Λίγο πριν ολοκληρωθεί η σεζόν
2006-7, ο Βασίλης Σπανούλης πήρε τη μεγάλη απόφαση: «Αφήνω το ΝΒΑ και
επιστρέφω στην Ελλάδα». Την ανακοίνωσε μέσω μίας συνέντευξης στον
υποφαινόμενο για την Ελευθεροτυπία.
Πίστευε ότι ο τότε προπονητής των Ρόκετς Τζεφ Βαν Γκάντι τον χρησιμοποιούσε σε ρόλο που δεν του ταίριαζε και θεωρούσε ότι υπήρξαν υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν.
Παράλληλα, ένιωθε απογοητευμένος από τη ζωή στην Αμερική και βασανισμένος από νοσταλγία.
Θυμάμαι ότι του τηλεφώνησα στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του και ότι το σήκωσε η μητέρα του. Εχω ακόμα τον αριθμό, αλλά δεν τον γράφω, γιατί μπορεί στο ίδιο σπίτι να μένει κάποιος από τους τωρινούς παίκτες των Ρόκετς. Ο Ομέρ Ασίκ, για παράδειγμα.
Στις 13 Ιουλίου του 2007, ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ μία συναλλαγή που ξάφνιασε. Οι Σαν Αντόνιο Σπερς, οι πρωταθλητές Σπερς σπεύδω να προσθέσω, απέκτησαν από το Χιούστον τα δικαιώματα του ήδη φευγάτου Σπανούλη, προσφέροντας στους Ρόκετς τον (νεοσύλλεκτο στο ΝΒΑ και κολλητό του Τζινόμπιλι) Λούις Σκόλα και τον σέντερ Τζάκι Μπάτλερ.
Ηταν προφανές, ότι πόνταραν πολλά στον απροσάρμοστο Ελληνα των 31 αγώνων, των 2,7 πόντων και των 0,9 ασίστ. Ο άνθρωπος που έκανε το προξενιό ακούει στο ονοματεπώνυμο Τόνι Πάρκερ.
«Εχω πάρει τις αποφάσεις μου και δεν σκοπεύω να τις αλλάξω», δήλωσε από την Αθήνα, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού KRIV, ο Σπανούλης. «Θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Ο Πάρκερ και ο Σπανούλης είναι συνομήλικοι. Γεννήθηκαν το 1982, με τρεις μήνες διαφορά. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Ευρωμπάσκετ Εφήβων του 2000 στο Ζάνταρ, όπου η Γαλλία κατέκτησε χρυσό μετάλλιο με MVP τον Πάρκερ και η Ελλάδα (Σπανούλης, Ζήσης, Ταπούτος, Τσιάρας) χάλκινο.
Οι δυό τους έγιναν γρήγορα φίλοι, μολονότι ο Πάρκερ πέρασε από το 2001 κιόλας στην Εθνική Ανδρών της Γαλλίας και μετακόμισε το ίδιο καλοκαίρι στο ΝΒΑ. Από το νούμερο 28 του ντραφτ!
Το 2009, στην Πολωνία, το τρίο Πάρκερ, Σπανούλη, Ζήση περνούσε πολλές ώρες χαλάρωσης στο λόμπι ξενοδοχείου Νοβοτέλ στο Κατοβίτσε, συν γυναιξί μάλιστα, αφού στο φινάλε της διοργάνωσης κατέφτασε στην Πολωνία και η ευωδιαστή Εύα Λονγκόρια.
Η φιλία παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής μας στο φετινό Ευρωμπάσκετ, ο Σπανούλης με τον Πάρκερ βγήκαν για φαγητό στη Λιουμπλιάνα για να τα πουν.
«Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ σαν εσένα», μπορεί να είπε ο Ελληνας στον Γάλλο. «Αν είχα δεχθεί εκείνη την πρόταση των Σπερς…».
Στους Σπερς του 2007-8, ο Σπανούλης θα έβρισκε ιδανικό περιβάλλον εργασίας ώστε να αφήσει πίσω του την οδυνηρή παρθενική του χρονιά στο ΝΒΑ:
Εργένης ακόμη, προτίμησε το σταριλίκι και τα εκατομμύρια της Ευρώπης, όπου τον περίμενε πακτωλός χρημάτων. Διάλεξε, μάλιστα, το γνώριμο περιβάλλον του Παναθηναϊκού.
Κέρδος για τους «τριφύλλι» και ίσως για την Εθνική μας ομάδα, αργότερα για τον Ολυμπιακό, αλλά μεγάλη προσωπική ήττα για τον ίδιο. Το χαμένο στοίχημα του ΝΒΑ τον στοιχειώνει ακόμα και σήμερα, σε στιγμές αυτοκριτικής.
Η αστρονομική του πρόοδος στα χρόνια που ακολούθησαν και η ήδη πενταμελής οικογένεια που δημιούργησε είναι βεβαίως μια θαυμάσια παρηγοριά. Εάν έμενε στις ΗΠΑ, μπορεί να τριγυρνούσε με τον Πάρκερ στα ντεφιλέ και να μη γνώριζε ποτέ την Ολυμπία…
Θα μπορούσε, όμως, να γίνει ένας νέος Πάρκερ στους Σπερς, ξεκινώντας από έναν ρόλο 15 λεπτών στη χρονιά της αναπόφευκτης προσαρμογής. Δεν ήταν τυχαίο το «yes» του Πόποβιτς (με προσφορά συμβολαίου μάλιστα), ούτε ασήμαντο γαλόνι.
Είχε και έχει τη σβελτάδα και την ταχύτητα, είχε και έχει τη μπασκετική ευφυία, η τεχνική του είναι αψεγάδιαστη, καταλαβαίνει το παιχνίδι όσο ελάχιστοι, έχει φιλοδοξία και φλόγα, ήταν ανέκαθεν «ποντικός του γυμναστηρίου», προσθέτει συνεχώς καινούρια πράγματα στο παιχνίδι του, είναι δεξί χέρι του προπονητή πάνω στο παρκέ, αντέχει την πίεση.
Μήπως ήταν καλύτερος του Σπανούλη ο Γκόραν Ντράγκιτς όταν πρωτοπήγε στο Φοίνιξ για να γίνει ιπποκόμος του Στηβ Νας; Δείτε τον όμως σήμερα, πέντε χρόνια μετά τη μετανάστευσή του. Δείτε και τον Ρίκι Ρούμπιο, που αίφνης έμαθε ακόμα και να σουτάρει. Ή τον Καλδερόν, άσχετα με τη φετινή του μετριότητα. Ή και τον Σέρχι, που μαθήτευσε 4 χρόνια στο ΝΒΑ. Τον Μπελινέλι, ακόμη. Ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα μπορεί να λέγεται Νικ Καλάθης.
«Ναι, αλλά θα τον είχαμε χάσει από την Εθνική ομάδα τον Σπανούλη, αν έμενε στο ΝΒΑ», θα πει κάποιος. Δεν το πιστεύω.
Ο Πάρκερ έχει δώσει στους «μπλε» της Γαλλίας 14 καλοκαίρια, από πιτσιρίκι κιόλας, με μοναδική εξαίρεση –λόγω σωρείας τραυματισμών- το Μουντομπάσκετ του 2010. Αγωνίζεται στο ΝΒΑ από το 2001, αλλά κάθε Αύγουστο επιστρέφει στην πατρίδα του (που δεν είναι καν εξ αίματος πατρίδα του), για να παίξει ακόμα και …προκριματικά.
Το ίδιο έκανε μέχρι πέρυσι ο πολύς Τζινόμπιλι. Με τι θράσος θα ακολουθούσε διαφορετική τροχιά ο Σπανούλης από τους δύο Ολ-Σταρς συμπαίκτες του; Αλλωστε, η συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας είναι αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς στην καριέρα του. Οπως και του παλιόφιλου Πάρκερ.
Πίστευε ότι ο τότε προπονητής των Ρόκετς Τζεφ Βαν Γκάντι τον χρησιμοποιούσε σε ρόλο που δεν του ταίριαζε και θεωρούσε ότι υπήρξαν υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν.
Παράλληλα, ένιωθε απογοητευμένος από τη ζωή στην Αμερική και βασανισμένος από νοσταλγία.
Θυμάμαι ότι του τηλεφώνησα στο σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του και ότι το σήκωσε η μητέρα του. Εχω ακόμα τον αριθμό, αλλά δεν τον γράφω, γιατί μπορεί στο ίδιο σπίτι να μένει κάποιος από τους τωρινούς παίκτες των Ρόκετς. Ο Ομέρ Ασίκ, για παράδειγμα.
Στις 13 Ιουλίου του 2007, ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ μία συναλλαγή που ξάφνιασε. Οι Σαν Αντόνιο Σπερς, οι πρωταθλητές Σπερς σπεύδω να προσθέσω, απέκτησαν από το Χιούστον τα δικαιώματα του ήδη φευγάτου Σπανούλη, προσφέροντας στους Ρόκετς τον (νεοσύλλεκτο στο ΝΒΑ και κολλητό του Τζινόμπιλι) Λούις Σκόλα και τον σέντερ Τζάκι Μπάτλερ.
Ηταν προφανές, ότι πόνταραν πολλά στον απροσάρμοστο Ελληνα των 31 αγώνων, των 2,7 πόντων και των 0,9 ασίστ. Ο άνθρωπος που έκανε το προξενιό ακούει στο ονοματεπώνυμο Τόνι Πάρκερ.
«Εχω πάρει τις αποφάσεις μου και δεν σκοπεύω να τις αλλάξω», δήλωσε από την Αθήνα, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού KRIV, ο Σπανούλης. «Θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Ο Πάρκερ και ο Σπανούλης είναι συνομήλικοι. Γεννήθηκαν το 1982, με τρεις μήνες διαφορά. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Ευρωμπάσκετ Εφήβων του 2000 στο Ζάνταρ, όπου η Γαλλία κατέκτησε χρυσό μετάλλιο με MVP τον Πάρκερ και η Ελλάδα (Σπανούλης, Ζήσης, Ταπούτος, Τσιάρας) χάλκινο.
Οι δυό τους έγιναν γρήγορα φίλοι, μολονότι ο Πάρκερ πέρασε από το 2001 κιόλας στην Εθνική Ανδρών της Γαλλίας και μετακόμισε το ίδιο καλοκαίρι στο ΝΒΑ. Από το νούμερο 28 του ντραφτ!
Το 2009, στην Πολωνία, το τρίο Πάρκερ, Σπανούλη, Ζήση περνούσε πολλές ώρες χαλάρωσης στο λόμπι ξενοδοχείου Νοβοτέλ στο Κατοβίτσε, συν γυναιξί μάλιστα, αφού στο φινάλε της διοργάνωσης κατέφτασε στην Πολωνία και η ευωδιαστή Εύα Λονγκόρια.
Η φιλία παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής μας στο φετινό Ευρωμπάσκετ, ο Σπανούλης με τον Πάρκερ βγήκαν για φαγητό στη Λιουμπλιάνα για να τα πουν.
«Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ σαν εσένα», μπορεί να είπε ο Ελληνας στον Γάλλο. «Αν είχα δεχθεί εκείνη την πρόταση των Σπερς…».
Στους Σπερς του 2007-8, ο Σπανούλης θα έβρισκε ιδανικό περιβάλλον εργασίας ώστε να αφήσει πίσω του την οδυνηρή παρθενική του χρονιά στο ΝΒΑ:
- Έναν καλό φίλο από τα παλιά που θα αναλάμβανε τον ρόλο του μέντορα (Τόνι Πάρκερ).
- Ένα αστέρι παγκόσμιου βεληνεκούς με ευρωπαϊκή νοοτροπία, προσηνή χαρακτήρα και νοοτροπία τέλειου συμπαίκτη (Μάνου Τζινόμπιλι).
- Τον καλύτερο, ίσως, σέντερ του ΝΒΑ, προικισμένο με χαρακτηριστικά «Ευρωπαίου», άφταστο γνώστη του pick’n’roll (Τιμ Ντάνκαν).
- Τον κορυφαίο, μάλλον, προπονητή που γνώρισε το σύγχρονο μπάσκετ, ιδανικό ακροβάτη ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού (Γκρεγκ Πόποβιτς).
- Μία ομάδα που ζει και πεθαίνει με την σκέψη, την τακτική, την προετοιμασία, την άμυνα, απόλυτα ταιριαστή δηλαδή με την ελληνική σχολή.
- Έναν οργανισμό που δουλεύει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι σε όλα τα επίπεδα και φροντίζει τους παίκτες σαν χρυσάφι.
- Και μία πόλη, μικρή μεν, αλλά πολύ πιο φιλική και ανθρώπινη από τις απρόσωπες μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ, με πολυάνθρωπη ισπανόφωνη κοινότητα.
Εργένης ακόμη, προτίμησε το σταριλίκι και τα εκατομμύρια της Ευρώπης, όπου τον περίμενε πακτωλός χρημάτων. Διάλεξε, μάλιστα, το γνώριμο περιβάλλον του Παναθηναϊκού.
Κέρδος για τους «τριφύλλι» και ίσως για την Εθνική μας ομάδα, αργότερα για τον Ολυμπιακό, αλλά μεγάλη προσωπική ήττα για τον ίδιο. Το χαμένο στοίχημα του ΝΒΑ τον στοιχειώνει ακόμα και σήμερα, σε στιγμές αυτοκριτικής.
Η αστρονομική του πρόοδος στα χρόνια που ακολούθησαν και η ήδη πενταμελής οικογένεια που δημιούργησε είναι βεβαίως μια θαυμάσια παρηγοριά. Εάν έμενε στις ΗΠΑ, μπορεί να τριγυρνούσε με τον Πάρκερ στα ντεφιλέ και να μη γνώριζε ποτέ την Ολυμπία…
Θα μπορούσε, όμως, να γίνει ένας νέος Πάρκερ στους Σπερς, ξεκινώντας από έναν ρόλο 15 λεπτών στη χρονιά της αναπόφευκτης προσαρμογής. Δεν ήταν τυχαίο το «yes» του Πόποβιτς (με προσφορά συμβολαίου μάλιστα), ούτε ασήμαντο γαλόνι.
Είχε και έχει τη σβελτάδα και την ταχύτητα, είχε και έχει τη μπασκετική ευφυία, η τεχνική του είναι αψεγάδιαστη, καταλαβαίνει το παιχνίδι όσο ελάχιστοι, έχει φιλοδοξία και φλόγα, ήταν ανέκαθεν «ποντικός του γυμναστηρίου», προσθέτει συνεχώς καινούρια πράγματα στο παιχνίδι του, είναι δεξί χέρι του προπονητή πάνω στο παρκέ, αντέχει την πίεση.
Μήπως ήταν καλύτερος του Σπανούλη ο Γκόραν Ντράγκιτς όταν πρωτοπήγε στο Φοίνιξ για να γίνει ιπποκόμος του Στηβ Νας; Δείτε τον όμως σήμερα, πέντε χρόνια μετά τη μετανάστευσή του. Δείτε και τον Ρίκι Ρούμπιο, που αίφνης έμαθε ακόμα και να σουτάρει. Ή τον Καλδερόν, άσχετα με τη φετινή του μετριότητα. Ή και τον Σέρχι, που μαθήτευσε 4 χρόνια στο ΝΒΑ. Τον Μπελινέλι, ακόμη. Ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα μπορεί να λέγεται Νικ Καλάθης.
«Ναι, αλλά θα τον είχαμε χάσει από την Εθνική ομάδα τον Σπανούλη, αν έμενε στο ΝΒΑ», θα πει κάποιος. Δεν το πιστεύω.
Ο Πάρκερ έχει δώσει στους «μπλε» της Γαλλίας 14 καλοκαίρια, από πιτσιρίκι κιόλας, με μοναδική εξαίρεση –λόγω σωρείας τραυματισμών- το Μουντομπάσκετ του 2010. Αγωνίζεται στο ΝΒΑ από το 2001, αλλά κάθε Αύγουστο επιστρέφει στην πατρίδα του (που δεν είναι καν εξ αίματος πατρίδα του), για να παίξει ακόμα και …προκριματικά.
Το ίδιο έκανε μέχρι πέρυσι ο πολύς Τζινόμπιλι. Με τι θράσος θα ακολουθούσε διαφορετική τροχιά ο Σπανούλης από τους δύο Ολ-Σταρς συμπαίκτες του; Αλλωστε, η συμμετοχή του στην Εθνική Ελλάδας είναι αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς στην καριέρα του. Οπως και του παλιόφιλου Πάρκερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου