Το
σύνθημα είναι παλιό, το θυμούνται καλά όσοι συμπορεύθηκαν μαζί του την
εποχή της απόλυτης ακμής του και να που χθες ήρθε ασυναίσθητα στη μνήμη
τους...
«Ο Μουρούζης κλαίει», μόνο που αυτή τη φορά πιο πολύ από αυτόν κλαίμε όλοι οι υπόλοιποι και τον κατευοδώνουμε στον αναπόδραστο χλοερό τόπο, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός, όπως λέει η νεκρώσιμος ακολουθία. Αλλά - συμπληρώνω εγώ- και σε τόπο μπασκετικό, όπου θα ξαναβρεί τους παλιούς συντρόφους του και δη αυτούς που έφυγαν τα τελευταία χρόνια (Ματθαίου, Χρηστέας, Κολοκυθάς, Αμερικάνος, Συρίγος) τη χαρά του παιχνιδιού, την ευκαιρία να ξανακάνει τα κόλπα του και όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους είτε ζοχαδιαζόταν, είτε φαινόταν πως έκλαιγε, είτε έλαμπε από ανείπωτη χαρά!
Θα ξαναβρεί επίσης ο «Dino», όπως τον φώναζαν οι Ιταλοί όταν μεγαλουργούσε με τη φανέλα της Τζίρα Μπολόνια τις δυο μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του; Τη λατρεμένη του Δόμνα, που «έφυγε» πριν από δυο χρόνια και την μπάλα του μπάσκετ, για χάρη της οποίας απάταγε συστηματικά τη γυναίκα της ζωής του!
Δεν αστειεύομαι, ούτε υπερβάλλω: αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία ο ίδιος μου αποκάλυψε πέρυσι, ανήμερα της βράβευσης του από την ΚΑΕ Παναθηναϊκός, που ευτυχώς είχε την πρόνοια να τον τιμήσει εν ζωή και να μην περιμένει να καταθέσει ένα στεφάνι στη μνήμη του, αύριο στο κοιμητήριο ης Κηφισιάς...
Τον είχα βγάλει εκείνο το πρωϊ στον αέρα του Sentra 103,3 και κλαίγοντας από τη συγκίνηση (ενώ παράλληλα, καταβεβλημένος από τις αρρώστιες, δυσκολευόταν να αρθρώσει τον λόγο του) μου είχε πει το εξής: «Οταν πήγα να ζητήσω τη γυναίκα μου σε γάμο της είχα ξηγηθεί πολύ τίμια: Δομνίτσα μου σε αγαπώ, σε λατρεύω, θα σ’ έχω σαν τα μάτια μου, αλλά να ξέρεις πώς θα σε απατώ κιόλας κάθε μέρα με ένα άλλο θηλυκό, που είναι ο παράφορος έρωτας της ζωής μου»
Προτού προλάβει η συχωρεμένη η Δόμνα να αντιδράσει και ή να του ζητήσει εξηγήσεις, ή να του δώσει ένα χαστούκι και να τον... διαολοστείλει, ο Μουρούζης την αγκάλιασε για να την παρηγορήσει και της το ‘μολόγησε νέτα σκέτα: «Η ερωμένη της ζωής μου είναι η μπάλα του μπάσκετ»!
Παρεμπιπτόντως η Δόμνα δεν σκάμπαζε πολλά από μπάσκετ στην αρχή και μάλιστα τον Ιούλιο του 1972 μετά από το μπαράζ των αιωνίων (Παναθηναϊκός-ολυμπιακός 70-56) στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, υπέπεσε σε μια γκάφα που τη θυμόταν μετά από χρόνια και ξεκαρδιζόταν...
Το ίδιο βράδυ οι «πράσινοι» έκαναν το επινίκιο τραπέζι στην ταβέρνα του Μίμη στο Χαλάνδρι κι όταν ο τότε πρόεδρος Μιχάλης Κίτσιος είπε ότι «το ματς κρίθηκε από τη ζώνη του Μουρούζη», η Δόμνα που τον άκουσε και δεν κατάλαβε τι εννοούσε συναίνεσε αμέσως και είπε: «Ναι, έχετε δίκιο γιατί έβλεπα κι εγώ πως στο πρώτο ημίχρονο δεν του καθόταν καλά το παντελόνι»!
Αυτή η μπάλα του μπάσκετ ήταν ολόκληρη η ζωή του Μουρούζη, από τότε που άρχισε να την κουλαντρίζει με εκπληκτική δεξιοτεχνία στο ανοικτό γήπεδο της 3ης Σεπτεμβρίου ως ένας λαμπρός πλέι μέικερ του Τρίτωνα. Η ζωή, η ερωμένη, το πάθος, το εικόνισμα, το φυλακτό κι όλα αυτά μας τα άφησε χθες το μεσημέρι ως ένα πανάκριβο κειμήλιο αθλητικής δόξας, ιστορίας και υπερηφάνειας...
Ο Μουρούζης κλαίει, μα τώρα πιο πολύ κλαίμε εμείς για την αλεπού των πάγκων, όπως τον βάφτισε ο κουμπάρος του ο Φίλιππος Συρίγος, που βιάστηκε και προηγήθηκε στην έξοδο, ίσως γιατί ήθελε να «στήσει» τα πούλια και να του κάνει πλάκα στο τάβλι, όπως τότε στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10!
Από πάνω ήταν τα γραφεία της «Μεσημβρινής» και στο ισόγειο δίπλα στο περίφημο ουζερί του Απότσου, ένα γωνιακό μαγαζί ηλεκτρικών ειδών, όπου δέσποζε η παρουσία της «Μουρούζας»! Τότε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές των 80s ήμουν ένα δημοσιογραφικό μειράκιον, που γοητευμένο από τους μύθους της εποχής, προσπαθούσε να πάρει κάτι από την αύρα τους...
Γελώ τώρα που το γράφω, αλλά σε αυτόν πιστώνεται η πατρότητα μιας ατάκας, που έμελλε να γίνει πολύ δημοφιλής στις δημοσιογραφικές τάξεις. Στο σημείο αυτό ανοίγω μια παρένθεση για να τονίσω ότι ο Μουρούζης υπήρξε πολύ κοινωνικός τύπος και ρέκτης εξ ου και η μετέπειτα ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, ως γενικός διευθυντής της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, επί ημερών Μπένγκτσον, με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, με τη δημοσιογραφία ως σχολιαστής και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών και με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ως μέλος της ομάδας εργασίας στην εγκατάσταση του ΟΑΚΑ.
Κινούμενος λοιπόν σε αυτή τη λογική, όντας πράγματι πολύ ενημερωμένος επί καθημερινής βάσεως για τα δρώμενα και για τα γραφόμενα, αλλά και για να ενθαρρύνει τους «γαβριάδες» της δημοσιογραφίας, κάθε φορά που μας συναντούσε, επαναλάμβανε μια ατάκα που για όλους μας ήταν μοναδικό κομπλιμέντο...
«Νεαρέ, σε διαβάζω, σε ακούω, σε βλέπω σε παρακολουθώ και πας πολύ καλά»!
Κολακευόμασταν απίστευτα με τη φιλοφρόνηση του Μουρούζη κι ας ξέραμε ότι την έλεγε σε όλους, αλλά, διάβολε, ο καθένας μας θεωρούσε μεγίστη τιμή να του την επιδαψιλεύει κοτζάμ Μουρούζης!
Εδώ οφείλω να καταθέσω μια πληροφορία ως απαραίτητο και δυστυχώς επίκαιρο κομμάτι της ελληνικής μπασκετικής ιστορικής μνήμης: πριν από το «κλάψε, κλάψε», που φώναζαν στον Παναγιώτη Γιαννάκη οι αντίπαλοι οπαδοί, τα δάκρυα είχαν αποκτήσει την τιμητική τους στο σύνθημα το οποίο σκάρωσαν πριν από μισό και βάλε αιώνα, οι φίλαθλοι για να πικάρουν τον Μουρούζη...
Τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής ο συχωρεμένος αφενός παθιαζόταν και έκανε διάφορους μορφασμούς στο πρόσωπο του κι αφετέρου ίδρωνε πολύ, με αποτέλεσμα η φάτσα του να παίρνει πολύ συχνά μια περίεργη όψη, εξ ου και το σύνθημα «ο Μουρούζης κλαίει»!
Εκλαιγε όντως ο Μουρούζης, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν από την άφατη χαρά του για τους περιφανείς θριάμβους του, που όντως γενναιόδωρος δεν τους χώρισε ποτέ σε πράσινους και σε κόκκινους! Ασφαλώς οι συντριπτικά περισσότερες από δαύτες είναι αποτυπωμένες με χρυσά γράμματα στη βίβλο του Παναθηναϊκού, αλλά το ασύνορο προπονητικό μεγαλείο του μένει ανεξίτηλα χαραγμένο και στην ιστορία του Ολυμπιακού!
Ως παίκτης ο Μουρούζης ήταν ένας καλλιτέχνης, ένας αληθινός βιρτουόζος που έδινε ρεσιτάλ στα ανοικτά ξερά γήπεδα της εποχής, Ως προπονητής πάλι υπήρξε... γάτα με πέταλα, καθώς σε αντιδιαστολή με τον πιο διαβασμένο, και καταρτισμένο (με αφορμή τα συχνά ταξίδια του στις ΗΠΑ και τις επαφές του με τους Αμερικανούς) Φαίδωνα Ματθαίου, που ήταν το αντίπαλον δέος και ο έτερος πόλος, αυτός συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει την ώρα του αγώνα, να μην πηγαίνει «by the book και να χρησιμοποιεί περισσότερο το ένστικτο, παρά τα σχεδιασμένα πλάνα του.
Τολμώ να γράψω, χωρίς κιόλας να νιώθω ότι υπερβαίνω τα εσκαμμένα και γίνομαι ιερόσυλος, ότι για την εποχή του ο Μουρούζης, ο οποίος θεμελίωσε την πρώιμη αυτοκρατορία του Παναθηναϊκού και μετά από δέκα χρόνια οδήγησε τον Ολυμπιακό στους «6» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ήταν ένα κράμα Ιωαννίδη, Ομπράντοβιτς και Αουερμπαχ: όχι μόνο για τους τίτλους που κατέκτησε, αλλά και για τη λογική που είχε στο κοουτσάρισμα του και για το μπασκετικό δόγμα το οποίο πρέσβευε, για το «legacy» που κληροδότησε και για την αφοσίωση του στο παιχνίδι...
Θλιμμένο το ελληνικό μπασκετικό έθνος και σύμπασα η Ελλάς, θα αποχαιρετήσουν ένα ιερόν τέρας. Λυπάμαι πολύ που δεν βρίσκομαι στην Αθήνα για να τον συνοδεύσω μαζί με το υπόλοιπο πλήθος στην τελευταία κατοικία του, για να του ψιθυρίσω στο αυτί πόσο πολύ τον αγαπώ, πόσα από αυτά που έμαθα σε μια τρυφερή ηλικία του οφείλω, αλλά και πόσο θα τον ευγνωμονούμε όλοι μας για την ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησε...
«Ο Μουρούζης κλαίει», μόνο που αυτή τη φορά πιο πολύ από αυτόν κλαίμε όλοι οι υπόλοιποι και τον κατευοδώνουμε στον αναπόδραστο χλοερό τόπο, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός, όπως λέει η νεκρώσιμος ακολουθία. Αλλά - συμπληρώνω εγώ- και σε τόπο μπασκετικό, όπου θα ξαναβρεί τους παλιούς συντρόφους του και δη αυτούς που έφυγαν τα τελευταία χρόνια (Ματθαίου, Χρηστέας, Κολοκυθάς, Αμερικάνος, Συρίγος) τη χαρά του παιχνιδιού, την ευκαιρία να ξανακάνει τα κόλπα του και όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους είτε ζοχαδιαζόταν, είτε φαινόταν πως έκλαιγε, είτε έλαμπε από ανείπωτη χαρά!
Θα ξαναβρεί επίσης ο «Dino», όπως τον φώναζαν οι Ιταλοί όταν μεγαλουργούσε με τη φανέλα της Τζίρα Μπολόνια τις δυο μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του; Τη λατρεμένη του Δόμνα, που «έφυγε» πριν από δυο χρόνια και την μπάλα του μπάσκετ, για χάρη της οποίας απάταγε συστηματικά τη γυναίκα της ζωής του!
Δεν αστειεύομαι, ούτε υπερβάλλω: αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία ο ίδιος μου αποκάλυψε πέρυσι, ανήμερα της βράβευσης του από την ΚΑΕ Παναθηναϊκός, που ευτυχώς είχε την πρόνοια να τον τιμήσει εν ζωή και να μην περιμένει να καταθέσει ένα στεφάνι στη μνήμη του, αύριο στο κοιμητήριο ης Κηφισιάς...
Τον είχα βγάλει εκείνο το πρωϊ στον αέρα του Sentra 103,3 και κλαίγοντας από τη συγκίνηση (ενώ παράλληλα, καταβεβλημένος από τις αρρώστιες, δυσκολευόταν να αρθρώσει τον λόγο του) μου είχε πει το εξής: «Οταν πήγα να ζητήσω τη γυναίκα μου σε γάμο της είχα ξηγηθεί πολύ τίμια: Δομνίτσα μου σε αγαπώ, σε λατρεύω, θα σ’ έχω σαν τα μάτια μου, αλλά να ξέρεις πώς θα σε απατώ κιόλας κάθε μέρα με ένα άλλο θηλυκό, που είναι ο παράφορος έρωτας της ζωής μου»
Προτού προλάβει η συχωρεμένη η Δόμνα να αντιδράσει και ή να του ζητήσει εξηγήσεις, ή να του δώσει ένα χαστούκι και να τον... διαολοστείλει, ο Μουρούζης την αγκάλιασε για να την παρηγορήσει και της το ‘μολόγησε νέτα σκέτα: «Η ερωμένη της ζωής μου είναι η μπάλα του μπάσκετ»!
Παρεμπιπτόντως η Δόμνα δεν σκάμπαζε πολλά από μπάσκετ στην αρχή και μάλιστα τον Ιούλιο του 1972 μετά από το μπαράζ των αιωνίων (Παναθηναϊκός-ολυμπιακός 70-56) στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, υπέπεσε σε μια γκάφα που τη θυμόταν μετά από χρόνια και ξεκαρδιζόταν...
Το ίδιο βράδυ οι «πράσινοι» έκαναν το επινίκιο τραπέζι στην ταβέρνα του Μίμη στο Χαλάνδρι κι όταν ο τότε πρόεδρος Μιχάλης Κίτσιος είπε ότι «το ματς κρίθηκε από τη ζώνη του Μουρούζη», η Δόμνα που τον άκουσε και δεν κατάλαβε τι εννοούσε συναίνεσε αμέσως και είπε: «Ναι, έχετε δίκιο γιατί έβλεπα κι εγώ πως στο πρώτο ημίχρονο δεν του καθόταν καλά το παντελόνι»!
Αυτή η μπάλα του μπάσκετ ήταν ολόκληρη η ζωή του Μουρούζη, από τότε που άρχισε να την κουλαντρίζει με εκπληκτική δεξιοτεχνία στο ανοικτό γήπεδο της 3ης Σεπτεμβρίου ως ένας λαμπρός πλέι μέικερ του Τρίτωνα. Η ζωή, η ερωμένη, το πάθος, το εικόνισμα, το φυλακτό κι όλα αυτά μας τα άφησε χθες το μεσημέρι ως ένα πανάκριβο κειμήλιο αθλητικής δόξας, ιστορίας και υπερηφάνειας...
Ο Μουρούζης κλαίει, μα τώρα πιο πολύ κλαίμε εμείς για την αλεπού των πάγκων, όπως τον βάφτισε ο κουμπάρος του ο Φίλιππος Συρίγος, που βιάστηκε και προηγήθηκε στην έξοδο, ίσως γιατί ήθελε να «στήσει» τα πούλια και να του κάνει πλάκα στο τάβλι, όπως τότε στη στοά της οδού Πανεπιστημίου 10!
Από πάνω ήταν τα γραφεία της «Μεσημβρινής» και στο ισόγειο δίπλα στο περίφημο ουζερί του Απότσου, ένα γωνιακό μαγαζί ηλεκτρικών ειδών, όπου δέσποζε η παρουσία της «Μουρούζας»! Τότε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές των 80s ήμουν ένα δημοσιογραφικό μειράκιον, που γοητευμένο από τους μύθους της εποχής, προσπαθούσε να πάρει κάτι από την αύρα τους...
Γελώ τώρα που το γράφω, αλλά σε αυτόν πιστώνεται η πατρότητα μιας ατάκας, που έμελλε να γίνει πολύ δημοφιλής στις δημοσιογραφικές τάξεις. Στο σημείο αυτό ανοίγω μια παρένθεση για να τονίσω ότι ο Μουρούζης υπήρξε πολύ κοινωνικός τύπος και ρέκτης εξ ου και η μετέπειτα ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο, ως γενικός διευθυντής της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, επί ημερών Μπένγκτσον, με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων, με τη δημοσιογραφία ως σχολιαστής και παρουσιαστής ραδιοφωνικών εκπομπών και με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ως μέλος της ομάδας εργασίας στην εγκατάσταση του ΟΑΚΑ.
Κινούμενος λοιπόν σε αυτή τη λογική, όντας πράγματι πολύ ενημερωμένος επί καθημερινής βάσεως για τα δρώμενα και για τα γραφόμενα, αλλά και για να ενθαρρύνει τους «γαβριάδες» της δημοσιογραφίας, κάθε φορά που μας συναντούσε, επαναλάμβανε μια ατάκα που για όλους μας ήταν μοναδικό κομπλιμέντο...
«Νεαρέ, σε διαβάζω, σε ακούω, σε βλέπω σε παρακολουθώ και πας πολύ καλά»!
Κολακευόμασταν απίστευτα με τη φιλοφρόνηση του Μουρούζη κι ας ξέραμε ότι την έλεγε σε όλους, αλλά, διάβολε, ο καθένας μας θεωρούσε μεγίστη τιμή να του την επιδαψιλεύει κοτζάμ Μουρούζης!
Εδώ οφείλω να καταθέσω μια πληροφορία ως απαραίτητο και δυστυχώς επίκαιρο κομμάτι της ελληνικής μπασκετικής ιστορικής μνήμης: πριν από το «κλάψε, κλάψε», που φώναζαν στον Παναγιώτη Γιαννάκη οι αντίπαλοι οπαδοί, τα δάκρυα είχαν αποκτήσει την τιμητική τους στο σύνθημα το οποίο σκάρωσαν πριν από μισό και βάλε αιώνα, οι φίλαθλοι για να πικάρουν τον Μουρούζη...
Τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής ο συχωρεμένος αφενός παθιαζόταν και έκανε διάφορους μορφασμούς στο πρόσωπο του κι αφετέρου ίδρωνε πολύ, με αποτέλεσμα η φάτσα του να παίρνει πολύ συχνά μια περίεργη όψη, εξ ου και το σύνθημα «ο Μουρούζης κλαίει»!
Εκλαιγε όντως ο Μουρούζης, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν από την άφατη χαρά του για τους περιφανείς θριάμβους του, που όντως γενναιόδωρος δεν τους χώρισε ποτέ σε πράσινους και σε κόκκινους! Ασφαλώς οι συντριπτικά περισσότερες από δαύτες είναι αποτυπωμένες με χρυσά γράμματα στη βίβλο του Παναθηναϊκού, αλλά το ασύνορο προπονητικό μεγαλείο του μένει ανεξίτηλα χαραγμένο και στην ιστορία του Ολυμπιακού!
Ως παίκτης ο Μουρούζης ήταν ένας καλλιτέχνης, ένας αληθινός βιρτουόζος που έδινε ρεσιτάλ στα ανοικτά ξερά γήπεδα της εποχής, Ως προπονητής πάλι υπήρξε... γάτα με πέταλα, καθώς σε αντιδιαστολή με τον πιο διαβασμένο, και καταρτισμένο (με αφορμή τα συχνά ταξίδια του στις ΗΠΑ και τις επαφές του με τους Αμερικανούς) Φαίδωνα Ματθαίου, που ήταν το αντίπαλον δέος και ο έτερος πόλος, αυτός συνήθιζε να αυτοσχεδιάζει την ώρα του αγώνα, να μην πηγαίνει «by the book και να χρησιμοποιεί περισσότερο το ένστικτο, παρά τα σχεδιασμένα πλάνα του.
Τολμώ να γράψω, χωρίς κιόλας να νιώθω ότι υπερβαίνω τα εσκαμμένα και γίνομαι ιερόσυλος, ότι για την εποχή του ο Μουρούζης, ο οποίος θεμελίωσε την πρώιμη αυτοκρατορία του Παναθηναϊκού και μετά από δέκα χρόνια οδήγησε τον Ολυμπιακό στους «6» του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ήταν ένα κράμα Ιωαννίδη, Ομπράντοβιτς και Αουερμπαχ: όχι μόνο για τους τίτλους που κατέκτησε, αλλά και για τη λογική που είχε στο κοουτσάρισμα του και για το μπασκετικό δόγμα το οποίο πρέσβευε, για το «legacy» που κληροδότησε και για την αφοσίωση του στο παιχνίδι...
Θλιμμένο το ελληνικό μπασκετικό έθνος και σύμπασα η Ελλάς, θα αποχαιρετήσουν ένα ιερόν τέρας. Λυπάμαι πολύ που δεν βρίσκομαι στην Αθήνα για να τον συνοδεύσω μαζί με το υπόλοιπο πλήθος στην τελευταία κατοικία του, για να του ψιθυρίσω στο αυτί πόσο πολύ τον αγαπώ, πόσα από αυτά που έμαθα σε μια τρυφερή ηλικία του οφείλω, αλλά και πόσο θα τον ευγνωμονούμε όλοι μας για την ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου