε να μην υπάρξουν κυρώσεις και στις 30 Μαΐου η διένεξη ολοκληρώθηκε.
«Ευχαριστώ το Θεό που φτάσαμε στο τέλος. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μην αγωνίζομαι για 40 μέρες». Η Σάο Πάολο ήταν εκείνη που κέρδισε την υπόθεση. Καρπώθηκε περίπου 15 εκ. δολάρια, ποσό που είναι το μεγαλύτερο που έχει δοθεί για μεταγραφή ανάμεσα σε βραζιλιάνικους συλλόγους. Και παρότι, ο Όσκαρ δεν βιαζόταν για το επόμενο βήμα, είδε την ιστορία του 2006 να επαναλαμβάνεται. Χωρίς αυτή τη φορά να υπάρχει απαγωγή.
Στο Λονδίνο με τον «αδελφό» του!
Λέγεται πως είχε περάσει ιατρικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Το Λονδίνο, άλλωστε, έμοιαζε ο προορισμός του, αφού παρά το φιλολογικό ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα και της Ρεάλ, η Τσέλσι και η Τότεναμ μπήκαν στον πλειστηριασμό. Στο «τρία» οι πρωταθλητές Ευρώπης είχαν κερδίσει και με 40 εκ. ευρώ απέκτησαν τον 21χρονο Βραζιλιάνο. Οι προβολείς ήταν στραμμένοι πάνω του, όμως εκείνος ποτέ δεν έδειχνε να αγχώνεται. «Δε γίνεται να νιώθει ο παίκτης πίεση. Πρέπει να διασκεδάζεις όταν παίζεις, να μην αγχώνεσαι», απαντάει…
Ποτέ του δεν μπήκε στη διαδικασία να ασχοληθεί για όλα εκείνα που οι γύρω του τον πίεζαν. Ακόμα κι όταν του έλεγαν ότι επιβάλλεται να πάρει μερικά κιλά. «Σταδιακά το σώμα μου θα μεγαλώσει και θα ωριμάσει. Όμως, το γεγονός ότι είμαι αδύνατος με βοηθάει με την ευλυγισία μου. Όπως σε όλα στη ζωή, έτσι και σε αυτό υπάρχει η καλή και η κακή πλευρά».
Στην Τσέλσι συνέχισε να μην αγχώνεται… Ούτε καν όταν πήρε το νούμερο «11», τον αριθμό του ανθρώπου που λίγους μήνες πριν είχε χαρίσει το Champions League στη Λονδρέζικη ομάδα. «Πάντα ένιωθα την ευθύνη, αλλά ποτέ την πίεση. Ακόμα κι όταν πήρα το νούμερο 10 στην Βραζιλία». Το αποδεικνύει στο γήπεδο… Εκεί όπου χορεύει με τον «αδελφό» του, όπως τον χαρακτηρίζει, Νταβίντ Λουΐς, όπου κάθεται σπίτι και μαθαίνει τη γλώσσα, εκεί όπου στην πρώτη του εμφάνιση ως βασικός αναγκάζει την Ευρώπη να πατήσει το όνομά του στο google. Εκεί θα βρει και τον Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, τον άλλοτε ομοσπονδιακό τεχνικό της Βραζιλίας.
«Είναι ένας παίκτης που τον ονειρευόμαστε για χρόνια. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Για χρόνια ονειρευόμασταν να έχουμε κάποιον σαν τον Όσκαρ στην ομάδα». Ήρθε!
πηγή: gazzetta.gr
Είναι δύσκολο να βρεις διαφορετικά στοιχεία. Σπάνιο να ξεφεύγουν τα παιδικά χρόνια από τη φτώχεια και τις ατυχίες που σημαδεύουν τις οικογένειες στην Βραζιλία. Το είδωλό του, ο Κακά, είναι μια από τις σπάνιες αυτές ιστορίες. Ο ίδιος όχι… Ο Όσκαρ Εμποάμπα Τζούνιορ Ντος Σάντος γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1991 στην Αραρακουάρα, το σπίτι του ήλιου, όπως την χαρακτηρίζουν στην Βραζιλία. Στα περίχωρα του Σάο Πάολο, εκεί όπου σε νεαρή ηλικία ο πατέρας του θα τον συνόδευε με μια ευχή και μια κατάρα. Με μια τελευταία επιθυμία, πριν πεθάνει, όταν ακόμα ο Όσκαρ ήταν τριών ετών.
«Είναι σκληρό, δεν τον θυμάμαι καν. Θα ήθελα να τον είχα στο πλευρό μου, να με βλέπει να παίζω», εξομολογείται ο νεαρός Βραζιλιάνος, που θα μεγάλωνε σε ένα σπίτι γεμάτη γυναίκες. Η μητέρα του, Σουέλι, θα είναι εκείνη που θα τραβήξει το μεγαλύτερο ζόρι για να μεγαλώσει τον ίδιο, αλλά και τις δύο αδελφές του, Ντανιέλα και Γκαμπριέλα. Ο Όσκαρ έμαθε στη γυναικεία φροντίδα, στο σπιτικό φαγητό, στο ρύζι, στα φασόλια και στις τηγανιτές πατάτες! Κι έμαθε να κάνει όνειρα. Ίδια με εκείνα που είχε ο πατέρας του για εκείνον. «Θέλω να τον δω να παίζει στη Σάο Πάολο. Ακριβώς όπως ο πατέρας του πάντα επιθυμούσε», θα έλεγε η μητέρα του, η οποία θα έβλεπε από νεαρή ηλικία στο παιδί της κάτι ξεχωριστό. Όπως και όλη η υπόλοιπη Βραζιλία. «Όλοι τον συγκρίνουν με τον Κακά. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ σκέφτομαι έτσι, όμως είμαι λίγο καχύποπτη απέναντι στα κομπλιμέντα». Δε θα είχε άδικο…
Ο 12χρονος Όσκαρ θα ακολουθούσε το όνειρό του. «Ξεκίνησα στο σχολείο και μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια έκανα προπόνηση στην Ιπιράνγκα. Μετά πήγα στη Σάο Πάολο. Έπαιζα πολύ καλά σε όλες τις μικρές κατηγορίες, όπου κι αν πηγαίναμε», περιγράφει. Η πρώτη του ομάδα θα τον βοηθήσει να φτιάξει μια καλύτερη ζωή, όμως ο μάνατζέρ του θα είναι εκείνος που θα αγοράσει σπίτι για την οικογένεια και αυτοκίνητο για τον Σουέλι, ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας. «Όλα γύρω μου γίνονταν καλύτερα. Μεγάλωναν, όπως κι εγώ». Μόνο που για τον Όσκαρ, σε αντίθεση με ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο, ο χρόνος κυλούσε υπέρ του. Η Σάο Πάολο είχε ένα όπλο στα χέρια της, που δεν ήθελε να χάσει. Και το έστρεψε εναντίον του.
Εξάμηνος εξοστρακισμός!
Οι σκάουτερς που χτενίζουν τη Λατινική Αμερική, όπως και την Αφρική, δεν χρειάζονται πολλά πειστήρια για να αντιληφθούν την αξία ενός ποδοσφαιριστή. Ακόμα κι αν αυτός είναι ανήλικος. Όντας ακόμα στους νέους της Σάο Πάολο και όντας μόλις 15 χρονών, ο Όσκαρ άρχισε να ενδιαφέρει την Ευρώπη. Η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον είχαν εντοπίσει σε ένα φιλικό ματς και ήταν διατεθειμένες να πληρώσουν καλά για να τον πάρουν στην Ευρώπη. «Ήθελα να μείνει μαζί μου. Ήταν πολύ μικρός για να φύγει από την Βραζιλία», διηγείται η μητέρα του, όμως εντέλει ο 15χρονος ταλαντούχος μέσος θα έφευγε από τη χώρα του.
Οι παράγοντες της Σάο Πάολο, φοβούμενοι μη χάσουν το θησαυρό, ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα. Ο Όσκαρ… εξαφανίστηκε για έξι μήνες και επέστρεψε στη Βραζιλία στις 10 Σεπτεμβρίου του 2007. «Με έκρυψαν στην Ισπανία, γιατί έπρεπε να είμαι 16 για να υπογράψω συμβόλαιο. Δεν ήθελαν να μπορεί κανείς να έρθει σε επικοινωνία μαζί μου». Ο νεαρός θα υπέγραφε. Πρώτα τριετές και εν συνεχεία πενταετές συμβόλαιο με τη Σάο Πάολο. «Τότε, πιστεύαμε ότι κάναμε το σωστό, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Εξάλλου, πάντα ήθελα να παίξω σε αυτή την ομάδα. Τώρα, καταλαβαίνω πόσο με έβλαψε».
Η συνέχεια θα έχει σκαμπανεβάσματα. Ο Όσκαρ θα φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Έστω και για δύο χρόνια, θα πρωταγωνιστήσει, πριν αποφασίσει ότι ήρθε η στιγμή να ψάξει κάτι διαφορετικό. Η διοίκηση της ομάδας του δε θα συζητάει την επαναδιαπραγμάτευση του συμβολαίου, δε θα του πληρώνει τους μισθούς και ο Όσκαρ θα τραβήξει τον δικό του δρόμο. Είναι, άλλωστε, κάτι που έχει αποφασίσει από μικρός. Ακόμα κι αν όλοι στη Βραζιλία επιμένουν να τον συγκρίνουν πότε με τον Κακά και πότε με τον Πάτο. «Είναι ωραίο να υπάρχουν τέτοιες συγκρίσεις, όμως με τον καιρό κάθε παίκτης πρέπει να έχει το δικό του όνομα, να είναι ο εαυτός του. Εγώ μεγαλώνω τον Όσκαρ. Και θέλω να αντιπροσωπεύω το όνομά μου, την ομάδα μου και τη Βραζιλία. Θέλω να ωριμάζω στη ζωή». Δε θα αρνηθεί, ωστόσο, ότι ο Κακά υπήρξε είδωλό του, όπως και ο Ρονάλντο και ο Ρικέλμε!
40 μέρες… τιμωρίας!
Η επιθυμία που όριζε τη ζωή του θα γινόταν καθημερινότητα στο τέλος του 2009. Αγωνιστικά και μη… Στο γήπεδο, ο Όσκαρ θα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να φύγει από τη Σάο Πάολο για την Ιντερνασιονάλ. Έστω κι αν χρειαζόταν το πρώτο διάστημα να μείνει στη δεύτερη ομάδα, μέχρι να βρεθεί χώρος για το ταλέντο του… Έξω από το γήπεδο, θα ωρίμαζε ακόμα περισσότερο. Με την Λουντμίλα, την οποία παντρεύτηκε σε ηλικία 18 ετών, τον Δεκέμβριο του 2009. «Με βοήθησε πολύ, υπέφερε κι εκείνη μαζί μου. Με βοηθάει στο ποδόσφαιρο και στη ζωή. Όλοι μου οι στόχοι είναι για εκείνην». Το «L» είναι το γράμμα που σχηματίζει με το χέρι του κάθε φορά που πανηγυρίζει, έστω κι αν καμιά φορά θα ήθελε να αφιερώσει τα γκολ του στη Μιλού, το σκυλί που συμπληρώνει την ευτυχία τους στο σπίτι. Μια ευτυχία που περιλαμβάνει πολλές ρομαντικές κωμωδίες στο dvd!
Το 2012 μάλλον δε θα έχασε καμία… Ο Όσκαρ, πλέον, είχε γίνει γνωστός. Είχε κατορθώσει να κερδίσει θέση βασικού στην Ιντερνασιονάλ, εκμεταλλευόμενος τον τραυματισμό του Ντ’ Αλεσάντρο, είχε γράψει ιστορία πετυχαίνοντας χατ-τρικ στον τελικό με την Πορτογαλία στο παγκόσμιο κύπελλο κάτω των 20 ετών, είχε γίνει διεθνής με την Εθνική Αντρών της Βραζιλίας… Κοινώς, άξιζε πολλά λεφτά και η Σάο Πάολο που ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει την υπόθεση, κινήθηκε δικαστικά. Η Ιντερνασιονάλ ανάγκασε να τον βάλει τον «πάγο», ώστε να μην υπάρξουν κυρώσεις και στις 30 Μαΐου η διένεξη ολοκληρώθηκε.
«Ευχαριστώ το Θεό που φτάσαμε στο τέλος. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μην αγωνίζομαι για 40 μέρες». Η Σάο Πάολο ήταν εκείνη που κέρδισε την υπόθεση. Καρπώθηκε περίπου 15 εκ. δολάρια, ποσό που είναι το μεγαλύτερο που έχει δοθεί για μεταγραφή ανάμεσα σε βραζιλιάνικους συλλόγους. Και παρότι, ο Όσκαρ δεν βιαζόταν για το επόμενο βήμα, είδε την ιστορία του 2006 να επαναλαμβάνεται. Χωρίς αυτή τη φορά να υπάρχει απαγωγή.
Στο Λονδίνο με τον «αδελφό» του!
Λέγεται πως είχε περάσει ιατρικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Το Λονδίνο, άλλωστε, έμοιαζε ο προορισμός του, αφού παρά το φιλολογικό ενδιαφέρον της Μπαρτσελόνα και της Ρεάλ, η Τσέλσι και η Τότεναμ μπήκαν στον πλειστηριασμό. Στο «τρία» οι πρωταθλητές Ευρώπης είχαν κερδίσει και με 40 εκ. ευρώ απέκτησαν τον 21χρονο Βραζιλιάνο. Οι προβολείς ήταν στραμμένοι πάνω του, όμως εκείνος ποτέ δεν έδειχνε να αγχώνεται. «Δε γίνεται να νιώθει ο παίκτης πίεση. Πρέπει να διασκεδάζεις όταν παίζεις, να μην αγχώνεσαι», απαντάει…
Ποτέ του δεν μπήκε στη διαδικασία να ασχοληθεί για όλα εκείνα που οι γύρω του τον πίεζαν. Ακόμα κι όταν του έλεγαν ότι επιβάλλεται να πάρει μερικά κιλά. «Σταδιακά το σώμα μου θα μεγαλώσει και θα ωριμάσει. Όμως, το γεγονός ότι είμαι αδύνατος με βοηθάει με την ευλυγισία μου. Όπως σε όλα στη ζωή, έτσι και σε αυτό υπάρχει η καλή και η κακή πλευρά».
Στην Τσέλσι συνέχισε να μην αγχώνεται… Ούτε καν όταν πήρε το νούμερο «11», τον αριθμό του ανθρώπου που λίγους μήνες πριν είχε χαρίσει το Champions League στη Λονδρέζικη ομάδα. «Πάντα ένιωθα την ευθύνη, αλλά ποτέ την πίεση. Ακόμα κι όταν πήρα το νούμερο 10 στην Βραζιλία». Το αποδεικνύει στο γήπεδο… Εκεί όπου χορεύει με τον «αδελφό» του, όπως τον χαρακτηρίζει, Νταβίντ Λουΐς, όπου κάθεται σπίτι και μαθαίνει τη γλώσσα, εκεί όπου στην πρώτη του εμφάνιση ως βασικός αναγκάζει την Ευρώπη να πατήσει το όνομά του στο google. Εκεί θα βρει και τον Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, τον άλλοτε ομοσπονδιακό τεχνικό της Βραζιλίας.
«Είναι ένας παίκτης που τον ονειρευόμαστε για χρόνια. Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010. Για χρόνια ονειρευόμασταν να έχουμε κάποιον σαν τον Όσκαρ στην ομάδα». Ήρθε!
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου