Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει στο gazzetta.gr για τον Πεπ Γουαρδιόλα, ο οποίος από το καλοκαίρι θα είναι προπονητής στη Μπάγερν Μονάχου.
Ολ’ αυτά τα χρόνια, όσο μεγάλωνε στα χέρια του Πεπ (ώσπου γιγαντώθηκε) αυτό το πράγμα που είναι σήμερα η Μπαρτσελόνα, δηλαδή μια παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά, μαζί γιγαντωνόταν και η περιέργεια. Το ‘χω σκεφτεί άπειρες φορές, κάποιες το ‘γραψα κιόλας κατά καιρούς σε άρθρα εδώ κι εκεί. Ο άνθρωπος-Μπάρτσα, γιατί ο Γουαρδιόλα αυτό είναι, ο άνθρωπος-Μπάρτσα, εκείνος που έχτισε ό,τι έχτισε λειτουργώντας στο προστατευόμενο περιβάλλον της Μπαρτσελόνα, τι θα μπορούσε να κάνει οπουδήποτε αλλού; Οπουδήποτε θα είναι απλώς, κορυφή μεν, αλλά πάλι μόνον ένας επαγγελματίας της δουλειάς. Ενας ξένος. Ο Ζοσέ Μουρίνιο για παράδειγμα, ό,τι έκανε, το ‘κανε σε τέσσερις διαφορετικές χώρες. Παντού πήρε ομάδες, και τις επέστρεψε στους τίτλους, εγχώριους ή διεθνείς. Πουθενά δεν ήταν μέρος του περιβάλλοντος, από μικρό παιδί. Δεν ήταν, καν, ποδοσφαιριστής. Παντού, μπούκαρε στο περιβάλλον απ’ έξω. Ο Πεπ;
Vielen Dank, λοιπόν, στη Μπάγερν. Ευχαριστίες, από δω ως το Μόναχο. Μια υπόκλιση, μια ταπεινή δική μας υπόκλιση, ενώπιον του μεγαλείου τους. Αυτοί θα πληρώσουν, εμείς θα λύσουμε τζάμπα την απορία μας. Την οικονομική ισχύ, δεν αρκεί να τη διαθέτεις. Αξία έχει, να τη χρησιμοποιείς. Ενίοτε, να την επιδεικνύεις κιόλας. Καλοκαίρι, Χάβι Μαρτίνεθ. Να την επιδεικνύεις, αλλ’ όχι με το νεοπλουτίστικο, ξιπασμένο στιλ. Ρώσων, Αράβων, λοιπών δυνάμεων. Δεν νομίζω, άλλωστε, κάτι τέτοιο να τραβούσε τον Γουαρδιόλα σήμερα. Κάτι τέτοιο θα τραβούσε τον Σβεν-Γιόραν Ερικσον. ‘Η τον Χίντινκ. Follow the money. Τον Πεπ, υποψιάζομαι, τον σκλαβώνει η κλάση. Η Μπάγερν, σε κλάση, είναι απαράμιλλη. Οποιος επισκεπτόταν την Τετάρτη το βράδι την ιστοσελίδα της, έβλεπε ότι όλα ξεκινούσαν απ’ τον Χάινκες. Κλείνει την καριέρα του, το καλοκαίρι. Αυτό ήταν το «πρώτο θέμα» τους. Η απόφαση του Χάινκες. Και κατέληγαν, ο υπότιτλος του πρώτου θέματος, στον Πεπ. Ενας καταπληκτικός σεβασμός, στη σειρά των πραγμάτων. Μια έγνοια, πιο πολύ να μη μειωθεί ο Χάινκες. Επ’ ουδενί. Παρά να προμοτάρουν τον θρίαμβο της πρόσληψης του Πεπ.
Η Μπάγερν είναι ένα άλλο «προστατευόμενο περιβάλλον». Πεθαίνουν για να κερδίσουν, αλλά πρώτα ξέρουν να χάνουν. Ζουν για το αποτέλεσμα και συγχρόνως, μ’ ένα τρόπο, απεμπλέκονται απ’ το αποτέλεσμα. Φίλος που του βρήκα εισιτήρια για τον τελικό στο Μπερναμπέου το 2010, Ιντερ-Μπάγερν, ουδέτερος, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Πανιώνιος, ο Δημήτρης Αλεξίου, επιστρέφοντας είχε να μου λέει για τη συμπεριφορά των ηττημένων. Καλύτερη, κι απ’ των νικητών. «Εχουν λύσει τα θέματά τους, δεν πάνε στο γήπεδο να τα λύσουν δια του ποδοσφαίρου» φιλοσόφησε. Κύπελλο στην Αρένα να παίζουν, Τετάρτη βράδι με τη Ντάρμσταντ στους -20 βαθμούς, θα ‘χει 70.000 μέσα. Κι αν αποκλειστούν, το Σάββατο στο ματς της Μπουντεσλίγκα πάλι 70.000 θα ‘ναι.
Θυμάμαι τη νύχτα-σοκ του αποκλεισμού στην Αρένα απ’ την Ιντερ, ενώ είχαν νικήσει στο Σαν Σίρο. Συνάντησα μετά στην αίθουσα των δημοσιογράφων, όπως κάθε φορά στην Αρένα, τον Ασημάκη Χατζηνικολάου, ένα συνταξιούχο συνάδελφό μου, μισόν αιώνα κάτοικος Μονάχου, μέλος της Μπάγερν με αριθμό μητρώου τριψήφιο (τώρα οι αριθμοί, για να καταλαβαινόμαστε, είναι εξαψήφιοι). Ξέρει τους πάντες, τον ξέρουν οι πάντες, πονά για τη Μπάγερν τουλάχιστον όσο κι ο Ούλι Χένες! «Εμ, δεν σας έκανε ο Φαν Χάαλ, μου θέλατε Χάινκες» τον πείραξα. «Πρωτάθλημα σας πήρε, κύπελλο σας πήρε, τελικό Τσάμπιονς Λιγκ σας πήγε, δεν σας άρεσε, τον διώξατε, σας καταράστηκε». Τον πείραξα, για να τον πειράξω. Ούτε μπορούσα να το φανταστώ, ότι η κατάρα του Φαν Χάαλ θα έφτανε ως το να κάνει πέρυσι τον Μάιο τη Μπάγερν…Λέβερκουζεν. Δηλαδή, Νέβερ-κουζεν όπως την κορόιδευαν οι Βαυαροί κάποτε.
Τότε ο Ασημάκης με πήρε αγκαζέ και μου εξήγησε με ευλάβεια το vivere, τα ήθη, στην οικογένεια-Μπάγερν. Σε μια οικογένεια, όπου ο Ενας δεν φτουράει ποτέ, όποιος και να ‘ναι, μπροστά στους…Εμείς. Ο Φαν Χάαλ ήταν ο ένας. Οι εμείς είναι όλοι. Αυτό το άρρηκτο μπουκέτο. Ο Χένες, ο Ρούμενιγκε, ο εγκέφαλος στα οικονομικά Χόπφνερ, ο εγκέφαλος στα εμπορικά Γιουνγκ, ο Ζάμερ, ο Νέρλινγκερ πριν τον Ζάμερ, ο Σολ που είναι στους μικρούς μαζί με τον Γκερντ Μίλερ, μαζί με τον Ντρέμλερ και τον Τάρνατ, ο Μπράιτνερ που συντονίζει τους παλαίμαχους, εννοείται ο Μπέκενμπαουερ. Ολοι είναι γύρω-γύρω. Για να προσφέρουν. Μου λέει ο Ασημάκης, έλα να σου γνωρίσω ένα άνθρωπο. Τον άρπαξε με την άκρη του ματιού. Μου τον συστήνει. Ο γιος του Μπράιτνερ. Ο γιος του Μπράιτνερ; Δουλεύει στο τμήμα Τύπου του κλαμπ. Μια οικογένεια, κυριολεκτικά. Στη Μπάγερν είναι το αυτονόητο ότι ο προπονητής κάθεται και συζητά για την ομάδα με τους γύρω-γύρω. Ο Φαν Χάαλ ένιωθε ότι δεν είχε καμιά δουλειά να συζητά για την ομάδα, δηλαδή για τις αποφάσεις του, με τους γύρω-γύρω. Το ιερατείο. Μόνο που εκεί οι γύρω-γύρω είναι οι συγκεκριμένοι γύρω-γύρω, δεν είναι σείχηδες, δεν είναι Αμερικανοί, δεν είναι Τσετσένοι, είναι αυτοί που είναι. Εφεραν τον Χάινκες, που ήξεραν ότι θα συζητούσε.
Ο Πεπ, ένας ορκισμένος Καταλανός, επίσης είναι ένας Πολίτης του Κόσμου. Εχω ζήσει συνέντευξή του, συνέντευξη Τύπου στο Καμπ Νου πριν από ματς, ν’ απαντά αγγλικά στον Αγγλο του BSkyB, ισπανικά στον Ισπανό του Canal Plus, ιταλικά στον Ιταλό του Sky Italia, καταλανικά στον Καταλανό του TV3. Δεν μου έκανε καμία έκπληξη συνεπώς, ότι αυτήν εδώ τη χρονιά, τη χρονιά της αγρανάπαυσης, αντί να ‘ναι ξάπλα στη Βαρκελώνη με τα πόδια πάνω, και να περιφέρει την έτσι κι αλλιώς περιζήτητη ειδικότητά του από δω κι από κει, διάλεξε να κάνει βάση της ζωής του τη Νέα Υόρκη, το Μανχάταν, και να πάει να γραφτεί στο Columbia University. Ως τον Αύγουστο, στοιχηματίζω ότι θα έχει μάθει και τα πρώτα γερμανικά. Για να…συζητά, απευθείας, με τον Χένες και τον Ρούμενιγκε! Που δεν είναι ούτε Λαπόρτα ούτε Ροσέλ. Ο Πεπ, μόλις 42 ετών, δηλαδή οκτώ χρόνια νεότερος του Μουρίνιο, δηλαδή η μεγαλύτερη «απειλή» για τον Μουρίνιο στα χρόνια που έρχονται, παραείναι έξυπνος. Και με ορίζοντες ορθάνοιχτους, για να τρώγεται με τα μικρά και τ’ ασήμαντα. Χάρηκα γι’ αυτόν. Ότι δεν πήγε στην Τσέλσι ή στη Μάντσεστερ Σίτι. Μας επέτρεψε να εισέλθουμε στον κόσμο του και να καταλάβουμε τα κριτήριά του.
Θα παίξει η Μπάγερν σαν…Μπάρτσα; Αστεία ερώτηση. Η Μπάγερν, ούτως ή άλλως είναι κιόλας ένα μοντέλο-Μπάρτσα. Τον Λαμ και τον Σβάινσταϊγκερ, τον Μίλερ και τον Κρόος, τον Αλάμπα και τον Μπάντστουμπερ, δεν τους αγόρασε. Τους έπλασε. Και το στιλ του παιγνιδιού της, ο δι’ ασφυξίας θάνατος του αντιπάλου, στην κεντρική ιδέα προσομοιάζει. Η εκτέλεση διαφέρει. Αν ο Πεπ έχει δει, ή δει κάποια στιγμή, το εφετινό Σάλκε-Μπάγερν, θ’ αναγνωρίσει τα ίχνη. Αλλά το παιγνίδι της Μπάγερν δεν είναι ίδιο με της Μπαρτσελόνα, δεν θα γίνει ίδιο, δεν υπάρχει λόγος να γίνει ολόιδιο. Αμα επιχειρηθεί να γίνει ολόιδιο, ένα κακέκτυπο, μπορεί και να σφυριχθεί. Σίγουρα θα σφυριχθεί. Κι ο Πεπ, σημειώσαμε, παραείναι έξυπνος. Η Μπάγερν έπαιζε, παίζει, θα παίζει σαν Μπάγερν. Δεν έχει την παραμικρή ανάγκη, να παίξει σαν κάτι άλλο. Σαν κάτι που δεν είναι.
Το πιο σημαντικό, εδώ, είναι το ευρύτερο τοπίο. Η Μπούντεσλιγκα, μια κοινωνία στην οποία η ναυαρχίδα-Μπάγερν δίνει τον τόνο της εξέλιξης, φαρδαίνει τη διάστασή της καθώς το καλοκαίρι θα εισέρχεται στη δεύτερη πεντηκονταετία της. Τα τηλεοπτικά της ήδη είναι σε τάση να κοντράρουν, ίσως στη διαπραγμάτευση του επόμενου κύκλου σε τρία χρόνια, τα τηλεοπτικά της Πρέμιερσιπ. Πέρυσι τον Μάιο, στον τελικό κυπέλλου Μπάγερν-Ντόρτμουντ στο Βερολίνο, το σκηνικό, το τελετουργικό, η τηλεοπτική παραγωγή, το μεγαλείο του event, αντιστοιχούσε σε τελικό Μουντιάλ! Το πακέτο είναι, απ’ την αρχή ως το τέλος, σούπερ. Ο Πεπ είναι ένας mega-star που μπαίνει σε τούτο το πακέτο και προσθέτει στη λάμψη του. Όχι στη λάμψη, για το θεαθήναι. Δεν είναι…σελέμπριτι, ο Γουαρδιόλα. Προσθέτει, επί της ουσίας του Παιγνιδιού.