Το καλοκαίρι του 2004 οι ήρωες του Οτο Ρεχάγκελ θριάμβευαν στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Γράφει ο Δημήτρης Δραγώγιας.
Η κατάκτηση του φαινομενικά άπιαστου ευρωπαϊκού τίτλου έβγαλε
εκατομμύρια Ελληνες στους δρόμους, ενώ όταν το αεροπλάνο των πρωταθλητών
προσγειώθηκε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και οι θρησκευτικοπολιτικές
φιέστες έλαβαν τέλος, τα πανηγύρια των πολλών έδωσαν τη θέση τους στις
ελπίδες των ανθρώπων του αθλητισμού, ότι η χώρα μας θα έχει πια έναν
αντάξιο του ολόχρυσου τροπαίου της ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, οι περισσότεροι από τους ημίθεους του «Ντα Λουζ» δεν κατάφεραν να εξαργυρώσουν τη μεγάλη επιτυχία και επέστρεψαν γρήγορα στη φτωχή Ελλάδα έπειτα από σύντομες ευρωπαϊκές περιπέτειες, ενώ η σημερινή εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου σε τίποτα δεν θυμίζει τις μεγαλειώδεις στιγμές εκείνου του Ιουλίου.
Με εξαίρεση τους Κόκκινους του Πειραιά που απολαμβάνουν μια ασφάλεια η οποία ακούει στο όνομα του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο χαρακτηρισμός «μεγάλοι» για τους υπόλοιπους διεκδικητές του τίτλου μπορεί να δικαιολογηθεί μονάχα από το ιστορικό τους βάρος. Και σίγουρα όχι από τα οικονομικά τους.
Είναι, όμως, η κρίση της ελληνικής οικονομίας ή η αποκάλυψη των σκανδάλων και το ανελέητο κυνηγητό του μαύρου χρήματος που πλέον δεν μπορεί να φτάσει, πόσο μάλλον να ξεπλυθεί κοντά σε ποδοσφαιρικές εγκαταστάσεις που φταίει για την κατρακύλα των ομάδων;
Πολλοί θα σπεύσουν να συνηγορήσουν υπέρ του πρώτου, όμως είναι η μοναδική αλήθεια; Η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος τον Αύγουστο του 2009, μάλλον αποκαλύπτει μια δυσάρεστη αλήθεια.
Τα στοιχεία έδειξαν τη χαρακτηριστική ευκολία με την οποία «εγκληματικά στοιχεία» εισέρχονται στο χώρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου «εξαγοράζοντας ομίλους, μεταφέροντας παίκτες από τον έναν όμιλο στον άλλον και στοιχηματίζοντας σε αγώνες, με σκοπό να ξεπλύνουν το προϊόν παράνομων πράξεων και συναλλαγών». Μήπως, αυτά ακριβώς, δεν συζητούσε ολόκληρη η φίλαθλη Ελλάδα, δύο χρόνια μετά, το περασμένο δηλαδή καλοκαίρι, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τα «στημένα» στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
Κι έπειτα, υπάρχει και το παράδειγμα της Κολομβίας, της χώρας των καρτέλ που πάλεψε με τα βρόμικα λεφτά των ναρκωτικών να γίνει μια νέα υπερδύναμη του ποδοσφαίρου, όμως δύο θάνατοι, δύο ανθρώπων με κοινό επίθετο αλλά με κανένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό εκτός από την αγάπη για το ποδόσφαιρο, έδωσαν τη χαριστική βολή στο «βασιλιά των σπορ».
Ο ένας, ο Αντρέ Εσκομπάρ, ο ηγέτης και το μεγάλο αστέρι της χρυσής γενιάς του κολομβιανού ποδοσφαίρου, πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή μια άτυχη στιγμή, το αυτογκόλ στο Μουντιάλ της Αμερικής. Κι ο άλλος, ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Ιστορίας, που όπως λένε ακόμα στην Κολομβία θα μπορούσε να γλιτώσει από το θάνατο τον ποδοσφαιριστή εάν και ο ίδιος δεν είχε δολοφονηθεί μερικούς μήνες πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν ο ισχυρότερος άνδρας της Κολομβίας όσο διαφέντευε το καρτέλ ναρκωτικών του Μεντεγίν. Ομως, παράλληλα έπαιξε και τον πλέον σημαντικό ρόλο στην άνοδο του ποδοσφαίρου της πατρίδας του στις δεκαετίες του ’80 και τις αρχές του ’90, καθώς χρησιμοποίησε το ποδόσφαιρο για να ξεπλύνει το άφθονο χρήμα του, με αντάλλαγμα να ρίχνει στη μηχανή του αθλήματος τεράστια ποσά.
Μάλιστα, ήταν τόσο έντονη η ενασχόληση του Εσκομπάρ με το ποδόσφαιρο που οι άλλοι βαρόνοι των ναρκωτικών, για να μη μείνουν πίσω, εξαγόρασαν κι αυτοί ομάδες όπως λέει ο ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα αφενός το πρωτάθλημα να είναι πιο βρόμικο και στημένο από ποτέ, αφετέρου να σημειώνει άνθιση με καλά αμειβόμενους ποδοσφαιριστές που δεν είχαν πια κανέναν, οικονομικό τουλάχιστον, λόγο να αναζητούν αλλού την τύχη τους.
Ετσι, άρχισαν να ξετυλίγονται τα μεγάλα ταλέντα των Λατίνων εντός γηπέδων, όμως η δολοφονία του Πάμπλο το 1993 και η αναρχία που ακολούθησε ανάγκασε την κυβέρνηση να πάρει θέση και να επιχειρήσει να διώξει από το ποδόσφαιρο τους εγκληματίες αλλά και ζάπλουτους χορηγούς του, ενώ οι 12 σφαίρες στο κορμί του Αντρέ Εσκομπάρ έδιωξαν οριστικά και τους οπαδούς από τα γήπεδα.
Σήμερα, οι 14 από τις 18 μεγαλύτερες ομάδες του κολομβιανού πρωταθλήματος είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, καθώς τα καρτέλ βρήκαν άλλες επιχειρήσεις να ξεπλένουν τα χρήματά τους. Στην Ελλάδα, προς το παρόν, καμιά κατηγορία δεν έχει αποδειχτεί. Ομως, το τίμημα, τελικά, για ένα καθαρό πρωτάθλημα μοιάζει να είναι η κατάρρευσή του.
Πηγή: Εξέδρα
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, οι περισσότεροι από τους ημίθεους του «Ντα Λουζ» δεν κατάφεραν να εξαργυρώσουν τη μεγάλη επιτυχία και επέστρεψαν γρήγορα στη φτωχή Ελλάδα έπειτα από σύντομες ευρωπαϊκές περιπέτειες, ενώ η σημερινή εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου σε τίποτα δεν θυμίζει τις μεγαλειώδεις στιγμές εκείνου του Ιουλίου.
Με εξαίρεση τους Κόκκινους του Πειραιά που απολαμβάνουν μια ασφάλεια η οποία ακούει στο όνομα του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο χαρακτηρισμός «μεγάλοι» για τους υπόλοιπους διεκδικητές του τίτλου μπορεί να δικαιολογηθεί μονάχα από το ιστορικό τους βάρος. Και σίγουρα όχι από τα οικονομικά τους.
Είναι, όμως, η κρίση της ελληνικής οικονομίας ή η αποκάλυψη των σκανδάλων και το ανελέητο κυνηγητό του μαύρου χρήματος που πλέον δεν μπορεί να φτάσει, πόσο μάλλον να ξεπλυθεί κοντά σε ποδοσφαιρικές εγκαταστάσεις που φταίει για την κατρακύλα των ομάδων;
Πολλοί θα σπεύσουν να συνηγορήσουν υπέρ του πρώτου, όμως είναι η μοναδική αλήθεια; Η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος τον Αύγουστο του 2009, μάλλον αποκαλύπτει μια δυσάρεστη αλήθεια.
Τα στοιχεία έδειξαν τη χαρακτηριστική ευκολία με την οποία «εγκληματικά στοιχεία» εισέρχονται στο χώρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου «εξαγοράζοντας ομίλους, μεταφέροντας παίκτες από τον έναν όμιλο στον άλλον και στοιχηματίζοντας σε αγώνες, με σκοπό να ξεπλύνουν το προϊόν παράνομων πράξεων και συναλλαγών». Μήπως, αυτά ακριβώς, δεν συζητούσε ολόκληρη η φίλαθλη Ελλάδα, δύο χρόνια μετά, το περασμένο δηλαδή καλοκαίρι, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με τα «στημένα» στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
Κι έπειτα, υπάρχει και το παράδειγμα της Κολομβίας, της χώρας των καρτέλ που πάλεψε με τα βρόμικα λεφτά των ναρκωτικών να γίνει μια νέα υπερδύναμη του ποδοσφαίρου, όμως δύο θάνατοι, δύο ανθρώπων με κοινό επίθετο αλλά με κανένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό εκτός από την αγάπη για το ποδόσφαιρο, έδωσαν τη χαριστική βολή στο «βασιλιά των σπορ».
Ο ένας, ο Αντρέ Εσκομπάρ, ο ηγέτης και το μεγάλο αστέρι της χρυσής γενιάς του κολομβιανού ποδοσφαίρου, πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή μια άτυχη στιγμή, το αυτογκόλ στο Μουντιάλ της Αμερικής. Κι ο άλλος, ο Πάμπλο Εσκομπάρ, ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες της Ιστορίας, που όπως λένε ακόμα στην Κολομβία θα μπορούσε να γλιτώσει από το θάνατο τον ποδοσφαιριστή εάν και ο ίδιος δεν είχε δολοφονηθεί μερικούς μήνες πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ο Πάμπλο Εσκομπάρ ήταν ο ισχυρότερος άνδρας της Κολομβίας όσο διαφέντευε το καρτέλ ναρκωτικών του Μεντεγίν. Ομως, παράλληλα έπαιξε και τον πλέον σημαντικό ρόλο στην άνοδο του ποδοσφαίρου της πατρίδας του στις δεκαετίες του ’80 και τις αρχές του ’90, καθώς χρησιμοποίησε το ποδόσφαιρο για να ξεπλύνει το άφθονο χρήμα του, με αντάλλαγμα να ρίχνει στη μηχανή του αθλήματος τεράστια ποσά.
Μάλιστα, ήταν τόσο έντονη η ενασχόληση του Εσκομπάρ με το ποδόσφαιρο που οι άλλοι βαρόνοι των ναρκωτικών, για να μη μείνουν πίσω, εξαγόρασαν κι αυτοί ομάδες όπως λέει ο ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα αφενός το πρωτάθλημα να είναι πιο βρόμικο και στημένο από ποτέ, αφετέρου να σημειώνει άνθιση με καλά αμειβόμενους ποδοσφαιριστές που δεν είχαν πια κανέναν, οικονομικό τουλάχιστον, λόγο να αναζητούν αλλού την τύχη τους.
Ετσι, άρχισαν να ξετυλίγονται τα μεγάλα ταλέντα των Λατίνων εντός γηπέδων, όμως η δολοφονία του Πάμπλο το 1993 και η αναρχία που ακολούθησε ανάγκασε την κυβέρνηση να πάρει θέση και να επιχειρήσει να διώξει από το ποδόσφαιρο τους εγκληματίες αλλά και ζάπλουτους χορηγούς του, ενώ οι 12 σφαίρες στο κορμί του Αντρέ Εσκομπάρ έδιωξαν οριστικά και τους οπαδούς από τα γήπεδα.
Σήμερα, οι 14 από τις 18 μεγαλύτερες ομάδες του κολομβιανού πρωταθλήματος είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, καθώς τα καρτέλ βρήκαν άλλες επιχειρήσεις να ξεπλένουν τα χρήματά τους. Στην Ελλάδα, προς το παρόν, καμιά κατηγορία δεν έχει αποδειχτεί. Ομως, το τίμημα, τελικά, για ένα καθαρό πρωτάθλημα μοιάζει να είναι η κατάρρευσή του.
Πηγή: Εξέδρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου