Ο Βασίλης Σαμπράκος γράφει για την υπόκλιση της Ευρώπης στο ποδόσφαιρο των Βαυαρών και την ιστορική αδικία της απομάκρυνσης του Γιουπ Χάινκες.

Τα φαβορί πέρασαν, κανένα δεν έσπασε, και κάπως έτσι η ημιτελική φάση πήρε το σχήμα που πλήρωνε λιγότερο, που οι περισσότεροι προβλέπαμε. Η Ρεάλ έπαιξε όσο της χρειάστηκε για να πετύχει το αυτονόητο, η Ντόρτμουντ χρειάστηκε τόση τύχη που άφησε άφωνο ακόμη και τον δημιουργό της, τον Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβη στις καθυστερήσεις, η Μπαρτσελόνα δεν τρόμαξε κανέναν και μάλλον τρόμαξε τον εαυτό της μέχρι τη στιγμή της επιστράτευσης του Μέσι, ο οποίος κατάφερε να φοβίσει την Παρί στα όρια της αποδιοργάνωσης και να της κόψει τον αέρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή της περίσσευε στο “Καμπ Νου”.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσει κανείς μια ομάδα που βγήκε περισσότερο κερδισμένη από την διαδικασία της προημιτελικής φάσης δεν θα δυσκολευόταν καθόλου: ονομάζεται Μπάγερν Μονάχου και είναι η μεγάλη νικήτρια αυτής της πίστας. Διότι έβγαλε έξω το μεγαλύτερο από τα ονόματα που αποκλείστηκαν από την συνέχεια του Champions League, μια ομάδα που είχε κάνει προηγουμένως επίδειξη δύναμης επί της κατόχου του τροπαίου Τσέλσι. Και δεν είναι μόνο η πρόκριση, αλλά και ο τρόπος της. Ολα αυτά που είπαν, η βαθιά υπόκλιση μπροστά της από τον Αντόνιο Κόντε, τον Τζίτζι Μπουφόν, από όλους τους σημαντικούς της Γιουβέντους. Ο τρόπος της πρόκρισης και η υπόκλιση της Γιουβέντους στην ανωτερότητά της, μετέτρεψαν αυτό το σετ αγώνων σε μια παράσταση νίκης για την Μπάγερν, η οποία έφτασε να τρομάξει τους αντιπάλους της με τα “η καλύτερη όλων των εποχών” σχόλια, σαν αυτό που έκανε ο Κόντε.
Μετά από αυτά έρχεται κανείς στη θέση του Γιουπ Χάινκες, του προπονητή που κατέκτησε νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλο την Μπουντεσλίγκα, ενός προπονητή που έχει καταφέρει να διαχειριστεί την περσινή νίλα της ήττας στον τελικό του Champions League τόσο αριστοτεχνικά και να παρουσιάσει μια έκδοση της Μπάγερν που είναι καλύτερη από την περσινή, καλύτερη από όλες των προηγούμενων ετών και ανάμεσα στις κορυφαίες της ιστορίας της, και αναρωτιέται τι άλλο θα έπρεπε και θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να πείσει τον σύλλογο ότι όχι απλώς παραμένει ακμαίος προπονητικά στα 68 του αλλά πιθανόν να βρίσκεται και στην καλύτερη περίοδο της καριέρας του, και πάντως σίγουρα παραμένει κατάλληλος και ικανός να συνεχίσει να διευθύνει την Μπάγερν.
Η στιγμή δείχνει στον Ούλι Χένες, τον Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, τον Ματίας Ζάμερ και τους υπόλοιπους ότι βιάστηκαν πολύ με τον Πεπ Γκουαρδιόλα. Κι αν τυχόν ο Χάινκες φτάσει την Μπάγερν στην κατάκτηση του Champions League, η Μπάγερν θα έχει κάνει ό,τι μπορεί για να δυσκολέψει τη συνέχεια της ζωής της, διότι ο πήχης για τον Γκουαρδιόλα θα έχει τοποθετηθεί στο ταβάνι.
Είναι πάρα πολλά τα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας του ποδοσφαίρου που ομολογούν ότι αυτό που κάνει φέτος η Μπάγερν, δηλαδή το ποδόσφαιρο που παρουσιάζει, τους έχει καταπλήξει, επειδή δεν το περίμεναν. Αυτή την παραδοχή θα αναγκαστεί να κάνει και η διοίκηση της Μπάγερν, διότι η ομάδα έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να διαψεύσει τον ίδιο της τον εαυτό. Η Μπάγερν δεν περίμενε ότι θα παίζει τόσο καλό και αποτελεσματικό ποδόσφαιρο, ότι θα σπάει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο, ότι θα αναγκάζει την Ευρώπη να υποκλιθεί στο θέαμά της, όχι μόνο, παραδοσιακά, στην αποτελεσματικότητά της. Είναι η πρώτη φορά που παρατηρώ τον πλανήτη του ποδοσφαίρου να αναφέρει την Μπάγερν ως μηχανή παραγωγής ποδοσφαιρικού θεάματος της υψηλότερης ποιότητας. Αν το περίμενε αυτό η διοίκηση της Μπάγερν, δεν θα έσπευδε να προσλάβει τον Γκουαρδιόλα. Και δεν θα είχε φέρει τον εαυτό της στην τόσο αμήχανη θέση, να έχει καπαρώσει τον πιο περιζήτητο προπονητή του πλανήτη και την ίδια στιγμή να νιώθει σαν να βγάζει τα μάτια της μόνη της.