Θυμάμαι πολύ έντονα την
έκπληξη που αισθάνονταν οι λίγο μεγαλύτερης ηλικίας από την δική μου
γενιά, τον καιρό των μαθητικών μου χρόνων, όταν άρχισαν να
αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν ότι η δική μας μαθητική γενιά δεν
ήταν κομματικά φανατισμένη. Τους σόκαρε η διαπίστωση ότι εξαφανίζονταν
οι κομματικές παρατάξεις από τις μαθητικές εκλογές, τους άφηνε άλαλους η
επιλογή της γενιάς μου να μην γράφεται μαζικά σε κομματικές νεολαίες,
να μην ξεροσταλιάζει στα προεκλογικά περίπτερα των κομμάτων, να μην
τρέχει για αφισοκολλήσεις. Η αμηχανία και η αδυναμία να ερμηνεύσουν το
φαινόμενο, οδήγησε τους μεγαλύτερους στην επιβολή να βαφτίσουν την γενιά
μου “απολιτίκ” και να αντιμετωπίσουν τους νεότερους σαν δαιμονισμένους,
απαίδευτους, απροβλημάτιστους, έως και ασυνείδητους. Δείτε σήμερα πού
είναι όλοι αυτοί που έτρεχαν για αφισοκολλήσεις και πλακώνονταν μπροστά
στα κομματικά περίπτερα, και κυρίως δείτε την κατάσταση στην οποία έχει
βρεθεί αυτή η αγορά, που εμπορευόταν κομματισμό.
Αυτές τις παραστάσεις ανακαλώ από τη μνήμη μου αυτή την εποχή, που παρατηρώ την αντίδραση της αγοράς του ελληνικού ποδοσφαίρου μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι η νέα γενιά των ποδοσφαιρόφιλων στέκεται έως και αδιάφορα απέναντι στις ελληνικές ομάδες και επιλέγει να υποστηρίζει και να ταυτίζεται περισσότερο με ξένες. Η ελληνική αγορά εκπλήσσεται, σοκάρεται, αλλά αντί να μελετά το φαινόμενο και να λαμβάνει το μήνυμα, δηλαδή να ανησυχεί για να διδαχθεί και να αντιδράσει, δαιμονοποιεί τις προτιμήσεις των πιτσιρικάδων, τα βάζει με το life style τους, τα βαφτίζει “αποχαυνωμένα” επειδή “καίγονται” με τις παιχνιδομηχανές, μέσα από τις οποίες γνωρίζουν και, τελικώς, προτιμούν τις ξένες ομάδες από τις ελληνικές.
Παρατηρώ την εξέλιξη της άκρως διδακτικής ψηφοφορίας του gazzetta για την ανάδειξη των δημοφιλέστερων ομάδων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Και, πέρα από όλα τα άλλα, διαπιστώνω ότι ανάμεσα στους 27,5 χιλιάδες Ελληνες που έχουν ψηφίσει έχουν βρεθεί περισσότεροι από 300 που δήλωσαν ότι δεν υποστηρίζουν καμιά ελληνική ομάδα. Προσέξτε, είναι τουλάχιστον 300, οι οποίοι βρήκαν νόημα συμμετοχής σε μια αθλητική απογραφή, ψήφισαν ευρωπαϊκή ομάδα και δεν ψήφισαν ελληνική. Δεκαπέντε χρόνια πίσω αυτό ήταν απλώς αδιανόητο. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει τόσο “ενεργός” ποδοσφαιρόφιλος που να μην υποστηρίζει καμιά ελληνική ομάδα.
Τις προάλλες εξηγούσα μια διάσταση του φαινομένου σε ένα στέλεχος της ποδοσφαιρικής αγοράς χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μεταγραφής του Νεϊμάρ. Ο Ελληνας πιτσιρικάς φαν της Μπαρτσελόνα, η οποία σκίζει στην ψηφοφορία και έχει φτάσει να παίζει χωρίς αντίπαλο, είχε την δυνατότητα να ζήσει τη μεταγραφή του Νεϊμάρ ζωντανά, λεπτό προς λεπτό. Μέσα από το twitter, το facebook και το youtube τα είδε όλα live και από όσο πιο κοντά γινόταν. Μπήκε με τον Νεϊμάρ μαζί στο αεροπλάνο, προσγειώθηκε στη Βαρκελώνη, πέρασε από ιατρικές εξετάσεις, υπέγραψε το συμβόλαιο, μπήκε στα αποδυτήρια, πήρε το ερμάριο με το όνομά του, φόρεσε τη φανέλα, βγήκε στο τερέν, έκανε κολπάκια με τη μπάλα, πήγε να χτυπήσει το νέο “blessed” τατού στο σβέρκο του. Ολα αυτά ο Ελληνας πιτσιρικάς τα είδε από το pc, το tablet και το κινητό του, τα έζησε από κοντά. Βάλτε τώρα αυτή την εμπειρία σε σύγκριση με την εμπειρία του ίδιου πιτσιρικά από μια ελληνική μεταγραφή. Σκεφθείτε πόσα από όλα αυτά μπορεί να δει ο πιτσιρικάς της ιστορίας μας. Στην καλύτερη περίπτωση θα δει κάποιες παγωμένες εικόνες, σε sites και εφημερίδες, θα νιώσει δηλαδή σαν να έχει βγει μόλις από μια 3D και dolby digital ταινία για να δει μια του παλιού βωβού κινηματογράφου. Γιατί να ταυτιστεί με την ελληνική και όχι με την ξένη; Ποια έχει καταφέρει να τον θαμπώσει με τη λάμψη και τα εφέ της, να τον μαγνητίσει;
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μια σειρά από παρόμοια παραδείγματα για να δείξω όλες τις διαστάσεις της προβληματικής λειτουργίας μιας, εκτός των άλλων, παρωχημένης ελληνικής αγοράς, η οποία αρνείται πεισματικά να πιάσει το μήνυμα, να συλλάβει το νόημα και να ανακαινιστεί. Η ποδοσφαιρική αγορά όμως δεν λέει να αλλάξει. Και καταφέρνει να είναι το μόνο πεδίο της ελληνικής αγοράς που δεν εκμεταλλεύεται την ελληνική συνείδηση του καταναλωτή, ο οποίος αλλάζει κεφάλι και προτιμά όσο ποτέ άλλοτε τα ελληνικά προϊόντα. Ο Ελληνας, που καταναλώνει περισσότερα ελληνικά προϊόντα από ποτέ, γυρίζει όλο και περισσότερο την πλάτη προς το ελληνικό ποδόσφαιρο και καταλαμβάνεται από ξενομανία. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας του gazzetta θα είναι ακόμη μια σαφής ένδειξη ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο χάνει το παιχνίδι, χάνει ή δεν βρίσκει ποτέ τη θέση του στη λίστα των ποδοσφαιρικών προτιμήσεων του πιτσιρικά, μένει στην άκρη. Κάνει χώρο στην Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, τη Λίβερπουλ, τη Γιουνάιτεντ, τη Γιουβέντους, τη Μίλαν, την Τσέλσι, την Ντόρτμουντ, την Μπάγερν, την Αρσεναλ και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ομάδες, οι οποίες σύντομα θα πωλούν στην Ελλάδα περισσότερα προϊόντα του δικού τους merchandising συγκριτικά με τα ελληνικά.
Αυτές τις παραστάσεις ανακαλώ από τη μνήμη μου αυτή την εποχή, που παρατηρώ την αντίδραση της αγοράς του ελληνικού ποδοσφαίρου μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι η νέα γενιά των ποδοσφαιρόφιλων στέκεται έως και αδιάφορα απέναντι στις ελληνικές ομάδες και επιλέγει να υποστηρίζει και να ταυτίζεται περισσότερο με ξένες. Η ελληνική αγορά εκπλήσσεται, σοκάρεται, αλλά αντί να μελετά το φαινόμενο και να λαμβάνει το μήνυμα, δηλαδή να ανησυχεί για να διδαχθεί και να αντιδράσει, δαιμονοποιεί τις προτιμήσεις των πιτσιρικάδων, τα βάζει με το life style τους, τα βαφτίζει “αποχαυνωμένα” επειδή “καίγονται” με τις παιχνιδομηχανές, μέσα από τις οποίες γνωρίζουν και, τελικώς, προτιμούν τις ξένες ομάδες από τις ελληνικές.
Παρατηρώ την εξέλιξη της άκρως διδακτικής ψηφοφορίας του gazzetta για την ανάδειξη των δημοφιλέστερων ομάδων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Και, πέρα από όλα τα άλλα, διαπιστώνω ότι ανάμεσα στους 27,5 χιλιάδες Ελληνες που έχουν ψηφίσει έχουν βρεθεί περισσότεροι από 300 που δήλωσαν ότι δεν υποστηρίζουν καμιά ελληνική ομάδα. Προσέξτε, είναι τουλάχιστον 300, οι οποίοι βρήκαν νόημα συμμετοχής σε μια αθλητική απογραφή, ψήφισαν ευρωπαϊκή ομάδα και δεν ψήφισαν ελληνική. Δεκαπέντε χρόνια πίσω αυτό ήταν απλώς αδιανόητο. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει τόσο “ενεργός” ποδοσφαιρόφιλος που να μην υποστηρίζει καμιά ελληνική ομάδα.
Τις προάλλες εξηγούσα μια διάσταση του φαινομένου σε ένα στέλεχος της ποδοσφαιρικής αγοράς χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μεταγραφής του Νεϊμάρ. Ο Ελληνας πιτσιρικάς φαν της Μπαρτσελόνα, η οποία σκίζει στην ψηφοφορία και έχει φτάσει να παίζει χωρίς αντίπαλο, είχε την δυνατότητα να ζήσει τη μεταγραφή του Νεϊμάρ ζωντανά, λεπτό προς λεπτό. Μέσα από το twitter, το facebook και το youtube τα είδε όλα live και από όσο πιο κοντά γινόταν. Μπήκε με τον Νεϊμάρ μαζί στο αεροπλάνο, προσγειώθηκε στη Βαρκελώνη, πέρασε από ιατρικές εξετάσεις, υπέγραψε το συμβόλαιο, μπήκε στα αποδυτήρια, πήρε το ερμάριο με το όνομά του, φόρεσε τη φανέλα, βγήκε στο τερέν, έκανε κολπάκια με τη μπάλα, πήγε να χτυπήσει το νέο “blessed” τατού στο σβέρκο του. Ολα αυτά ο Ελληνας πιτσιρικάς τα είδε από το pc, το tablet και το κινητό του, τα έζησε από κοντά. Βάλτε τώρα αυτή την εμπειρία σε σύγκριση με την εμπειρία του ίδιου πιτσιρικά από μια ελληνική μεταγραφή. Σκεφθείτε πόσα από όλα αυτά μπορεί να δει ο πιτσιρικάς της ιστορίας μας. Στην καλύτερη περίπτωση θα δει κάποιες παγωμένες εικόνες, σε sites και εφημερίδες, θα νιώσει δηλαδή σαν να έχει βγει μόλις από μια 3D και dolby digital ταινία για να δει μια του παλιού βωβού κινηματογράφου. Γιατί να ταυτιστεί με την ελληνική και όχι με την ξένη; Ποια έχει καταφέρει να τον θαμπώσει με τη λάμψη και τα εφέ της, να τον μαγνητίσει;
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω μια σειρά από παρόμοια παραδείγματα για να δείξω όλες τις διαστάσεις της προβληματικής λειτουργίας μιας, εκτός των άλλων, παρωχημένης ελληνικής αγοράς, η οποία αρνείται πεισματικά να πιάσει το μήνυμα, να συλλάβει το νόημα και να ανακαινιστεί. Η ποδοσφαιρική αγορά όμως δεν λέει να αλλάξει. Και καταφέρνει να είναι το μόνο πεδίο της ελληνικής αγοράς που δεν εκμεταλλεύεται την ελληνική συνείδηση του καταναλωτή, ο οποίος αλλάζει κεφάλι και προτιμά όσο ποτέ άλλοτε τα ελληνικά προϊόντα. Ο Ελληνας, που καταναλώνει περισσότερα ελληνικά προϊόντα από ποτέ, γυρίζει όλο και περισσότερο την πλάτη προς το ελληνικό ποδόσφαιρο και καταλαμβάνεται από ξενομανία. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας του gazzetta θα είναι ακόμη μια σαφής ένδειξη ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο χάνει το παιχνίδι, χάνει ή δεν βρίσκει ποτέ τη θέση του στη λίστα των ποδοσφαιρικών προτιμήσεων του πιτσιρικά, μένει στην άκρη. Κάνει χώρο στην Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, τη Λίβερπουλ, τη Γιουνάιτεντ, τη Γιουβέντους, τη Μίλαν, την Τσέλσι, την Ντόρτμουντ, την Μπάγερν, την Αρσεναλ και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ομάδες, οι οποίες σύντομα θα πωλούν στην Ελλάδα περισσότερα προϊόντα του δικού τους merchandising συγκριτικά με τα ελληνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου