«Καλώς
τονε κι ας άργησε», θα μπορούσαν να πουν καλωσορίζοντας τον Γιάννη
Σφαιρόπουλο, όσοι τον έζησαν στην προηγούμενη θητεία του στον
Ολυμπιακό. Περισσότερο εξ όλων δικαιούται να του το πει ο Παναγιώτης
Αγγελόπουλος που τον κουβάλησε πριν από εννέα χρόνια από τη Θεσσαλονίκη
στον Πειραιά και τον υποδέχτηκε πάλι, παρουσιάζοντας τον προς την ομάδα
μαζί με τον αδερφό του, το περασμένο Σάββατο στο Στάδιο Ειρήνης και
Φιλίας...
Για τον Σφαιρόπουλο ισχύει στην κυριολεξία το (ομηρικό) «νόστιμον ήμαρ» και μάλιστα πολλώ λογιώ: επέστρεψε και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες (καθώς μέσα σε 48 ώρες πρόλαβε να διαπραγματευθεί, να συμφωνήσει, να υπογράψει, να παρουσιασθεί, να προπονήσει την ομάδα και να την κοουτσάρει κόντρα στην ΑΕΚ!) σε ένα περιβάλλον που του είναι γνωστό εδώ και... πενήντα τέσσερα χρόνια!
Το εννοώ αυτό, διότι μολονότι το 1961 ο Γιάννης όχι μονάχα ήταν αγέννητος, αλλά δεν υπήρχε ούτε καν ως ιδέα στο μυαλό του πατέρα του, εντούτοις τότε ακριβώς άρχισε να γράφεται η ιστορία: η ιστορία ενός εκπληρωμένου, πλην... ανεκπλήρωτου απωθημένου που μπορεί να τον στοίχειωνε κιόλας!
Ο πατέρας του Γιάννη, Σάββας Σφαιρόπουλος, υπήρξε ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε την εποχή της (πρώτης) ακμής του ο Απόλλων Καλαμαριάς. Ένας επιτελικός χαφ, που ωστόσο φορούσε τη φανέλα με το Νο 6, έπαιξε στα πρώτα δυο πρωταθλήματα της νεοπαγούς Α' Εθνικής (26 αγώνες, τρία γκολ) και στις αρχές της δεκαετίας του '60, μπήκε στο μάτι του Ολυμπιακού και κατηφόρισε στον Πειραιά, όπως και δυο συμπαίκτες του, ο Παράσχος Αυγητίδης και ο Παναγιώτης Κυπριανίδης. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να επιστρέψει στην κορυφή μετά την κατάκτηση των έξι σερί πρωταθλημάτων (που του έδωσαν το προσωνύμιο «θρύλος» και αργότερα έμελλε να δημιουργήσουν την «ψύχωση» του Σωκράτη Κόκκαλη για το περιλάλητο «έβδομο»), αλλά δεν ήταν γραφτό του Σφαιρόπουλου να συμπράξει επί πολύ σε αυτή την επιχείρηση. Είχε ήδη πατήσει τα είκοσι έξι χρόνια του, είχε πάρει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο και έναν χρόνο μετά τη μεταγραφή του αποφάσισε να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανοίξει οδοντιατρείο στην Καλαμαριά!
Νωρίτερα, ενώ αγωνιζόταν ακόμη στον Απόλλωνα, ο Σάββας Σφαιρόπουλος είχε αψηφήσει μια (σπάνια για τα δεδομένα της εποχής και πολύ ελκυστική) πρόταση να παίξει στην Αούστρια Βιέννης, αλλά τα δικά του απωθημένα έμελλε να εκπληρωθούν από τον γιο του: για την ακρίβεια, από έναν εκ των δυο γιων του, καθώς ο έτερος, ονόματι Γιώργος, σπούδασε στη Νομική και παράλληλα δραστηριοποιείται ως ατζέντης παικτών, μάλιστα στο πελατολόγιο του βρίσκεται μεταξύ άλλων και ο Κώστας Παπανικολάου.
Ως παίκτης ο (γεννημένος το 1967) Γιάννης ήταν «μετρίως μέτριος» και γι' αυτό κιόλας αποφάσισε σε ηλικία 19 ετών να αφοσιωθεί στην προπονητική, επιλογή για την οποία ασφαλώς δεν μετάνιωσε. Από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, τον οποίο οδήγησε στην κατάκτηση του τίτλου στο πρωτάθλημα της Γ' Εθνικής, στρατολογήθηκε (από τον Σβι Σερφ, κατόπιν καλών συστάσεων) στον ΠΑΟΚ με τον οποίο έλαβε κιόλας το βάπτισμα του πυρός ως head coach στην Α1: στις 24 Φεβρουαρίου του 2001, στο ντέρμπι με τον Αρη (77-76), προεξάρχοντος του Αγγελου Κορωνιού (25 πόντοι με 7/11 τρίποντα) και εκείνο το βράδυ, ενώ ο ίδιος, όπως πάντα, υπήρξε πολύ σεμνός και συγκρατημένος, στην αντίπερα όχθη ο Στιβ Γιατζόγλου έβγαζε αφρούς και τότε ακριβώς είναι που είπε τη μυθική ατάκα «στο τέλος θα φανεί εάν είμαι παλικάρι, τρελός, βλάκας ή μαλάκας»!
Ο Σφαιρόπουλος από την πλευρά του δεν βιάστηκε να γίνει... παλικάρι! Όταν διαδέχθηκε τον Φλεβαράκη, ο ΠΑΟΚ βρισκόταν στο έλεος της καταιγίδας που προκάλεσε η αποχώρηση του Μπατατούδη και η (φερόμενη ως) «dream team» εκείνης της σεζόν (με Λιαδέλη, Βασιλειάδη, Κολντεμπέλα, Σιγάλα, Καργκόλ, Κορωνιό, Νταϊνέκο, Ράκα, Γιαννούλη, Εηβεντ, Λημνιάτη) διήγε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τόσο δυσάρεστη υπήρξε η κατάσταση, που ο Εηβεντ την κοπάνησε ξαφνικά χωρίς να ενημερώσει κανέναν, ενώ τα τελευταία παπούτσια του τα αγόρασε και του τα έκανε δώρο (επειδή είχε κηρυχθεί στάση πληρωμών) ο ίδιος ο Σφαιρόπουλος!
Ο Γιάννης πρωτοκατέβηκε στο Νέο Φάληρο το καλοκαίρι του 2005, ενώ ο Ολυμπιακός είχε προσλάβει ως προπονητή τον Γιόνας Καζλάουσκας, τον οποίο επρόκειτο να πλαισιώσει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου ο Ζούρος. Εντέλει ο Ηλίας δεν επέστρεψε στον Ολυμπιακό και ο Σφαιρόπουλος αναβαθμίστηκε σε «εξ απορρήτων» του Λιθουανού με τον οποίο έμελλε να διανύσει παράλληλους βίους στον Ολυμπιακό, στην Εθνική Ελλάδος και στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Όταν ο Καζλάουσκας έφυγε από τον Ολυμπιακό για να αναλάβει την Εθνική Κίνας, ο Σφαιρόπουλος έμεινε στο πόστο του και κάθισε στο πλάι του Πίνι Γκέρσον και εν συνεχεία του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο... αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Πίνι δεν τον εμπιστευόταν, ενώ όταν κάποτε ο Σφαιρόπουλος ρωτήθηκε επ' αυτού απάντησε ότι «του έλεγα τη γνώμη μου, την άκουγε, αλλά αποφάσιζε μόνος του». Σε κάθε περίπτωση είχαν διαφορετική φιλοσοφία, αλλά ενώ ο Καζλάουσκας, ο οποίος επίσης δίνει έμφαση στο επιθετικό κομμάτι (με τον Σφαιρόπουλο να είναι θιασώτης του αμυντικού προσανατολισμού) λογάριαζε πολύ τις απόψεις του, ο Γκέρσον δεν τον υπολόγιζε και πολύ...
Εδώ χρειάζεται ν' ανοίξω μια παρένθεση, διότι σε μια τέτοια κουβέντα περί δογμάτων και προσανατολισμών, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παρεξήγησης. Σκιαγραφώντας, λοιπόν, τον εαυτό του, ο Σφαιρόπουλος έχει τονίσει τα εξής: «Όλη η λειτουργία μιας ομάδας πρέπει να έχει αφετηρία την άμυνα και δη την επιθετική άμυνα από την οποία θα προκύψουν επί πλέον κατοχές και ευκαιρίες αιφνιδιασμών. Από τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα στον Ολυμπιακό, ήμουν πιο κοντά στον Καζλάουσκας και στον Γιαννάκη, παρά στον Γκέρσον, ο οποίος γενικώς, εντός και εκτός γηπέδου, ακολουθεί το μοντέλο του ΝΒΑ. Με τον Καζλάουσκας είχα χώρο, χρόνο και άνεση, να κάνω όλα αυτά που μπορούσα ως ασίσταντ»...
Συν τοις άλλοις, ο Σφαιρόπουλος έχει υποκλιθεί δημοσίως στον προηγούμενο... Γιάννη του Ολυμπιακού: στον «Ξανθό», για τον οποίο είχε πει σε μια συνέντευξη του ότι «αισθάνομαι πολύ τυχερός που βρέθηκα δίπλα του, αποκόμισα πολλά πράγματα σε όλα τα επίπεδα και ήταν μια απολαυστική εμπειρία». Επίσης έχει αναγνωρίσει ότι «ο Κώστας Πετρόπουλος μου έδωσε το έναυσμα και ο Παναγιώτης Γιαννάκης μου διάνοιξε τους ορίζοντες»!
Αφού δοκίμασε την εμπειρία και παράλληλα δοκιμάστηκε ως αφεντικό μιας ομάδας και μάλιστα εκτάκτου ανάγκης, ο Σφαιρόπουλος (ο οποίος έχει δηλώσει ότι «σε κάθε ομάδα μου θα ήθελα πάντοτε έναν... Κολντεμπέλα») ξαναγύρισε στο ρόλο του ανθρώπου της διπλανής θέσης, αλλά στο τέλος της σεζόν 2007-08 αποφάσισε ν' ανοίξει τα φτερά του και να κάνει σόλο καριέρα. Ήταν ήδη 41 ετών και τότε όντως είπε «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα»!
Στην τριετία που πέρασε στον πάγκο του Κολοσσού ωρίμασε, ενηλικιώθηκε, πέτυχε και ενώ λογικά θα έπαιρνε προαγωγή σε μια ομάδα μεγαλύτερο βεληνεκούς, τον πρόλαβε ο παλιός μέντορας του, ο Καζλάουσκας, που τον πήρε μαζί του στη Μόσχα, αλλά τους έλαχε ο κλήρος να χάσουν ένα ευρωπαϊκό στέμμα από το (απαγορευμένο δια ροπάλου, επί ημερών του Γιόνας στον Ολυμπιακό και στην Εθνική) πεταχτάρι του Γιώργου Πρίντεζη!
Μετά τον τελικό της Πόλης, ξαναγύρισε στην Ελλάδα, έμεινε για λίγο καιρό χωρίς δουλειά και όταν ο Λιανός αποφάσισε να σχολάσει τον Σκουρτόπουλο (το βράδυ της εντός έδρας ήττα από το Ρέθυμνο), ο Σφαιρόπουλος φάνταζε ως μια εξαιρετική λύση...
Ολα αυτά τα χρόνια ο Σφαιρόπουλος βρισκόταν πάντοτε στο μυαλό των Αγγελόπουλων: ήταν, τρόπον τινά, ένας προπονητής (του Ολυμπιακού) εν αναμονή, απλώς τόσο οι Αγγελόπουλοι που τον εκτιμούν ιδιαιτέρως, όσο και ο ίδιος περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου, που ήλθε το περασμένο Σάββατο...
Τρανή απόδειξη της χρόνιας εκτίμησης και της εμπιστοσύνης που του τρέφουν τα αφεντικά του Ολυμπιακού αποτελεί το γεγονός ότι στην προηγούμενη θητεία του τον εισάκουσαν, ακόμη κι όταν οι εισηγήσεις τους εμπεριείχαν ρίσκο, όπως η μεταγραφή του Σοφοκλή Σχορτσανίτη.
Είχε ερωτηθεί, σε ανύποπτο χρόνο, σχετικά με το ενδεχόμενο να αναλάβει πρώτος προπονητής στον Ολυμπιακό: μεσούσης της πρώτης σεζόν του στον Κολοσσό (με τον οποίο μάλιστα νίκησε τον Ολυμπιακό, στο «Τουρνουά Κουταλιανός») τον πίεσα σε μια εκπομπή στην ΕΤ-1 να εξωτερικεύσει τον... καημό του, αλλά υπήρξε φειδωλός στην απάντηση του: «Κάτσε πρώτα να καθιερωθώ ως πρώτος προπονητής στον Κολοσσό και βλέπουμε...»
Έξι χρόνια αργότερα, είδε, είδαν και είδαμε!
Παρεμπιπτόντως αυτό το οποίο είδα εγώ στο ντεμπούτο του κόντρα στην ΑΕΚ (και μάλιστα ως τρίτος προπονητής σε μια ομάδα που ούτε την έφτιαξε, ούτε την «περπάτησε» ο ίδιος) ήταν ό,τι ακριβώς περίμεναν όσοι τον γνωρίζουν και ό,τι προφανώς χρειάζεται στην παρούσα φάση ο ελλιπής και ευρισκόμενος σε διαδικασία αναζήτησης, Ολυμπιακός: μια πολύ πιο επιθετική άμυνα, που εκφράστηκε τόσο με τα απανωτά hedge out των ψηλών ώστε να αναχαιτιστούν τα pick n' roll των γηπεδούχων όσο και με τις αλλεπάλληλες παγίδες.
Ο Σφαιρόπουλος ζήτησε επιτακτικά από τους παίκτες του να βάλουν τα χέρια και τα κορμιά τους σε κάθε φάση, να πιέσουν την μπάλα, να ανεβάσουν ψηλά την άμυνα, να παρεμποδίσουν τις πάσες εισαγωγής των αντιπάλων τους και να μην τους επιτρέψουν να εκτελέσουν τα σχεδιασμένα plays τους. Το αναγνώρισε αυτό και μάλιστα δημοσίως (στις δηλώσεις του μετά το ματς) ο Ντούσαν Σάκοτα, ο πατέρας του οποίου (Ντράγκαν) είχε συμμετάσχει ως δεύτερος στην προηγούμενη και μοναδική στα χρονικά τριπλή προπονητική σκυταλοδρομία του Ολυμπιακού: τη σεζόν 2003-04, όταν διαδέχτηκε τον Σούμποτιτς και εν συνεχεία «παρέδωσε» στον Τόμιτς που έβγαλε τη χρονιά...
Έχει ακόμη μπόλικη δουλειά να κάνει ο Σφαιρόπουλος ώστε να δει τον «δικό του» Ολυμπιακό, έστω κι αν η ομάδα κατασκευάστηκε με τα υλικά που διάλεξε ο Μπαρτζώκας. Το δείγμα γραφής είναι πολύ μικρό ώστε να αποτελέσει σημείο αναφοράς, χώρια που πολύ συχνά (και μέχρι αποδείξεως του εναντίου) οι ομάδες που αλλάζουν προπονητή, συμπεριφέρονται όπως οι επιβάτες των υπερατλαντικών πτήσεων όταν υφίστανται το... jet lag!
Kαιρός κι οδηγός, που λένε...
Ο Σφαιρόπουλος είναι ψώνιο με το μπάσκετ. «Ζει και αναπνέει, ξυπνάει και κοιμάται μαζί του» μου είπε χθες το πρωί στον «αέρα» του Sentra 103.3, ο Κώστας Φλεβαράκης, τον οποίο διαδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2001, ως πρώτος προπονητής του ΠΑΟΚ.
Τι άλλο είναι ο Γιάννης, με βάση τα διαπιστευτήρια τα οποία έχει επιδώσει στην έως τώρα διαδρομή του; Αφοσιωμένος στη δουλειά του, εργατικός, σχολαστικός, σεμνός, χαμηλών τόνων και πολύ μετρημένος στο λόγο του, σχεδόν «ξύλινος», αλλά, διάβολε, οι ομάδες θέλουν προπονητές κι όχι ρήτορες! Καλά είναι όλα αυτά, απλώς στην παρούσα φάση πρέπει να αποδείξει ότι εκτός από καλός προπονητής, μπορεί να διαχειριστεί κιόλας μεγάλες προσωπικότητες σε μια ομάδα απαιτήσεων, υψηλής πίεσης και μεγάλων προσδοκιών, την οποία μάλιστα ανέλαβε μεσούσης της σεζόν και με τέσσερις απώλειες, που προς το παρόν του στενεύουν πολύ το ρόστερ και τον αναγκάζουν (όπως συνέβη και με τους προκατόχους του) να κάνει αλχημείες για να καλύψει τη θέση του σμολ φόργουορντ και να βρει ουσιώδες παιχνίδι στο post-up.
Ο άνθρωπος που έχει παραδεχθεί ότι «ασχολήθηκα με το προπονητηλίκι από μεράκι κι όχι για να γίνω επαγγελματίας» έπιασε το γάντι που του πέταξαν οι Αγγελόπουλοι στον αέρα και αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση του βίου του: δεν κώλωσε να αναλάβει μια δύσκολη δουλειά και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τη διεκπεραιώσει με επιτυχία, να δικαιώσει εκείνους που τον εμπιστεύθηκαν και να διαψεύσει όλους όσοι αντιμετώπισαν την πρόσληψη του με επιφυλάξεις...
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη του στο «All Star Basket», ο Σφαιρόπουλος είχε δηλώσει ότι «μου αρέσει να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου» και τώρα του παρουσιάζεται μια ευκαιρία ζωής να κάνει αυτό που του είναι αρεστό...
Να αναλάβει ευθύνες που είναι εκ προοιμίου μεγάλες και εξ ορισμού δυσβάσταχτες για τον καθένα...
Για τον Σφαιρόπουλο ισχύει στην κυριολεξία το (ομηρικό) «νόστιμον ήμαρ» και μάλιστα πολλώ λογιώ: επέστρεψε και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες (καθώς μέσα σε 48 ώρες πρόλαβε να διαπραγματευθεί, να συμφωνήσει, να υπογράψει, να παρουσιασθεί, να προπονήσει την ομάδα και να την κοουτσάρει κόντρα στην ΑΕΚ!) σε ένα περιβάλλον που του είναι γνωστό εδώ και... πενήντα τέσσερα χρόνια!
Το εννοώ αυτό, διότι μολονότι το 1961 ο Γιάννης όχι μονάχα ήταν αγέννητος, αλλά δεν υπήρχε ούτε καν ως ιδέα στο μυαλό του πατέρα του, εντούτοις τότε ακριβώς άρχισε να γράφεται η ιστορία: η ιστορία ενός εκπληρωμένου, πλην... ανεκπλήρωτου απωθημένου που μπορεί να τον στοίχειωνε κιόλας!
Ο πατέρας του Γιάννη, Σάββας Σφαιρόπουλος, υπήρξε ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε την εποχή της (πρώτης) ακμής του ο Απόλλων Καλαμαριάς. Ένας επιτελικός χαφ, που ωστόσο φορούσε τη φανέλα με το Νο 6, έπαιξε στα πρώτα δυο πρωταθλήματα της νεοπαγούς Α' Εθνικής (26 αγώνες, τρία γκολ) και στις αρχές της δεκαετίας του '60, μπήκε στο μάτι του Ολυμπιακού και κατηφόρισε στον Πειραιά, όπως και δυο συμπαίκτες του, ο Παράσχος Αυγητίδης και ο Παναγιώτης Κυπριανίδης. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να επιστρέψει στην κορυφή μετά την κατάκτηση των έξι σερί πρωταθλημάτων (που του έδωσαν το προσωνύμιο «θρύλος» και αργότερα έμελλε να δημιουργήσουν την «ψύχωση» του Σωκράτη Κόκκαλη για το περιλάλητο «έβδομο»), αλλά δεν ήταν γραφτό του Σφαιρόπουλου να συμπράξει επί πολύ σε αυτή την επιχείρηση. Είχε ήδη πατήσει τα είκοσι έξι χρόνια του, είχε πάρει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο και έναν χρόνο μετά τη μεταγραφή του αποφάσισε να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανοίξει οδοντιατρείο στην Καλαμαριά!
Νωρίτερα, ενώ αγωνιζόταν ακόμη στον Απόλλωνα, ο Σάββας Σφαιρόπουλος είχε αψηφήσει μια (σπάνια για τα δεδομένα της εποχής και πολύ ελκυστική) πρόταση να παίξει στην Αούστρια Βιέννης, αλλά τα δικά του απωθημένα έμελλε να εκπληρωθούν από τον γιο του: για την ακρίβεια, από έναν εκ των δυο γιων του, καθώς ο έτερος, ονόματι Γιώργος, σπούδασε στη Νομική και παράλληλα δραστηριοποιείται ως ατζέντης παικτών, μάλιστα στο πελατολόγιο του βρίσκεται μεταξύ άλλων και ο Κώστας Παπανικολάου.
Ως παίκτης ο (γεννημένος το 1967) Γιάννης ήταν «μετρίως μέτριος» και γι' αυτό κιόλας αποφάσισε σε ηλικία 19 ετών να αφοσιωθεί στην προπονητική, επιλογή για την οποία ασφαλώς δεν μετάνιωσε. Από τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, τον οποίο οδήγησε στην κατάκτηση του τίτλου στο πρωτάθλημα της Γ' Εθνικής, στρατολογήθηκε (από τον Σβι Σερφ, κατόπιν καλών συστάσεων) στον ΠΑΟΚ με τον οποίο έλαβε κιόλας το βάπτισμα του πυρός ως head coach στην Α1: στις 24 Φεβρουαρίου του 2001, στο ντέρμπι με τον Αρη (77-76), προεξάρχοντος του Αγγελου Κορωνιού (25 πόντοι με 7/11 τρίποντα) και εκείνο το βράδυ, ενώ ο ίδιος, όπως πάντα, υπήρξε πολύ σεμνός και συγκρατημένος, στην αντίπερα όχθη ο Στιβ Γιατζόγλου έβγαζε αφρούς και τότε ακριβώς είναι που είπε τη μυθική ατάκα «στο τέλος θα φανεί εάν είμαι παλικάρι, τρελός, βλάκας ή μαλάκας»!
Ο Σφαιρόπουλος από την πλευρά του δεν βιάστηκε να γίνει... παλικάρι! Όταν διαδέχθηκε τον Φλεβαράκη, ο ΠΑΟΚ βρισκόταν στο έλεος της καταιγίδας που προκάλεσε η αποχώρηση του Μπατατούδη και η (φερόμενη ως) «dream team» εκείνης της σεζόν (με Λιαδέλη, Βασιλειάδη, Κολντεμπέλα, Σιγάλα, Καργκόλ, Κορωνιό, Νταϊνέκο, Ράκα, Γιαννούλη, Εηβεντ, Λημνιάτη) διήγε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τόσο δυσάρεστη υπήρξε η κατάσταση, που ο Εηβεντ την κοπάνησε ξαφνικά χωρίς να ενημερώσει κανέναν, ενώ τα τελευταία παπούτσια του τα αγόρασε και του τα έκανε δώρο (επειδή είχε κηρυχθεί στάση πληρωμών) ο ίδιος ο Σφαιρόπουλος!
Ο Γιάννης πρωτοκατέβηκε στο Νέο Φάληρο το καλοκαίρι του 2005, ενώ ο Ολυμπιακός είχε προσλάβει ως προπονητή τον Γιόνας Καζλάουσκας, τον οποίο επρόκειτο να πλαισιώσει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου ο Ζούρος. Εντέλει ο Ηλίας δεν επέστρεψε στον Ολυμπιακό και ο Σφαιρόπουλος αναβαθμίστηκε σε «εξ απορρήτων» του Λιθουανού με τον οποίο έμελλε να διανύσει παράλληλους βίους στον Ολυμπιακό, στην Εθνική Ελλάδος και στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Όταν ο Καζλάουσκας έφυγε από τον Ολυμπιακό για να αναλάβει την Εθνική Κίνας, ο Σφαιρόπουλος έμεινε στο πόστο του και κάθισε στο πλάι του Πίνι Γκέρσον και εν συνεχεία του Παναγιώτη Γιαννάκη. Ο... αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Πίνι δεν τον εμπιστευόταν, ενώ όταν κάποτε ο Σφαιρόπουλος ρωτήθηκε επ' αυτού απάντησε ότι «του έλεγα τη γνώμη μου, την άκουγε, αλλά αποφάσιζε μόνος του». Σε κάθε περίπτωση είχαν διαφορετική φιλοσοφία, αλλά ενώ ο Καζλάουσκας, ο οποίος επίσης δίνει έμφαση στο επιθετικό κομμάτι (με τον Σφαιρόπουλο να είναι θιασώτης του αμυντικού προσανατολισμού) λογάριαζε πολύ τις απόψεις του, ο Γκέρσον δεν τον υπολόγιζε και πολύ...
Εδώ χρειάζεται ν' ανοίξω μια παρένθεση, διότι σε μια τέτοια κουβέντα περί δογμάτων και προσανατολισμών, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παρεξήγησης. Σκιαγραφώντας, λοιπόν, τον εαυτό του, ο Σφαιρόπουλος έχει τονίσει τα εξής: «Όλη η λειτουργία μιας ομάδας πρέπει να έχει αφετηρία την άμυνα και δη την επιθετική άμυνα από την οποία θα προκύψουν επί πλέον κατοχές και ευκαιρίες αιφνιδιασμών. Από τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα στον Ολυμπιακό, ήμουν πιο κοντά στον Καζλάουσκας και στον Γιαννάκη, παρά στον Γκέρσον, ο οποίος γενικώς, εντός και εκτός γηπέδου, ακολουθεί το μοντέλο του ΝΒΑ. Με τον Καζλάουσκας είχα χώρο, χρόνο και άνεση, να κάνω όλα αυτά που μπορούσα ως ασίσταντ»...
Συν τοις άλλοις, ο Σφαιρόπουλος έχει υποκλιθεί δημοσίως στον προηγούμενο... Γιάννη του Ολυμπιακού: στον «Ξανθό», για τον οποίο είχε πει σε μια συνέντευξη του ότι «αισθάνομαι πολύ τυχερός που βρέθηκα δίπλα του, αποκόμισα πολλά πράγματα σε όλα τα επίπεδα και ήταν μια απολαυστική εμπειρία». Επίσης έχει αναγνωρίσει ότι «ο Κώστας Πετρόπουλος μου έδωσε το έναυσμα και ο Παναγιώτης Γιαννάκης μου διάνοιξε τους ορίζοντες»!
Αφού δοκίμασε την εμπειρία και παράλληλα δοκιμάστηκε ως αφεντικό μιας ομάδας και μάλιστα εκτάκτου ανάγκης, ο Σφαιρόπουλος (ο οποίος έχει δηλώσει ότι «σε κάθε ομάδα μου θα ήθελα πάντοτε έναν... Κολντεμπέλα») ξαναγύρισε στο ρόλο του ανθρώπου της διπλανής θέσης, αλλά στο τέλος της σεζόν 2007-08 αποφάσισε ν' ανοίξει τα φτερά του και να κάνει σόλο καριέρα. Ήταν ήδη 41 ετών και τότε όντως είπε «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα»!
Στην τριετία που πέρασε στον πάγκο του Κολοσσού ωρίμασε, ενηλικιώθηκε, πέτυχε και ενώ λογικά θα έπαιρνε προαγωγή σε μια ομάδα μεγαλύτερο βεληνεκούς, τον πρόλαβε ο παλιός μέντορας του, ο Καζλάουσκας, που τον πήρε μαζί του στη Μόσχα, αλλά τους έλαχε ο κλήρος να χάσουν ένα ευρωπαϊκό στέμμα από το (απαγορευμένο δια ροπάλου, επί ημερών του Γιόνας στον Ολυμπιακό και στην Εθνική) πεταχτάρι του Γιώργου Πρίντεζη!
Μετά τον τελικό της Πόλης, ξαναγύρισε στην Ελλάδα, έμεινε για λίγο καιρό χωρίς δουλειά και όταν ο Λιανός αποφάσισε να σχολάσει τον Σκουρτόπουλο (το βράδυ της εντός έδρας ήττα από το Ρέθυμνο), ο Σφαιρόπουλος φάνταζε ως μια εξαιρετική λύση...
Ολα αυτά τα χρόνια ο Σφαιρόπουλος βρισκόταν πάντοτε στο μυαλό των Αγγελόπουλων: ήταν, τρόπον τινά, ένας προπονητής (του Ολυμπιακού) εν αναμονή, απλώς τόσο οι Αγγελόπουλοι που τον εκτιμούν ιδιαιτέρως, όσο και ο ίδιος περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου, που ήλθε το περασμένο Σάββατο...
Τρανή απόδειξη της χρόνιας εκτίμησης και της εμπιστοσύνης που του τρέφουν τα αφεντικά του Ολυμπιακού αποτελεί το γεγονός ότι στην προηγούμενη θητεία του τον εισάκουσαν, ακόμη κι όταν οι εισηγήσεις τους εμπεριείχαν ρίσκο, όπως η μεταγραφή του Σοφοκλή Σχορτσανίτη.
Είχε ερωτηθεί, σε ανύποπτο χρόνο, σχετικά με το ενδεχόμενο να αναλάβει πρώτος προπονητής στον Ολυμπιακό: μεσούσης της πρώτης σεζόν του στον Κολοσσό (με τον οποίο μάλιστα νίκησε τον Ολυμπιακό, στο «Τουρνουά Κουταλιανός») τον πίεσα σε μια εκπομπή στην ΕΤ-1 να εξωτερικεύσει τον... καημό του, αλλά υπήρξε φειδωλός στην απάντηση του: «Κάτσε πρώτα να καθιερωθώ ως πρώτος προπονητής στον Κολοσσό και βλέπουμε...»
Έξι χρόνια αργότερα, είδε, είδαν και είδαμε!
Παρεμπιπτόντως αυτό το οποίο είδα εγώ στο ντεμπούτο του κόντρα στην ΑΕΚ (και μάλιστα ως τρίτος προπονητής σε μια ομάδα που ούτε την έφτιαξε, ούτε την «περπάτησε» ο ίδιος) ήταν ό,τι ακριβώς περίμεναν όσοι τον γνωρίζουν και ό,τι προφανώς χρειάζεται στην παρούσα φάση ο ελλιπής και ευρισκόμενος σε διαδικασία αναζήτησης, Ολυμπιακός: μια πολύ πιο επιθετική άμυνα, που εκφράστηκε τόσο με τα απανωτά hedge out των ψηλών ώστε να αναχαιτιστούν τα pick n' roll των γηπεδούχων όσο και με τις αλλεπάλληλες παγίδες.
Ο Σφαιρόπουλος ζήτησε επιτακτικά από τους παίκτες του να βάλουν τα χέρια και τα κορμιά τους σε κάθε φάση, να πιέσουν την μπάλα, να ανεβάσουν ψηλά την άμυνα, να παρεμποδίσουν τις πάσες εισαγωγής των αντιπάλων τους και να μην τους επιτρέψουν να εκτελέσουν τα σχεδιασμένα plays τους. Το αναγνώρισε αυτό και μάλιστα δημοσίως (στις δηλώσεις του μετά το ματς) ο Ντούσαν Σάκοτα, ο πατέρας του οποίου (Ντράγκαν) είχε συμμετάσχει ως δεύτερος στην προηγούμενη και μοναδική στα χρονικά τριπλή προπονητική σκυταλοδρομία του Ολυμπιακού: τη σεζόν 2003-04, όταν διαδέχτηκε τον Σούμποτιτς και εν συνεχεία «παρέδωσε» στον Τόμιτς που έβγαλε τη χρονιά...
Έχει ακόμη μπόλικη δουλειά να κάνει ο Σφαιρόπουλος ώστε να δει τον «δικό του» Ολυμπιακό, έστω κι αν η ομάδα κατασκευάστηκε με τα υλικά που διάλεξε ο Μπαρτζώκας. Το δείγμα γραφής είναι πολύ μικρό ώστε να αποτελέσει σημείο αναφοράς, χώρια που πολύ συχνά (και μέχρι αποδείξεως του εναντίου) οι ομάδες που αλλάζουν προπονητή, συμπεριφέρονται όπως οι επιβάτες των υπερατλαντικών πτήσεων όταν υφίστανται το... jet lag!
Kαιρός κι οδηγός, που λένε...
Ο Σφαιρόπουλος είναι ψώνιο με το μπάσκετ. «Ζει και αναπνέει, ξυπνάει και κοιμάται μαζί του» μου είπε χθες το πρωί στον «αέρα» του Sentra 103.3, ο Κώστας Φλεβαράκης, τον οποίο διαδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 2001, ως πρώτος προπονητής του ΠΑΟΚ.
Τι άλλο είναι ο Γιάννης, με βάση τα διαπιστευτήρια τα οποία έχει επιδώσει στην έως τώρα διαδρομή του; Αφοσιωμένος στη δουλειά του, εργατικός, σχολαστικός, σεμνός, χαμηλών τόνων και πολύ μετρημένος στο λόγο του, σχεδόν «ξύλινος», αλλά, διάβολε, οι ομάδες θέλουν προπονητές κι όχι ρήτορες! Καλά είναι όλα αυτά, απλώς στην παρούσα φάση πρέπει να αποδείξει ότι εκτός από καλός προπονητής, μπορεί να διαχειριστεί κιόλας μεγάλες προσωπικότητες σε μια ομάδα απαιτήσεων, υψηλής πίεσης και μεγάλων προσδοκιών, την οποία μάλιστα ανέλαβε μεσούσης της σεζόν και με τέσσερις απώλειες, που προς το παρόν του στενεύουν πολύ το ρόστερ και τον αναγκάζουν (όπως συνέβη και με τους προκατόχους του) να κάνει αλχημείες για να καλύψει τη θέση του σμολ φόργουορντ και να βρει ουσιώδες παιχνίδι στο post-up.
Ο άνθρωπος που έχει παραδεχθεί ότι «ασχολήθηκα με το προπονητηλίκι από μεράκι κι όχι για να γίνω επαγγελματίας» έπιασε το γάντι που του πέταξαν οι Αγγελόπουλοι στον αέρα και αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση του βίου του: δεν κώλωσε να αναλάβει μια δύσκολη δουλειά και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τη διεκπεραιώσει με επιτυχία, να δικαιώσει εκείνους που τον εμπιστεύθηκαν και να διαψεύσει όλους όσοι αντιμετώπισαν την πρόσληψη του με επιφυλάξεις...
Σε μια παλαιότερη συνέντευξη του στο «All Star Basket», ο Σφαιρόπουλος είχε δηλώσει ότι «μου αρέσει να αναλαμβάνω τις ευθύνες μου» και τώρα του παρουσιάζεται μια ευκαιρία ζωής να κάνει αυτό που του είναι αρεστό...
Να αναλάβει ευθύνες που είναι εκ προοιμίου μεγάλες και εξ ορισμού δυσβάσταχτες για τον καθένα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου